Το βιβλίο της Νατάσας Μαυρονικόλα (Natasa Mavronicola) με τίτλο Torture, Inhumanity and Degradation under Article 3 of the ECHR: Absolute Rights and Absolute Wrongs, Hart 2021, σ. 224, καταπιάνεται με ένα εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα της γενικής θεωρίας του δικαίου και ειδικότερα των θεμελιωδών δικαιωμάτων: τη νομική φύση, τις προϋποθέσεις και τις συνέπειες της αναγνώρισης απόλυτων δικαιωμάτων, δηλαδή δικαιωμάτων τα οποία δεν υπόκεινται στη συνήθη επιφύλαξη του νόμου. Το άρθρ. 3 της ΕΣΔΑ αποτελεί κατεξοχήν τέτοιο απόλυτο δικαίωμα: Ουδείς επιτρέπεται να υποβληθεί σε βασανιστήρια, ούτε σε ποινές ή μεταχείριση απάνθρωπη ή εξευτελιστική. Η απαγόρευση των βασανιστηρίων προσφέρεται για τη μελέτη της θεωρίας των απόλυτων δικαιωμάτων, αυτή δε είναι αναγκαία για την ορθή ερμηνεία του δικαιώματος. Θεωρία και πράξη είναι σε άρρηκτη σχέση. Πράγματι, το βιβλίο δεν αποτελεί απλή ερμηνεία του άρθρ. 3 της ΕΣΔΑ. Είναι μία διαφωτιστική μελέτη για τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ακρογωνιαίο λίθο της σχέσης του κράτους με τα πρόσωπα, η οποία θεμελιώνεται στον σύγχρονο μεταπολεμικό κόσμο στην αρχή της αξίας του ανθρώπου. Αλλά τα ζητήματα αυτά δεν τα πραγματεύεται στο αφηρημένο φιλοσοφικό επίπεδο για να δώσει ηθικοπολιτικές απαντήσεις και ερμηνείες. Αντίθετα, εκλαμβάνει την απαγόρευση των βασανιστηρίων ως τον σπουδαιότερο φραγμό απέναντι στην προσβολή του πυρήνα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Εξού και ο τίτλος: Absolute Rights and Absolute Wrongs.
Η θεωρία του απόλυτου δικαιώματος αφορά την αρχιτεκτονική και τις δομές του σύγχρονου συνταγματισμού, ο οποίος περιορίζει την κρατική κυριαρχία απαγορεύοντας απολύτως τα βασανιστήρια και την απάνθρωπη μεταχείριση. Η δέσμευση αυτή δίνει κατηγορηματική και ανεξαίρετη απάντηση σε προβλήματα που κυμαίνονται από τα πιο «απλά» και «τετριμμένα», όπως ένα χαστούκι του αστυνομικού σε ένα νεαρό ανήλικο που κρατείται και έχει απαράδεκτη και προκλητική συμπεριφορά (ΕΔΔΑ, Διευ.Συν., Bouyid v. Belgium, App no 23380/09, 28 Σεπτεμβρίου 2015), μέχρι τα πιο οριακά και θεμελιώδη όπου διακυβεύεται η ζωή αθώων, τους οποίους ο δράστης κρατά ομήρους (ΕΔΔΑ, Διευ.Συν., Gäfgen v. Germany, App no 22978/05, 1η Ιουνίου 2010).
Η απόλυτη απαγόρευση του άρθρ. 3 δοκιμάζεται λοιπόν απέναντι σε αστάθμητες περιστάσεις και το ερώτημα που επιχειρεί να δώσει, κατά βάση επιτυχώς, το βιβλίο είναι πώς αυτή η απάντηση θεμελιώνεται όχι μόνο στο γράμμα της διάταξης αλλά και στην εσωτερική λογική της με τρόπο συνεκτικό, πρακτικό και λειτουργικό. Συνεπώς η προβληματική του βιβλίου βρίσκεται στον αντίποδα της παγίως κρατούσας σήμερα αρχής της αναλογικότητας και της στάθμισης των συμφερόντων. Αυτό και μόνο δείχνει τις προκλήσεις που είχε να αντιμετωπίσει και να ανταπεξέλθει. Από το άρθρ. 3 προκύπτει ότι η κάμψη της απαγόρευσης των βασανιστηρίων δεν είναι ποτέ εύλογη. Αποκλείεται χωρίς άλλη συζήτηση, απολύτως. Η σύγχρονη θεωρία όμως έχει απομακρυνθεί από τη δογματική επεξεργασία απόλυτων δικαιωμάτων. Τί σημαίνει ότι ένα δικαίωμα είναι απόλυτο;
Η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα δεν είναι απλή. Συνεπάγεται πάνω από όλα δεοντοκρατική δέσμευση επί της αρχής η οποία δεν σχετικοποιείται με τη συνεκτίμηση τυχόν προσδοκόμενου οφέλους έστω και σε ακραίες και οριακές καταστάσεις που θα δικαιολογούσαν τα βασανιστήρια κατ’ εξαίρεση. Επομένως, η ουσία της απαγόρευσης των βασανιστηρίων δεν επικεντρώνεται στους δικαιούχους, δηλαδή τους φορείς του δικαιώματος, αλλά τους υπόχρεους, το κράτος και τα όργανά του. Το βιβλίο εμπνέεται σε μεγάλο βαθμό από τη θεωρία του R. Dworkin για την ακεραιότητα (integrity) και επιχειρεί τον κριτικό αναστοχασμό του δικαιώματος που προστατεύει το άρθρ. 3 της ΕΣΔΑ, όπως επισημαίνει στον πρόλογό της η Françoise Tulkens.
Το βιβλίο, μετά από μια διαφωτιστική εισαγωγή όπου παρουσιάζει τη θεματική, στο 2ο κεφάλαιο υπερασπίζεται την απόλυτη νομική προστασία του άρθρ. 3 έναντι των ολοένα ενισχυόμενων τάσεων αμφισβήτησής της και επιχειρεί να προσφέρει ολοκληρωμένη ερμηνευτική προσέγγιση, η οποία αποσαφηνίζει το ακριβές νομικό περιεχόμενο της απόλυτης προστασίας και τις συνέπειες της. Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο του βιβλίου είναι ότι πέρα από τις προφανείς θεματικές που συνδέονται με το σκληρό πυρήνα της απαγόρευσης των βασανιστηρίων, εκτείνεται και σε εξαιρετικά κρίσιμες σύγχρονες περιοχές όπως η απαγόρευση της μαζικής επαναπροώθησης (refoulement) η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο του προσφυγικού και μεταναστευτικού προβλήματος ιδίως σε χώρες συνοριακές της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Ιταλία.
Η προβληματική των απόλυτων δικαιωμάτων είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για την ΕΣΔΑ ενόψει των αδιεξόδων στα οποία οδηγεί, ιδίως από την άποψη της ασφάλειας δικαίου, η γενικευμένη χρήση της στάθμισης συμφερόντων και της αρχής της αναλογικότητας. Αν υπάρχει ένα δικαίωμα στο οποίο η κρατούσα μέθοδος της αρχής της αναλογικότητας αποδεικνύεται ακατάλληλη και άτοπη είναι αυτό της απαγόρευσης των βασανιστηρίων.
Για την έννοια του απόλυτου δικαιώματος η συγγραφέας χρησιμοποιεί δύο αναλυτικά εργαλεία, αυτό της εφαρμογής του δικαιώματος και αυτό της εξειδίκευσής του. Κατ’ αρχήν η επιταγή εφαρμογής του απόλυτου δικαιώματος δεν κάμπτεται εξαιτίας εξωτερικών παραγόντων, συνθηκών και περιστάσεων. Για τούτο είναι πολύ σπουδαία η εξειδίκευση του δικαιώματος, δηλαδή ο καθορισμός του πεδίου ισχύος του. Η εξειδίκευση του δικαιώματος πρέπει να γίνεται βάσει κριτηρίων που ικανοποιούν τρεις προϋποθέσεις: α) πρέπει να εξασφαλίζεται η καθοδηγητική ικανότητα, δηλαδή η νοηματική σαφήνεια των κριτηρίων και η προσφορότητά τους να αναδείξουν την ουσία της παρεχόμενης προστασίας, β) να λαμβάνονται υπόψη λόγοι συναφείς με την προστασία του δικαιώματος, οι οποίοι μπορεί να διακρίνουν μεταξύ των διαφόρων περιπτώσεων και όχι εξωτερικοί όροι που παρακωλύουν την εφαρμογή του, και γ) να μην οδηγεί εν τοις πράγμασι στην ακύρωση της νομικής προστασίας του δικαιώματος.
Επανέρχεται εδώ το ζήτημα που έχει τεθεί και στην ελληνική θεωρία αναφορικά με τη διάκριση μεταξύ προσδιορισμού και περιορισμού των δικαιωμάτων (βλ. Πρ. Δαγτόγλου, 4η έκδ. 2012, σ. 100). Ο καθορισμός του περιεχομένου είναι εκείνος ο οποίος αποσαφηνίζει το προστατευόμενο πεδίο του δικαιώματος. Όταν συντρέχουν λόγοι φαινομενικώς περιορισμού του δικαιώματος συχνά δεν πρόκειται κατ’ ακριβολογία για σχετικοποίηση της απόλυτης προστασίας του, αλλά μάλλον για ανάγκη επανεξέτασης αν κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες υπήρχε εξαρχής το δικαίωμα, ή όχι. Ωστόσο, και στο στάδιο αυτό δεν αποφεύγεται τελείως η στάθμιση. Ορθά επισημαίνεται ότι η ίδια ποινή μπορεί κάτω από διαφορετικές περιστάσεις, π.χ. αναλόγως της ηλικίας του καταδικασμένου, να κριθεί εύλογη ή όχι. Οπωσδήποτε όμως η αναγνώριση ενός απόλυτου δικαιώματος απομακρύνει τη συνεπειοκρατική λογική του ωφελιμισμού που σταθμίζει τις συνέπειες από τη μία ή άλλη λύση στα θέματα. Το απόλυτο δικαίωμα θέτει με έμφαση ζήτημα αρχής σε δεοντοκρατική βάση, όχι εύλογου ή δικαιολογημένου περιορισμού. Τέτοιο ζήτημα είναι η απόλυτη απαγόρευση βασανιστηρίων ή η απαγόρευση επιβολής της θανατικής ποινής.
Συναφής με το ερώτημα αυτό είναι η κριτική που ασκεί η συγγραφέας στην θεωρία του Berlin για την αρνητική ελευθερία στη βάση της οποίας θα μπορούσαμε να πούμε ότι βρίσκεται η “ελευθεριακή” (libertarian) αντίληψη των δικαιωμάτων. Στο απόλυτο δικαίωμα αντιστοιχούν απόλυτες υποχρεώσεις οι οποίες ορίζονται από κανόνες που δεν επιδέχονται για κανένα λόγο εξαίρεση κατά την εφαρμογή τους. Πρόκειται κατά βάθος για ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα που θέτει η γενική θεωρία των δικαιωμάτων του ανθρώπου: η συνταγματική προστασία αφορά κανόνες που επιβάλλονται στο κράτος και μεταφράζονται σε αξιώσεις του πολίτη ή αντίθετα ελευθερίες, σφαίρες προστατευόμενων επιλογών απαλλαγμένων από κρατική ρύθμιση; Η θεωρία για απόλυτα δικαιώματα και αντίστοιχα απόλυτες και ανεξαίρετες υποχρεώσεις απαιτεί καθορισμένους κανόνες από τους οποίους συνάγεται η αντιστοίχιση αυτή. Η ιδέα της αποχής του κράτους από τη σφαίρα ελευθερίας του ατόμου δεν έχει τη νομική σημασία μιας αρρύθμιστης από το δίκαιο περιοχής, αλλά τη νομική δέσμευση του κράτους να απέχει από δεδομένη ρύθμιση ή από ορισμένες απαγορευμένες ενέργειες.
Ο δικαστικός έλεγχος ξεκινά ερμηνευτικά από την ηθικοπολιτική έννοια της ελευθερίας και των ειδικότερων εκφάνσεών της (κατ’ ιδίαν ελευθεριών) για να καταλήξει στη συναγωγή νομολογιακών κανόνων που εξειδικεύουν τα ισχύοντα δικαιώματα όπως προστατεύονται από το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ ή άλλες υπερνομοθετικές πηγές. Η θέση αυτή συνδυάζει, κατά τη γνώμη μου επιτυχώς, αφενός την ερμηνεία των νομικών κειμένων με βάση ηθικοπολιτικές αρχές και αφετέρου τη δέσμευση του δικαστή από το δίκαιο με σεβασμό στο περιθώριο του νομοθέτη να εξειδικεύει τις ελευθερίες καθορίζοντας το περιεχόμενο των δικαιωμάτων. Συνεπώς όταν ο νομοθέτης προστατεύει το δικαίωμα απολύτως δεν είναι θεμιτό ο δικαστής να ακυρώσει την προστασία αυτή επικαλούμενος αστάθμητες περιστάσεις. Το βιβλίο κρίνει και αντιμετωπίζει ορθά το σπουδαίο αυτό ζήτημα.
Εδώ αναδεικνύεται η σημασία του επιπέδου αφαίρεσης κατά τον προσδιορισμό του δικαιώματος. Όσο μεγαλύτερη είναι η αφαίρεση, τόσο μικρότερη είναι η κανονιστική πυκνότητα της προστασίας, γιατί καταλήγει σε μία γενικότητα. Αντίθετα όσο πιο συγκεκριμένη είναι η εξειδίκευση των περιστατικών κάτω από τις οποίες επιβάλλεται η προστασία του δικαιώματος, τόσο πυκνώνει η απόλυτη προστατευτική ισχύς του έναντι των παραγόντων που θα μπορούσαν να παραμερίσουν την προστασία, αν δεν επρόκειτο για απόλυτο δικαίωμα. Άλλο η προστασία της αξίας του ανθρώπου και άλλο η απαγόρευση των βασανιστηρίων. Αυτή δε η τελευταία υποχρέωση διαφέρει εάν τεθεί με γενικό και αφηρημένο τρόπο από ότι αν πάρει τη μορφή ειδικών κανόνων (γενικής υποκειμενικής εφαρμογής), οι οποίοι αφορούν αντικειμενικά συγκεκριμένους όρους και στενές προϋποθέσεις.
Στο σημείο αυτό επιβάλλεται η ασφάλεια δικαίου και η καθοδηγητική και διακριτική ικανότητα του κανόνα που θα διαμορφώσει η νομολογία στην προσπάθειά της να ορίσει το προσήκον και ενδεδειγμένο μέτρο αφαίρεσης στην ερμηνεία των δικαιωμάτων. Η υπερβολική συγκεκριμενοποίηση και ειδικότητα των κανόνων, όπως αντιλαμβάνεται καθένας, ικανοποιεί μεν την ανάγκη οικονομίας της ρύθμισης, στο μέτρο που διασώζει δογματικά την ιδέα του απόλυτου δικαιώματος, εμφιλοχωρεί όμως ο κίνδυνος αντί για μεγάλη διεύρυνση των περιορισμών να οδηγήσει σε υπέρμετρη συρρίκνωση του πεδίου αυτού καθεαυτού του δικαιώματος.[1] Ο κίνδυνος μέχρι ένα σημείο αντιμετωπίζεται από το ότι ο κανόνας πρέπει να έχει κατά βάση γενικό και αφηρημένο χαρακτήρα για να κατευθύνει εκ των προτέρων.
Η δύσκολη σχέση μεταξύ καθορισμού του περιεχομένου του απόλυτου δικαιώματος σε αντιδιαστολή προς τις εξαιρέσεις από την προστασία του δεν συνιστά ιδιαιτερότητα του άρθρ. 3 της ΕΣΔΑ, αλλά αποτελεί εγγενές γνώρισμα των απόλυτων δικαιωμάτων, το οποίο επιβεβαιώνεται και από την αντίστοιχη προσπάθεια αναγνώρισης απόλυτης προστασίας στην απαγόρευση θέσπισης από το Κογκρέσο νόμων που περιορίζουν την ελευθερία του λόγου, σύμφωνα με την 1η Τροποποίηση του Αμερικανικού Συντάγματος. Το τίμημα για την απόλυτη προστασία ήταν η διάκριση του λόγου (speech) από τις ενέργειες (conduct) με αποτέλεσμα να μένουν μορφές έκφρασης εκτός προστασίας επειδή δεν ενέπιπταν στην έννοια του «λόγου».[2]
Το επόμενο κεφάλαιο (3ο) εξετάζει την απαγόρευση των βασανιστηρίων ως προέκταση και απόρροια της ίσης για όλους αξίας του ανθρώπου. Εντάσσεται το βιβλίο στην ευρύτερη και θεμελιώδη προβληματική του συνταγματισμού της αξιοπρέπειας (dignitarian constitutionalism) που είναι και ο σύγχρονος μεταπολεμικός συνταγματισμός της Ευρώπης. Σε μία πολύ ενδιαφέρουσα θέση, το βιβλίο υποστηρίζει ότι το στοιχείο που χαρακτηρίζει την απαγόρευση των βασανιστηρίων δεν είναι, όπως θα νόμιζε κανείς, η ένταση του πόνου και του κακού που προκαλεί δεδομένη συμπεριφορά στο θύμα των βασανιστηρίων, αλλά η ακραία αυστηρότητα και απανθρωπιά του δράστη που παραβιάζει το άρθρ. 3 της ΕΣΔΑ. Στο σημείο αυτό διαφαίνεται, νομίζω, η επιρροή της καντιανής αντίληψης σύμφωνα με την οποία η αξία του ανθρώπου επιβάλλει να μην αντιμετωπίζεις τον άλλο ως μέσο και εργαλείο, αλλά ως σκοπό και αυταξία. Ο εξουσιαστικός έλεγχος πάνω στον άλλο, η πρόθεση και ο επιδιωκόμενος σκοπός δεδομένης συμπεριφοράς με την οποία εκδηλώνεται και ασκείται η εξουσία πρέπει κατά τη συγγραφέα να τεθούν στον πυρήνα της ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρ. 3 της ΕΣΔΑ.
Το 4ο και 5ο κεφάλαιο του βιβλίου επιδιώκουν να αποσαφηνίσουν τη σχέση μεταξύ βασανιστηρίων και απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης, όπως επίσης και το ελάχιστο όριο, κάτω από το οποίο δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής του άρθρ. 3, στο μέτρο που εξ ορισμού η τιμωρία αποτελεί «κακό» που επιβάλλεται στον άλλο και ως τέτοιο έχει ένα βαθμό αυστηρότητας, σε αντιδιαστολή προς την ακραία επιείκεια της συγχώρεσης. Στη συνέχεια το 6ο κεφάλαιο του βιβλίου εξετάζει τις θετικές υποχρεώσεις που απορρέουν για το κράτος από το άρθρ. 3 της ΕΣΔΑ. Τέλος, το 7ο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην απαγόρευση της επαναπροώθησης (refoulement), περιλαμβανομένης και της έκδοσης όταν συνεπάγεται την έκθεση προσώπων στην απειλή και τον κίνδυνο βασανιστηρίων ή απάνθρωπης μεταχείρισης.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η συζήτηση της σύγκρουσης μεταξύ της απόλυτης απαγόρευσης του άρθρ. 3 και των θετικών υποχρεώσεων του κράτους με βάση την ΕΣΔΑ. Αυτό αποκτά μεγάλη σημασία όταν το κράτος ισχυρίζεται ότι κάμπτεται η απόλυτη απαγόρευση των βασανιστηρίων ή της απάνθρωπης μεταχείρισης εξαιτίας εγκληματικής δράσης που απειλεί τη ζωή αθώων ομήρων. Αλλά η νομολογία του Στρασβούργο καθιστά σαφές ότι ούτε τέτοιες οριακές περιπτώσεις αίρουν την απόλυτη απαγόρευση του άρθρ. 3. Υπό την έννοια αυτή δεν τίθεται ζήτημα σύγκρουσης αρνητικών και θετικών υποχρεώσεων του κράτους.
Δυστυχώς τo βιβλίο της Ν. Μαυρονικόλα αποκτά αυξανόμενη πρακτική σημασία καθώς η προστασία της αξίας του ανθρώπου με την απόλυτη απαγόρευση των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης δοκιμάζεται από τη δριμύτερη επαναφορά των παραδοσιακών στοιχείων της “κρατικότητας”: την επικράτεια με τα σύνορα και την κυριαρχία, την αντιμετώπιση έκτακτων κρίσεων όπως η πανδημία που απειλούν τη δημόσια υγεία, την άμυνα της φιλελεύθερης και δημοκρατικής κοινωνίας απέναντι στην τρομοκρατία και τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό κλπ.
Το βιβλίο τονίζει μία απλή αλήθεια: υπάρχουν κάποια απόλυτα όρια, τα οποία τα κράτη δεν επιτρέπεται να διαβούν, προκειμένου να μην εξομοιωθούν στη βάση του χειρότερου δυνατού κοινού παρονομαστή. Αν σχετικοποιήσει τις απόλυτες απαγορεύσεις του άρθρ. 3 της ΕΣΔΑ, η δημοκρατία θα έχει υποστεί στρατηγική ήττα από τους αντιπάλους της. Θα έχει χάσει το ηθικό και νομικό πλεονέκτημα που θεμελιώνεται στον μεταπολεμικό ευρωπαϊκό συνταγματισμό της αξιοπρέπειας.
Δεν είναι νομικώς νοητή η σύγκρουση ανάμεσα στην ασφάλεια του κράτους (τον πυρήνα της κρατικότητας) και την αξία του ανθρώπου (που έχει στον πυρήνα της την απόλυτη απαγόρευση των βασανιστηρίων). Νομικώς αποτελούν ακατάλυτη ενότητα. Το κράτος οφείλει να επιτύχει την προστασία της ασφάλειας μόνο με θεμιτά μέσα.
Γιάννης Α. Τασόπουλος
Καθηγητής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Δικηγόρος
Υποσημειώσεις:
[1] Το πιο γνωστό και χαρακτηριστικό παράδειγμα στο ελληνικό συνταγματικό δίκαιο αφορά το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης που κατοχυρώνει το άρθρ. 20 § 2 του Συντάγματος, το οποίο έχει συρρικωνθεί δραστικά από την ερμηνεία της νομολογίας.
[2] Patrick McBride, Mr. Justice Black and His Qualified Absolutes, 2 Loy. L.A. L. Rev. 37 (1969).