Ι. Εισαγωγή – Θέση του ζητήματος
Το ζήτημα της νομιμοποίησης μη κρατικών Πανεπιστημίων, είναι ένα θέμα που απασχολεί την πολιτική και την νομική επιστήμη εδώ και δεκαετίες[1]. Το γεγονός ότι το άρθρο 16 Σ σε δύο παραγράφους του 5 και 8 εδ. β΄ καθιερώνει ένα ιδιότυπο κρατικό μονοπώλιο στην παροχή ανώτατης εκπαίδευσης, αρχικά δεν άφηνε περιθώρια για συζητήσεις καθιέρωσης μη κρατικών ΑΕΙ. Έτσι το θέμα εξεταζόταν στο πλαίσιο ενδεχόμενης αναθεώρησης του Συντάγματος, είτε περιείχετο σε πρόταση η αναθεώρηση του άρθρου 16 Σ είτε όχι. Αν και η συζήτηση για ενδεχόμενη παράκαμψη του κρατικού μονοπωλίου στην παροχή ανώτατης εκπαίδευσης, που κατοχυρώνεται σε συνδυασμένη ερμηνεία των ως άνω παρ. 5 και 8 εδ. β΄ του άρθρου 16 Σ[2] μέσω ερμηνείας είναι επίσης παλιά και έχουν κατατεθεί προτάσεις, μη πειστικές κατά την γνώμη μου, για μια διαφορετική ανάγνωση του, ιδιαίτερα της παρ. 8 εδ. β΄ που περιέχει απαγόρευση σύστασης ανώτατων σχολών από ιδιώτες, τα τελευταία χρόνια η συζήτηση επικεντρώθηκε, εάν το μονοπώλιο αυτό μπορεί να παρακαμφθεί με υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες δικαίου είτε μέσω διακρατικών συμφωνιών της χώρας μας είτε, κυρίως, μέσω του Ενωσιακού Δικαίου. Έχοντας ως δικαιολόγηση διατάξεις του τελευταίου και ιδιαίτερα του πρωτογενούς Ενωσιακού Δικαίου, ψηφίστηκε από την Βουλή, εκδόθηκε και δημοσιεύτηκε ο Ν. 5094/2024[3], ο οποίος έχει ως αντικείμενο την εν γένει λειτουργία της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ιδιαίτερα, όμως, το Κεφάλαιο Β ́ του νόμου, το οποίο επιγράφεται «Εγκατάσταση Παραρτημάτων Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων Αλλοδαπής» (άρθρα 130 επ.), περιέχει αποκλειστικά διατάξεις για την εγκατάσταση και λειτουργία αλλοδαπών Ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην χώρα μας μέσω ενός νέου, και όχι μόνο στον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αλλά εν γένει στην ελληνική έννομη τάξη, νομικού μορφώματος των Νομικών Προσώπων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΝΠΠΕ), τα οποία παρά τα περί του αντιθέτου οριζόμενα στο άρθρο 16 παρ. 5 Σ δεν είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ), ενώ κατ’ αντίθεση προς την παρ. 8 εδ. β ́ του ιδίου άρθρου θα πρέπει να θεωρηθούν ιδιώτες.
Πολύ κουβέντα γίνεται για το κατά πόσο τα ιδιωτικά-μη κρατικά Πανεπιστήμια και η ειδικότερη μορφή τους τα ΝΠΠΕ κατά τον Ν. 5094/2024 είναι σύμφωνα με το Σύνταγμα και το Ενωσιακό Δίκαιο[4]. Στην παρούσα μελέτη θα ασχοληθούμε με το κατά πόσο το μονοπώλιο παροχής ανώτατης εκπαίδευσης που καθιερώνει το άρθρο 16 παρ. 5 και 8 εδ. β΄ Σ είναι σύμφωνο με το πρωτογενές Ενωσιακό Δίκαιο.
ΙΙ. Η παροχή ανώτατης εκπαίδευσης επ’ αμοιβή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του πρωτογενούς Ενωσιακού Δικαίου
Υποστηρίζεται από μια ισχυρή (τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά) τάση στην ελληνική θεωρία ότι δεν τίθεται ζήτημα σχέσεων και κατά συνέπεια ενδεχόμενης σύγκρουσης μεταξύ Συντάγματος και Ενωσιακού Δικαίου, διότι τα ζητήματα που θίγουν οι παρ. 5 και 8 εδ. β΄ του άρθρου 16 Σ δεν εμπίπτουν στην ύλη του Ενωσιακού Δικαίου, εφόσον εντάσσονται στην έννοια της παιδείας κατ’ άρθρο 165 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρα 149 ΣΕΚ και 126 ΣΕΟΚ), η οποία αποτελεί αρμοδιότητα των κρατών μελών, ενώ η Ένωση μπορεί να δρα μόνο υποστηρικτικά (πρβλ. και άρθρα 2 παρ. 5 και 6 περ. ε΄ ΣΛΕΕ και e contrario άρθρα 3 και 4 ΣΛΕΕ)[5]. Κατά συνέπεια σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 ΣΕΕ σε συνδυασμό με την αρχή της δοτής αρμοδιότητας του άρθρου 5 παρ. 1 εδ. α΄ και 2 ΣΕΕ η Ένωση δεν μπορεί να έχει καμία περαιτέρω πλην των υποστηρικτικών αρμοδιότητα για θέματα Ανωτάτης Εκπαίδευσης, οι δε λοιπές αρμοδιότητες παραμένουν στα κράτη μέλη[6]. Η άποψη αυτή, όμως, δεν συμβιβάζεται, κατά την εδώ υποστηριζόμενη άποψη, με τις νεότερες εξελίξεις στο Ενωσιακό Δίκαιο και κυρίως τις σύγχρονες εξελίξεις στην νομολογία του ΔΕΕ.
Μία πρώτη ρωγμάτωση στην παραπάνω άποψη επήλθε με την 778/2007 απόφαση του ΣτΕ (Δ΄ Τμήμα – επταμ.), η οποία διέκρινε μεταξύ ακαδημαϊκής και επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, καθώς και αντίστοιχων δικαιωμάτων εκ των παρεχομένων πτυχίων, απευθύνοντας προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΚ. Σε δύο αποφάσεις του το ΔΕΚ[7] επιβεβαίωσε αυτή την διάκριση, η οποία, έστω και με λανθάνοντα τρόπο, αποτελεί την πρώτη απόκλιση από το απόλυτο μονοπώλιο του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 εδ. β΄ Σ.
Μάλιστα το ΣτΕ ενισχύει αυτή την άποψη με βάση αυτήν την νομολογία του ΔΕΚ για την αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων από πτυχία που παρέχονται από πανεπιστημιακά ιδρύματα του εξωτερικού για σπουδές όμως που πραγματοποιήθηκαν στην ημεδαπή, την οποία ερμηνεύει τοιουτοτρόπως ότι η χορήγηση ακαδημαϊκών τίτλων σπουδών, προπτυχιακών, μεταπτυχιακών, διδακτορικών και μεταδιδακτορικών, όπως και το σύνολο των ακαδημαϊκών ζητημάτων, ανήκει στα κράτη μέλη, αφήνοντας στην ΕΕ μόνο την αρμοδιότητα καθορισμού προϋποθέσεων αναγνώρισης επαγγελματικών δικαιωμάτων[8].
Επιπλέον, γίνεται επίκληση και του περιορισμού της δράσης του δευτερογενούς ενωσιακού νομοθέτη να ρυθμίσει μόνο το θέμα της αναγνώρισης των επαγγελματικών δικαιωμάτων που απορρέουν από πτυχία της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, θεωρώντας ότι αυτός ανταποκρίνεται στις ως άνω διατάξεις του πρωτογενούς Ενωσιακού Δικαίου περί κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ Ένωσης και κρατών μελών. Για τον λόγο αυτόν, πάντοτε κατά την άποψη αυτή, το θέμα της ίδρυσης, λειτουργίας ή έστω εγκατάστασης πανεπιστημιακών ιδρυμάτων δεν έχει ρυθμισθεί μέχρι τώρα από τον ενωσιακό νομοθέτη[9].
Νομίζω ότι η ερμηνεία αυτή που δίδεται δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική έννοια της νομολογίας του τότε ΔΕΚ, εν πάση περιπτώσει μία τέτοια ερμηνεία, ακόμη κι αν ήθελε θεωρηθεί ότι αποδίδει ορθά το σκεπτικό του ΔΕΚ, έχει ξεπεραστεί και από την μεταγενέστερη νομολογία του ΔΕΕ, όπως αυτή θα εκτεθεί κατωτέρω[10].
Στις παραπάνω αποφάσεις το ΔΕΚ έκρινε μόνο το θέμα του κατά πόσον χωρεί επίκληση των διατάξεων του δευτερογενούς δικαίου της Ένωσης προκειμένου να υποχρεωθεί ένα κράτος μέλος να αναγνωρίσει διπλώματα τα οποία, κατόπιν σπουδών που πραγματοποιήθηκαν στο έδαφός του, χορηγούνται από τις αρχές άλλου κράτους μέλους. Αυτό δεν σημαίνει, τουλάχιστον δεν συνάγεται άνευ ετέρου, ότι το ΔΕΚ/ΔΕΕ θεωρεί ότι το σύνολο των ακαδημαϊκών ζητημάτων, συμπεριλαμβανομένης της νομικής προσωπικότητας των Πανεπιστημίων, αποτελεί ζήτημα που εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών κατ’ άρθρα 165 και 6 περ. ε΄ ΣΛΕΕ[11] τοσούτω μάλλον όταν τα ζητήματα αυτά άπτονται των θεμελιωδών ελευθεριών της ΣΛΕΕ και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ΧΘΔΕΕ[12]. Τα ζητήματα του περιεχομένου της εκπαιδεύσεως και της οργάνωσης του εκπαιδευτικού ζητήματος, τα οποία κατά το Δικαστήριο παραμένουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, αφορούν θέματα αμιγώς ακαδημαϊκά, όπως το πρόγραμμα σπουδών, η οργάνωση και εκτέλεση της διδασκαλίας, η διεξαγωγή των εξετάσεων, η διοίκηση ή αυτοδιοίκηση των Πανεπιστημίων, η οικονομική ή διοικητική αυτοτέλειά τους, η απονομή τιμητικών διακρίσεων κ.τ.ό. ή η πολιτιστική και γλωσσική πολυμορφία κατά το άρθρο 165 ΣΛΕΕ[13]. Ακόμα κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι ως ακαδημαϊκό-οργανωτικό ζήτημα, καταρχήν εμπίπτον στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, μπορεί να θεωρηθεί και ο καθορισμός της μορφής της νομικής προσωπικότητας στους πανεπιστημιακούς φορείς, εάν αυτή θα είναι δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου και στην τελευταία περίπτωση, μη κερδοσκοπικού ή επιχειρηματικού χαρακτήρα, ζήτημα σε κάθε περίπτωση αμφισβητούμενο, η απάντηση του οποίου πρέπει να είναι κατά την εδώ υποστηριζόμενη άποψη αρνητική, κατά την άσκηση αυτής της αρμοδιότητας τα κράτη μέλη θα πρέπει να τηρούν το Ενωσιακό Δίκαιο (εν προκειμένω ελλείψει παραγώγου δικαίου τις θεμελιώδεις ελευθερίες και τα θεμελιώδη δικαιώματα)[14]. Αν το σύνολο των εκπαιδευτικών θεμάτων, σε κάθε περίπτωση το σύνολο των ακαδημαϊκών τοιούτων, εξαιρούνταν βάσει του άρθρου 165 ΣΛΕΕ από το Δίκαιο της ΕΕ, τότε δεν θα έβρισκαν πεδίο εφαρμογής τα θεμελιώδη δικαιώματα του Χάρτη που συνδέονται με την εκπαίδευση όλων των βαθμίδων των άρθρων 13 και 14 ΧΘΔΕΕ[15], τα οποία μόνο τότε βρίσκουν εφαρμογή κατ’ άρθρο 51 παρ. 1 ΧΘΔΕΕ όταν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ενωσιακού Δικαίου[16].
ΙΙΙ. Η αντίθεση του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 εδ. β΄ Σ με το πρωτογενές Ενωσιακό Δίκαιο
1. Η παροχή της υπηρεσίας της ανώτατης εκπαίδευσης από ιδιώτες υπό το πρίσμα της θεμελιώδους ελευθερίας της ελεύθερης εγκατάστασης (άρθρα 49 επ. ΣΛΕΕ)
Το δικαίωμα εγκαταστάσεως, το οποίο προβλέπεται στα άρθρα 49 έως 55 ΣΛΕΕ, περιλαμβάνει, με την επιφύλαξη των προβλεπομένων εξαιρέσεων και προϋποθέσεων, το δικαίωμα της ανάληψης και της άσκησης μη μισθωτών δραστηριοτήτων στην επικράτεια κάθε άλλου κράτους μέλους, καθώς και το δικαίωμα της σύστασης και διαχείρισης εταιριών και επιχειρήσεων, την ίδρυση πρακτορείων, υποκαταστημάτων ή θυγατρικών εταιριών[17]. Η νομική έννοια της εγκατάστασης ενέχει την πραγματική άσκηση μιας οικονομικής δραστηριότητας με τη δημιουργία μιας μόνιμης εγκατάστασης σε άλλο κράτος μέλος για αόριστο χρονικό διάστημα[18].
Την ίδια νομική μεταχείριση με τους πολίτες (φυσικά πρόσωπα) της ΕΕ έχουν κατ’ άρθρο 54 ΣΛΕΕ και τα νομικά πρόσωπα είτε ιδιωτικού είτε δημοσίου δικαίου.
Με βάση τα ανωτέρω όσον αφορά το προκείμενο ζήτημα σε συνδυασμό με την παραδοχή ότι οι διατάξεις περί θεμελιωδών ελευθεριών παράγουν άμεσο αποτέλεσμα θα μπορούσε ένα αλλοδαπό νομικό πρόσωπο (Πανεπιστήμιο) με νομική προσωπικότητα ιδιωτικού ή ακόμα και δημοσίου δικαίου, με εγκατάσταση σε ένα άλλο κράτος μέλος να επικαλεστεί την θεμελιώδη ελευθερία της ελεύθερης εγκατάστασης κατ’ άρθρο 49 επ. ΣΛΕΕ και να συνάψει συμφωνία συνεργασίας με ένα ημεδαπό ΑΕΙ[19] και να εγκατασταθεί στην χώρα μας ή απευθείας και χωρίς μια τέτοια συμφωνία, χωρίς να είναι απαραίτητη η μεσολάβηση του ενωσιακού νομοθέτη με την θέσπιση παραγώγου Ενωσιακού Δικαίου. Βεβαίως, θα πρέπει ο εθνικός νομοθέτης να προβλέπει και να διευκολύνει μία τέτοια εγκατάσταση.
2. Η παροχή της υπηρεσίας της ανώτατης εκπαίδευσης από ιδιώτες υπό το πρίσμα της θεμελιώδους ελευθερίας της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (άρθρα 56 επ. ΣΛΕΕ)
Στο μέτρο που η εγκατάσταση φυσικού ή νομικού προσώπου σε άλλο κράτος μέλος από αυτό της κατοικίας ή της έδρας του συνδέεται με την παροχή υπηρεσιών, η ελευθερία εγκατάστασης του άρθρου 49 ΣΛΕΕ συρρέει με την ελευθερία παροχής υπηρεσιών του άρθρου 56 ΣΛΕΕ. Η οριοθέτηση του πεδίου προστασίας των δύο θεμελιωδών ελευθεριών έγκειται στην διάρκεια, συχνότητα, συνέχεια ή περιοδικότητα της παροχής της υπηρεσίας. Σε περίπτωση που η παροχή έχει μονιμότητα ή έστω συνεχή διάρκεια η επιχειρηματική δράση εντάσσεται στο πεδίο προστασίας της ελευθερίας εγκατάστασης. Όταν αυτή έχει προσωρινό ή σποραδικό χαρακτήρα τότε εμπίπτει στο πεδίο προστασίας της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών[20]. Έχει κριθεί ότι οι εκπαιδευτικές υπηρεσίες εμπίπτουν στο πεδίο προστασίας της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών[21].
3. Η παροχή της υπηρεσίας της ανώτατης εκπαίδευσης από ιδιώτες υπό το πρίσμα του ΧΘΔΕΕ
Σύμφωνα με το άρθρο 51 παρ. 1 ΧΘΔΕΕ οι διατάξεις του Χάρτη απευθύνονται στα κράτη μέλη, μόνον όταν αυτά εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Η έννοια της διάταξης αυτής ερμηνεύεται ευρέως και δεν εξαντλείται σε περιπτώσεις όπου τα κράτη μέλη εφαρμόζουν ή εκτελούν το Ενωσιακό Δίκαιο στην εσωτερική έννομη τάξη τους αλλά περικλείει γενικότερα και περιπτώσεις που μία δράση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Ενωσιακού Δικαίου, πρωτογενούς ή δευτερογενούς[22]. Ιδιαίτερη τέτοια περίπτωση περίπτωση συνιστά ο περιορισμός μίας θεμελιώδους ελευθερίας[23]. Περαιτέρω έχει κριθεί ότι το άρθρο 51 παρ. 1 ΧΘΔΕΕ επιβάλλει την ύπαρξη συνδέσμου ορισμένου βαθμού μεταξύ της πράξεως του δικαίου της Ένωσης και της επίμαχης διατάξεως της εθνικής νομοθεσίας που να υπερβαίνει την εγγύτητα των σχετικών τομέων ή τις έμμεσες επιπτώσεις του ενός τομέα στον άλλο[24].
Εν προκειμένω, το πεδίο εφαρμογής του ΧΘΔΕΕ ανοίγει σε περιπτώσεις που εθνικά μέτρα περιορίζουν την άσκηση παροχής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης υπό την μορφή θεμελιωδών ελευθεριών, όπως της ελευθερίας εγκατάστασης και της αντίστοιχης ελευθερίας παροχής υπηρεσιών, και παράλληλα εμπίπτουν στο πεδίο προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων που προστατεύονται από τον Χάρτη[25].
Υπό αυτή την έννοια η εφαρμογή του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 εδ. β΄ Σ, κανόνα συνταγματικής περιωπής μάλιστα που δεσμεύει τα όργανα όλων των εξουσιών και επιβάλλει στην ελληνική εσωτερική έννομη τάξη την απαγόρευση εγκατάστασης ή παροχής υπηρεσιών στην Ελλάδα φυσικού ή νομικού προσώπου, παρόχου υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης επ’ αμοιβή, με έδρα σε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ, που δεν θα έχει την νομική μορφή ημεδαπού νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Ενωσιακού Δικαίου, σε ό,τι αφορά την εφαρμογή των θεμελιωδών ελευθεριών της εγκατάστασης (άρθρα 49 επ. ΣΛΕΕ) και παροχής υπηρεσιών (άρθρα 56 επ. ΣΛΕΕ) και ανοίγει κατά το άρθρο 51 παρ. 1 ΧΘΔΕΕ το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη[26], δεσμεύοντας σε αυτόν τα όργανα της Ελληνικής Δημοκρατίας ως κράτους μέλους της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου και του συνταγματικού ή αναθεωρητικού νομοθέτη. Τα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία θίγονται από αυτή την απαγόρευση είναι η ακαδημαϊκή ελευθερία του άρθρου 13 εδ. β΄ ΧΘΔΕΕ, η ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων του άρθρου 14 παρ. 3 ΧΘΔΕΕ και η επιχειρηματική ελευθερία του άρθρου 16 ΧΘΔΕΕ[27] [28].
Το άρθρο 14 παρ. 3 ΧΘΔΕΕ κατοχυρώνει ένα θεμελιώδες υποκειμενικό (ατομικό) δικαίωμα της ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων[29], που περιλαμβάνει κάθε εκπαιδευτικό ίδρυμα οποιασδήποτε βαθμίδας εκπαίδευσης και βεβαίως και της πανεπιστημιακής βαθμίδας[30]. Το δικαίωμα αυτό καλύπτει, κατ’ ανάγκην, και την επακόλουθη λειτουργία του εκπαιδευτικού ιδρύματος, διότι σε αντίθετη περίπτωση η ίδρυσή του δεν έχει κανένα νόημα[31]. Αυτό συνδέεται με τα άλλα δύο θεμελιώδη δικαιώματα. Με την μεν ακαδημαϊκή ελευθερία συνδέεται υπό την έννοια ότι αυτή ασκείται εντός του εκπαιδευτικού ιδρύματος και καταλαμβάνει όλους τους χρήστες (εκπαιδευτικούς, φοιτητές, ερευνητές και τους ιδιοκτήτες)[32], με την δε επιχειρηματική ελευθερία η οποία περιλαμβάνει το δικαίωμα των ιδιωτών να ασκούν εμπορική δραστηριότητα και το δικαίωμα των επιχειρήσεων να απολαύουν σταθερότητας κατά την άσκηση της δραστηριότητάς τους αυτής[33] συνδέεται υπό την έννοια ότι ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα μπορεί να είναι και μία επιχείρηση, εφόσον παρέχει εκπαίδευση επ’ αμοιβή.
Αμφισβητείται εάν το θεμελιώδες δικαίωμα του άρθρου 14 παρ. 3 ΧΘΔΕΕ κατοχυρώνει ένα υποκειμενικό δικαίωμα ίδρυσης και λειτουργίας ενός ιδιωτικού εκπαιδευτικού ιδρύματος, ανεξαρτήτως διασυνοριακότητας[34], ή εάν, ενόψει των άρθρων 51 παρ. 1 και 2 ΧΘΔΕΕ, 49 επ., 56 επ. και 165-166 ΣΛΕΕ και όσων εκτέθηκαν ανωτέρω, το πεδίο προστασίας του ατομικού θεμελιώδους δικαιώματος ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων κατά το άρθρο 14 παρ. 3 ΧΘΔΕΕ πρέπει να περιοριστεί στην εγκατάσταση παραρτήματος σε κράτος μέλος ιδρύματος που έχει την έδρα του σε άλλο κράτος μέλος και την παροχή της αντίστοιχης υπηρεσίας, ούτως ώστε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που στερείται αυτών των χαρακτηριστικών δεν είναι υποκείμενο αυτού του θεμελιώδους δικαιώματος[35].
Τέλος, το ότι η ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων γίνεται σεβαστή σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες που διέπουν την άσκησή της, όπως ορίζει το άρθρο 14 παρ. 3 ΧΘΔΕΕ σημαίνει ότι οι εθνικές νομοθεσίες ρυθμίζουν και μπορούν να περιορίζουν την άσκησή του, σε καμία περίπτωση, όμως, δεν σημαίνει ότι η εθνική νομοθεσία ενός κράτους μέλους μπορεί να φτάνει μέχρι το σημείο να αναιρεί πλήρως την άσκησή της[36], θεσπίζοντας κρατικό μονοπώλιο, όπως εν προκειμένω συμβαίνει με το άρθρο 16 παρ. 5 και 8 εδ. β΄ Σ[37].
Η ακαδημαϊκή ελευθερία που κατοχυρώνεται ρητά στο άρθρο 13 εδ. β΄ ΧΘΔΕΕ ως θεμελιώδες δικαίωμα του ερευνητή ή πανεπιστημιακού δασκάλου αλλά και του διδασκόμενου (φοιτητή) αποτελεί την ειδικότερη έκφανση των επιμέρους θεμελιωδών δικαιωμάτων της ελευθερίας της έρευνας, της επιστήμης και της διδασκαλίας εντός των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων[38].
Συμπερασματικά μπορεί να λεχθεί ότι από τα παραπάνω συνάγεται η αναγνώριση από τον ΧΘΔΕΕ υποκειμενικού (ατομικού) θεμελιώδους δικαιώματος εγκατάστασης εκπαιδευτηρίων που έχουν την έδρα τους σε ένα κράτος μέλος σε ένα άλλο κράτος μέλος, που παρέχουν επ’ αμοιβή υπηρεσία ανώτατης εκπαίδευσης, που θα περιλαμβάνει την ελευθερία στην διδασκαλία, την επιστήμη, την έρευνα, την μάθηση, την έκφραση και δράση εντός του Πανεπιστημίου με την μορφή μιας οικονομικής επιχείρησης[39].
ΙV. Δικαιολόγηση του κρατικού μονοπωλίου στην παροχή ανώτατης εκπαίδευσης υπό το πρίσμα του Ενωσιακού Δικαίου;
Από τα παραπάνω σαφέστατα προκύπτει ότι η επιταγή της παρ. 5 του άρθρου 16 παρ. Σ όπως και η απαγόρευση της παρ. 8 εδ. β΄ του ιδίου άρθρου με το εκεί κατοχυρωμένο κρατικό μονοπώλιο στην παροχή δημόσιας εκπαίδευσης, που εκδηλώνονται από πλευράς Ενωσιακού Δικαίου είτε με την μορφή απαγόρευσης ελεύθερης εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών από ιδιώτες προερχόμενους από άλλο κράτος μέλος της ΕΕ ή του ΕΟΧ στην χώρα μας είτε με την απαγόρευση ίδρυσης ιδιωτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ανώτατης (πανεπιστημιακής) εκπαίδευσης και την αντίστοιχη απαγόρευση άσκησης της ακαδημαϊκής ελευθερίας σε αυτά από ιδιώτες, εισάγουν έναν περιορισμό και μάλιστα δραστικό στις παραπάνω ελευθερίες και δικαιώματα. Επειδή, όμως, καμία θεμελιώδης ελευθερία όπως και κανένα θεμελιώδες δικαίωμα δεν ισχύουν απεριόριστα, ερωτάται εάν ο περιορισμός που εισάγει το άρθρο 16 παρ. 5 και 8 εδ. β΄ Σ μπορεί να δικαιολογηθεί εξ επόψεως Ενωσιακού Δικαίου.
Ως περιορισμός μίας θεμελιώδους ελευθερίας νοείται κάθε μέτρο το οποίο απαγορεύει, δυσχεραίνει ή καθιστά λιγότερο ελκυστική την άσκησή της[40]. Οι περιορισμοί όμως, πρέπει να δικαιολογούνται από α) άσκηση δημόσιας εξουσίας, β) σκοπούς δημόσιας τάξης, ασφάλειας ή υγείας και γ) λόγους επιτακτικού δημόσιου συμφέροντος. Οι δύο πρώτοι λόγοι προκύπτουν από τα άρθρα 51 και 52 ΣΛΕΕ, ο δε τρίτος θα πρέπει να θεωρηθεί ως ενδογενής περιοριστικός λόγος δικαιοπλαστικής κατασκευής της νομολογίας Cassis de Dijon του τότε ΔΕΚ[41].
Η δικαιολόγηση ενός περιορισμού στην ελευθερία εγκατάστασης πέραν της εξυπηρέτησης των ως άνω λόγων θα πρέπει περαιτέρω να πληροί τέσσερις προϋποθέσεις (περιορισμοί των περιορισμών – Schranken-Schranken): α) ο περιορισμός δεν θα πρέπει να δημιουργεί διακρίσεις, β) να δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, γ) να είναι κατάλληλος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δ) να μην είναι δεσμευτικός πέραν του βαθμού που είναι αναγκαίος για την επίτευξη του σκοπού του[42]. Οι δύο τελευταίες προϋποθέσεις συνδέονται με την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας[43]. Σε κάθε περίπτωση η δικαιολόγηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκατάστασης πρέπει να ερμηνεύεται στενά και να μην ακυρώνει τον σκοπό της ίδιας της ελευθερίας[44].
Όσον αφορά τους περιορισμούς στην άσκηση της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών σύμφωνα με το άρθρο 62 ΣΛΕΕ ισχύει ό,τι και την ελευθερία εγκατάστασης και τα άρθρα 51-54 ΣΛΕΕ στα οποία ρητά παραπέμπει. Κατά τα άλλα ισχύουν για το προκείμενο ζήτημα της εγκατάστασης αλλοδαπών προσώπων στην Ελλάδα για την παροχή υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης mutatis mutandis ό,τι ελέχθη ανωτέρω για την ελευθερία της εγκατάστασης[45].
Τέλος, για τα θεμελιώδη δικαιώματα του ΧΘΔΕΕ ισχύει η γενική ρήτρα των περιορισμών καθώς και των περιορισμών των περιορισμών (τήρηση της αρχής της επιφύλαξης του νόμου, της αρχής της αναλογικότητας, απαγόρευση παραβίασης του πυρήνα του δικαιώματος) του άρθρου 52 παρ. 1 ΧΘΔΕΕ.
Με βάση τα παραπάνω πρέπει να κριθεί από πλευράς πρωτογενούς Ενωσιακού Δικαίου η νομιμότητα του κρατικού μονοπωλίου παροχής ανώτατης εκπαίδευσης που καθιερώνει στην χώρα μας το άρθρο 16 παρ. 5 και 8 εδ. β΄ Σ ως περιορισμού στην άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών και θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ένωσης. Θα πρέπει να επικεντρωθούμε σε πέντε σημεία όσον αφορά το εν λόγω μονοπώλιο: α) Εάν επιβάλλεται με νόμο, β)Το εάν εισάγει διακρίσεις με βάση την εθνικότητα, γ) Τον σκοπό που εξυπηρετεί και κατά πόσο είναι θεμιτός με βάση τα ανωτέρω, δ) το εάν είναι αναλογικός με βάση την αρχή της αναλογικότητας και ε) εάν παραβιάζει τον πυρήνα των θιγομένων θεμελιωδών ελευθεριών και θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Το πρόβλημα, όμως, εντοπίζεται στην τήρηση των δύο παραμέτρων της αρχής της αναλογικότητας, ήτοι της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας υπό στενή έννοια, και της αρχής της απαγόρευσης παραβίασης του πυρήνα του δικαιώματος.
Η καθιέρωση κρατικού μονοπωλίου είναι ο πλέον δραστικός περιορισμός στην άσκηση ενός δικαιώματος ή ελευθερίας, εφόσον κανένας ιδιώτης, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δεν μπορεί να τα ασκήσει. Το γεγονός, άλλωστε, ότι δεν υφίσταται κρατικό μονοπώλιο στην παροχή δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης (πρβλ. και άρθρο 16 παρ. 8 εδ. α΄ Σ ανεξάρτητα εάν από την διάταξη αυτή κατοχυρώνεται θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα για τους ιδιώτες ή εναπόκειται στον κοινό νομοθέτη να το κατοχυρώσει σε επίπεδο κοινού δικαίου), σε δύο τομείς που είναι εκπαιδευτικά, κοινωνικά και πολιτικά πιο ευαίσθητοι από την ανώτατη εκπαίδευση, δεδομένου και του υποχρεωτικού τους χαρακτήρα, συνηγορεί υπέρ της μη αναγκαιότητας του μέτρου, το οποίο υπερακοντίζει σαφώς τον επιδιωκόμενο σκοπό, ο οποίος μπορεί να επιτευχθεί με ηπιότερα μέσα είτε την νομοθετική κατοχύρωση υποκειμενικού δικαιώματος με επιφύλαξη απαγόρευσης εκ μέρους της Διοίκησης με περιορισμένη διακριτική ευχέρεια σε περίπτωση μη τήρησης νομοθετικά καθορισμένων προϋποθέσεων εκ μέρους του ιδιώτη είτε ακόμα και με την κατοχύρωση γενικής απαγόρευσης αλλά με επιφύλαξη χορήγησης αδείας εκ μέρους της Διοίκησης με περιορισμένη άσκηση διακριτικής ευχέρειας, στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος πληροί νομοθετικά καθορισμένες προδιαγραφές. Επίσης, μπορεί ο νομοθέτης να επιβάλει για την προστασία της παρεχόμενης εκπαίδευσης, των εκπαιδευτικών και των φοιτητών την συμπόρευση του ιδιώτη σε ορισμένα εκπαιδευτικά και διοικητικά θέματα με τα δημόσια πανεπιστήμια, όπως το αυτό μπορεί να κάνει και για την προστασία των δημοσίων πανεπιστημίων και της εκεί παρεχόμενης εκπαίδευσης από τον ανταγωνισμό των ιδιωτικών. Εν πάση περιπτώσει ο εθνικός νομοθέτης έχει πολλές (ηπιότερες) επιλογές για να επιτύχει τον ως άνω θεμιτό και επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος σκοπό πέραν της επαχθέστατης επιβολής κρατικού μονοπωλίου υπό την μορφή που το επιβάλλει με το άρθρο 16 παρ. 5 και 8 εδ. β΄ Σ.
Παρακολουθηματικά ο επίμαχος περιορισμός σκοντάφτει και στην πέμπτη προϋπόθεση, της απαγόρευσης παραβίασης του πυρήνα του δικαιώματος, εάν θέλουμε να του προσδώσουμε κάποια αυτοτελή χρησιμότητα πέραν της αρχής της αναλογικότητας.
Κατά συνέπεια το συνταγματικής περιωπής αυτό μονοπώλιο αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 49 επ., 56 επ. ΣΛΕΕ καθώς και 13 και 14 παρ. 3 ΧΘΔΕΕ σε συνδυασμό με τις αρχές της αναλογικότητας και της απαγόρευσης προσβολής του πυρήνα του δικαιώματος[46].
Το ζήτημα που γεννάται μετά την έκδοση του Ν. 5094/2024 και ιδίως των διατάξεων των άρθρων 130 επ., που αναφέρονται σε έναν νέο θεσμό, ΝΠΠΕ, που θα λειτουργούν με βάση την αρχή της ελεύθερης εγκατάστασης και δεν θα είναι ΝΠΔΔ, είναι το κατά πόσο είναι νόμιμη η εγκατάστασή τους με βάση τους υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες του Συντάγματος και του πρωτογενούς Ενωσιακού Δικαίου. Εν προκειμένω βρισκόμαστε στο παράδοξο νομικό φαινόμενο να είναι prima facie ένας νόμος αντίθετος σε συνταγματικές διατάξεις[47], οι οποίες, όμως, αντίκεινται στο Ενωσιακό Δίκαιο, όπως κατεδείχθη ανωτέρω. Με τον τρόπο αυτό οι διατάξεις του Ν. 5094/2024 περί ΝΠΠΕ ευρίσκονται μεταξύ των Συμπληγάδων του Συντάγματος και του Ενωσιακού Δικαίου[48] και θα πρέπει να διέλθουν από αυτό το επικίνδυνο ερμηνευτικό πέρασμα.
Η συνταγματική νομιμοποίησή των ΝΠΠΕ προκύπτει από την αρχή της υπεροχής του Ενωσιακού Δικαίου και έναντι του Συντάγματος ως νομολογιακής σύλληψης θεμελιώδη αρχή του της Ενωσιακής έννομης τάξης και το άρθρο 28 παρ. 2 και 3 Σ και την ερμηνευτική δήλωση κάτω από αυτό, που αποτελούν την πύλη εισόδου του Ενωσιακού Δικαίου και κατά συνέπεια και της αρχής αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη[49].
V. Επίλογος
Το ζήτημα της λειτουργίας των μη κρατικών – ιδιωτικών Πανεπιστημίων με την μορφή των ΝΠΠΕ, κατ’ αντίθεση προς το γράμμα και την ιστορία του Συντάγματος, είναι ένα ζήτημα που αφορά την τριγωνική σχέση Νόμου – Συντάγματος – Ενωσιακού Δικαίου. Θέτει υπό δοκιμασία όχι μόνο την παραδοσιακή σχέση του κοινού νόμου με το Σύνταγμα αλλά και την σχέση Συντάγματος και Ενωσιακού Δικαίου, ακόμα και την σχέση του κοινού νόμου με το Ενωσιακού Δίκαιο. Τα ζητήματα αυτά καλείται εν πρώτοις να επιλύσει δικαστικά το ΣτΕ κατά την ακυρωτική του αρμοδιότητα, ενώ δεν αποκλείεται στο μέλλον λόγω της Ιδιωτικού Δικαίου φύσης των ΝΠΠΕ να κληθούν και τα πολιτικά δικαστήρια, σε τελευταίο βαθμό ο Άρειος Πάγος, να τα επιλύσουν. Στο μέτρο που ανακύπτουν ζητήματα της σχέσης εσωτερικού (Συνταγματικού ή κοινού) και Ενωσιακού Δικαίου ή/και ερμηνεία του (πρωτογενούς) Ενωσιακού Δικαίου, τα ελληνικά Δικαστήρια, εν πρώτοις το ΣτΕ, πρέπει να παραπέμψουν με προδικαστική απόφαση κατ’ άρθρο 267 ΣΛΕΕ στο ΔΕΕ, το οποίο θα κληθεί να δώσει την λύση στο σύνθετο αυτό σχήμα.
Χαράλαμπος Τσιλιώτης
Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού και Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Μέλος Επιτροπής Συνταγματικών Δικαιωμάτων ΔΣΑ, Δικηγόρος
*Πολλές από τις σκέψεις που εκτίθενται στην παρούσα μελέτη, περιέχονται σε δύο υπό δημοσίευση μελέτες μου και δη: Χ. Τσιλιώτης, Η αντίθεση του κρατικού μονοπωλίου του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 εδ. β ́ Σ προς το πρωτογενές Ενωσιακό Δίκαιο και οι συνέπειές της ενόψει του Ν. 5094/2024, ΘΠΔΔ 1/2025 (αναδημοσίευση από ομώνυμη μελέτη σε ΕυρΔικ 3/2024, και ο ίδιος, Τα Νομικά Πρόσωπα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης κατά τον ν. 5094/2024. Αξιολογήσεις από πλευράς Συνταγματικού, Διοικητικού και Ενωσιακού Δικαίου, ΔιΔικ 1/2025, σελ. 98 επ.
[1] Πρβλ. Ν. Αλιβιζάτος, Πέρα από το 16 τα πριν και τα μετά, Αθήνα 2007, σελ. 65 επ.
[2] Συναφής είναι και η παρ. 6 του άρθρου 16 Σ που επιβάλλει το καθεστώς των δημοσίων λειτουργών για τους Καθηγητές ΑΕΙ,, η οποία, όμως, αποτελεί αναγκαίο παρακολούθημα των παρ. 5 και 8 εδ. β΄ – πρβλ. κατωτέρω υπό ΙΙ.
[3] «Ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου – Πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α’ 39/13.03.2024).
[4] Για την όλη συζήτηση της συνταγματικότητας της μη δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης και του ρόλου του Ενωσιακού Δικαίου στην χώρα μας με λεπτομερή παράθεση όλων των αντιτιθεμένων απόψεων και της σχετικής αρθρογραφίας πρβλ. Β. Τζέμος, Ιδιωτικά Πανεπιστήμια, Σύνταγμα και Ενωσιακό Δίκαιο. Μπορεί να ιδρυθεί Ιδιωτικό Πανεπιστήμιο στην Ελλάδα; Ένα κεντρικό ερώτημα με κατ’ ανάγκη δύο απαντήσεις, Δημόσιο Δίκαιο 2024, σ. 1 επ., διαθέσιμο σε: http://www.publiclawjournal.com/docs/2024/1/dd_2024_1_ tzemos.pdf. Πρβλ. επίσης τις αναφορές σε Χ. Τσιλιώτης, Τα Νομικά Πρόσωπα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης κατά τον ν. 5094/2024. Αξιολογήσεις από πλευράς Συνταγματικού, Διοικητικού και Ενωσιακού Δικαίου, όπ. παρ. (υποσημ. 1), σελ. 98, υποσημ. 3-6 (εκεί).
[5] Πρβλ. Γ. Κατρούγκαλος, Ο Αββάς Σιεγιές και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, ΔτΑ 2023, σελ. 867 επ., Κ. Γιαννακόπουλος, Το άρθρο 16 του Συντάγματος στη δίνη του νεοφεουδαρχικού συνταγματισμού, ΝοΒ 2024, σελ. 61 επ., 65, Ι. Καμτσίδου, Η παραβίαση του άρθρου 16 Συντ. δεν είναι ένας απλός ερμηνευτικός νεωτερισμός, constitutionalism.gr, 03.01.2024, Π. Μαντζούφας, Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια ανάμεσα στη συνταγματική απαγόρευση και τις ενωσιακές επιταγές, σε: constitutionalism.gr, 9.2.2024, Α. Καϊδατζής, Ψευδοερμηνευτική κατάργηση του άρθρου 16, σε: constitutionalism.gr 12.2.2024, Ξ. Κοντιάδης, Αντισυνταγματική η λειτουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων, σε: constitutionalism.gr 14.2.2024, Α. Μεταξάς, Μη κρατικά ΑΕΙ και ενωσιακό δίκαιο: Μεταξύ πραγματικότητας και προσχήματος, constitutionalism.gr, 04.03.2024, Γ. Δρόσος, Ιδιωτικά Πανεπιστήμια και η κακομεταχείριση του συνταγματικού λόγου, σε: SyntagmaWatch 03.04.2024. Αξιοσημείωτο είναι πάντως, ότι αυτή η άποψη δεν υποστηρίζεται στην μελέτη των Ξ. Κοντιάδη/Γ. Τασόπουλου, Γιατί αντίκειται στο Σύνταγμα και στο ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο η λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, σε: SyntagmaWatch 19.12.2024, τουναντίον δε, υποστηρίζουν την αντίθεση των διατάξεων του Ν. 5094/2024 για τα ΝΠΠΕ στο Ενωσιακό Δίκαιο, δεχόμενοι τοιουτοτρόπως την εφαρμογή του Ενωσιακού Δικαίου επί θεμάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης. Πάντως, σε κάθε περίπτωση μόνο τότε μπορεί να υποστηριχθεί ενδεχόμενη αντίθεση ενός εθνικού νόμου προς το Ενωσιακό Δίκαιο, όταν ο πρώτος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του τελευταίου, είτε του δευτερογενούς, είτε ελλείψει αυτού όπως στην προκειμένη περίπτωση, του πρωτογενούς.
[6] Πρβλ. ΣτΕ Ολ 3457/1998, σκ. 16. Πρβλ., όμως, την πολύ ενδιαφέρουσα και εν τέλει, κατά την εδώ υποστηριζόμενη άποψη, επιτυχή μειοψηφία των 10 Συμβούλων και 1 Παρέδρου.
[7] Βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 23.10.2008, αριθμ. υπόθ. C-151/07 (Χατζηθανάσης) και ΔΕΚ, απόφαση της 4.12.2008, αριθμ. υπόθ. C-274/05 (Επιτροπή./. Ελληνικής Δημοκρατίας). Πρβλ. επίσης και την συναφή ΔΕΚ, απόφαση της 23.10.2008, αριθμ. υπόθεσης C‑286/06 (Επιτροπή ./. Ισπανίας).
[8] Έτσι ΣτΕ Ολ 178/2023, ΣτΕ 3451/2011, ΣτΕ 1698/2013, ΣτΕ 3099-3101/2017 – επταμ., ΣτΕ 2253/2019 (σε άπασες με περαιτέρω παραπομπές στην δική του νομολογία). Πρβλ. επίσης, συναφώς προς αυτή την ερμηνεία και Β. Χατζόπουλος, Νομικά Πρόσωπα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΝΠΠΕ) και δίκαιο της ΕΕ: από την παρανόηση στην παραβίαση;, σε: ΕυρΔικ, Τεύχος 3/2024.
[9] Πρβλ. Γ. Κατρούγκαλος, όπ. παρ. (υποσημ. 6), σελ. 867 επ.
[10] Πρβλ. κατωτέρω υπό ΙΙΙ.
[11] Πρβλ. και τον συναφή συλλογισμό του Μ. Ιωαννίδη, Η συνταγματική απαγόρευση ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων υπό το πρίσμα του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΤοΣ 2009, σελ. 853, ο οποίος θεωρεί ότι στο ερώτημα αυτό δεν απάντησε το (τότε) ΔΕΚ στις υποθέσεις Χατζηθανάσης και Επιτροπή ./. Ελληνικής Δημοκρατίας – βλ. υποσημ. 9. Πρβλ., ωστόσο, την αντίθετη και μη πειστική άποψη των Π. Λαζαράτου/Σ. Καζάνη, Η αντισυνταγματικότητα ου Ν. 5094/2024 για την ίδρυση μη κρατικών – μη κερδοσκοπικών ΑΕΙ, ΘΠΔΔ 2024, σελ. 209 επ., 212.
[12] Πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι το ΔΕΚ ήδη κατά την αρχική νομολογία του αναγνώρισε την δυνατότητα παρέμβασης της τότε Κοινότητας σε θέματα εκπαιδευτικής πολιτικής – βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 3.7.21974, αριθμ. υπόθ. 9/74, σκ. 6 (Donato Casagrande ./. Landeshauptstadt München).
[13] Πρβλ. συναφώς Β. Σκουρής/Ε. Βενιζέλος, Η σύμφωνη με το Ενωσιακό Δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 του Συντάγματος, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2024, σελ. 43. Πρβλ. περαιτέρω για τα αμιγώς ακαδημαϊκά ζητήματα που εμπίπτουν στο αυτοδιοίκητο των Πανεπιστημίων και κατ’ επέκταση στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών Θ. Αντωνίου, Αντίο Πανεπιστήμιο ομάδων, καλωσόρισες Πανεπιστήμιο των αριθμών;, Εφαρμογές-Ειδικό Τεύχος 2006: Αφιέρωμα στην Ανώτατη Εκπαίδευση 2006, σελ. 48.
[14] Πρβλ. ΔΕΚ (Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως), απόφαση της 11.9.2007, αριθμ. υπόθ. C-76/05, σκ. 70 (Schwarz & Gootjes-Schwarz), ΔΕΕ (Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως), απόφαση της 7.9.2022, αριθμ. υπόθ. C-391/20, σκ. 59 (Boriss Cilevičs κλπ) και κατ’ αναλογία ΔΕΚ, απόφαση της 11.1.2000, αριθμ. υπόθ. C285/98, σκ. 15 (Kreil). Πρβλ. επίσης από την ελληνική θεωρία Ρ.-Ε. Παπαδοπούλου, Σκέψεις με αφορμή της απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Valintina Neri της 13ης Νοεμβρίου 2003 (Υπόθεση C‑153/02), Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου 2004, σελ. 44-45, Β. Σκουρής/Ε. Βενιζέλος, όπ. παρ. (υποσημ. 14), σελ. 41, 43.
[15] Πρβλ. συναφώς και M. Niedobiteck, Art. 165 AEUV, in: R. Streinz (Επιμ.), EUV/AEUV Kommentar, 3. Έκδοση München 2018, αρ. περ. 26.
[16] Πρβλ. κατωτέρω υπό ΙΙΙ.
[17] Βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 30.11.1995, αριθμ. υπόθ. C-55/94, σκ. 23 (Gebhard ./. Consiglio dell’ Ordine degli Avvocati e Procuratori di Milano), ΔΕΕ, απόφαση της 11.7.2002, αριθμ. προσφ. C-294/00, EU:C:2002:442, σκ. 38 (Gräbner), ΔΕΕ, απόφαση της 13.11.2003, αριθμ. υπόθ., C‑153/02, σκ. 41 (Valintina Neri).
[18] Βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 25.7.1991, αριθμ. υπόθ. C-221/89, σκ. 20 (The Queen and Secretary of State for Transport, ex parte: Factortame Ltd κλπ.).
[19] Έτσι Β. Σκουρής/Ε. Βενιζέλος, όπ. παρ. (υποσημ. 14), σελ. 47.
[20] Βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 30.11.1995, αριθμ. υπόθ. C-55/94, σκ. 37-39 (Gebhard ./. Consiglio dell’Ordine degli Avvocati e Procuratori di Milano), ΔΕΚ, απόφαση της 26.1.2006, αριθμ. υπόθ. C-514/03, Συλλγ. 2006, σελ. Ι-963 σκ. 22 (Επιτροπή./. Ισπανίας), ΔΕΕ (Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως), απόφαση της 7.9.2022, αριθμ. υπόθ. C-391/20, σκ. 52-53 (Boriss Cilevičs κλπ), Γ. Ζιάμος, όπ. παρ. (υποσημ. 21), αρ. περ. 5.
[21] Πρβλ. ΔΕΚ, απόφαση της 27.9.1988, αριθμ. υπόθ. 263/86, Συλλ. 1988 σελ.. 5365, σκ. 14-20 (Humbel & Edel), ΔΕΚ, απόφαση της 11.9.2007, αριθμ. υπόθ. C-318/05, Συλλγ. 2007, σελ. Ι-6957, σκ. 67-72 (Επιτροπή./. Γερμανίας).
[22] Πρβλ. ΔΕΕ (Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως), απόφαση της 26.2.2013, αριθμ. υπόθ. C-617/10, ECLI:EU:C:2013:105, σκ. 27 (Åklagaren./. Hans Åkerberg Fransson). Πρβλ. περαιτέρω ΔΕΕ, απόφαση της 30.4.2014, αριθμ. υπόθ. C-390/12 ECLI:EU:C:2014:281, σκ. 35-36 (Pfleger), ΔΕΕ (Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως), απόφαση της 6.10.2020, αριθμ. υπόθ. C‑66/18, σκ. 214 (Επιτροπή κατά Ουγγαρίας – Πανεπιστήμιο Κεντρικής Ευρώπης), ΔΕΕ, απόφαση της 19.10.2023, αριθμ. υπόθ. C-655/21, σκ. 37 (G. ST. T. ).
[23] Πρβλ. ΔΕΚ, απόφαση της 18.6.1991 αριθμ. υπόθ. C-260/89 EU:C:1991:254, σκ. 43 (ΕΡΤ κλπ ./. Δημοτική Εταιρία Πληροφόρησης κλπ), ΔΕΕ, απόφαση της 12.7.2003, αριθμ. υπόθ. C-112/00, σκ. 74-75 (Eugen Schmidberger, Internationale Transporte und Planzüge ./.Republik Österreich), ΔΕΕ, απόφαση της 30.4.2014, αριθμ. υπόθ. C-390/12 ECLI:EU:C:2014:281, σκ. 30 επ. (Pfleger). Πρβλ. περαιτέρω J. P. Terchechte, Art. 51 GrCh, in: H. von der Groeben/J. Schwarze/A. Hatje (Επιμ.), Europäisches Unionsrecht, 7. Έκδοση, 1. Τόμος, Baden-Baden 2015, αρ. περ. 10.
[24] Βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 6.3.2014, αριιθμ. υπόθ. C-206/13, σκ. 24 (Siragusa ./. Regione Sicilia — Soprintendenza Beni Culturali e Ambientali di Palermo), ΔΕΕ, απόφαση της 10.7.2014, αριθμ. υπόθ. C-198/13 σκ. 34 (Hernandez κλπ ./. Reino de España κλπ) με περαιτέρω παραπομπές σε προγενέστερη νομολογία του Δικαστηρίου.
[25] Πρβλ. ΔΕΕ, απόφαση της 6..10.2020, αριθμ. υπόθ. C‑66/18, σκ. 214 (Επιτροπή κατά Ουγγαρίας – Πανεπιστήμιο Κεντρικής Ευρώπης). Το Δικαστήριο ενέταξε την κρινόμενη υπόθεση στην προγενέστερη νομολογία του στην υπόθεση ΕΡΤ (βλ. υποσημ. 44), την οποία ουσιαστικά επιβεβαίωσε αλλά και μετεξέλιξε υπό το καθεστώς του Χάρτη στην υπόθεση Åkerberg Fransson (βλ. υποσημ. 43). Πρβλ. αναλογικά και ΔΕΕ, απόφαση της 10.7.2014, ibidem, σκ. 37-39 (Hernandez κλπ ./. Reino de España κλπ).
[26] Πρβλ. Β. Χατζόπουλος, Μη δημόσια Πανεπιστήμια: Τι σημαίνει η σύμφωνη με το Ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του Άρθρου 16 Σ, ΔτΑ 2023, σελ. 895 επ., αν και είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικός ως προς την προστιθέμενη αξία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του Χάρτη στην προκειμένη περίπτωση.
[27] Πρβλ. συναφώς και Ν. Αλιβιζάτος, Δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η λειτουργία παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων στην Ελλάδα (Γνμδ), ΝοΒ 2024, υποσημ. 52 (εκεί).
[28] Ενόψει της ιδιαιτερότητας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των άρθρων 13 και 14 παρ. 3 ΧΘΔΕΕ το Δικαστήριο στην υπόθεση Επιτροπή ./. Ουγγαρίας εξέτασε αυτοτελώς την συμβατότητα του επίδικου περιορισμού του εθνικού νόμου και με αυτά τα θεμελιώδη δικαιώματα όπως και με τις θεμελιώδεις ελευθερίες – βλ. ΔΕΕ (Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως), απόφαση της 6.10.2020, αριθμ. υπόθ. C‑66/18, σκ. 222 επ. (Επιτροπή κατά Ουγγαρίας – Πανεπιστήμιο Κεντρικής Ευρώπης), παρά το ότι στην χώρα μας υποστηρίζεται αβάσιμα ότι στην απόφαση αυτή το ΔΕΕ έκρινε μόνο με γνώμονα την Συμφωνία GATS, στην οποία η χώρα μας έχει καταθέσει επιφύλαξη ως προς την ανώτατη εκπαίδευση, και όχι και τις θεμελιώδεις ελευθερίες της Εσωτερικής Αγοράς, καταλήγοντας στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι η εν λόγω απόφαση δεν είναι σχετική με το προκείμενο θέμα – πρβλ. Ι. Καμτσίδου, όπ. παρ. (υποσημ. 6), Π. Λαζαράτος/Σ. Καζάνης, όπ. παρ. (υποσημ. 12), σελ. 215.
[29] Πρβλ. συναφώς Ι. Σαρμάς, Η ελευθερία ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων ως ενωσιακό θεμελιώδες δικαίωμα. Το άρθρο 14 παρ. 3 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΔτΑ 2018, σελ. 647. Πρβλ. υποστηρικτικά στην άποψη του Σαρμά Α. Μανιτάκης, Ερμηνεία του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 εδ. β) Σ εναρμονισμένη με το Δίκαιο της ΕΕ, ενόψει της εγκατάστασης παραρτημάτων αλλοδαπών μη κρατικών πανεπιστημίων, ΔτΑ 2023, σελ. 300.
[30] Βλ. και Ι. Σαρμάς, ibidem, σελ. 648 επ.
[31] Βλ. Προτάσεις της Γενικής Εισαγγελέως J. Kokott ECLI:EU:C:2020:172 στην υπόθεση Επιτροπή ./. Ουγγαρίας, σκ. 130.
[32] Πρβλ. ibidem, σκ. 146.
[33] Βλ. ΔΕΕ (Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως), απόφαση της 6.10.2020, αριθμ. υπόθ. C‑66/18, σκ. 219 (Επιτροπή κατά Ουγγαρίας – Πανεπιστήμιο Κεντρικής Ευρώπης).
[34] Προς αυτήν την κατεύθυνση οι Προτάσεις της Γενικής Εισαγγελέως J. Kokott ECLI:EU:C:2020:172 στην υπόθεση Επιτροπή ./. Ουγγαρίας, σκ. 133.
[35] Πρβλ. Ι. Σαρμάς, όπ. παρ. (υποσημ. 34), σελ. 669 επ.
[36] Πρβλ. συναφώς και Ι. Σαρμάς, όπ. παρ. (υποσημ. 30), σελ. 648, 650 επ.
[37] Πρβλ., όμως, τις αντίθετες απόψεις του Γ. Κατρούγκαλου, όπ. παρ. (υποσημ. 6), σελ. 867.
[38] Βλ. Α. Μάνεσης, Η συνταγματική προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, Ανάτυπο «Ο Πολίτης», Αθήνα 1977, σελ. 5-6, Π. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο Ατομικά Δικαιώματα, Τέταρτη Έκδοση, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2012, αρ. περ. 941, Κ. Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 5η Έκδοση, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2023, σελ. 506.
[39] Βλ. συναφώς και Α. Μανιτάκης, όπ. παρ. (υποσημ. 30), σελ. 298 επ.
[40] Βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 6.9.2012, αριθμ. υπόθ. C-38/10, EU:C:2012:521, σκ. 26 (Επιτροπή ./. Πορτογαλίας), ΔΕΕ, απόφαση της 22.1.2015, αριθμ. υπόθ. C‑463/13, EU:C:2015:25, σκ. 45 (Stanley International Betting & Stanleybet Malta), ΔΕΕ (Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως), απόφαση της 7.9.2022, αριθμ. υπόθ. C-391/20, σκ. 61 (Boriss Cilevičs κλπ).
[41] Πρβλ. ΔΕΚ, απόφαση της 20.2.1979, αριθμ. υπόθ. 120/78, Συλλογή 1979, σελ. 321, σκ. 14-15 (Rewe-Zentral AG ./. Bundesmonopolverwaltung für Branntwein γνωστότερη ως υπόθεση Cassis de Dijon).
[42] Βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 30.11.1995, αριθμ. υπόθ. C-55/94, σκ. 25 (Gebhard./. Consiglio dell’ Ordine degli Avvocati e Procuratori di Milano).
[43] Μάλιστα σε μεταγενέστερη νομολογία του το Δικαστήριο εφαρμόζει την αρχή της αναλογικότητας σε όλη της την έκταση – βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 23.2.2016, αριθμ. υπόθ. C‑179/14 EU:C:2016:108, σκ. 166 (Επιτροπή κατά Ουγγαρίας), ΔΕΕ, (Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως), απόφαση της 6.10.2020, αριθμ. υπόθ. C‑66/18, σκ. 232 (Επιτροπή κατά Ουγγαρίας – Πανεπιστήμιο Κεντρικής Ευρώπης).
[44] Βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 21.6.1974, αριθμ. υπόθ. 2/74, Συλλγ. 1974, σελ. 317, σκ. 21 (Reyners), ΔΕΚ, απόφαση της 22.10.2009, αριθμ. υπόθ. C-438/08, Συλλγ. 2009, σελ. Ι-10219, σκ. 35 (Επιτροπή./. Πορτογαλίας).
[45] Πρβλ. ανωτέρω υπό ΙΙΙ 1.
[46] Πρβλ. συναφώς και Β. Σκουρής/Ε. Βενιζέλος, όπ. παρ. (υποσημ. 14), σελ. 44 επ. Πρβλ. επίσης ως προς το αποτέλεσμα της εν λόγω παραδοχής και Α. Μανιτάκης, Η συνταγματική απαγόρευση της ίδρυσης από ιδιώτες σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπό το φως των οικονομικών και ακαδημαϊκών ελευθεριών του Δικαίου της Ένωσης, constitutionalism.gr 11.7.2023. Πρβλ., ωστόσο, την καταρχήν αντίθετη άποψη της από 5.3.2024 Έκθεσης της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής επί του Νομοσχεδίου
«Ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου – Πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων», σελ. 29-30.
[47] Για το ότι οι διατάξεις των άρθρων 130 επ. Ν. 5094/2024, στο μέτρο που καθιερώνουν τα ΝΠΠΕ με την μορφή Ιδιωτικού Δικαίου είναι καταρχήν αντίθετα στο μονοπώλιο του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 εδ. β΄ Σ, γίνεται δεκτό και από την εδώ υποστηριζόμενη άποψη – πρβλ. ανωτέρω υπό Α σε Χ. Τσιλιώτης, Τα Νομικά Πρόσωπα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης κατά τον ν. 5094/2024. Αξιολογήσεις από πλευράς Συνταγματικού, Διοικητικού και Ενωσιακού Δικαίου, ΔιΔικ 1/2025, σελ. 98 επ. (υπό δημοσίευση). Πρβλ. περαιτέρω τις αναφορές στην υποσημ. 6.
[48] Βλ. σχετικά Χ. Τσιλιώτης, Τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια στις Συμπληγάδες μεταξύ Συντάγματος και Ενωσιακού Δικαίου, σε: SyntagmaWatch 2.4.2024.
[49] Πρβλ. εκτενή ανάλυση σε Χ. Τσιλιώτης, Η αντίθεση του κρατικού μονοπωλίου του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 εδ. β ́ Σ προς το πρωτογενές Ενωσιακό Δίκαιο και οι συνέπειές της ενόψει του Ν. 5094/2024, όπ. παρ. (υποσημ. 1).