Η εξοικείωση με την τεχνολογία, τον κώδικα των εννοιών της και τις καινοτόμες, ευρέως διαδεδομένες διαδικτυακές εφαρμογές έχει διαμορφώσει πλέον ένα νέο είδος «ψηφιακής πραγματικότητας», αυξάνοντας την εγγύτητα μεταξύ ατομικού και κοινωνικού περιβάλλοντος. Η συμμετοχή στην πληροφόρηση και την επικοινωνία διενεργείται με ανυπολόγιστη ταχύτητα, με τις αλληλεπιδράσεις που προκύπτουν από αυτές να δυσχεραίνουν την ενεργητικότητα του διαδικτυακού ακτιβισμού. Ένα, όχι και τόσο νέο[1], σοβαρό πρόβλημα που αναφύεται από την άμεση και γρήγορη πρόσβαση στην ψηφιακή πληροφορία αποτελεί και εκείνο των λεγόμενων «παραποιημένων ειδήσεων», γνωστότερων ως Fake News. Το φαινόμενο αυτό αποτελεί ένα σκληρό πλήγμα για το κοινωνικό και το πολιτικό γίγνεσθαι, καθώς προσβάλλει -συχνά με χυδαίο τρόπο- τον πυρήνα της δημοκρατικά οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης και, για τον λόγο αυτόν, απασχολεί σήμερα σε διεθνές επίπεδο τη δημοσιογραφική, πολιτική και ακαδημαϊκή κοινότητα. Στο σημείο αυτό, ίσως θα ήταν σκόπιμη η διάκριση της έννοιας των «παραποιημένων ειδήσεων» από τις «ψευδείς ειδήσεις»· και τούτο, διότι, ψευδείς ειδήσεις μπορεί κανείς να εντοπίσει ήδη από τα πρώτα βήματα της έντυπης δημοσιογραφίας, ως μέσα επιρροής και διάδοσης συγκεκριμένων πολιτικών ή άλλων θέσεων[2]. Η ιδιαιτερότητα των παραποιημένων ειδήσεων συνίσταται στο γεγονός ότι σήμερα κυριαρχούν στον χώρο της ενημέρωσης νέες διαδικτυακές πλατφόρμες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με ενδεικτική αναφορά στην εφαρμογή «Facebook», στο «Χ» (πρώην Twitter) και στο «TikTok»[3] στα οποία οι ειδήσεις και τα γεγονότα δεν προβάλλονται υπό το πρίσμα ορισμένων απόψεων ή θέσεων, κάτι που χαρακτηρίζει την παραδοσιακή δημοσιογραφία. Αντιθέτως, δίδεται έμφαση στην προβολή συγκεκριμένων απόψεων υπό τη μορφή γεγονότων, κάτι το οποίο αντιστοιχεί περισσότερο σε μηχανισμούς προπαγάνδας[4]. Με τη βοήθεια των μέσων αυτών, οι χρήστες αποκτούν τη δυνατότητα να διαδίδουν ανακριβείς, ατεκμηρίωτες, αστήρικτες ή και ψευδείς πληροφορίες με ελάχιστο ή καθόλου έλεγχο και με ταχύτατο τρόπο. Όπως είναι επόμενο, οι πληροφορίες και οι «ειδήσεις» που διαδίδονται με τον ανωτέρω τρόπο μπορούν να επηρεάσουν ακόμα και την έκβαση εκλογικών αναμετρήσεων, κάτι που σημαίνει ότι τα Fake News μπορούν να καταστούν, ανεμπόδιστα και χωρίς συνέπειες, ένα ιδιαίτερα αποτελεσματικό εργαλείο πολιτικής προπαγάνδας και χειραγώγησης της κοινής γνώμης και των ψηφοφόρων.
«Δεν υπάρχει σωστό και λάθος. Δεν υπάρχει ηθική. Δεν υπάρχει αλήθεια με κεφαλαίο Α. Είναι μια κατασκευή. Είναι μια φαντασία. Είναι κατασκευασμένο από τον άνθρωπο. Τίποτα από αυτά δεν έχει σημασία εκτός από τη νίκη»[5]. Ο σκηνοθέτης (Ali Abbasi) και ο σεναριογράφος (Gabriel Sherman) της βιογραφικής ταινίας για τον Ντόναλντ Τραμπ (The Apprentice, 2024) αποκάλυψαν πρόσφατα την καθοριστικής σημασίας συμβολή του γνωστού και αμφιλεγόμενου δικηγόρου, Roy Cohn, στη διαμόρφωση της «συλλογιστικής» του πρώην 45ου Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, μέλους του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (GOP) και διεκδικούντος την προεδρία στις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου 2024, η οποία μοιραία θα διαμόρφωνε την πολιτική σκέψη και μεθοδολογία του. Η ενδεχόμενη επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, ενόψει των εκλογών ανάδειξης Προέδρου των ΗΠΑ, δημιουργεί ανησυχία, όχι μόνο για την παγκόσμια οικονομία, αλλά και για την τύχη των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Αμερική. Η ανησυχία αυτή κλιμακώνεται υπό την ανάμνηση της πολιτικής δυσλειτουργίας του, της ρητορικής μίσους και του πολωτικού κλίματος που η ίδια γέννησε, σε συνδυασμό με την κοινωνική κατάρρευση και παρακμή των Πολιτειών που χάρισαν τη νίκη στον Τραμπ το 2016[6]. Οι ψηφοφόροι των πολιτικών του αντιπάλων, οι διαδικτυακοί ακτιβιστές και οι μη πολιτικοποιημένοι πολίτες ήρθαν αντιμέτωποι, όχι μόνο με την «κοινωνική επιρροή»[7] που είχε ασκήσει ο Τραμπ, αλλά και με τη λαίλαπα των ψευδών ειδήσεων (Fake News) που ο ίδιος είχε επιστρατεύσει για τη νίκη. Ακολούθως, το 2016-2017 η αθέμιτη τεχνική του τέως Προέδρου δεν άργησε να τεθεί στο μικροσκόπιο και να αναλυθεί από ειδικούς, οι οποίοι κατέληξαν στις ακόλουθες διαπιστώσεις: α) το 62% των ενηλίκων στις ΗΠΑ κατά την επίμαχη περίοδο ενημερώνονταν από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, β) οι πλέον δημοφιλείς ψευδείς ειδήσεις κοινοποιήθηκαν ευρύτερα στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης «Facebook», από ό,τι οι τίτλοι δημοφιλών, κυρίαρχων ειδήσεων, γ) πολλοί άνθρωποι που έβλεπαν το περιεχόμενο των ψευδών ειδήσεων δήλωσαν ότι τις πίστευαν και δ) οι πιο πολυσυζητημένες ιστορίες ψευδών ειδήσεων είχαν την τάση να ευνοούν τον Ντόναλντ Τραμπ έναντι της Χίλαρι Κλίντον[8].
Ο τέως Πρόεδρος των ΗΠΑ δεν διστάζει να επιστρατεύει ψευδείς ειδήσεις, να λογοκρίνει τα δημοσιεύματα που στρέφονται εναντίον του, έως και να αποπειράται να φιμώσει τον Τύπο μέσω νομικών ενεργειών, σε μια περίοδο που η Δημοκρατία και ο ελεύθερος Τύπος διέρχονται βαθιά κρίση, ιδίως λόγω των μεταβολών στην τεχνολογία των μέσων ενημέρωσης. Η τακτική αυτή του Τραμπ εντάσσεται στο γενικότερο πολιτικό του πρόγραμμα, το οποίο χαρακτηρίζεται από μια διάθεση απαξίωσης των θεσμών του Κράτους Δικαίου, υποτίμησης των ελεγκτικών μηχανισμών και άμβλυνσης του πεδίου του κοινωνικού διαλόγου[9]. Και, μπορεί ο ίδιος να εξαπολύει περισσότερες απειλές απ’ όσες διατίθεται να υλοποιήσει, πλην όμως δεν μπορεί να παραβλεφθεί η διάβρωση των πυλώνων της Δημοκρατίας και ο βαθμός επικινδυνότητας του μιθριδατισμού της αμερικανικής κοινωνίας. Διότι, δυστυχώς, η συστηματική κατάχρηση εξουσίας και η παραβίαση κανόνων από τον Τραμπ ταλαιπωρεί την πολιτική συνείδηση και την εξαντλεί αρκετά, ώστε να αντιληφθεί εγκαίρως τα σημάδια ενός μεταστατικού φασισμού.
[1] Ένα ιστορικό παράδειγμα είναι η «Great Moon Hoax» του 1835, κατά την οποία η εφημερίδα New York Sun δημοσίευσε μια σειρά άρθρων σχετικά με την ανακάλυψη ζωής στο φεγγάρι. Ένα πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η «The Flemish Secession Hoax» του 2006, κατά την οποία ένας βελγικός δημόσιος τηλεοπτικός σταθμός ανέφερε ότι το φλαμανδικό κοινοβούλιο είχε κηρύξει την ανεξαρτησία της Φλάνδρας από το Βέλγιο, μια είδηση που ένας μεγάλος αριθμός τηλεθεατών την πίστεψε ως αληθινή. Βλ. Allcott, Hunt – Gentzkow, Matthew, Social Media and Fake News in the 2016 Election, Journal of Economic Perspectives, Volume 31, Number 2, 2017, σ. 214 [σ. 211–236].
[2] Για το θέμα αυτό βλ. ενδεικτικά Πλειός, Γιώργος, «Παραποιημένες ειδήσεις (fake news), Ο μετασχηματισμός της προπαγάνδας στην κοινωνία της ενημέρωσης», Gutenberg, Αθήνα, 2021.
[3] Ιδίως για την εφαρμογή «TikTok» επισημαίνεται η αύξηση χρήσης της σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρείται στις ΗΠΑ μία από τις κυρίαρχες μορφές επικοινωνίας κατά το διάστημα των εκλογικών αναμετρήσεων, με τους αριθμούς να αποδεικνύουν τη βασιμότητα του πορίσματος· το 48% των χρηστών του «TikTok» κάτω των 30 ετών επιβεβαιώνουν ότι η παρακολούθηση των πολιτικών ζητημάτων αποτελεί σημαντικό λόγο χρήσης και παρακολούθησης στην πλατφόρμα. Βλ. Mathur, Anusha, TikTok steals the spotlight, 16/9/2024, διαθέσιμο στον ιστότοπο: https://www.politico.com/newsletters/politico-nightly/2024/09/16/tiktok-steals-the-spotlight-00179410.
[4] Για τα ζητήματα σύγχρονης προπαγάνδας και παραπληροφόρησης βλ. σχετικά και αναλυτικά Χατζηστεφάνου, Άρης, «Προπαγάνδα & Παραπληροφόρηση. Πώς τις εντοπίζουμε», στ΄ έκδοση, Εκδόσεις Τόπος, 2022.
[5] «There is no right and wrong. There is no morality. There is no truth with a capital T. It’s a construct. It’s a fiction. It’s manmade. None of it matters except winning», από την ταινία «The Apprentice» (2024) σε σκηνοθεσία Ali Abbasi, σενάριο Gabriel Sherman. Πρόκειται για διεθνή συμπαραγωγή μεταξύ του Καναδά, της Δανίας, της Ιρλανδίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία συνάντησε δυσκολίες στην αμερικανική διανομή λόγω του θέματός της, σε συνδυασμό με τις αλλεπάλληλες προσπάθειες της νομικής ομάδας του Ντόναλντ Τραμπ να εμποδίσει την κυκλοφορία της (με την αποστολή επιστολών παύσης και παραίτησης). Βλ. Bekiempis, Victoria, Donald Trump pens 1am screed against controversial biopic The Apprentice, The guardian, 14/10/2024, διαθέσιμο στον ιστότοπο: https://www.theguardian.com/us-news/2024/oct/14/donald-trump-apprentice-film-attacks.
[6] Βλ. Εξαιρετική ανάλυση του πλαισίου και των συνθηκών ανάδειξης της νίκης του Ντόναλντ Τραμπ στο άρθρο του Ξενοφώντος Κοντιάδη, με τίτλο «Απειλείται η δημοκρατία των ΗΠΑ;» 2/11/2020, στον επιστημονικό ιστότοπο «SyntagmaWatch.gr», με πρώτη δημοσίευση στην Εφημερίδα «ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ» (1/11/2020), διαθέσιμο στον ιστότοπο: https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/apeileitai-i-dimokratia-ton-ipa/.
[7] Αξίζει να σημειωθεί η πολυεπίπεδη ερμηνεία της κοινωνικής επιρροής στην Κοινωνική Ψυχολογία, ιδίως από άτομα που μονομερώς διαθέτουν εξουσία (κύρος, πληροφορίες και υλικό πλούτο). Πρωτοπόρος στην Κοινωνική Ψυχολογία, ο Solomon Eliot Asch (1907-1996), μέσα από τη μακρά πειραματική διαδικασία του (πειραματική μελέτη συμμόρφωσης) και την καθημερινή μελέτη των εμπειριών, ανέδειξε δύο βασικά κριτήρια για τη συμμόρφωση, καταλήγοντας στο πόρισμα ότι «τα άτομα συμμορφώνονται είτε γιατί δέχονται την άποψη της ομάδας ως ένδειξη της αντικειμενικής πραγματικότητας, δηλαδή εμπιστεύονται την κρίση της ομάδας πιο πολύ από τη δίκη τους, είτε γιατί προσαρμόζονται στις θετικές προσδοκίες που έχει γι’ αυτά η ομάδα, θέλοντας να δημιουργήσουν καλή εντύπωση». Βλ. Βοσνιάδου, Στέλλα, αναλυτικά σε Εισαγωγή στην Ψυχολογία (Κοινωνική Ψυχολογία, Κοινωνική Επιρροή), Eκδόσεις Gutenberg, 2011, σ. 368-376.
[8] Βλ. Gottfried, Jeffrey, Elisa, Shearer, “News Use across Social Media Platforms 2016”, Pew Research Center, 26/5/2016, διαθέσιμο στον ιστότοπο: http://www.journalism.org/2016/05/26/news-use-acrosssocial-media-platforms-2016.
[9] Βλ. Levitsky, Steven, Ziblatt, Daniel, «Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες», Μετάφραση Παππάς Ανδρέας, Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2018, σ. 260-301.
Ελένη Χρυσουλάκη
Δικηγόρος, μέλος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου
Γεώργιος Θ. Ζώης
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου ΕΚΠΑ