Το Συμβούλιο της Επικρατείας (Α’), με την πρόσφατη απόφασή του 1500/2022 για την υπόθεση της Μυρτώς, εξέπληξε ακόμα μια φορά τον νομικό, και όχι μόνο, κόσμο με το σκεπτικό που υιοθέτησε, καθώς έκρινε ότι στοιχειοθετείται ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης παραλείψεως των αστυνομικών οργάνων να άρουν την παράνομη κατάσταση που προκλήθηκε από την παράνομη είσοδο και παραμονή επί μακρόν στη χώρα υπηκόου τρίτης χώρας και του επιζήμιου αποτελέσματος (της προσβολής υγείας ή σώματος) τρίτου, ενώ δεν αίρεται ο αιτιώδης σύνδεσμος εκ του ότι παρεμβάλλεται η εγκληματική ενέργεια του αλλοδαπού. Με αυτή του την απόφαση, το ΣτΕ αναίρεσε την 468/2021 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή αποζημίωσης της Μυρτώς, εκπροσωπούμενης από την μητέρα της, ως οριστικής δικαστικής συμπαραστάτριάς της, με την οποία αξίωνε αποζημίωση κατά τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ. Βεβαίως, όλοι ενθυμούμαστε το φριχτό αυτό έγκλημα της απόπειρας ανθρωποκτονίας και του βιασμού της – ηλικίας 15 ετών τότε – Μυρτώς από τον Πακιστανό Αχμέτ Βακά καθώς βεβαίως και τον μετέπειτα «γολγοθά» της ιδίας και της οικογένειάς της, που, δυστυχώς, δεν αναμένεται να παύσει ποτέ.
Ευθύς εξαρχής θα πρέπει να τονίσουμε ότι πρόκειται για μια γενναία απόφαση του ΣτΕ, κινούμενη σαφώς στην κατεύθυνση στήριξης και εμπέδωσης του Κράτους Δικαίου, διά της προστασίας των ατομικών θεμελιωδών δικαιωμάτων αλλά και δια της πρόσκλησης των αρμόδιων οργάνων της Πολιτείας να εφαρμόζουν τον νόμο. Ωστόσο, καθώς υπήρξε «γενναία», ήταν αναμενόμενο να βρεθεί στο επίκεντρο κριτικής, καθώς θεωρήθηκε από κάποιους ότι το ΣτΕ δια της απόφασης του αυτής υπερέβη στην πραγματικότητα τον νόμο, ερμηνεύοντας τον εξαιρετικά ευρέως, προκειμένου να αποκαταστήσει μια καταφανή αδικία, ήτοι τη μη έμπρακτη υποστήριξη της Μυρτώς από το Κράτος. Και, ως συνήθως συμβαίνει στη χώρα μας, η κριτική που δέχτηκε είχε να κάνει στην πραγματικότητα πιο πολύ με τις ιδεολογικές ευαισθησίες ή απόψεις των κρίνοντων παρά με την νομική βασιμότητα, αυτή καθ’ εαυτή, της εν λόγω απόφασης. Έτσι, κάποιοι έφτασαν μέχρι το σημείο να κατακρίνουν το ΣτΕ, εμμέσως πλην σαφώς, για ρατσιστικά κίνητρα κατά την έκδοση της απόφασής του (βλ. σχετικό δελτίο τύπου της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου)! Χωρίς βεβαίως να λείπουν και οι αντίθετα ακραίες φωνές, που εν πολλοίς διείδαν – απολύτως αβάσιμα βεβαίως – στην απόφαση την υιοθέτηση των δικών τους απόψεων, σύμφωνα με τις οποίες όλοι οι παράνομοι μετανάστες είναι εγκληματίες. Κανείς, όμως, από όσους υποδέχτηκαν με τέτοιας ποιότητας κριτική την εν λόγω απόφαση δεν μπήκε στον κόπο να την εξετάσει, να την κρίνει αμιγώς νομικά. Ας εξετάσουμε, λοιπόν, τι στην πραγματικότητα είπε το ΣτΕ.
Καταρχάς το ΣτΕ επισημαίνει ότι η είσοδος και η περαιτέρω διαμονή αλλοδαπών/υπηκόων τρίτης χώρας στην Ελλάδα διέπεται από κανονιστικό καθεστώς (Ν.3386/2005, Ν.3907/2011), που επιβάλλει σ’ αυτούς την υποχρέωση εφοδιασμού τους με διαβατήριο/ταξιδιωτικό έγγραφο, θεώρηση εισόδου και άδεια διαμονής για συγκεκριμένο σκοπό (εργασία, σπουδές, κλπ), ενώ παράλληλα καθιδρύει δέσμια αρμοδιότητα των αστυνομικών οργάνων για την έκδοση πράξεως απελάσεως σε περίπτωση, μεταξύ άλλων, που ο αλλοδαπός έχει παραβιάσει τις σχετικές διατάξεις. Εν προκειμένω, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε στο σημείο αυτό τη σκέψη ότι ο αλλοδαπός εκείνος που δε συμμορφώνεται με τις ως άνω προβλέψεις της ελληνικής νομοθεσίας, αλλά ηθελημένα και κατ’ εξακολούθηση τις αγνοεί/παραβιάζει, βαρύνεται με ένα οιονεί «τεκμήριο» παραβατικότητας, το οποίο θα πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την πιθανολόγηση συνδρομής των όρων για την πλήρωση ή μη του αιτιώδους συνδέσμου. Άλλωστε, όπως ορθά επισημαίνεται και στην απόφαση, οι εν λόγω διατάξεις του νόμου αποσκοπούν και στην προστασία του συμφέροντος των ίδιων των αλλοδαπών, οι οποίοι, όπως επισημαίνεται και στην αιτιολογική έκθεση του Ν.3386/2005, «παραμένουν στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής ορισμένες μάλιστα φορές σε συνθήκες κατώτερες του ελαχίστου που υπαγορεύει η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, με αποτέλεσμα να εξωθούνται μοιραία σε ποικίλες μορφές παραβατικότητας, τροφοδοτώντας έτσι ακούσια, κατά καιρούς, τάσεις επιφυλακτικότητας εκ μέρους του ημεδαπού πληθυσμού». Επομένως, ο ιστορικός νομοθέτης αναγνωρίζει την ισχυρή πιθανότητα, σε ό,τι αφορά τους αλλοδαπούς εκείνους που δε συμμορφώνονται με τις ρυθμίσεις του νόμου, που τίθενται και προς όφελος τους, να προβαίνουν σε «ποικίλες μορφές παραβατικότητας». Συνεπώς, σκοπός του νομοθέτη είναι η τήρηση των ρυθμίσεων της εν λόγω νομοθεσίας, μεταξύ άλλων, και προκειμένου να αποφεύγονται τέτοια φαινόμενα παραβατικότητας. Ενόσω, δε, τα αρμόδια αστυνομικά όργανα παραβιάζουν τις υποχρεώσεις τους και δεν εκδίδουν, κατ’ενάσκηση της δέσμιας αρμοδιότητάς τους, πράξη απελάσεως (ή μετά τις 26-1-2011 πράξη επιστροφής για τους παρανόμως διαμένοντες), επιτείνουν τις ως άνω πιθανότητες παραβατικότητας, πολλώ δε μάλλον αφ’ ής στιγμής κατ’ αυτόν τον τρόπο, όπως ορθά επισημαίνεται και στην απόφαση, «δημιουργείται η βεβαιότητα σε όποιον αλλοδαπό εισήλθε λάθρα, διαμένει παρανόμως στη χώρα και επιθυμεί να συμπεριφερθεί παρανόμως και να προσβάλλει κάποιο έννομο αγαθό ότι ποτέ δεν θα τιμωρηθεί, αφού η ταυτότητά του δεν είναι γνωστή στις ελληνικές αρχές ούτε έχουν ληφθεί τα δακτυλικά αποτυπώματα του.». Επιπροσθέτως σε αυτά, στην ίδια ως άνω αιτιολογική έκθεση αναφέρεται ως σκοπός του Ν.3386/2005 και «Η θεσμοθέτηση των κατάλληλων εγγυήσεων για την αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων της Ελληνικής έννομης τάξης, ώστε να αποφευχθούν τα φαινόμενα ανεξέλεγκτης εισόδου και εξόδου αλλοδαπών στη Χώρα.», ήτοι και εξ αυτού συνάγεται ότι σκοπός του ως άνω νόμου είναι και η αποτροπή παραβατικών συμπεριφορών, δηλαδή η αποτροπή τέλεσης εγκλημάτων, διά της «αποτελεσματικής εφαρμογής» των κανόνων της Ελληνικής έννομης τάξης, καθήκον που βεβαίως επωμίζονται τα αρμόδια αστυνομικά, και άλλα, όργανα. Με αυτές, λοιπόν, τις σκέψεις μπορούμε να θεωρήσουμε ως απολύτως ορθή την ερμηνεία και εφαρμογή του σκοπού του ανωτέρω νόμου από το ΣτΕ.
Με βάση τις ως άνω παραδοχές, το ΣτΕ προβαίνει εν συνεχεία στην εξής εξαιρετικά σημαντική διαπίστωση «Οι ρυθμίσεις του ν.3386/2005 αποσκοπούν όχι μόνον στην προστασία του γενικού (δημόσιου) συμφέροντος (της διασφαλίσεως της δημόσιας τάξεως, ασφάλειας, κοινωνικής ειρήνης, δημόσιας υγείας), αλλά και στην προστασία του συμφέροντος των ιδιωτών με την αποτροπή της προσβολής των συνταγματικώς προστατευόμενων εννόμων αγαθών (της ζωής, της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας, της τιμής, της υπολήψεως, της προσωπικής ελευθερίας, της γενετήσιας ελευθερίας, της περιουσίας, της ιδιοκτησίας τους) από τη συμπεριφορά των παρανόμως εισελθόντων, διαμενόντων και εργαζομένων στη Χώρα αλλοδαπών.». Με βάση αυτή την ορθή διαπίστωση, την οποία φρονώ δύσκολα θα αποτολμούσε κάποιος να αμφισβητήσει, ή τουλάχιστον να την αμφισβητήσει κάπως βάσιμα, και δεδομένων των ανωτέρω παραδοχών, η κατάφαση της υποχρέωσης του Δημοσίου προς αποζημίωση στην προκειμένη περίπτωση συντελείται ευχερώς. Με απλά λόγια, αφ’ ής στιγμής το κανονιστικό πλαίσιο – το οποίο έχει τεθεί και προς αποτροπή εγκλημάτων κατά τρίτων ιδιωτών – για έναν αλλοδαπό δεν έχει τηρηθεί, με ευθύνη των αρμοδίων οργάνων, και τελικά ο συγκεκριμένος αλλοδαπός διαπράξει έγκλημα, ευθύνεται το κράτος για πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του ή όχι; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι άλλη, παρά καταφατική. Και, βεβαίως, η διαπίστωση αυτή είναι σύμφωνη με την πάγια θέση των διοικητικών δικαστηρίων, καθώς γίνεται δεκτό ότι «η υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση αίρεται στην περίπτωση που η γενεσιουργός της ζημίας πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας έλαβε χώρα κατά παράβαση διατάξεως, η οποία έχει θεσπισθεί αποκλειστικά χάριν του γενικού συμφέροντος, όχι όμως και στην περίπτωση που η παραβιασθείσα διάταξη αποβλέπει, παράλληλα με την προστασία του γενικού συμφέροντος, και στην προστασία δικαιώματος ή συμφέροντος των κατ’ιδίων προσώπων» (ΣτΕ 1491/2010, ΔΕΦ ΑΘ 499/2014, κ.α.).
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τη στοιχειοθέτηση ή μη του αιτιώδους συνδέσμου, όπου και εστιάζουν κυρίως οι επικριτές της απόφασης, καίτοι φρονούμε ότι οι ανωτέρω παραδοχές δικαιολογούν επαρκώς την καταφατική απάντηση, λεκτέα τα κάτωθι: Καταρχάς στην απόφαση αναφέρονται τα εξής «Συνεπώς, υπάρχει γενικώς και αφηρημένως αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης αυτής παραλείψεως των οργάνων του Δημοσίου και της ζημίας (λ.χ. βλάβης του σώματος ή της υγείας ή θανατώσεως) τρίτου προσώπου, η οποία προκαλείται όταν ο παρανόμως εισελθών και διαμένων στην Ελλάδα υπήκοος τρίτης χώρας προσβάλει απολύτως προστατευόμενο έννομο αγαθό…. Δεν αίρεται ο αιτιώδης σύνδεσμος εκ του ότι μεταξύ της παρανομίας των οργάνων του Δημοσίου και του βαρύτατου τραυματισμού παρεμβάλλεται η εγκληματική ενέργεια του αλλοδαπού, ο οποίος εισήλθε λάθρα στη Χώρα, διέμενε και εργαζόταν επί μακρόν παρανόμως σε ελληνικό νησί και χωρίς να έχει εντοπισθεί, παρότι τούτο ήταν εφικτό, διότι ο τραυματισμός αυτός δεν θα είχε προκληθεί αν τα αρμόδια όργανα του Δημοσίου είχαν τηρήσει τη συμπεριφορά που επιβαλλόταν από τις παραβιασθείσες διατάξεις των Ν.3386/2005 και 3907/2011…». Είναι σαφές, λοιπόν, ότι το ΣτΕ, με βάση τις προηγούμενες παραδοχές του, θεωρεί ως όρο/κρίκο της εγκληματικής αλυσίδας τις παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου. Βεβαίως, η προσέγγιση αυτή δεν θα πρέπει να γίνει υπό το πρίσμα του ποινικού δογματικού δικαίου, όπου βεβαίως ακόμα και εκεί έχουν υπάρξει πολλές διακυμάνσεις και θεωρίες σχετικά με τον αιτιώδη σύνδεσμο [επικρατέστερες θεωρίες στο ποινικό δίκαιο για τον αιτιώδη σύνδεσμο είναι η θεωρία του ισοδυνάμου των όρων (condition sine qua non) – η οποία σημειωτέον στην προκειμένη περίπτωση θα διευκόλυνε σημαντικά την κατάφαση του αιτιώδους συνδέσμου, η θεωρία του αντικειμενικού καταλογισμού και η θεωρία της φυσικής ενότητας της πράξης, ενώ στο αστικό δίκαιο κρατούσα είναι η θεωρία της πρόσφορης αιτίας (causa adaequata)]. Ενδεικτικό της μεγάλης δυσκολίας που έχουν τα ποινικά δικαστήρια να αιτιολογήσουν τη στοιχειοθέτηση του αιτιώδους συνδέσμου, ανεξάρτητα εν τέλει ποια θεωρία ακολουθούν, είναι και η μεγάλη διακύμανση του βαθμού πιθανότητας που απαιτούν για την αιτιώδη ή μη πρόκληση του εκάστοτε αποτελέσματος (έτσι, συναντάμε στη νομολογία εκφράσεις για τον αιτιώδη σύνδεσμο όπως: «θα ήταν δυνατό» να αποφευχθεί (ΑΠ 183/2006), «σε βαθμό μεγάλης πιθανότητας» θα είχε αποφευχθεί (ΤρΕφΑθ 4549/2000), «πολλές πιθανότητες» να επιζήσει (ΑΠ 1206/2006), το αποτέλεσμα θα (ή δεν θα) επερχόταν «μετά μεγίστης πιθανότητας» (ΑΠ 1709/2007), η κατάληξη ήταν «αναπόφευκτη» (ΑΠ 355/2004), «λίαν αμφίβολο αν θα αποτρεπόταν το αποτέλεσμα» (ΣυμβΧίου 45/2006), «με πιθανότητα που αγγίζει τα όρια της βεβαιότητας» (ΑΠ 436/2012). Στην πραγματικότητα τα ποινικά δικαστήρια πρώτα σχηματίζουν άποψη για την ενοχή του δράστη, σε επίπεδο αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. και εν συνεχεία επιχειρούν, συνοπτικά, και την αιτιολόγηση του αιτιώδους συνδέσμου. Συνεπώς, είναι ούτως ή άλλως αδόκιμη, αλλά και αίολη, η προσπάθεια επίκρισης της εν λόγω απόφασης με όρους ποινικού δικαίου. Αντιθέτως, θα πρέπει η κατάφαση του αιτιώδους συνδέσμου, όπως αυτή γίνεται από το ΣτΕ στην κρινόμενη υπόθεση, να κριθεί με βάση την αντίστοιχη νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων, όπου όμως γίνονται δεκτά τα εξής «Ειδικώς, σε περίπτωση συνδρομής αλληλοδιαδόχων ζημιογόνων συμπεριφορών (πράξεων, παραλείψεων ή υλικών ενεργειών), οι οποίες χαρακτηρίζονται από συνεκτική ενότητα, τα δικαστήρια της ουσίας πρέπει να εξετάζουν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, προκειμένου να κρίνουν την ύπαρξη ή μη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των συμπεριφορών αυτών και της επελθούσας ζημίας, κάθε παράνομη και ζημιογόνο συμπεριφορά όχι μόνο αυτοτελώς αλλά και σωρευτικώς, δηλαδή οφείλουν να εκτιμήσουν κατά πόσο οι διαπιστωθείσες από αυτά παράνομες και ζημιογόνες συμπεριφορές, λαμβανόμενες υπ’όψιν ως ενιαίο σύνολο, ήταν ικανές και πρόσφορες να επιφέρουν το ζημιογόνο αποτέλεσμα.» (ΣτΕ 4410/2015, ΔΠΡ ΗΡΑΚΛ 159/2022, κ.ά.). Θα πρέπει, δηλαδή, σύμφωνα με όσα γίνονται δεκτά από τη νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων, κάθε παράνομη πράξη να κρίνεται όχι μόνο αυτοτελώς αλλά και ως ενιαίο σύνολο, μαζί δηλαδή και με όλες τις άλλες πράξεις που οδήγησαν στο εγκληματικό αποτέλεσμα. Υπ’ αυτό το πρίσμα, επομένως, είναι αναντίρρητα ορθή η κατάφαση στοιχειοθέτησης του αιτιώδους συνδέσμου στην κρινόμενη περίπτωση. Τονίζουμε, δε, στην κρινόμενη περίπτωση, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και τις συγκεκριμένες διατάξεις νόμου, γιατί, όπως τουλάχιστον οι νομικοί γνωρίζουμε, κάθε υπόθεση είναι διαφορετική και, ως εκ τούτου, κρίνεται διαφορετικά, απαντώντας έτσι και στην, εύλογη μέχρι ένα σημείο, κριτική ότι σε ανάλογες (αλλά όχι όμοιες) περιπτώσεις στο παρελθόν υπήρξαν διαφορετικές/αντίθετες δικαστικές κρίσεις.
Εν κατακλείδι, η απόφαση του ΣτΕ για την Μυρτώ, είναι και ηθικά αλλά και νομικά, κατά την κρίση μας, ορθή. Σε ό,τι αφορά την ηθική της πλευρά (η οποία δεν θα πρέπει να υποτιμάται σε ένα κράτος δικαίου), αυτή κρίνεται θετικά από όλους, ακόμα και από τους επικριτές, κατά τα άλλα, της απόφασης. Σε ό,τι αφορά τη νομική της πλευρά, επιχειρήσαμε, συνοπτικά, να εξηγήσουμε για ποιους λόγους τη θεωρούμε άρτια. Σε κάθε, δε, περίπτωση, ασπαζόμαστε πλήρως την άποψη του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου, σε άρθρο του στην Καθημερινή της Κυριακής (24/7/2022, Δικαιοσύνη για την Μυρτώ και καταξίωση της Δικαιοσύνης) «η απόφαση ΣτΕ (Α’) 1500/2022 ανταποκρίνεται πλήρως και στις απαιτήσεις του συνταγματικού θεμελίου του θεσμού της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, ήτοι της αρχής της ισότητας – κατά την αναλογική της νομική εκδοχή – ενώπιον των δημοσίων βαρών. Με απλές λέξεις θα ήταν αδιανόητο, με βάση την αρχή αυτή, η τραγική Μυρτώ και η οικογένειά της να επωμισθούν, εφ’ όρου ζωής και δίχως ουσιαστική συμπαράσταση του Δημοσίου, το «κυκλώπειο» βάρος της οφθαλμοφανούς παρανομίας των οργάνων του.». Το Συμβούλιο της Επικρατείας, ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι ερμήνευσε και εφάρμοσε κάπως διασταλτικά το γράμμα του νόμου, είναι βέβαιο ότι πραγμάτωσε ορθά την ψυχή του νόμου. Και ας μη λησμονούμε ότι η ψυχή του νόμου είναι και ο σκοπός του νόμου(ratio legis est anima legis)!
Δημήτρης Αναστασόπουλος
Δικηγόρος Αθηνών, Σύμβουλος ΔΣΑ
Πρόεδρος Ένωσης Ελλήνων Νομικών e-Θέμις