Εισαγωγή
Την παραμονή των Χριστουγέννων 24 Δεκεμβρίου 2020 επιτεύχθηκε η περιπετειώδης, όπως τελικά αποδείχθηκε, Συμφωνία Εμπορίου και Συνεργασίας μεταξύ της ΕΕ και του ΗΒ (EU-UK Trade and Cooperation Agreement – TCA)[1]. Με τη Συμφωνία αυτή, που συνιστά την ολοκλήρωση του Brexit (Brexit II), το οποίο σε πρώτη φάση επήλθε με την Συμφωνία Αποχώρησης του ΗΒ από την ΕΕ την 1 Φεβρουαρίου 2020[2] (BREXIT I), τέθηκε οριστικό τέλος σε οποιασδήποτε μορφής συμμετοχή του ΗΒ, πλην της Βορείου Ιρλανδίας, σε βασικούς θεσμούς της ευρωπαϊκής ενοποίησης, όπως η Εσωτερική Αγορά και η Τελωνειακή Ένωση, στην εφαρμογή των κανόνων του Ενωσιακού Δικαίου εντός του ΗΒ και στον οποιοδήποτε έλεγχο πράξεων κρατικών (νομοθετικών, διοικητικών ή δικαστικών) από το ΔΕΕ. Εύσχημα μπορεί κάποιος να παρατηρήσει ότι με μία εμπορική συμφωνία καταργήθηκαν εμπορικές και εν γένει οικονομικές σχέσεις, που διέπονταν από άλλες συμφωνίες. Οι σχέσεις των δύο μερών τίθενται πλέον σε νέα, πιο χαλαρή βάση. Στο παρόν άρθρο θα παρουσιαστούν κυρίως οι διαδικαστικές διαστάσεις της πλήρους και ουσιαστικής αποχώρησης του ΗΒ από την ΕΕ μέσα από το πρίσμα του πρωτογενούς Ενωσιακού και του Διεθνούς Δικαίου.
Η κατά το άρθρο 50 ΣΕΕ Συμφωνία Αποχώρησης (Withdrawal Agreement – WA)
Η Συμφωνία Εμπορίου και Συνεργασίας μεταξύ ΕΕ και ΗΒ δεν αποτελεί την επίσημη Συμφωνία Αποχώρησης του τελευταίου από την Ένωση, ούτε το ΗΒ αποχώρησε από την Ένωση την 1 Ιανουαρίου 2021, όπως εσφαλμένα αναφέρεται. Η επίσημη αποχώρηση επήλθε σύμφωνα με το άρθρο 50 ΣΕΕ την 1 Φεβρουαρίου 2020 με τη Συμφωνία Αποχώρησης, με τα Πρωτόκολλα[3] και Παραρτήματά της, όπως προαναφέρθηκε, οπότε, από την ημερομηνία αυτή, το ΗΒ αποτελούσε «τρίτο κράτος» για την Ένωση. Η νομική φύση της Συμφωνίας Αποχώρησης έγκειται στο ότι αποτελεί μία sui generis διμερή μεταξύ ΕΕ και ΗΒ ως ακόμη κράτους μέλους, αλλά από τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας τρίτου κράτους, διεθνή συμφωνία, χωρίς τη συμμετοχή των κρατών μελών της Ένωσης. Η συμφωνία αυτή συνήφθη από πλευράς Ενωσιακού Δικαίου, με βάση το άρθρο 50 ΣΕΕ σε συνδυασμό και με το άρθρο 218 παρ. 3 επ. ΣΛΕΕ, κατά ρητή παραπομπή της παρ. 2 εδ. γ΄ του άρθρου 50 ΣΕΕ και από πλευράς Διεθνούς Δικαίου, σύμφωνα με τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου των Συνθηκών, όπως αυτοί περιέχονται στη Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών μεταξύ κρατών και Διεθνών Οργανισμών, ή μεταξύ Διεθνών Οργανισμών του 1986, οι οποίοι μέχρι στιγμής ισχύουν ως εθιμικοί κανόνες Διεθνούς Δικαίου λόγω του ότι η Σύμβαση αυτή δεν έχει τεθεί ακόμη σε ισχύ[4]. Κατά συνέπεια, η Συμφωνία ισχύει και εφαρμόζεται τόσο στην έννομη τάξη των συμβαλλομένων μερών, την ενωσιακή, εφόσον κυρώθηκε κατά τη διαδικασία του άρθρου 50 παρ. 2 εδ. δ΄ ΣΕΕ από το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την εσωτερική Βρετανική μετά από κύρωσή της με τον European Union (Withdrawal Agreement) Act 2020, όσο και στη διεθνή έννομη τάξη.
Βέβαια, η Συμφωνία Αποχώρησης περιέχει κυρίως μεταβατικές διατάξεις, οι οποίες είχαν χρονικό ορίζοντα μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2020, εκτός εάν τα μέρη συμφωνούσαν μέχρι τον Ιούλιο 2020 να παραταθεί η Συμφωνία αυτή για ακόμα ένα ή δύο χρόνια, σύμφωνα με το άρθρο 132 παρ. 1 της Συμφωνίας Αποχώρησης. Παρά το γεγονός ότι όταν ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις για την αποχώρηση του ΗΒ από την Ένωση, βάσει του άρθρου 50 ΣΕΕ, συζητούνταν πολλά σενάρια για τη μορφή αυτής της Συμφωνίας και των μελλοντικών σχέσεων των δύο μερών και επιθυμία αφενός της ΕΕ αλλά και των Βρετανών Remainers (για τους τελευταίους ως το μη χείρον ενδεχόμενο) ήταν ένα ήπιας μορφής Brexit που θα προέβλεπε την συμμετοχή του ΗΒ στην Ενιαία Αγορά ή/και την Τελωνειακή Ένωση κατά τα πρότυπα των σχέσεων ΕΕ και κρατών της ΕΖΕΣ στον ΕΟΧ ή της σχέσης ΕΕ-Ελβετίας που δεν συμμετέχει στον ΕΟΧ ή της Τελωνειακής Ένωσης με την Τουρκία, τελικά λόγω των αντιδράσεων των Brexiteers που κυριαρχούσαν στο κυβερνόν Συντηρητικό κόμμα δεν κατέστη δυνατή η επίτευξη μίας οριστικής Συμφωνίας. Έτσι δόθηκε η ερμηνεία στο άρθρο 50 παρ. 2 και 3 ΣΕΕ ότι η Συμφωνία Αποχώρησης μπορεί να έχει και μεταβατικό χαρακτήρα και ότι οι τελικές σχέσεις των δύο μερών μπορούν να ρυθμισθούν με μελλοντική ή μελλοντικές Συμφωνία (ες)[5].
Η νομική φύση της TCA και η προσωρινότητα της ισχύος της
Για τον λόγο αυτόν, σχεδόν αμέσως από τη θέση της Συμφωνίας αυτής σε ισχύ ξεκίνησαν, σύμφωνα με το άρθρο 184 Συμφωνίας Αποχώρησης, νέες διαπραγματεύσεις για τη σύναψη νέας οριστικής συμφωνίας, εκτός όμως του κανονιστικού πλαισίου του άρθρου 50 ΣΕΕ, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 216 και 218 ΣΛΕΕ. Αν και η ΕΕ επιθυμούσε την παράταση αυτή, η Κυβέρνηση του ΗΒ δήλωσε ξεκάθαρα ότι δεν την επιθυμεί, καθορίζοντας ως χρονοδιάγραμμα περάτωσης των διαπραγματεύσεων αρχικά την 15η Οκτωβρίου και εν συνεχεία την 31η Οκτωβρίου 2020, πιστή στο προεκλογικό σύνθημα του Συντηρητικού κόμματος «get Brexit done», που το οδήγησε σε θριαμβευτική νίκη στις εκλογές της 12ης Δεκεμβρίου 2019. Βέβαια, επειδή ήταν εξαιρετικά δύσκολο, έως αδύνατο όπως αποδείχθηκε, να συναφθεί μία οριστική συμφωνία μέσα σε λίγους μήνες και κανένα από τα δύο μέρη δεν επιθυμούσαν το «no deal Brexit», δηλ. μία οριστική και ουσιαστική αποχώρηση χωρίς συμφωνία, οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν και τους επόμενους δύο μήνες μέχρι και την παραμονή των Χριστουγέννων οπότε και επετεύχθη η πολυπόθητη νέα Συμφωνία.
Η νέα Συμφωνία συνήφθη με βάση τους προαναφερθέντες κανόνες της ΣΛΕΕ και τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου των Συνθηκών μεταξύ δύο υποκειμένων του Διεθνούς Δικαίου (πρβλ. και άρθρο 47 ΣΕΕ για την νομική προσωπικότητα της Ένωσης), εφόσον το ΗΒ είναι από 1 Φεβρουαρίου 2020 τρίτο κράτος για την Ένωση όπως προελέχθη. Υπεγράφη από τα δύο μέρη την 30η Δεκεμβρίου 2020, εκ μέρους της Ένωσης από τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ και την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν, μετά από γραπτή έγκριση του Συμβουλίου μία ημέρα νωρίτερα, κατά το άρθρο 218 παρ. 5 ΣΛΕΕ, και εκ μέρους του ΗΒ από τον Πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον και κυρώθηκε από το ΗΒ από τα δύο νομοθετικά σώματα του Westminster και την βασιλική έγκριση (royal assent) με τον European Union (Future Relationship) Act 2020, για να μπορεί να εφαρμοσθεί από 1η Ιανουαρίου 2021 στην εσωτερική έννομη τάξη, διότι σύμφωνα με τη δυαδική θεωρία που κρατεί στο ΗΒ, μία διεθνής σύμβαση ή συμφωνία δεν μπορεί να εφαρμοστεί στο εσωτερικό δίκαιο εάν δεν κυρωθεί προηγουμένως με νόμο.
Σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου FINPROV.11, τα μέρη συμφώνησαν όπως η Συμφωνία έχει προσωρινή ισχύ καταρχάς μέχρι 28 Φεβρουαρίου 2021, εκτός εάν κυρωθεί από την ΕΕ νωρίτερα, η οποία (προθεσμία) μπορεί να παραταθεί με απόφαση του Συμβουλίου εταιρικής σχέσης που αποτελείται από μέλη προερχόμενα και από τα δύο μέρη[6]. Με την από 29.12.2020 απόφαση του Συμβουλίου που ενέκρινε την υπογραφή της Συμφωνίας επετράπη σύμφωνα με το άρθρο 218 παρ. 5 ΣΛΕΕ η προσωρινή δημοσίευση της Συμφωνίας στην Εφημερίδα της ΕΕ και η ισχύς της προσωρινά από 1.1.2021 και μέχρι την οριστική κύρωσή της κατά το άρθρο 218 παρ. 6 ΣΛΕΕ με απόφαση του Συμβουλίου ύστερα από έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η φόρμουλα αυτή κρίθηκε απαραίτητη, διότι, κατά τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Αντόνιο Ταγιάνι και ευλόγως, δεν ήταν δυνατό μέσα σε λίγες ώρες να μελετηθεί η Συμφωνία των άνω των 1200 σελίδων από τα μέλη του ΕΚ επισταμένως, ούτως ώστε το τελευταίο να συνεδριάσει και να δώσει ή μη την έγκρισή του. Από τις τοποθετήσεις των μεγαλύτερων κοινοβουλευτικών ομάδων αναμένεται η συνεδρίαση και η σχεδόν βέβαιη έγκριση της Συμφωνίας από το ΕΚ μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2020. Στη μάλλον απίθανη περίπτωση όπου η Συμφωνία δεν εγκριθεί από το Κοινοβούλιο και πάψει να ισχύει κατά τους ορισμούς του άρθρου FINPROV.11, η ΕΕ δεν θα υπέχει διεθνή ευθύνη έναντι του ΗΒ, καθότι το τελευταίο συμφώνησε με την ΕΕ σε μια τέτοια ρύθμιση. Άλλωστε, κατά το Διεθνές Δίκαιο των Συνθηκών, η οριστική δέσμευση ενός συμβαλλόμενου μέρους από μία συμφωνία που έχει υπογράψει επέρχεται με την τελική επικύρωση[7], η οποία στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει επέλθει, εφόσον το ένα εκ των συμβαλλομένων μέρος, η ΕΕ, δεν έχει κυρώσει την TCA κατά το εσωτερικό του Δίκαιο, δηλ. το άρθρο 218 ΣΛΕΕ. Μετά την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (το πρώτο νομοθετικό όργανο της Ένωσης), η ολοκλήρωση της κύρωσης της Συμφωνίας από την ΕΕ επέρχεται με ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου (το δεύτερο νομοθετικό όργανο της Ένωσης) κατά το άρθρο 218 παρ. 6 υποπαρ. α΄ και παρ. 8 υποπαρ. β΄[8] ΣΛΕΕ, που θα πρέπει να εκδώσει την τελική απόφαση έγκρισης της Συμφωνίας.
Όσον αφορά, τέλος, την διεθνή έννομη τάξη η προσωρινή θέση σε ισχύ της Συμφωνίας και μέχρι την τελική κύρωση από τα αρμόδια όργανα της ΕΕ προβλέπεται από το άρθρο 25 Σύμβασης της Βιέννης του 1986[9], η οποία αποτυπώνει διεθνές έθιμο και δεσμεύει τα μέρη.
H TCA αποτελεί λοιπόν μία διεθνή διμερή συμφωνία και ισχύει προσωρινά στην ενωσιακή και τη διεθνή έννομη τάξη σύμφωνα με τους κανόνες του Ενωσιακού και του Διεθνούς Δικαίου. Προσωρινή είναι η ισχύς της στην εσωτερική έννομη τάξη του ΗΒ, όχι όμως βάσει της TCA ή του Διεθνούς Δικαίου αλλά βάσει του European Union (Future Relationship) Act 2020 σε συνδυασμό με την TCA την οποία κυρώνει και μετασχηματίζει σε εσωτερικό Δίκαιο. Πάντα σύμφωνα με την δυαδική θεωρία, το Βρετανικό Συνταγματικό Δίκαιο δεν προβλέπει διαδικασία θέσης σε προσωρινή ισχύ στην εσωτερική έννομη τάξη διεθνούς σύμβασης, εάν η τελευταία που την προβλέπει δεν έχει κυρωθεί με νόμο από το Westminster με τη βασιλική έγκριση..
Λόγω του ότι με το περιεχόμενο και τις προβλέψεις της Συμφωνίας θίγονται και συντρέχουσες αρμοδιότητες της Ένωσης και των κρατών μελών κατά το άρθρο 4 ΣΛΕΕ, κανονικά την Συμφωνία θα έπρεπε να υπογράψουν και τα κράτη μέλη, όπως συνηθίζεται άλλωστε σε τέτοιου είδους συμφωνίες, οι οποίες ονομάζονται μικτές Συμφωνίες (mixed Agreements), επειδή αντισυμβαλλόμενα μέρη ενός τρίτου μέρους (κράτους ή Διεθνούς Οργανισμού) είναι τόσο η ΕΕ όσο και τα κράτη μέλη[10]. Τελικά, επικράτησε η άποψη ότι η νέα Συμφωνία θα έπρεπε να υπογραφεί ως «Συμφωνία σύνδεσης» υπό την έννοια του άρθρου 217 ΣΛΕΕ[11], που δεν απαιτεί την υπογραφή ή προσχώρηση και των κρατών μελών[12]. Βέβαια δεν αποκλείεται και μάλλον αυτό έχει αποφασισθεί, στο μέλλον και χωρίς το βάρος των προθεσμιών της Συμφωνίας Αποχώρησης και της ίδιας της TCA, που επιτάσσουν την έγκαιρη υπογραφή, κύρωση και επικύρωση, να προσχωρήσουν και τα κράτη μέλη στη νέα Συμφωνία. Στην περίπτωση αυτή, η νέα Συμφωνία θα λάβει τον τύπο πολυμερούς ή μικτής Συμφωνίας και θα πρέπει να κυρωθεί από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις εσωτερικές συνταγματικές τους διαδικασίες. Η μη προσχώρηση, όμως, ή μη κύρωση της Συμφωνίας, από ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, δεν επηρεάζει το κύρος και την ισχύ της Συμφωνίας στις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών σχέσεις.
Η σχέση της TCA με την Συμφωνία Αποχώρησης
Ένα νομικά ενδιαφέρον ερώτημα είναι η σχέση της TCA με τη Συμφωνία Αποχώρησης. Πρέπει να γίνει σαφές ότι η πρώτη δεν καταργεί την δεύτερη. Από την άλλη, η τελευταία περιέχει πλήθος μεταβατικών ρυθμίσεων που αφορούν κυρίως την Εσωτερική Αγορά, την Τελωνειακή Ένωση, την εφαρμογή του Ενωσιακού Δικαίου στη Βρετανική έννομη τάξη και την αρμοδιότητα του ΔΕΕ, οι οποίες παύουν να ισχύουν την 31.12.2020, επειδή η ίδια το ορίζει και όχι η TCA. Από την άλλη, το Πρωτόκολλο Ιρλανδίας/Βορείου Ιρλανδίας, που αποτρέπει το σκληρό σύνορο μεταξύ της Ιρλανδίας ως κράτους μέλους της ΕΕ και της Βορείου Ιρλανδίας ως τμήματος του ΗΒ εκτός ΕΕ, με εφαρμογή των κανόνων της Εσωτερικής Αγοράς και της Τελωνειακής Ένωσης στη Β. Ιρλανδία και άλλες διατάξεις, όπως π.χ. αυτές που αφορούν το ευνοϊκό καθεστώς παραμονής και εργασίας φυσικών προσώπων και εγκατάστασης νομικών προσώπων που διαμένουν, εργάζονται και έχουν εγκατασταθεί πριν την 31.12.2020 σε αμφότερα τα μέρη, συνεχίζουν να ισχύουν.
Από τα παραπάνω, προκύπτει ότι στην πραγματικότητα υφίστανται δύο συμφωνίες που διέπουν τις σχέσεις ΕΕ και ΗΒ. Η κύρια και μεταγενέστερη είναι η TCA, η οποία θα αποκτήσει οριστικό χαρακτήρα μετά την παρέλευση της προσωρινής ισχύος της, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Παράλληλα, όμως, εφαρμόζεται και η Συμφωνία Αποχώρησης κατά το μέρος των μη μεταβατικών διατάξεών της, που έληξαν την 31.12.2020, οι οποίες (μη μεταβατικές διατάξεις) συνεχίζουν να ισχύουν παράλληλα με αυτές της νέας Συμφωνίας. Αν και prima facie δεν τίθεται θέμα σύγκρουσης ή αλληλοεπικάλυψης των διατάξεων των δύο συμφωνιών που ισχύουν παράλληλα, διότι αφορούν διαφορετικά αντικείμενα, κανένας δεν μπορεί να αποκλείσει ότι ένα ή περισσότερα τέτοια θέματα μπορούν να ανακύψουν ερμηνευτικά στο μέλλον. Στην περίπτωση αυτή, οι όποιες αλληλοεπικαλύψεις ή αντινομίες θα λυθούν με τις κλασικές ερμηνευτικές μεθόδους που ισχύουν στο Διεθνές Δίκαιο[13] καθώς και τις ερμηνευτικές αρχές lex specialis derogat legi generali και lex posterior derogat legi priori.
Τέλος, η TCA, όπως και η Συμφωνία Αποχώρησης, λόγω των ασφυκτικών χρονικών ορίων, δεν υπεβλήθη στον προληπτικό έλεγχο του ΔΕΕ κατά το άρθρο 218 παρ. 11 ΣΛΕΕ. Παραμένουν εκκρεμή ζητήματα συνταγματικού χαρακτήρα ενδεχόμενης ασυμβατότητας των δύο αυτών Συμφωνιών με το πρωτογενές Ενωσιακό Δίκαιο, τα οποία μπορούν να τεθούν στο μέλλον, παρά τον καταρχήν αποκλεισμό του ΔΕΕ ως δικαιοδοτικού οργάνου επίλυσης διαφορών από την TCA. Αν και ένα τέτοιο ενδεχόμενο αυτή την στιγμή δεν διαφαίνεται πιθανό, πρακτικά αυτό είναι δυνατό κατόπιν υποβολής προδικαστικού ερωτήματος εθνικού Δικαστηρίου κράτους μέλους κατά το άρθρο 267 παρ. 1 (β) ως προς το κύρος της TCA ως πράξης οργάνου της ΕΕ και ως προς την ερμηνεία και το κύρος της Συμφωνίας Αποχώρησης, επίσης ως πράξης οργάνου της Ένωσης, η οποία δεν απέκλεισε την δικαιοδοσία του ΔΕΕ επί των θεμάτων του πεδίου εφαρμογής της, για όσα βέβαια συνεχίζουν να ισχύουν και μετά την πάροδο της μεταβατικής περιόδου της 31.12.2020.
Χαράλαμπος Μ. Τσιλιώτης
Επίκουρος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου,
Συγγραφέας του βιβλίου «Η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση (BREXIT)», Αθήνα 2020, Εκδόσεις Σάκκουλας Α.Ε.
Υποσημειώσεις:
[1] Βλ. Trade and Cooperation Agreement between the European Union and the European Atomic Energy Community, of the one Part, and the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland, of the other Part, EUROPEAN COMMISSION Brussels, 25.12.2020 COM(2020) 857 final ANNEX 1 SENSITIVE, διαθέσιμο σε: COM(2020)857/F1 – EN (annex) (europa.eu).
[2] Agreement on the withdrawal of the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland from the European Union and the European Atomic Energy Community 2019/C 384 I/01.
[3] Μεταξύ των οποίων και το Πρωτόκολλο για τις Ιρλανδία/Βόρεια Ιρλανδία, που αποδίδει ένα ειδικό καθεστώς στην Βόρεια Ιρλανδία ως τμήματος του ΗΒ όσον αφορά τις σχέσεις ΕΕ και ΗΒ.
[4] Χ. Τσιλιώτης, Η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση (BREXIT) υπό το πρίσμα του Ενωσιακού και Βρετανικού Συνταγματικού Δικαίου, Αθήνα 2020, σελ. 68 επ.
[5] Βλ. Χ. Τσιλιώτης, όπ. παρ. (υποσημ.), σελ. 72-77 και 232-233.
[6] Το άρθρο FINPROV.11 της Συμφωνίας ορίζει: «1. Η παρούσα συμφωνία αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται εκείνου κατά τον οποίο αμφότερα τα Μέρη έχουν ενημερώσει το ένα το άλλο ότι έχουν ολοκληρώσει τις αντίστοιχες εσωτερικές απαιτήσεις και διαδικασίες τους για να διατυπώσουν τη συγκατάθεσή τους να δεσμευτούν. 2. Τα Μέρη συμφωνούν να εφαρμόζουν προσωρινά την παρούσα συμφωνία από την 1η Ιανουαρίου 2021, υπό την προϋπόθεση ότι, πριν από την ημερομηνία αυτή, έχουν κοινοποιήσει το ένα στο άλλο την ολοκλήρωση των αντίστοιχων εσωτερικών τους απαιτήσεων και διαδικασιών που απαιτούνται για την προσωρινή εφαρμογή. Η προσωρινή εφαρμογή παύει σε μία από τις ακόλουθες ημερομηνίες, ανάλογα με το ποια ημερομηνία είναι προγενέστερη: α) στις 28 Φεβρουαρίου 2021 ή άλλη ημερομηνία που αποφασίζεται από το συμβούλιο εταιρικής σχέσης· είτε β) κατά την ημερομηνία που αναφέρεται στην παράγραφο 1: 3. Από την ημερομηνία από την οποία η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται προσωρινά, τα Μέρη θεωρούν ότι οι αναφορές της παρούσας συμφωνίας στην «ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας συμφωνίας» ή στην «έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας» νοούνται ως αναφορές στην ημερομηνία από την οποία η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται προσωρινά».
[7] Βλ. Ε. Ρούκουνας, Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, 3η Έκδοση, Αθήνα 2019, σελ. 81.
[8] Η εφαρμογή της τελευταίας υποπαρ. επιβάλλεται λόγω του ότι η TCA θωρείται Συμφωνία σύνδεσης κατά το άρθρο 217 ΣΛΕΕ – βλ. παρακάτω.
[9] Το άρθρο 25
της Σύμβασης αυτής, η οποία κυρώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τον Ν.
1981/1991 (ΦΕΚ 187/Α/9-12-1991 «Κύρωση Σύμβασης Βιέννης για το δίκαιο των Συνθηκών μεταξύ
Κρατών και Διεθνών Οργανισμών ή μεταξύ Διεθνών Οργανισμών», όπως και της
δίδυμής της του 1969 μεταξύ κρατών προβλέπει ότι: «1. Συνθήκη ή μέρος συνθήκης
εφαρμόζεται προσωρινά εν αναμονή της θέσεώς της σε ισχύ:
α) εάν η ίδια η συνθήκη το προβλέπει ή β) εάν τα
Κράτη και οι οργανισμοί ή, ανάλογα με την περίπτωση, οι οργανισμοί που μετείχαν
στις διαπραγματεύσεις είχαν έτσι συμφωνήσει κατ’ άλλον τρόπο.
2. Πλην αντιθέτου διατάξεως της συνθήκης ή
αντιθέτου συμφωνίας των Κρατών και των διεθνών οργανισμών που μετείχαν στις διαπραγματεύσεις
ή, ανάλογα με την περίπτωση, των οργανισμών που μετείχαν στις διαπραγματεύσεις
η προσωρινή εφαρμογή συνθήκης ή μέρους συνθήκης ως προς ένα Κράτος ή οργανισμό
λήγει εάν το Κράτος ή ο οργανισμός αυτός γνωστοποιήσει στα Κράτη και στους
οργανισμούς, μεταξύ των οποίων η συνθήκη εφαρμόζεται προσωρινά, την πρόθεσή του
να μη γίνει μέρος στη συνθήκη».
[10] Πρβλ. εκτενώς για τέτοιου είδους συμφωνίες όπως και για την προβληματική της προσχώρησης και των κρατών μελών σε αυτές σε P. Conconi/C. Herghelegiu/L. P uccio, EU Trade Agreements: To Mix or not to Mix, That is the Question, May 2020, διαθέσιμο σε: Mixity.pdf (eui.eu).
[11] Βλ. S. Peers, Analysis 2 of the Brexit deal: EU/UK Trade and Cooperation Agreement – overview, in: EU Law Analysis 31.12.2020, διαθέσιμο σε: EU Law Analysis: Analysis 2 of the Brexit deal: EU/UK Trade and Cooperation Agreement – overview.
[12] Πρβλ. Μ. Περάκης, Άρθρο 217, σε: Β. Χριστιανός (Επιμ.), Συνθήκη ΕΕ και ΣΛΕΕ. Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Αθήνα 2012, παρ. 7.
[13] Πρβλ. για την ερμηνεία των Συνθηκών στο Διεθνές Δίκαιο άρθρα 31-33 των δύο Συμβάσεων της Βιέννης, που αποτυπώνουν διεθνές έθιμο και Ε. Ρούκουνας, όπ. παρ. (υποσημ.), σελ. 121 επ.