Με την τελευταία ανακοίνωση του υπουργού Υγείας, οι εργαζόμενοι στο ΕΣΥ που εξακολουθούν να αρνούνται τον εμβολιασμό και βρίσκονται σε υποχρεωτική «άδεια» χωρίς μισθό, απειλούνται πλέον να απολυθούν οριστικά.
Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει κανείς για την αντισυνταγματικότητα ενός τέτοιου μέτρου. Ούτως ή άλλως και με το τωρινό καθεστώς έχει παραβιαστεί η ανθρώπινη αξία αυτών των εργαζομένων, διότι έχουν στερηθεί τα μέσα βιοπορισμού τους. Καμία απολύτως επίκληση δημόσιου συμφέροντος ή δικαιωμάτων ή συμφερόντων των άλλων δεν μπορεί να σχετικοποιήσει τη συνταγματική αυτή αρχή, στην οποία βασίζεται όλο το συνταγματικό οικοδόμημα κάθε πολιτισμένου κράτους: δεν θυσιάζουμε ανθρώπους για το κοινό καλό!
Αυτά είναι στοιχειώδη, εδώ και τρεις περίπου αιώνες, εφαρμόσθηκαν όμως με εμφατικό τρόπο στις Δίκες της Νυρεμβέργης, που μεταξύ άλλων καθιέρωσαν τον κανόνα της «συναίνεσης ύστερα από ενημέρωση» (informed consent) στην Ιατρική. Ακολούθησαν αρκετά (γνωστά ήδη) διεθνή κείμενα που επιβεβαίωσαν αυτά τα στοιχειώδη. Με την πανδημία, ορισμένες χώρες θέλησαν να τα ανατρέψουν, με πρόσχημα την «προστασία της ζωής». Είναι ελάχιστες, αλλά δυστυχώς αυτές ακολουθεί άκριτα η χώρα μας. Τις ακολουθεί μάλιστα εμμονικά, ακόμη και αν κάποιες αλλάζουν πια πολιτική (Αυστρία).
Ας δοκιμάσουμε όμως μια υπόθεση, σε σχέση με την τελευταία ανακοίνωση της κυβέρνησης. Ακόμη και αν για μια στιγμή θεωρούσαμε ότι ο αναγκαστικός εμβολιασμός εργαζομένων με απειλή την απόλυση δεν αντέβαινε στη θεμελιώδη αρχή του Συντάγματος και των διεθνών κειμένων, αναρωτιέται κανείς πώς δικαιολογείται όταν α) οι ανεμβολίαστοι υγειονομικοί ήδη δεν έχουν επαφή με ασθενείς, έχει μάλιστα προβλεφθεί η αντικατάστασή τους, β) οι νοσηλείες και οι διασωληνώσεις ασθενών σταδιακά περιορίζονται, καθώς οι τελευταίες μεταλλάξεις του ιού είναι ήπιες και γ) αν επανέλθουν στις θέσεις τους – εμβολιασμένοι αναγκαστικά – οι εργαζόμενοι αυτοί ενδέχεται να μεταδίδουν τον ιό σε ασθενείς και να νοσήσουν οι ίδιοι, αφού τα εμβόλια δεν αποκλείουν τη μετάδοση (πιθανότατα, δεν τη δυσκολεύουν καν) και την – έστω ηπιότερη – νόσηση. Με άλλα λόγια, γιατί η κυβέρνηση αποφασίζει τώρα, όταν η πανδημία παγκοσμίως υποχωρεί και τα μέτρα περιορισμού στις περισσότερες χώρες αίρονται, να προσθέσει άλλον ένα παράγοντα κινδύνου και μάλιστα μέσα στα νοσοκομεία μας;
Η προφανής απάντηση είναι ότι, στην πραγματικότητα, το ΕΣΥ δεν αντέχει να λειτουργεί με ελλειμματικό προσωπικό, λόγω του καθεστώτος αναγκαστικής «άδειας» των ανεμβολίαστων υγειονομικών, ακόμη και με μειωμένες εισαγωγές ασθενών: η «αντικατάσταση» απλώς δεν απέδωσε (ούτε άλλωστε επρόκειτο να αποδώσει). Άρα το έμπειρο προσωπικό πρέπει πάση θυσία να επιστρέψει στη δουλειά του.
«Πάση θυσία»; Όχι ακριβώς! Το κράτος δεν αντέχει να παραδεχτεί το αρχικό του λάθος υποχωρώντας. Πρέπει αντίθετα να υπερβάλει στις απειλές, για να μην αποδειχθεί γυμνό. Σε αυτό το power game της εξουσίας, τα δικαστήρια ασφαλώς έχουν λόγο. Αν όχι τα δικά μας (που προς το παρόν δεν πείθουν για την ανεξαρτησία τους στο συγκεκριμένο ζήτημα, καθώς θυμήθηκαν το μακρινό τους παρελθόν όπου το «δημόσιο συμφέρον» είχε «αμάχητη» προτεραιότητα απέναντι στα δικαιώματα…), τουλάχιστον άλλα, έξω από τη Χώρα, που μπορούν να ακολουθήσουν…
Η διεθνής εικόνα στο θέμα της υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών είναι ευτυχώς ελπιδοφόρα. Από τις πρόσφατες αποφάσεις ανώτατων δικαστηρίων (ΗΠΑ, Βρετανία) ως τις ογκούμενες διαδηλώσεις σε όλο τον αναπτυγμένο κόσμο – εκεί δηλαδή που οι πολίτες δεν καταλαβαίνουν από κρατικές «παρενοχλήσεις» και απειλές – με πρόσφατα τα παραδείγματα του Καναδά, της Γαλλίας, της Ολλανδίας, της Γερμανίας κλπ, όλα δείχνουν ότι ο νεκραναστημένος πατερναλισμός – ειδικών και μη – μένει πίσω.
Παντού, εκτός από εδώ! Η τελευταία συζήτηση στη Βουλή για την πρόταση δυσπιστίας απέδειξε ότι οι αντιπρόσωποί μας δεν ενδιαφέρονται για το σημαντικότερο πρόβλημα δικαιωμάτων που απασχολεί σήμερα όλο τον κόσμο. Ενδιαφέρονται για τα δικαιώματα των δημοσιογράφων, των ΛΟΑΤΚΙ κ.ο.κ., όχι όμως για τον «ελέφαντα»: συμπολίτευση και αντιπολίτευση φαίνεται να συμφωνούν σιωπηρά – αν χρειάζεται καταναγκασμός σε εμβολιασμό, γιατί όχι;
Παρά την πληθώρα των οργανώσεων – ακόμη και κρατικών! – που ασχολούνται με την προστασία των δικαιωμάτων, η Ελλάδα παραμένει τελευταία μεταξύ των παλαιών κρατών-μελών της ΕΕ (και πίσω από αρκετές νέες) σε όλους τους διεθνείς δείκτες για την ελευθερία και την ποιότητα της δημοκρατίας. Δεν είναι παράξενο…
Τάκης Βιδάλης
Συνταγματολόγος, Μέλος EGE/European Commission