Η πρόσφατη γυναικοκτονία στη Μακρυνίτσα Πηλίου μας φέρνει για ακόμη μια φορά μπροστά στην ανάγκη να κατανοήσουμε το φαινόμενο και να συζητήσουμε για την ανάγκη της νομικής του αναγνώρισης ως κάτι διακριτό από την ανθρωποκτονία από πρόθεση του αρ. 299 του ΠΚ[1]. Όπως έχει ήδη ειπωθεί, το να αναγνωρίσουμε νομικά την αφαίρεση εκ δόλου της ζωής μιας γυναίκας επειδή είναι γυναίκα δεν συνιστά την τυποποίηση ενός καινούριου αδικήματος. Ωστόσο, το ίδιο το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, όταν προκύπτει ότι τελείται λόγω του ότι το θύμα είναι γυναίκα, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται διαφορετικά (και δεν εννοούμε με βαρύτερη ποινή, καθώς η ανθρωποκτονία από πρόθεση ούτως ή άλλως τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη), αλλά με άλλο βλέμμα, τόσο από το Νομοθέτη όσο και από τη Δικαιοσύνη και όλους τους κρατικούς θεσμούς.
Η νομική αναγνώριση της γυναικοκτονίας, πέρα από την προσθήκη ειδικού άρθρου στον Ποινικό μας Κώδικα, μπορεί να γίνει και με άλλους τρόπους: είτε να εισαχθεί απευθείας στο ισχύον άρθρο 299 ΠΚ επιβαρυντική περίσταση, είτε κατά την επιμέτρηση της ποινής σύμφωνα με το αρ. 79 ΠΚ[2] να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη αυτός ο παράγοντας, το φύλο δηλαδή του θύματος, η σχέση του με το δράστη και οι περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε το έγκλημα, είτε ακόμη, στο αρ. 82Α ΠΚ[3] (έγκλημα με ρατσιστικό κίνητρο) να εισαχθεί και η διάσταση του φύλου ως λόγος επιλογής του συγκεκριμένου θύματος.
Πέρα, όμως, από όσα θα κομίσει μια τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα για τη νομική αναγνώριση της γυναικοκτονίας, απαιτείται συνδυαστικά να ληφθεί ειδική μέριμνα και σε άλλους τομείς, πέραν της νομοθέτησης, ώστε να αναχαιτισθεί η κλιμάκωση της έμφυλης βίας. Και τούτο γιατίμια γυναικοκτονία δεν είναι ένας κεραυνός εν αιθρία. Είναι η κορύφωση πολλών και συστηματικών, μικρών ή μεγάλων, πράξεων έμφυλης βίας.
Παρά την έλλειψη επίσημων στατιστικών, αφού ούτως ή άλλως στη χώρα μας οι ανθρωποκτονίες γυναικών λόγω του φύλου τους δεν καταγράφονται αυτοτελώς, από την άτυπη δημοσιογραφική καταγραφή του φαινομένου προκύπτει πως η συντριπτική πλειοψηφία των γυναικών που έχασαν τη ζωή τους με αυτόν τον τρόπο, ήδη από το παρελθόν κακοποιούνταν συστηματικά από τον σύζυγο, τον σύντροφο, νυν ή πρώην, ή κάποιο άλλο μέλος της οικογένειάς τους. Το ίδιο ακριβώς μαρτυρούν έρευνες για τη μελέτη του φαινομένου στην Ευρώπη (βλ. Πανευρωπαϊκή Έρευνα FRA, 2014). Η κακοποίηση αυτή, που μπορεί να συνίσταται σε σωματική, σεξουαλική, λεκτική ή ψυχολογική βία, ή σε συνδυασμό όλων αυτών των μορφών, σε λίγες μόνον περιπτώσεις καταγγέλλεται στις Αρχές (μόλις ποσοστό 13%, FRA, ο.π.).
Πέρα από τις ψυχολογικές και οικονομικές επιπτώσεις της χρόνιας και συστηματικής κακοποίησης, που λειτουργούν παραλυτικά για ένα θύμα, η έλλειψη υποστηρικτικού πλαισίου επιδρά επίσης αποθαρρυντικά στο να καταγγείλει μια γυναίκα την ενδοοικογενειακή κακοποίηση που υφίσταται. Και δυστυχώς πολλές φορές, ακόμη και όταν αποφασίσει το θύμα να καταγγείλει, είναι πιθανό ακόμη και σήμερα, 15 και πλέον χρόνια μετά την ψήφιση του Ν. 3500/2006 περί ενδοοικογενειακής βίας, να αντιμετωπίσει ακατάλληλες/αντιεπαγγελματικές συμπεριφορές από τα αστυνομικά όργανα λόγω έλλειψης γνώσης του νομικού πλαισίου ή και αναπαραγωγής έμφυλων στερεοτύπων. Εξίσου πιθανό είναι, αν και συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις για να ενεργοποιηθεί η αυτόφωρη διαδικασία μετά από την υποβολή μιας μήνυσης για πλημμέλημα, να μην αναζητείται, συλλαμβάνεται κ.ο.κ. ο δράστης με αποτέλεσμα να ορίζεται τακτική δικάσιμος ακόμη και μετά από αρκετά χρόνια! Αν σκεφτούμε, δε, τον μεταναστευτικό και προσφυγικό πληθυσμό, διαπιστώνουμε πως είναι ακόμη πιο δύσκολο ένα θύμα ενδοοικογενειακής κακοποίησης να απευθυνθεί στις Αρχές και να καταγγείλει, λόγω της συχνής έλλειψης διερμηνέων ή του υπαρκτού κινδύνου για σύλληψη και διοικητική κράτηση, αν το θύμα δεν διαθέτει τα απαιτούμενα νομιμοποιητικά έγγραφα, παρά τις ρητές προβλέψεις της νομοθεσίας μας, που παρέχουν προστασία από την κράτηση και επιστροφή για άτομα που καταγγέλλουν ενδοοικογενειακή κακοποίηση (αρ. 41 παρ 1 περ. 8 Ν. 3907/2011).
Η παρότρυνση από τις Αστυνομικές Αρχές να διατηρηθεί η οικογενειακή συνοχή, η αδράνεια και η μη εφαρμογή των προβλεπόμενων διαδικασιών λόγω μη επαρκούς γνώσης του νομικού πλαισίου έχει οδηγήσει αρκετές φορές πίσω στις οικογενειακές εστίες τους πολλές γυναίκες που κακοποιήθηκαν ξανά και ξανά, μέχρι που κάποια στιγμή δολοφονήθηκαν. Με συγκρατημένη αισιοδοξία, βεβαίως, παρατηρούμε πως πρόσφατα γίνονται σημαντικές προσπάθειες από το Ειδικό Επιτελικό Τμήμα Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας της Διεύθυνσης Γενικής Αστυνόμευσης του Αρχηγείου της ΕΛ.ΑΣ (ΦΕΚ Α 63/2019) για να αλλάξει συνολικά αυτή η εικόνα, ωστόσο υπάρχουν πολλά που πρέπει να γίνουν ακόμη.
Σε ό,τι αφορά τη σχετική νομοθεσία, η χώρα μας διαθέτει ένα επαρκές νομικό οπλοστάσιο που αν αξιοποιηθεί καταλλήλως μπορεί να λειτουργήσει τόσο κατασταλτικά όσο και προληπτικά για την πάταξη του φαινομένου και να ικανοποιήσει και την αντίστοιχη κοινωνική ανάγκη. Ο νόμος 3500/2006 περί ενδοοικογενειακής βίας, όπως ισχύει, η πρόσφατη τροποποίηση του αδικήματος του άρθρου 336 ΠΚ όπου εντάχθηκε και ο ορισμός του εγκλήματος του βιασμού που βασίζεται στην απουσία της συναίνεσης, η επικύρωση της Σύμβασης της Κων/πολης (ν.4531/2018) σύμφωνα με την οποία ποινικοποιούνται πλέον μορφές έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας, που ως πρόσφατα δεν αναγνωρίζονταν νομικά ως τέτοιες (παρενοχλητική παρακολούθηση -stalking, ακρωτηριασμός γυναικείων γεννητικών οργάνων κ.ο.κ.), όλα τα παραπάνω νομικά κείμενα αποτυπώνουν αναλυτικά τις περισσότερες μορφές έμφυλης βίας που κατά κανόνα προηγούνται χρονικά μιας γυναικοκτονίας. Αυτήν ακριβώς τη νομοθεσία θα πρέπει συνεπώς και τα Δικαστήριά μας να αξιοποιούν στο έπακρο, χωρίς σχετικοποίηση της βίας και προκαταλήψεις, που πολλές φορές δυστυχώς οδηγούν σε μια βαθιά αίσθηση ατιμωρησίας των δραστών και σε επανέκθεση των θυμάτων σε κίνδυνο.
«Το σπίτι είναι πολλές φορές το πιο επικίνδυνο μέρος για μια γυναίκα», έχει ειπωθεί, όχι αδίκως, ιδίως σε μια περίοδο αναγκαστικού εγκλεισμού. Μια γυναικοκτονία είναι το αποκορύφωμα της προϋπάρχουσας έμφυλης βίας, την οποία το θύμα έχει βιώσει κατ’ επανάληψη και συστηματικά, κατά κανόνα από τους ανθρώπους που θα έπρεπε, καταρχήν, να εμπιστεύεται.
Η ελλιπής απόκριση των Αστυνομικών και Δικαστικών Αρχών στις μορφές έμφυλης βίας που αναφέρθηκαν, η έλλειψη σχεδιασμού και υλοποίησης ενός ολιστικού προστατευτικού πλαισίου το οποίο να είναι ικανό να αναχαιτίσει την έμφυλη βία δεν μπορεί να είναι πλέον καταστάσεις ανεκτές. Υπό αυτή την έννοια, το να διεκδικούμε την ενεργό και ουσιαστική αντιμετώπιση στην πράξη όλων των μερικότερων μορφών έμφυλης βίας από όλους τους κρατικούς θεσμούς είναι κάτι εξίσου σημαντικό με την προσπάθεια για τη νομική αναγνώριση της γυναικοκτονίας.
Μαρία Αποστολάκη
Δικηγόρος στον Άρειο Πάγο, MΔΕ Κοινωνικής Πολιτικής
Συντονίστρια της Νομικής Υπηρεσίας του Κέντρου Γυναικείων Μελετών και Ερευνών «Διοτίμα»
Υποσημειώσεις:
[1] 299 ΠΚ 1. Όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη
[2] 79 παρ 2 ΠΚ : Για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του: α) τη βλάβη που προξένησε το έγκλημα ή τον κίνδυνο που προκάλεσε, β) τη φύση, το είδος και το αντικείμενο του εγκλήματος, καθώς επίσης όλες τις περιστάσεις χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου που συνόδευσαν την προπαρασκευή ή την εκτέλεσή του.
[3] 82 Α ΠΚ: Εάν έχει τελεστεί έγκλημα κατά παθόντος, η επιλογή του οποίου έγινε λόγω των χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, γενετήσιου προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, το πλαίσιο ποινής διαμορφώνεται ως εξής: α) Στην περίπτωση πλημμελήματος, που τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος, το ελάχιστο όριο της ποινής αυξάνεται κατά έξι μήνες. Στις λοιπές περιπτώσεις πλημμελημάτων, το ελάχιστο όριο αυτής αυξάνεται κατά ένα έτος. β) Στην περίπτωση κακουργήματος το ελάχιστο όριο ποινής αυξάνεται κατά δύο έτη.