1. Ο Υπουργός Υγείας εξήγγειλε, το Σάββατο 20 Μαρτίου, και προχώρησε, τη Δευτέρα 22 Μαρτίου, σε προσφυγή στο μέτρο επίταξης υπηρεσιών ιατρών του ιδιωτικού τομέα ορισμένων ειδικοτήτων σχετιζόμενων με την εν εξελίξει πανδημία (παθολόγων, πνευμονολόγων, αναισθησιολόγων), επικαλούμενος τη μεγάλη αύξηση των διασωληνώσεων ασθενών με covid και την ανάγκη παροχής εξειδικευμένων ιατρικών υπηρεσιών, τις οποίες δεν μπορούν πλέον να καλύψουν πλήρως οι ιατροί των δημόσιων νοσοκομείων. Το μέτρο έρχεται σε συνέχεια και σε συμπλήρωση προσφοράς ή επίταξης κλινών σε ιδιωτικές κλινικές – νοσοκομεία, για την αντιμετώπιση του ίδιου ζητήματος και αφού προηγουμένως είχαν κληθεί οι ιατροί των ως άνω ειδικοτήτων να ενταχθούν εθελοντικά στο σύστημα υγείας για περιορισμένο χρονικό διάστημα.
2. Ο θεσμός της “επίταξης υπηρεσιών” θεσπίζεται και οριοθετείται στο άρθρο 22 παρ. 4 του Συντάγματος και είναι συγγενής αλλά διακριτός από το θεσμό της “επίταξης πραγμάτων”, που βρίσκει έρεισμα στο άρθρο 18 παρ. 3 του Συντάγματος. Η επίταξη υπηρεσιών συνδέεται με το συνταγματικό δικαίωμα της εργασίας (ενώ η επίταξη πραγμάτων με το συνταγματικό δικαίωμα της ιδιοκτησίας) και κάμπτει, υπό συγκεκριμένους και στενά ερμηνευόμενους όρους, τη θεσπιζόμενη στο ίδιο άρθρο 22 παρ. 4 απαγόρευση “καταναγκαστικής εργασίας”. Οι όροι είναι αφενός η ύπαρξη ειδικού εκτελεστικού νόμου και αφετέρου η υπαγωγή της πραγματικής κατάστασης σε μια από τις 5 περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις: πολέμου ή επιστράτευσης, αντιμετώπισης ανάγκης άμυνας της χώρας, επείγουσας ανάγκης από θεομηνία, ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία και αναγκών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης. Εκ φύσεως, η επίταξη υπηρεσιών επιβάλλει “κλήση” επαγγελματιών με ειδικά προσόντα που να ταιριάζουν στην κάθε φορά αντιμετωπιζόμενη ανάγκη, καθώς και, όπως συμβαίνει και κατά την επίταξη πραγμάτων, λειτουργία σε περιορισμένα και απολύτως σχετιζόμενα με την κατάσταση ανάγκης χρονικά όρια.
3. Στο πλέγμα αυτό, το άρθρο 4 του ν. 3536/2007 προσέθεσε τα ακόλουθα στοιχεία:
α) την ανάγκη λήψης σχετικής απόφασης από τον Πρωθυπουργό κατόπιν εισήγησης του αρμόδιου ανά περίπτωση Υπουργού, ή της εξουσιοδότησης από τον Πρωθυπουργό στον αρμόδιο Υπουργό για τη λήψη των σχετικών με την επίταξη μέτρων,
β) την υλοποίηση της επίταξης υπηρεσιών δι’ ειδικών “φύλλων επίταξης”, που εκδίδουν αστυνομικές αρχές ή όργανα του κράτους,
γ) την πρόβλεψη επιβολής ποινής φυλάκισης τουλάχιστον 3 μηνών (δηλαδή από 3 μήνες έως 5 έτη) σε περίπτωση άρνησης των προσώπων των οποίων θα γίνει επίταξη υπηρεσιών να παραλάβουν τα φύλλα επίταξής τους ή να επιτελέσουν την εντελλόμενη εργασία.
4. Προσαρμοζόμενα τα παραπάνω στην λόγω covid επίταξη ιατρικών υπηρεσιών, δίνουν αφορμή για τις ακόλουθες νομικές επισημάνσεις:
α) δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι πληρούται η “προϋπόθεση κατάστασης” του άρθρου 22 παρ. 4, λόγω του αυξημένου υγειονομικού κινδύνου, όχι μόνο λόγω πανδημίας αλλά της ειδικής φάσης (αύξηση κρουσμάτων και διασωληνώσεων) στην οποία βρίσκεται η πανδημία: το Υπουργείο έκανε, τόσο κατά την έκκλησή του προς τους ιατρούς, όσο και κατά την επιβολή της επίταξης, λόγο για «σύστημα στο όριο της εξουθένωσης». Το Συμβούλιο Επικρατείας ερμηνεύει στενά μεν τα συνταγματικά κριτήρια, αλλά με κάποια ευρύτητα την ίδια την “ανάγκη που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία”, αφού έχει δεχτεί ότι ήταν νόμιμη η επίταξη υπηρεσιών οδηγών φορτηγών καυσίμων (το 2010) και πληρωμάτων εμπορικών πλοίων (το 2012) για την προφύλαξη της υγείας ηπειρωτικών και νησιωτικών περιοχών, αντίστοιχα,
β) προβληματισμός γεννάται ως προς το σε ποιους ακριβώς ιατρούς – όχι μόνο ειδικότητες αλλά και συγκεκριμένα πρόσωπα – θα αποσταλούν φύλλα επίταξης. Το κριτήριο της καταλληλότητας αφενός και της ίσης μεταχείρισης αφετέρου είναι εν προκειμένω κρίσιμα και θα πρέπει να τηρηθούν. Προβλέπεται το – αναγκαστικά σύντομο – χρονικό διάστημα λειτουργίας της επίταξης (1 μήνας), αλλά θα πρέπει να ρυθμιστούν και ζητήματα όπως το ύψος της αμοιβής, η δυνατότητα ή όχι παράλληλης ιδιωτικής απασχόλησης,
γ) η εκ μέρους ιατρών και επαγγελματικών τους συλλόγων έγερση ζητήματος ρύθμισης της αστικής ευθύνης των ιατρών, σε περίπτωση που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους υπό καθεστώς επίταξης, αφενός δεν είναι συνταγματικής περιωπής και αφετέρου έχει μάλλον σαφή (την έδωσε ο ίδιος ο νομικός σύμβουλος του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών και την επιβεβαίωσε επισήμως το Υπουργείο Υγείας) απάντηση: δεν γεννάται προσωπική αστική ευθύνη των ιατρών, αφού, όταν λειτουργούν υπό καθεστώς επίταξης, το Δημόσιο είναι αυτό που ευθύνεται για σχετικές πράξεις ή παραλείψεις τους. Πρακτικά σημαντικό, αλλά που μπορεί να λυθεί με ειδική πρόβλεψη εντός του εκτελεστικού νόμου, είναι και το επίσης εγερθέν από τους ιατρούς ζήτημα της ασφάλισής τους κατά την εκτέλεση των υπό επίταξη καθηκόντων τους. Αμφότερα, συνεπώς, τα ως άνω ζητήματα, όπως και κάθε, ενδεχομένως λογική, αιτίαση για τον τρόπο αντιμετώπισης της πανδημίας γενικώς, δεν μπορούν να “αντιταχθούν” στην απόφαση περί επίταξης, ούτε να “νομιμοποιήσουν” ενδεχόμενη άρνηση παροχής υπηρεσιών εκ μέρους όσων λάβουν το φύλλο επίταξης,
δ) δεν ευσταθεί ασφαλώς η απόφανση του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου ότι το μέτρο της επίταξης, υπό τις συνθήκες υπό τις οποίες ελήφθη, υπήρξε «πρωτοφανές για σύγχρονη δημοκρατική πολιτεία». Κατά πρώτον, είναι μέτρο που προβλέπεται από τον ύψιστης ισχύος νόμο του κράτους, το Σύνταγμα. Κατά δεύτερον, η κατάσταση της δημόσιας υγείας είναι τέτοια που χωρίς αμφιβολία δικαιολογεί προσφυγή στην επίταξη, εφόσον εξαντληθούν τα άλλα μέσα. Κατά τρίτον, το μέτρο δεν ελήφθη απευθείας και ξαφνικά, αλλά αφού πρώτα ζητήθηκε, αλλά δεν επιτεύχθηκε πλήρως, η υπηρέτηση ιδιωτών ιατρών χωρίς επίταξη. Προς τιμήν του, ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών διαφοροποιήθηκε, αλλά χωρίς να έχει προηγουμένως κατορθώσει να συμβάλει στην ευαισθητοποίηση των μελών του.
5. Και μια τελευταία σκέψη με ηθικοπολιτικές προεκτάσεις: η επίταξη εργασίας αποτελεί πράγματι εντελώς εξαιρετικό θεσμό, που δικαιολογείται μόνο ως ultimum refugium και μόνο σε ειδικές περιστάσεις. Με την εξέλιξη της πανδημίας, αυτές οι περιστάσεις είναι μπροστά στα μάτια μας, μπροστά στα μάτια ολόκληρου του κοινωνικού σώματος, και το refugium είναι αναμφίβολα ultimum, μιας και πρόκειται για άμυνα έναντι του θανάτου. Οι 61 ιατροί που προσήλθαν μετά την έκκληση της Πολιτείας για εθελοντική προσφορά υπηρεσιών έδειξαν έμπρακτα πώς εννοούν το καθήκον τους. Η αγνόηση της έκκλησης από τους υπολοίπους, γεγονός που κατέστησε αναγκαία την επίταξη, δεν μας τιμά συνολικά ως κοινωνία αλλά κυρίως δεν τιμά τους αγνοήσαντες ιατρούς και τον, σχετικό με το λειτούργημά τους, όρκο τους.
Κώστας Μποτόπουλος
Συνταγματολόγος – Δικηγόρος