Η σημερινή συνάντηση του Νίκου Ανδρουλάκη με τον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ Χρήστο Ράμμο ήταν αναμενόμενο να αποβεί άκαρπη. Μετά την ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκρινε αντισυνταγματική την τροπολογία του 2021, η οποία καταργούσε τη δυνατότητα των παρακολουθούμενων να ζητήσουν να ενημερωθούν για τον λόγο και τον χρόνο της παρακολούθησής τους, στην περίπτωση Ανδρουλάκη εφαρμόζεται πλέον η προϊσχύουσα ρύθμιση του νόμου 2225/1994. Σύμφωνα με αυτήν, μετά τη λήξη του μέτρου της άρσης και υπό την αναγκαία προϋπόθεση ότι δεν διακινδυνεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε, μπορεί η ΑΔΑΕ να αποφασίζει τη γνωστοποίηση της επιβολής του στους θιγόμενους. Ενόψει της απόφασης του ΣτΕ και της πολιτικής βαρύτητας της υπόθεσης, θα ήταν αδιανόητο η ΑΔΑΕ να μην γνωστοποιήσει στον Ανδρουλάκη τα κρίσιμα στοιχεία του φακέλου της παρακολούθησης. Έχει όμως την πραγματική δυνατότητα να το πράξει;
Κατ’ αρχάς, για να ενημερωθεί ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ από την ΑΔΑΕ απαιτείται η τελευταία να έχει στη διάθεσή της τη σχετική πληροφορία από την ΕΥΠ. Αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει. Όπως προκύπτει, η ΕΥΠ δεν είχε θέσει υπόψη της ΑΔΑΕ το σχετικό υλικό. Ακόμη και αν ο κρίσιμος φάκελος υπάρχει και δεν έχει καταστραφεί από «σφάλμα» της ΕΥΠ, όπως δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 2022 σε ρεπορτάζ του Βήματος, παραμένει το ερώτημα αν περιλαμβάνει την αιτιολογία για την επιβολή της άρσης. Ο πρωθυπουργός είχε δηλώσει ότι η παρακολούθηση «ήταν τυπικά επαρκής, όμως πολιτικά μη αποδεκτή. Δεν θα έπρεπε να έχει συμβεί». Όμως αυτό μένει να αποδειχθεί.
Τι μπορεί να γίνει τώρα; Να αναζητήσει η ΑΔΑΕ το σχετικό υλικό στην ΕΥΠ. Ο νόμος προέβλεπε τη δυνατότητα της ΑΔΑΕ να επιθεωρεί χωρίς προειδοποίηση τις σχετικές με το έργο της εγκαταστάσεις, αρχεία και έγγραφα της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος και άλλων δημόσιων επιχειρήσεων, επιχειρήσεων που βρίσκονται υπό τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο του Δημοσίου, καθώς και ιδιωτικών επιχειρήσεων που προσφέρουν υπηρεσίες σχετικές με ανταπόκριση ή επικοινωνία, όπως οι επιχειρήσεις κινητής τηλεφωνίας ή οι τράπεζες δεδομένων και να ζητεί από τις υπηρεσίες και τις επιχειρήσεις του προηγούμενου εδαφίου, καθώς και από τους προϊστάμενους ή εποπτεύοντες υπουργούς, κάθε πληροφορία χρήσιμη κατά την κρίση της για την επιτέλεση της αποστολής της. Θα απέβαινε όμως γόνιμος ένας τέτοιος έλεγχος ή, όπως έχει αποδειχθεί στην πράξη, η ΕΥΠ δεν θα ήταν συνεργάσιμη; Και τι θα σήμαινε τελικά ότι «ο φάκελος καταστράφηκε»;
Υπενθυμίζεται ότι η σύνθεση της ΑΔΑΕ άλλαξε την παραμονή της συνεδρίασης για την επιβολή προστίμου στην ΕΥΠ λόγω μη συνεργασιμότητας με την ανεξάρτητη αρχή. Η νέα σύνθεση απαρτίζεται κατά πλειοψηφία από μέλη που εμφανίζονται λιγότερο διατεθειμένα να υποστηρίζουν αποφάσεις που εισηγείται ο Πρόεδρος Χρήστος Ράμμος οι οποίες είναι «ενοχλητικές» για την κυβέρνηση και την εποπτευόμενη από αυτήν ΕΥΠ. Συνεπώς είναι αμφίβολο αν θα υπερψηφίσει νέα εισήγηση του Ράμμου για κυρώσεις κατά της ΕΥΠ. Μη υπάρχοντος του φακέλου παρακολούθησης στη διάθεση της ΑΔΑΕ και χωρίς τη βούληση από την πλειοψηφία των (ορισθέντων με αμφισβητούμενης συνταγματικότητας κοινοβουλευτική διαδικασία) μελών της να πιεστεί με κυρώσεις η ΕΥΠ, ο Χρήστος Ράμμος φαίνεται να βρίσκεται με δεμένα χέρια.
Αυτό σημαίνει ότι η απόφαση του ΣτΕ είναι «ένα πουκάμισο αδειανό»; Η απόφαση του ΣτΕ είναι ιστορική, όμως φαίνεται να στερείται λυσιτέλειας ως προς το αίτημα του Ανδρουλάκη να ενημερωθεί για τον λόγο της παρακολούθησής του. Ταυτόχρονα, με τη δικαίωση του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ από το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο της χώρας παύει να έχει αντικείμενο η προσφυγή Ανδρουλάκη στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο ήταν εξαιρετικά πιθανό ότι θα καταδίκαζε την Ελλάδα, προκαλώντας για άλλη μία φορά τη διεθνή κατακραυγή κατά της κυβέρνησης για παραβιάσεις του κράτους δικαίου και θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Συνεπώς η νίκη του Νίκου Ανδρουλάκη είναι μεν νομική και ηθική, όμως φαίνεται ότι δεν θα φτάσει ποτέ στα χέρια του μία επίσημη απάντηση για τους λόγους που παρακολουθήθηκε επί τρεις μήνες. Πάνω από την κυβέρνηση θα παραμείνει η σκιά ότι παρακολουθούσε παράνομα τους πολιτικούς της αντιπάλους, ένα ελληνικό Γουότεργκεϊτ. Η ΑΔΑΕ και ο αφοσιωμένος στο καθήκον του Πρόεδρος Ράμμος, το Συμβούλιο της Επικρατείας και η κοινοβουλευτική αντιπολίτευση έπραξαν τα δέοντα. Ωστόσο αποδεικνύεται ότι οι δικαιοκρατικές εγγυήσεις, το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία πολιτών στην Ελλάδα δεν έχουν το σθένος και τα θεσμικά εργαλεία για να οδηγήσουν την υπόθεση μέχρι τις εύλογες τελικές συνέπειές της, δηλαδή στην πραγματική ανάληψη της πολιτικής ευθύνης από την κυβέρνηση και στην αποκάλυψη του βαθέως κράτους.
Ξενοφών Κοντιάδης
Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου, Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου