Η λατινική φράση “ex facto oritur jus”[1] περιγράφει ευσύνοπτα την σχέση πραγματικότητας και δικαίου. Στην προκειμένη περίπτωση η πραγματικότητα δημιούργησε ένα κενό, δυσαναπλήρωτο ως προς το πρόσωπο λόγω της έκλειψής του. Ως προς την νομική του, ωστόσο, αντιμετώπιση, η εκδημία της Προέδρου του Κινήματος Αλλαγής, θέτει ζητήματα ως προς την αδιατάρακτη ενότητα της Κοινοβουλευτικής Ομάδας και την συμμετοχή αυτής στη λειτουργία, νομοπαραγωγική και ελεγκτική, της Βουλής.
Η έκλειψη ή εκδημία του προσώπου ως πραγματικό γεγονός διαλαμβάνεται σε συνταγματικές διατάξεις, όπως το άρθρο 34 παρ. 2 Συντ. ή το άρθρο 38 Συντ., που ρυθμίζουν τα σχετικά με την αναπλήρωση του ΠτΔ και του Πρωθυπουργού αντιστοίχως. Στην εν λόγω περίπτωση δεν αναφύονται ζητήματα υποκατάστασης προσώπου και υποκατάστασης οργάνου ή άλλων ερμηνευτικών δυσχερειών, όπως αυτά που ετέθησαν με ιδιαίτερα έντονο τρόπο στις περιπτώσεις αναπλήρωσης του ΠτΔ[2] και “αντικατάστασης του Πρωθυπουργού”[3].
Το πεδίο διαφωνίας εντοπίζεται κυρίως ως προς το ποιο όργανο διαθέτει την αρμοδιότητα αναπλήρωσης της εκλιπούσης Προέδρου. Το άρθρο 17 παρ. 2 του Κανονισμού της Βουλής παρέχει στον Πρόεδρο κάθε ΚΟ τη δυνατότητα διορισμού αναπληρωτών – εκπροσώπων της ΚΟ. Η εκδημία (sede vacante – χήρευση θέσης) ως λόγος αναπλήρωσης δεν τυποποιείται ρητά, δύναται ωστόσο να υπαχθεί στο εννοιολογικό πεδίο της “απουσίας” διότι σκοπός της εν λόγω διάταξης είναι να διευκολύνει την εκπροσώπηση της ΚΟ ελλείψει του ή της Προέδρου της. Αν ο θάνατος εξέφευγε του κανονιστικού πεδίου της διάταξης, θα δημιουργείτο σοβαρό θεσμικό αδιέξοδο για την παρουσία και συμμετοχή της ΚΟ στην λειτουργία της Βουλής. Είναι επίσης γνωστό, βάσει και του θεσμού της αναπλήρωσης στο διοικητικό δίκαιο, ότι η έκλειψη του προσώπου που διόρισε τους αναπληρωτές του δεν αποδυναμώνει την νομιμοποίησή τους ούτε αίρει το νομιμοποιητικό θεμέλιο της αναπλήρωσης. Άλλωστε, λόγω του προσωποπαγούς χαρακτήρα του οργάνου (Πρόεδρος ΚΟ) ο ΚτΒ παρέχει το δικαίωμα ορισμού αναπληρωτών στον Πρόεδρο της ΚΟ και όχι στην ΚΟ ως σώμα, ακριβώς επειδή η τελολογία της διάταξης είναι ο εκάστοτε Πρόεδρος να επιλέγει τους βουλευτές, που θεωρεί ότι θα εκφράσουν, ως αναπληρωτές με τον εγγύτερο στη βούληση του τρόπο, άποψη της ΚΟ.
Συνεπώς, εκ του ΚτΒ που είναι και το εφαρμοστέο δίκαιο και διέπει την εξωτερική λειτουργία της ΚΟ, ουδέν ερμηνευτικό ζήτημα ανακύπτει, καθώς ο θεσμός του αναπληρωτή – εκπροσώπου προβλέπεται απευθείας σε αυτόν. Ο Γραμματέας της ΚΟ και οι αρμοδιότητες του οριοθετούνται στον Κανονισμό Λειτουργίας της ΚΟ του Κινήματος Αλλαγής ή στο καταστατικό του κόμματος, και το πεδίο εφαρμογής τους άπτεται των ζητημάτων που αφορούν την εσωτερική λειτουργία της ΚΟ[4]. Ωστόσο, όπως σημειώθηκε[5] το Κίνημα Αλλαγής, ως ΚΟ, δεν διαθέτει Κανονισμό Λειτουργίας, χωρίς ωστόσο το κενό που εντοπίζεται να δημιουργεί ερμηνευτικές ή πρακτικές δυσχέρειες ως προς την αναπλήρωση.
Ο θεσμός του Γραμματέα της ΚΟ[6] ανευρίσκεται κυρίως στα κοινοβουλευτικά συστήματα χωρών που ακολουθούν το αγγλοσαξονικό μοντέλο διακυβέρνησης[7] (Αγγλία, Αυστραλία, Καναδάς, Ινδία) και οι αρμοδιότητές του είναι αμιγώς συντονιστικές διασφαλίζουσες την εύρυθμη λειτουργία της ΚΟ. Επομένως, ο νυν Γραμματέας της ΚΟ του Κινήματος Αλλαγής δύναται μόνο να αποφασίζει για το ποιος εκ των δύο εκπροσώπων θα παρίσταται σε κάθε συνεδρίαση της Ολομέλειας ή σε άλλο σχηματισμό της Βουλής, όπου θα αναπληρώνεται η Πρόεδρος της ΚΟ. Η προτεινόμενη εκ μέρους του Γραμματέα της ΚΟ διάκριση – περί θεσμικής και κοινοβουλευτικής αρμοδιότητας και η εφαρμογή μιας ιδιότυπης “δυαρχίας” με – σκοπό να υπεισέλθει στις αποφασιστικές αρμοδιότητες της Προέδρου συνιστά αντιποίηση αρμοδιότητας των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων. Ο μοναδικός τρόπος να περιβληθεί η εν λόγω πρόταση με νόμιμο έρεισμα είναι να τεθεί στην συνεδρίαση της ΚΟ ζήτημα ανάδειξης νέου Προέδρου.
Ενδεχομένως το μόνο ζήτημα που χρήζει νομικής αντιμετώπισης είναι η – κατά την παρ. 5 του άρθρου 17 ΚτΒ – απαγόρευση της αναπλήρωσης σε κάποιες εκ των διαδικασίων του κοινοβουλευτικού ελέγχου.
Ας μην λησμονείται ωστόσο ότι “Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται”.
Κωνσταντίνος Γ. Μουρτοπάλλας
Μεταπτυχιακός φοιτητής Νομικής ΔΠΘ
Υποσημειώσεις:
[1] Μάνεσης Αρ., Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Ι, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1980, σελ. 16.
[2] Μάνεσης Αρ. – Μανιτάκης Α., Ο θεσμός της αναπλήρωσης του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά το ισχύον Σύνταγμα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1993, σελ. 12 – 13 και ιδίως την παραπομπή υπ. αριθμ. 1 και Βενιζέλος Ευ., “ Η αναπλήρωση του Προέδρου της Δημοκρατίας και η δοκιμασία της ερμηνείας του Συντάγματος”, σε: Νομικό Βήμα (εφεξής: ΝοΒ), Τεύχος 39, 1991, σελ. 1313 – 1339 και ιδίως σελ. 1313- 1317.
[3] Κοντιάδης Ξ., Η αντικατάσταση του Πρωθυπουργού, Η ερμηνευτική δοκιμασία του άρθρου 38 παρ. 2 του Συντάγματος 1975-1986 ως έναυσμα για την αναθεώρησή του, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2000.
[4] Κοντιάδης Ξ., Η θεσμική λειτουργία των Κοινοβουλευτικών Ομάδων, Μια πολιτειολογική θεώρηση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1996, σελ. 117 επ.
[5] Κοντιάδης Ξ., Νέος Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΚΙΝΑΛ;. σε: εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 1.11.2021, σελ. 10 – 11.
[6] Βλ. την σχετική αναφορά στον θεσμό του Whip σε: Μποτόπουλος Κ., Διαδικασίες που ευτελίζουν, προέχει η ενότητα του ΚΙΝΑΛ, διαθέσιμο σε: https://www.liberal.gr/news/diadikasies-pou-eutelizoun-proechei-i-enotita-tou-kinal/411155
[7] Για το βρετανικό σύστημα τύπου Westminster ως μοντέλο διακυβέρνησης βλ. Lehner Fr. – Widmaier Ul., Συγκριτική Πολιτική, εκδ. Επίκεντρο, Αθήνα, 2007, σελ. 156 επ.