Τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας κλήθηκαν, όπως ήταν αναμενόμενο, να κρίνουν κατά την τελευταία δεκαετία τη συνταγματικότητα σειράς περιοριστικών οικονομικών μέτρων που επιβλήθηκαν στα πλαίσια των μνημονιακών δεσμεύσεων σε διάφορες κατηγορίες εργαζομένων και συνταξιούχων. Η νομολογιακή παρακαταθήκη που διαμορφώθηκε στην πορεία των ετών αυτών δεν χαρακτηρίζεται πάντα από συνέπεια και σταθερότητα, ούτε διέπεται από συνοχή. Ο ανώτατος δικαστής βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα πρωτόγνωρο ως προς το εύρος και την έντασή του φαινόμενο, όπως αυτό προέκυψε από τα εν λόγω μνημονιακά μέτρα, ενώ παράλληλα οφείλει να προβαίνει σε λεπτές σταθμίσεις, συνεκτιμώντας συγχρόνως τις συνέπειες των αποφάσεών του για την κρατική οικονομία και την κοινωνία. Εξαιτίας των έκτακτων αυτών συνθηκών που βίωσε η χώρα την προηγούμενη δεκαετία τα ανώτατα δικαστήρια βρίσκονται έτσι συχνά ενώπιον διλημμάτων, τα οποία επιλύουν μέσα από συγκεκριμένες ερμηνευτικές, αλλά και «προερμηνευτικές» επιλογές. Ίσως ποτέ στο παρελθόν τα ανώτατα δικαστήρια δεν κλήθηκαν να επιλύσουν τόσο μεγάλο αριθμό διαφορών με έντονο πολιτικό περιεχόμενο και συνέπειες, όσο την τελευταία δεκαετία.
Πρόσφατη απόφαση του ανώτατου δημοσιονομικού δικαστηρίου της χώρας (ΕλΣυν Ολομ. 1477/2021) εντάσσεται στη χορεία των αποφάσεων που επιλύουν κρίσιμα ζητήματα συνταγματικότητας συγκεκριμένων μνημονιακών περικοπών. Ειδικότερα, η Ολομέλεια του Δικαστηρίου κλήθηκε, κατόπιν παραπομπής της υποθέσεως από Τμήμα του, να κρίνει το ζήτημα αν μετά τη θέση σε ισχύ των διατάξεων του ν. 4387/2016 περί της ένταξης των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, εν ενεργεία και συνταξιούχων, στον ΕΦΚΑ εξακολουθεί να αντίκειται στο Σύνταγμα η προβλεπόμενη σε μνημονιακές ρυθμίσεις του έτους 2010- παρακράτηση της εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων (ΕΑΣ) από τις συντάξεις του Δημοσίου, αφενός για το διάστημα από την 01.01.2017 έως 31.12.2018, κατά το οποίο η Εισφορά διατίθετο για την κάλυψη ελλειμμάτων των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (ΦΚΑ), αφετέρου για το διάστημα από 01.01.2019 και εφεξής, κατά το οποίο η Εισφορά παρακρατείται υπέρ του Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών (ΑΚΑΓΕ). Το Δικαστήριο, ακολουθώντας κατ’ αρχήν την προγενέστερη απόφασή του (ΕλΣυν Ολομ. 244/2017), με την οποία είχε κριθεί ως αντισυνταγματική η ως άνω «εισφορά» των συνταξιούχων, έκρινε εκ νέου την αντίθεση των διατάξεων που τη θέσπισαν προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5 και 25 παρ. 1 και 4 Συντ., προκειμένου όμως για το χρονικό διάστημα έως την 31.12.2018. Αντιθέτως, αποφάνθηκε ότι οι ίδιες αυτές διατάξεις δεν αντιβαίνουν στο Σύνταγμα για το χρονικό διάστημα από 01.01.2019 και εφεξής.
Παρά το γεγονός ότι η κρίση αυτή δεν στερείται θεμελίωσης, εντούτοις είναι σαφές ότι οδηγεί σε μια ασυνήθιστα διαφοροποιημένη, ως προς τη συνταγματικότητά τους, αντιμετώπιση των ιδίων διατάξεων, ανάλογα με συγκεκριμένα χρονικά σημεία, η οποία δύσκολα μπορεί να πείσει, κυρίως τον πολίτη, για τη λογική συνέπειά της. Θα μπορούσε άλλωστε να υποστηριχθεί εύλογα ότι η διατήρηση δραστικών περιοριστικών μέτρων για μεγάλο χρονικό διάστημα και μάλιστα μετά τη σταδιακή έξοδο της χώρας από τη δριμεία οικονομική κρίση των προηγούμενων χρόνων, ενδεχομένως δεν παρίσταται ούτε δικαιολογημένη, ούτε θεμιτή. Πράγματι, ενώ κατά τα πρώτα έτη της οικονομικής κρίσεως, οι ειδικές συνθήκες που επέβαλαν δημοσιονομική λιτότητα δικαιολογούσαν σε κάποιο βαθμό, «έκτακτα» δημοσιονομικά μέτρα, η διατήρηση αυτών μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου, δεν παρίσταται κοινωνικοπολιτικά ανεκτή, αλλά ούτε και συνταγματικά θεμιτή. Πράγματι, η διατήρηση επί σειρά ετών παρόμοιων «έκτακτων» μέτρων, όπως είναι για παράδειγμα η εισφορά αλληλεγγύης συνταξιούχων, η εισφορά αλληλεγγύης των εργαζομένων ή ακόμη ο «συμπληρωματικός φόρος» του ΕΝΦΙΑ, δεν μπορεί ευχερώς, κατά μείζονα μάλιστα λόγο, να συμβιβαστεί με θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές.
Απόστολος Παπακωνσταντίνου
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου – Δικηγόρος