Σήμερα ανακοινώθηκε από τον Πρόεδρο του ΣτΕ το αποτέλεσμα της διάσκεψης των υποθέσεων που αφορούσαν τη συμφωνία με το Σύνταγμα των διατάξεων για τις Ομάδες Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων (Πανεπιστημιακή Αστυνομία), οι οποίες είχαν συζητηθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου στις 11 Μαρτίου 2022. Το Δικαστήριο απέρριψε τις αιτήσεις και έκρινε (με μειοψηφία έξι μελών) ότι δεν παραβιάζει τις αρχές της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της πλήρους αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ (άρθρο 16 παρ. 1 και 5 Συντ., αντίστοιχα) η – πέραν της πρόβλεψης μέτρων ασφάλειας και προστασίας προσώπων και υποδομών στα ΑΕΙ, αρμοδιότητας των ιδίων αυτών οργάνων (άρθρα 12-17 ν. 4777/2021) – σύσταση ΟΠΠΙ, που συγκροτούνται (και) από ειδικούς φρουρούς, οι οποίοι προσλαμβάνονται προς τούτο, λαμβάνουν ειδική εκπαίδευση, δεν φέρουν πυροβόλο όπλο και υποχρεούνται να συνεργάζονται με τις πανεπιστημιακές αρχές και όργανα (άρθρα 18-20 ν. 4777/2021), διότι: α) όταν ο νομοθέτης εκτιμά ότι το δημόσιο συμφέρον, το οποίο συνίσταται στην προστασία της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, αλλά και στην ίδια τη διασφάλιση της ακώλυτης άσκησης της ακαδημαϊκής ελευθερίας, επιβάλλει την αστυνόμευση στους χώρους των ΑΕΙ σε συνέχεια σειράς προϊσχυσάντων ηπιότερων μέτρων ασφάλειας και προστασίας του προσωπικού και της περιουσίας των ΑΕΙ, τα οποία κρίθηκαν από τον νομοθέτη απρόσφορα να υπηρετήσουν τους σκοπούς αυτούς, οι ως άνω συνταγματικές διατάξεις, στις οποίες δεν κατοχυρώνεται αυτοτελώς «άσυλο», δεν υποχρεώνουν τον νομοθέτη να αναθέτει στα ΑΕΙ τις αρμοδιότητες της τήρησης της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, ειδικότερες εκφάνσεις της οποίας αποτελούν η πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος, ασκούμενες κατά το Σύνταγμα από το Κράτος μέσω των σωμάτων ασφαλείας όπως η ΕΛΑΣ, β) δεν προβλέπεται συμμετοχή των ΟΠΠΙ σε διοικητικό όργανο των ΑΕΙ.
Παρά το γεγονός ότι το ΣτΕ δεν είχε κατά το παρελθόν νομολογήσει σχετικά με τη συνταγματική κατοχύρωση του Πανεπιστημιακού ασύλου, στη συνταγματική θεωρία είχε επικρατήσει η άποψη ότι το άσυλο κατοχυρώνεται συνταγματικά, καθώς και ότι, με βάση την ακαδημαϊκή ελευθερία και την πανεπιστημιακή αυτοδιοίκηση που προβλέπει το άρθρο 16 του Συντάγματος, το διδακτικό και διοικητικό προσωπικό που υπηρετεί στα Πανεπιστήμια υπάγονται στον κανόνα της αυτοδιοίκησης από τις Πανεπιστημιακές αρχές.
Με τις σημερινές αποφάσεις, το Δικαστήριο, όπως φαίνεται, προέβη σε μια διαφορετική ερμηνεία των επίμαχων συνταγματικών διατάξεων και υπ’ αυτή την έννοια μπορεί να γίνει λόγος περί άτυπης συνταγματικής μεταβολής, η οποία προέκυψε από τη σχετική νομοθετική πρωτοβουλία για την Πανεπιστημιακή Αστυνομία και τη νομολογία που την έκρινε σύμφωνη με το Σύνταγμα. Το αν η απόφαση η αυτή είναι ορθή ή όχι θα αξιολογηθεί από τον νομικό κόσμο και την κοινότητα των συνταγματολόγων εκτενώς όταν δημοσιευθεί η απόφαση.
Όπως είχα υποστηρίξει πριν από ένα χρόνο (στις 24/2/21) σε αυτή εδώ την ιστοσελίδα, ένα συνταγματικό επιχείρημα μπορεί να σταματήσει να θεωρείται αδιανόητο με μια σειρά από βήματα. Ακολουθούν μερικές σκέψεις για μια θεωρία του Jack Balkin, την άτυπη συνταγματική μεταβολή και τη συζήτηση για την πανεπιστημιακή αστυνομία.
Πριν από κάποια χρόνια, ο Αμερικανός συνταγματολόγος Jack Balkin περιέγραψε με γλαφυρότητα τον τρόπο με τον οποίο μπορεί ένα συνταγματικό επιχείρημα, μια ερμηνεία που θεωρούνταν εντελώς τρελή, αδιανόητη και ανεφάρμοστη, να περιενδυθεί με σοβαρότητα και να τεθεί στο τραπέζι. [1]
Πώς όμως μπορεί σύμφωνα με τον Balkin να συμβεί αυτή η μεταβολή; Το δίκαιο, και ειδικότερα το συνταγματικό δίκαιο, βασίζεται στο τι θεωρούν οι νομικοί εύλογο. Τα επιχειρήματα μπορούν να διακριθούν με κριτήριο τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνονται από τους νομικούς σε αποδεκτά ως πασίδηλα ορθά, σε θεωρούμενα πασίδηλα εσφαλμένα και σε όσα αποτελούν εύλογα αντικείμενο αντιπαραθέσεων ως προς την ορθότητά τους. Όμως, αυτό που οι άνθρωποι θεωρούν εύλογο, εξαρτάται εν μέρει από το τι πιστεύουν οι άλλοι. Τα επιχειρήματα μπορεί να παύσουν να θεωρούνται αδιανόητα, επειδή κάποια άτομα ή θεσμοί είναι διατεθειμένοι να ρισκάρουν την υπόληψή τους, δηλώνοντας ότι ένα επιχείρημα που θεωρούνταν εντελώς παρανοϊκό, δεν είναι καθόλου τρελό, αλλά αντιθέτως αποτελεί αξιοπρεπές νομικό επιχείρημα.
Έχει επίσης μεγάλη σημασία, εξηγεί ο Balkin, ποιος υποστηρίζει το επιχείρημα – εάν είναι αξιοσέβαστος, ισχυρός και επιδραστικός και ποια είναι η θεσμική ισχύς του και η σχέση του με θεσμικά κέντρα εξουσίας, όπως τα πολιτικά κόμματα ή τα μέσα ενημέρωσης που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη. Ποιοί, όμως, είναι εκείνοι που μπορούν να καταστήσουν ένα τρελό επιχείρημα σοβαρό; Οι διανοούμενοι που προέρχονται από την επιστημονική κοινότητα παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των επιχειρημάτων. Όμως, από μόνοι τους δεν μπορούν να κάνουν πολλά. Οι διανοούμενοι συχνά παρουσιάζουν παράλογα επιχειρήματα, τα οποία συνήθως παραμένουν στον χώρο του παραλόγου. Τα κοινωνικά κινήματα παίζουν σημαντικό ρόλο στη συνταγματική αλλαγή, μέσα όμως από μια αργή διαδικασία. Την πραγματική δυνατότητα να καταφέρουν να θεωρηθεί εύλογο ένα τρελό επιχείρημα έχουν τα πολιτικά κόμματα και το κομματικό σύστημα. Ένα μεγάλο και ισχυρό πολιτικό κόμμα μπορεί να το πετύχει και μπορεί επίσης να επηρεάσει και τον τρόπο που τα ΜΜΕ παρουσιάζουν ένα συνταγματικό επιχείρημα. Ο ρόλος των ΜΜΕ στη διαδικασία αποδοχής και προώθησης ενός συνταγματικού επιχειρήματος, που θεωρούνταν πάγια αδιανόητο, είναι σημαντικός. Όλα αυτά όμως θα ήταν μάταια χωρίς τον καθοριστικό ρόλο των δικαστηρίων, όπου συντελείται η τελευταία πράξη αποδοχής ενός συνταγματικού επιχειρήματος ως εύλογου.
Η ανάλυση του Balkin ταιριάζει γάντι στη συνταγματική ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στην πλήρη αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ, ώστε να καταστεί εφικτή η δημιουργία ενός σώματος αστυνομίας που δεν θα ανήκει στην αρμοδιότητα των Πανεπιστημίων, αλλά στην Ελληνική Αστυνομία. Η ιδέα αστυνομικής παρουσίας μέσα στον χώρο ενός Πανεπιστημίου, και μάλιστα χωρίς να τελείται κάποιο έγκλημα, θα φάνταζε πραγματικά αδιανόητη. Μια περιήγηση στα κλασσικά εγχειρίδια Συνταγματικού Δικαίου και στις ad hoc μελέτες για την Πανεπιστημιακή αυτοδιοίκηση και την ακαδημαϊκή ελευθερία, αλλά και στη σχετική νομολογία, δεν αφήνει πολλά περιθώρια να αμφισβητηθεί η ύπαρξη μιας κρατούσας άποψης.
Η διαδικασία ανατροπής μια κρατούσας συνταγματικής ερμηνείας που περιγράφει ο Αμερικανός συνταγματολόγος είναι χρήσιμη. Πρώτα, διαμορφώνεται ένα επιχείρημα από κάποιους διανοούμενους και σιγά σιγά αρχίζει να μπαίνει στο τραπέζι η ιδέα «γιατί όχι η αστυνομία στα Πανεπιστήμια;». Στην ελληνικό παράδειγμα, τα επιχειρήματα υποβοηθούνται από μια αδυσώπητη πραγματικότητα. Αν έχεις πετύχει κυνηγητό με καδρόνια σε παράνομο πάρτι στο Πανεπιστήμιο, ή έχεις δει την αδιανόητη και συμβολικά ανυπέρβλητη φωτογραφία του προπηλακισμένου Πρύτανη, ή έχεις παρακολουθήσει εικόνες από κορονοπάρτι, ή διαβάσει για καθηγητές που έφαγαν ξύλο για τις απόψεις τους, δεν είναι δύσκολο να φανεί εύλογη η παρουσία αστυνομίας στα Πανεπιστήμια. Τα βήματα που ακολουθούν είναι αυτά που περιγράφει ο Balkin. Αρκεί ένα μεγάλο σοβαρό κόμμα να υιοθετήσει το συνταγματικό επιχείρημα και η κρατούσα χάνει την πρωτοκαθεδρία της. Η νέα ερμηνεία βρίσκεται στο τραπέζι και καθίσταται νόμος. Η επόμενη πράξη λαμβάνει χώρα στα δικαστήρια. Αν ο νόμος κριθεί συνταγματικός, η διαδικασία ολοκληρώνεται.
Τι είδους διαδικασία είναι αυτή; Είναι μια διαδικασία άτυπης συνταγματικής αλλαγής. Στο βιβλίο Engineering Constitutional Change, είχαμε διαμορφώσει με τον Ξ. Κοντιάδη πέντε μοντέλα συνταγματικής μεταβολής, με βάση τον τρόπο που αλληλεπιδρούν οι μηχανισμοί συνταγματικής αλλαγής και τον ρόλο των θεσμικών παικτών (η πολιτική τάξη, ο δικαστής, ο λαός και οι επιστήμονες) σε κάθε μοντέλο. Η Ελλάδα κατατάσσεται στο μοντέλο της «δυσπιστίας», τα βασικά χαρακτηριστικά του οποίου είναι η απαιτητική διαδικασία αναθεώρησης, η πρωτοκαθεδρία της πολιτικής τάξης στη συνταγματική μεταβολή και η δυσκολία επίτευξης συναινέσεων.[2] Η συντελούμενη διαδικασία άτυπης αλλαγής ταιριάζει απόλυτα με το μοντέλο της δυσπιστίας. Ας σημειωθεί εδώ ότι το Ελληνικό Σύνταγμα αναθεωρήθηκε πρόσφατα. Το άρθρο 16 δεν είχε μπει στο τραπέζι της αναθεώρησης, μέσω της στρατηγικής του κόμματος που είχε την πλειοψηφία στην Πρώτη Βουλή να το παγώσει για πολλά χρόνια. Αποτελούσε άρθρο όπου η συναίνεση δύσκολα θα ήταν εφικτή. Η αναθεώρηση έγινε, οι συνταγματικές προβλέψεις έμειναν ανέπαφες και η μόνη ανοιχτή οδός είναι η σταδιακή άτυπη μεταβολή του.
Η άτυπη συνταγματική μεταβολή είναι όμως πιο εύπλαστη από την τυπική. Μια νέα δικαστική απόφαση, ή ένας νέος συσχετισμός πολιτικών δυνάμεων, μπορεί πιο εύκολα να τη μεταβάλει. Η πραγματική εφαρμογή επίσης διαμορφώνει την αποδοχή της από τους πολίτες. Αν τα Πανεπιστήμια αλλάξουν προς το καλύτερο, η νέα ερμηνεία θα ενδυναμωθεί, ένα περιστατικό υπέρμετρης ή άτοπης αστυνομικής βίας μπορεί να αρκέσει για να την αποδυναμώσει. Η ίδια η εικόνα της αστυνομικής παρουσίας στα Πανεπιστήμια ίσως κρίνει περισσότερο από κάθε νομικό επιχείρημα την έκβαση του συνταγματικού παιχνιδιού.
Αλκμήνη Φωτιάδου
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου, Δικηγόρος
Υποσημειώσεις:
[1] Jack M. Balkin, “From Off the Wall to On the Wall: How the Mandate Challenge Went Mainstream”, https://www.theatlantic.com/national/archive/2012/06/from-off-the-wall-to-on-the-wall-how-the-mandate-challenge-went-mainstream/258040/
[2] X. Contiades/A. Fotiadou, «Models of Constitutional Change», στον τόμο: X. Contiades (ed.), Engineering Constitutional Change. A Comparative Perspective on Europe, Canada and the USA, εκδ. Routledge, 2012, σελ. 417-468.