Κατά τις προεκλογικές δεσμεύσεις της η κυβέρνηση της ΝΔ έφερε προς ψηφοφορία στο κοινοβούλιο και κατέστησε νόμο του κράτους (έστω όχι άμεσης ισχύος, αλλά εν αναστολή σύμφωνα προς το Σύνταγμα), τη φιλοσοφία της για τους όρους και τη μέθοδο της αντιπροσώπευσης των κομμάτων στο κοινοβούλιο. Πώς όμως αξιολογείται πολιτικά η σχετική πρωτοβουλία, δηλαδή ο νέος εκλογικός νόμος; Με όρους συμβολής του στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος αλλά και επίδρασής του στην κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα της χώρας;
Ένα νομίζω πως είναι το θετικό του νέου εκλογικού νόμου: ότι καθιστά –όχι, βεβαίως, παρελθόν, αλλά πάντως- παρένθεση την ολοσχερή αναλογική του ΣΥΡΙΖΑ (ίσως το πιο αναλογικό εκλογικό σύστημα του δυτικού κόσμου πλην Ολλανδίας, ίσως και Μολδαβίας).
Δύσκολα μπορεί ο μη ειδικός να συλλάβει την βλαπτικότητα ενός τέτοιου, δηλαδή τέτοιου βαθμού αναλογικότητας, συστήματος. Ειδικότερα…
Οι αδυναμίες του αναλογικού συστήματος: Το ελληνικό και ξένο παράδειγμα
Από τα παλαιόθεν γνωστά ελαττώματα αυτού του συστήματος πρέπει πρωτίστως να επισημάνουμε την ακυβερνησία, τη διαρκή προσφυγή και επαναπροσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία προς αναζήτηση μιας, ανεύρετης τελικώς, κυβερνησιμότητας. Πράγματι τόσο στην Ελλάδα, οποτεδήποτε εφαρμόστηκε από το 1926 και εντεύθεν η κακώς λεγόμενη «απλή» αναλογική –πλην της «ειδικής» περιόδου 1947-49 καθώς και της κυβέρνησης του Κων. Μητσοτάκη, όπου όμως ενάντια στη φύση του αναλογικού συστήματος προέκυψε μονοκομματική κυβέρνηση- όσο και σε άλλες πρώην «αναλογικές» χώρες του ευρωπαϊκού μεσογειακού νότου, το σύστημα αυτό έδωσε κυβερνήσεις ολιγόμηνης, συνήθως από τετράμηνης έως εξάμηνης, μέσης διάρκειας…
Ακόμη και σήμερα, δε, έχουμε βαρεθεί να μετράμε πόσες φορές ο ισπανικός λαός έχει κληθεί τα τελευταία χρόνια στις κάλπες, χωρίς να προκύπτει βιώσιμο κυβερνητικό σχήμα, μολονότι στη συγκεκριμένη χώρα της Ιβηρικής υπάρχει η λιγότερο αναλογική εκδοχή της αναλογικής (δηλαδή το σύστημα d’Hondt ή αναλογική του υψηλότερου μέσου όρου, συνδυαζόμενη με μικρές εκλογικές περιφέρειες, αναδεικνύουσες κατά μέσο όρο γύρω στους έξι βουλευτές η καθεμία). Το δημοσιονομικό και ευρύτερα το οικονομικό/αναπτυξιακό κόστος της ακυβερνησίας είναι προφανές.
Κατά δεύτερον με την αναλογική δεν υπάρχει προβλεψιμότητα ή προδιαγνωσιμότητα του αποτελέσματος της λαϊκής ψήφου. Συχνότατα προκύπτουν όχι απλώς μη προεξαγγελθέντα αλλά και πλήρως απρόβλεπτα κυβερνητικά σχήματα, επιπρόσθετα και χωρίς καμία ιδελογικοπολιτική συνοχή, όπως πχ παρ’ ημίν η «δεξιοκομμουνιστική» κυβέρνηση Τζαννετάκη… Άλλες φορές υπάρχει μόνο έμμεση προϊδέαση για το συμμαχικό κυβερνητικό σχήμα που μπορεί να προκύψει (πχ, αν και δεν ήταν «αναλογικές εκλογές», προ της ψηφοφορίας του 2015 ο Αλέξης Τσίπρας είχε από τηλεοράσεως εξάρει την «εντιμότητα του κ. Καμμένου»).
Ακόμη, όμως και εκεί όπου προεκλογικώς προεξαγγέλλονται οι μετεκλογικοί δυνητικοί κυβερνητικοί εταίροι, πρωτίστως η γαλλική εμπειρία της 3ης και της 4ης Δημοκρατίας δείχνει πως τέτοιες προεκλογικές δεσμεύσεις προκαθορίζουν μόνον το πρώτο και συχνά ολιγόμηνο μετεκλογικό κυβερνητικό σχήμα. Στη συνέχεια οι συμμαχίες αποσυντίθενται και ανασυντίθεται προς απρόβλεπτη συχνά κατεύθυνση, με αποτέλεσμα να προκύπτουν εναλλαγές κυβερνήσεων διαμετρικά αντίθετου ιδεολογικού προσανατολισμού με την ίδια λαϊκή ετυμηγορία (κυβέρνηση Αντουάν Πινέ και Π.-Μ. Φρανς στην 4η Γαλλική Δημοκρατία και πάμπολλες ακόμη περιπτώσεις.
Ας μην λησμονούμε, επίσης, πως η γαλλική βουλή του 1936 έδωσε την πολύ αριστερή –και με κομμουνιστική στήριξη- κυβέρνηση του Λεό Μπλουμ, ενώ η ίδια στη συνέχεια ψήφισε και τις απόλυτες εξουσίες του στρατάρχη Φιλίπ Πετέν). Παράλληλα, δεν είναι ασύνηθες να καθίστανται πρωθυπουργοί πολιτικά ανύπαρκτες προσωπικότητες, όπως παρ’ ημίν το 1926 ο Αλ. Ζαΐμης και το 1936 ο καθηγητής Δεμετρζής, ή ηγέτες κομμάτων του 2%, όπως ο Τζ. Σπαντολίνι στην Ιταλία κοκ…
Δεν σταματούν, όμως, εδώ οι δυσλειτουργίες των αναλογικών συστημάτων: Στην Ολλανδία και στο Βέλγιο συχνά χρειάζεται πάνω από χρόνος μετά τις εκλογές για να συγκροτηθεί πολιτική κυβέρνηση (εκεί όμως η κοινωνία αυτορρυθμίζεται και ο κρατικός μηχανισμός λειτουργεί και χωρίς πολιτική καθοδήγηση: χαρακτηριστικό είναι πως μόνο 2% των Ολλανδών καθυστερούν την πληρωμή των λογαριασμών κοινής ωφελείας, έναντι 30% στη χώρα μας. Και εκεί δεν υπάρχουν ελλείψεις αντικαρκινικών φαρμάκων στα δημόσια νοσοκομεία…).
Το Ισραήλ επίσης –με εκλογικό σύστημα παρεμφερούς αναλογικότητας από αυτό που σήμερα ισχύει στην Ελλάδα και θα εφαρμοσθεί στις επόμενες εκλογές- ταλαιπωρείται πολλαπλώς… Ενώ προσφάτως ο Σπήγκελ έγραψε πως ακόμη και η Γερμανία έχει προβλήματα στη διακυβέρνησή της –απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου κατέστησε ακόμη αναλογικότερη την εφαρμογή του εκλογικού της συςστήματος- και εκεί πιστεύω πως τα χειρότερα έπονται, όταν δεν θα υπάρχει πλέον «Μεγάλος συνασπισμός». Οι περισσότερες σκανδιναβικές κυβερνήσεις, τέλος, είναι κοινοβουλευτικής μειοψηφίας -ήδη σε αυτές προ ημερών προστέθηκε και η Νορβηγία- ενώ αυτός ο λεγόμενος «αρνητικός κοινοβουλευτισμός» λειτουργεί σχεδόν αδιαλείπτως τα τελευταία 50 χρόνια στην Δανία. Φαντάζεται κανείς τι θα γινόταν παρ’ ημίν σε μια τέτοια περίπτωση;
Στη χώρα μας, μάλιστα, τα συγκεκριμένα σημερινά πολιτικά δεδομένα δημιουργούν ακόμη μεγαλύτερες ανησυχίες: ο έμμεσος υπαινιγμός του Τσίπρα, πως οι επόμενες «αναλογικές» εκλογές θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε συγκυβέρνηση με ΚΚΕ και Βαρουφάκη, θα προκαλούσε φρίκη, αν δεν αντιμετωπισθεί ως εκδήλωση του γνωστού πολιτικού αμοραλισμού του άνδρα: Συγκυβέρνηση με το ΚΚΕ ίσως θα μετέφερε τη χώρα μια ήπειρο πιο ανατολικά, με τον Βαρουφάκη – παρά τον κοσμοπολιτισμό του ανδρός- μια ήπειρο πιο νότια…
Και αυτά χωρίς να θυμηθούμε πως όλες ανεξαιρέτως οι καταρρεύσεις δημοκρατικών πολιτευμάτων στον 20ο αιώνα έγιναν σε χώρες όπου δεν υπήρχε ισχυρή μονοκομματική κυβέρνηση –υπήρχαν παντού είτε κυβερνήσεις κοινοβουλευτικής μειοψηφίας είτε εύθραυστες εσωτερικά υπονομευόμενες συμμαχικές κυβερνήσεις! Χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως σε κάθε περίπτωση η αναλογική οδηγεί αναποφεύκτως, μέσω των πολιτικών της συνεπειών, στην κατάρρευση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Απλώς η «σύμπτωση» οδηγεί στον προβληματισμό μήπως συνιστά μια ευνοϊκή παράμετρο.
Τα αρνητικά του νέου εκλογικού νόμου
Αν, όμως, ο ψηφισθείς εκλογικός νόμος της ΝΔ μπορεί να θεωρηθεί ευεργετικός για τον τόπο και το πολιτικό σύστημα, επειδή καθιστά παρένθεση την ολοσχερή αναλογική, αυτό ουδόλως σημαίνει πως δεν προσφέρεται και αυτός για κριτική. Πιο συγκεκριμένα…
Πρώτα απ’ όλα στα αρνητικά του νέου εκλογικού νόμου είναι ότι προβλέπει εκλογή σχεδόν του συνόλου των 288 βουλευτών περιφερειών σε πολυεδρικές περιφέρειες. Εδώ ο όρος «πολυεδρικές» με την με την έννοια των μη μονοεδρικών, οι οποίες μονοεδρικές, κατά την άποψη μου, θα έπρεπε για πολλούς λόγους να αποτελούν τη γεωγραφική βάση ανάδειξης της πλειονότητας των αντιπροσώπων του έθνους. Ας μην πάει το μυαλό σας στο ασφαλώς προβληματικό πλειοψηφικό βρετανικού τύπου, που έχει άλλωστε επανειλημμένα –το 1929, το 1951, το 1974…- οδηγήσει σε κυβέρνηση του κόμματος της λαϊκής μειοψηφίας, προκαλώντας τη λεγόμενη αναστροφή πλειοψηφιών.
Υπάρχει η παραλλαγή του γερμανικού, χωρίς τη σχεδόν ολοσχερή αναλογικότητά του βέβαια, που είχαμε επεξεργαστεί το 2009 με Ηλία Νικολακόπουλο, Νίκο Αλιβιζάτο, Θόδωρο Χατζηπαντελή, Φίλιππο Σπυρόπουλο κα, όπου δεν υπάρχει και μείζων κίνδυνος εκλογικής κοπτορραπτικής (Jerrymandering) από την εκάστοτε κυβέρνηση, αφού το πόσες έδρες κατακτά κάθε κόμμα -κατά την πρότασή μας και τη λογική του γερμανικού άλλωστε- προβλεπόταν να εξαρτάται αποκλειστικώς από το εθνικό ποσοστό του. (Για τη σχετική προετοιμασία νόμου που είχαμε τότε κάνει βλέπε Θανάσης Διαμαντόπουλος, Ο νέος εκλογικός νόμος, εκδ. Παπαζήση, Δεκέμβριος 2009).
Οι πολυεδρικές-μη μονοεδρικές περιφέρειες, αντίθετα, είναι πολλαπλώς δυσλειτουργικές: δεν καθιστούν μόνο περίπου αναπόφευκτη την προσφυγή στις «σταυρομαχίες», άρα και την πρόκληση εσωκομματικών εμφυλίων, καθώς και την παραγωγή ρουσφετολογίας και πελατειασμού (αφού η εναλλακτική λύση, δηλαδή η δεσμευτική λίστα αλά 1985, παράγει ασφαλώς πολύ περισσότερα προβλήματα).
Οι πολυεδρικές-μη μονοεδρικές περιφέρειες οδηγούν επίσης σε έναν ιδιαίτερα προβληματικό, πολυσυλλεκτικό τρόπο συγκρότησης των κομματικών ψηφοδελτίων: υποψήφιοι που απευθύνονται σε ειδικές κοινωνικές κατηγορίες -πχ τον ποντιακό ελληνισμό, τους οπαδούς ποδοσφαιρικών συλλόγων/«θυροφιλάθλους», τους ομοφυλόφιλους, τους τηλεθεατές ειδικού τύπου εκπομπών, τους περιβαλλοντολογικά υπερευαίσθητους, τους ζωόφιλους, τους συνταξιούχους των «ευγενών ταμείων» κοκ- εύλογα εξαρτώνται εν πολλοίς από αυτές, νιώθουν επομένως πως ανήκουν περισσότερο σε άλλες ταυτίσεις παρά στο κόμμα τους και μπορούν να υπονομεύσουν τόσο τη συνοχή των κομμάτων όσο, κατά προέκταση, την κυβερνητική σταθερότητα, άρα και την κυβερνησιμότητα του τόπου.
Για να μην μιλήσουμε για την παραγωγή, εξ αυτού του λόγου, δηλαδή εκ των εσωτερικών ισορροπιών στην κατάρτιση των κομματικών συνδυασμών, «υποκομμάτων» ή «ενδοκομμάτων» (πχ μητσοτακικοί, καραμανλικοί, σαμαρικοί), κάτι που οδηγεί επίσης σε περίεργες εσωκομματικές ασκήσεις ισορροπίας. Ενώ ο μοναδικός κομματικός υποψήφιος στην κάθε μονοεδρική επιλέγεται με κριτήριο πιο συνθετικό και πιο πολιτικό: το ότι κατά τεκμήριο και κατά κανόνα εκφράζει πληρέστερα και συνθετικότερα τη συνολική πολιτική φιλοσοφία του κόμματος, προσαρμοσμένη ασφαλώς στις τοπικές συνθήκες και ιδιαιτερότητες.
Η δυσκολία κυβερνησιμότητας της χώρας
Αν όμως η μετακίνηση σε παραλλαγή του γερμανικού συστήματος και η ανάδειξη της πλειονότητας των βουλευτών σε μονοεδρικές (τα 3/5 είχαμε προτείνει για λειτουργικούς/μαθηματικούς λόγους το 2009) προσκρούει σε τόσα κατεστημένα συμφέροντα που είναι κατανοητό το ότι η παρούσα κυβέρνηση δεν την αποτόλμησε, ο νόμος της προσφέρεται και για άλλες κριτικές. Ειδικότερα…
Στα αρνητικά του νέου εκλογικού νόμου επίσης είναι ότι χωρίς λόγο, αφού δεν επετεύχθη η διακομματική υπερψήφισή του, δυσκολεύει την κυβερνησιμότητα της χώρας, μικραίνοντας τις περισσότερες φορές την υπερεκπροσώπηση του πρώτου κόμματος. Με 39%, πχ, το πρώτο κόμμα ήθελε, για να πετύχει απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, απλώς τα εκτός βουλής κόμματα να συναθροίζουν γύρω στο 3,5%. Τώρα το αθροιστικό ποσοστό τους, πάντα με 39% του πρώτου κόμματος, πρέπει να υπερβαίνει το 5%…
Το παλαιό bonus για το πρώτο κόμμα –που εσφαλμένα αναφέρεται ως 50 εδρών, ενώ ήταν πάντα πολύ λιγότερων, μόλις 28 στις τελευταίες εκλογές- μόνο υπερβολικό δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί: Το 1989 με την αναλογική d’Hondt ο Φελίπε Γκονζάλες κατέκτησε μονοκομματική πλειοψηφία με 39,5%, παίρνοντας αναλογικά μεγαλύτερη υπερεκπροσώπηση από όση συνήθως έδινε ο δικός μας νόμος με τις 50 πλειοψηφικές έδρες σε εθνική κλίμακα. Το πρόβλημα του παλιού νόμου, λοιπόν, βρισκόταν κυρίως στο ότι αυτό το –απολύτως λογικό έως και μετριοπαθές- bonus ήταν εξαιρετικά «απότομο», παρεχόμενο ολόκληρο στο πρώτο κόμμα, χωρίς συνεκτίμηση της διαφοράς του από το δεύτερο, εξαρτώμενο δηλαδή ουσιαστικά από μια ψήφο διαφορά, κάτι που οδηγούσε σε ακραία πόλωση, καθώς και σε παροχολογία, άρα συνακόλουθα σε «χαζοχαρούμενη δημοσιονομία».
Και αυτό δεν το διόρθωσε ο ψηφισθείς εκλογικός νόμος. Αντιθέτως διατηρεί το παρανοϊκό στοιχείο η μονοκομματική πλειοψηφία στο κοινοβούλιο και άρα η κυβερνησιμότητα του τόπου –ενώ δεν επηρεάζεται ποσώς από τη διαφορά του πρώτου από το δεύτερο κόμμα-να εξαρτάται καθοριστικά από το σχεδόν ολοσχερώς τυχαίο γεγονός αν η ΧΑ, ο Βαρουφάκης, ο Λεβέντης, η Κωνσταντοπούλου, ο Καμμένος, ο Τζήμερος ή ο Βελόπουλος θα πάρουν 3% ή 2.99%. Στο –κάπως θεωρητικό και στατιστικώς απίθανο είναι αλήθεια ενδεχόμενο, το αναφέρω όμως για να καταδειχθεί το μέγεθος του παραλογισμού- που και τα επτά αυτά κατά βάση, πλην ίσως πλέον της ΧΑ, προσωποπαγή κόμματα έμπαιναν στη βουλή τότε το πρώτο κόμμα με 40% και …25 μονάδες διαφορά από το δεύτερο μάλλον δεν θα είχε αυτοδυναμία με τον νόμο Παυλόπουλου. Την οποία θα είχε όμως με …31,9% έναντι 31,89% του δευτέρου κόμματος αν και τα επτά αυτά κόμματα έμεναν στο 2.99%!!! Και αυτό το στοιχείο –της εξάρτησης της αυτοδυναμίας από το ποσοστό των εκτός βουλής κομμάτων-, έστω και αν το αμβλύνει κάπως, δεν το διορθώνει στη ρίζα του ο ψηφισθείς νόμος!
Συμπέρασμα
Το πολιτικό έγκλημα της κυβέρνησης Μητσοτάκη –αφού δεν είχε την «υπερβατική» τόλμη, θα αντιδρούσαν άλλωστε όλοι οι αναγνωρίσιμοι πολιτικοί παράγοντες αλλά και οι μιντιάρχες, να υιοθετήσει την παραλλαγή μας του γερμανικού, η οποία προέβλεπε και πλήρη κατάργηση του σταυρού προτίμησης- συνίσταται στο ότι δεν προέκρινε τα εκλογικά συστήματα των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης. Αυτά ήταν λιγότερο πολωτικά, αφού η υπερεκπροσώπηση του πρώτου κόμματος εξηρτάτο –και- από τη διαφορά του από το δεύτερο.
Παράλληλα, όμως, και κυβερνησιμότητα διασφάλιζαν: Ακόμη και μετά τη –διευρύνουσα την αναλογικότητα- εισαγωγή της ρήτρας του +1 το τότε σύστημα έδωσε υπερεκπροσώπηση στο πρώτο κόμμα 15,5 εκατοστιαίες μονάδες το 1977 (όταν η διαφορά του, όμως, από το δεύτερο ήταν περίπου 17 μονάδες). Ο πρωθυπουργός μάλλον λοιπόν ατύχησε στην επιλογή των εκλογικών του συμβούλων, μολονότι διαθέτει στο επιτελείο του τον καλύτερο ίσως όλων, τον Πάνο Σταθόπουλο (που είχε κάνει σχετική διδακτορική διατριβή υπό την εποπτεία του Ηλία Νικολακόπουλου και δευτερευόντως τη δική μου…).
Υποσημείωση
ΥΓ. Και κάποιες παρατηρήσεις ορολογίας. Δεν είναι μόνον λάθος να γίνεται λόγος για bonus 50 εδρών, αφού για να υπολογισθεί το ύψος του bonus από τις 50 πλειοψηφικές έδρες πρέπει να αφαιρεθούν όσες θα εδικαιούτο με ολοσχερή αναλογική για τους άνω του 3% σχηματισμούς το πρώτο κόμμα. Είναι λάθος, επίσης, το εκλογικό σύστημα Σκανδαλίδη/Παυλόπουλου και το ψηφισθέν τώρα να ονομάζονται «ενισχυμένη αναλογική». Ενισχυμένη αναλογική –κατά τον Φαίδωνα Βεγλερή ορθότερα «αποδυναμωμένη αναλογική», αφού αποδυναμούτο το αναλογικό στοιχείο: disrepresentative proportional systems ή systemes proportionnels a faible proporionnalite- ήταν τα συστήματα που είχαμε από το 1958 έως τον νόμο Σκανδαλίδη, όπου η προσκύρωση των εδρών των ανώτερων κατανομών γινόταν με όρους ευνοϊκούς για τα μεγάλα κόμματα. Τα συστήματα Σκανδαλίδη/Παυλόπουλου και το ψηφισθέν τώρα είναι καθαρά μεικτά, δηλαδή περίπου κατά το 83,3% ολοσχερώς αναλογικά και κατά το 16,7% ολοσχερώς πλειοψηφικά σε εθνική βάση (τα ποσοστά αυτά στο σημερινό σύστημα υπό προϋποθέσεις).
Θανάσης Διαμαντόπουλος
Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης Παντείου Πανεπιστημίου