Η Ουγγαρία και η Πολωνία επιβεβαίωσαν τους φόβους ότι ανελεύθερα καθεστώτα που επιβουλεύονται τη δικαστική ανεξαρτησία μπορούν να υπάρξουν ακόμα και στην καρδιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς να πτοούνται από τις κυρώσεις εις βάρος τους. Όμως δεν είναι νοητή η εγγύηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των αρχών του δημοκρατικού κράτους δικαίου, αν δεν διασφαλίζεται ταυτόχρονα η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.
Στην Ελλάδα το μείζον πρόβλημα της δικαιοσύνης δεν είναι η αμφισβήτηση της ανεξαρτησίας της από τους κυβερνώντες. Τα ανώτατα δικαστήρια διατήρησαν το κύρος τους παρά τη γενικευμένη κρίση θεσμών κατά τη δεκαετία της οικονομικής και εν συνεχεία της πανδημικής κρίσης. Όμως ακόμα και ειρηνοδικεία απέδειξαν ότι έχουν το ανάστημα να αντιτάσσονται σε κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις. Η ελληνική δικαιοσύνη, παρά τη βραδυπορία και τις άλλες παθογένειες του δικαστικού συστήματος, δεν αποτελεί πειθήνιο όργανο των κυβερνώντων, ακόμη και όταν αυτοί διαθέτουν ευρύτατη νομιμοποίηση.
Παρ’ όλα αυτά και στη χώρα μας η δικαστική ανεξαρτησία τέθηκε υπό αμφισβήτηση τα προηγούμενα χρόνια, ιδίως με αφορμή την περίφημη υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών, καθώς και το σκάνδαλο Novartis. Ασφαλώς τα πλήγματα εις βάρος της δικαστικής ανεξαρτησίας δεν είναι ανάλογα εκείνων που δέχθηκε η δικαιοσύνη σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Είναι ατυχείς οι συγκρίσεις που επιχειρούνται με χώρες όπως η Πολωνία, η Ουγγαρία ή η Τουρκία. Ωστόσο επιτείνει τη θεσμική κρίση που βιώνει η χώρα μας και την απαξίωση τόσο του πολιτικού συστήματος όσο και της δικαστικής εξουσίας, ως του ισχυρότερου αντίβαρου έναντι της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Η δικαστική ανεξαρτησία συναρτάται με τη διασφάλιση του κύρους των δικαστών και την πειστική τεκμηρίωση των αποφάσεων τους. Είναι επίσης άρρηκτα συνδεδεμένη με την ικανότητα της δικαιοσύνης να επιτελεί τη λειτουργία της με αξιοπιστία. Αφορμή αμφισβήτησης της δικαστικής ανεξαρτησίας αποτελεί η αρμοδιότητα της κυβέρνησης να επιλέγει την ηγεσία των ανωτάτων δικαστηρίων. Η πρόκληση που αντιμετωπίζει η Κυβέρνηση κατά την επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης, αν θέλει να κινηθεί εντός της δημοκρατικής μας τάξης, είναι οι επιλογές της να μην κινδυνεύσουν να χαρακτηρισθούν ως αυθαίρετες.
Άρα, οι επιλογές της πρέπει να είναι κατανοητές στον ευρύ νομικό κόσμο, που παρακολουθεί με ενδιαφέρον το θέμα και έχει τη δυνατότητα να τις κρίνει. Αυτό σημαίνει ότι οι επιλογές πρέπει να είναι «αναγνώσιμες», δικαιολογημένες με βάση ένα ευρύτερο consensus για την αξιοσύνη των κρινομένων, με γνώμονα τόσο την αρχαιότητα όσο επίσης το δικαστικό και επιστημονικό έργο που παρήγαγαν και την απήχησή τους στον νομικό κόσμο. Αν οι επιλογές δεν είναι αναγνώσιμες υπό την ανωτέρω έννοια, αν εγείρουν αμφιβολίες ως προς την ακεραιότητα της επιλογής, αν αφήνουν περιθώρια για ερμηνείες παρέμβασης κομματικών, συντεχνιακών ή εξωθεσμικών εν γένει παραγόντων, η εκάστοτε Κυβέρνηση έχει αποτύχει.
Η δικαιοσύνη δεν αποτελεί «θεσμικό εμπόδιο», όπως είχε αποκληθεί παλαιότερα από τους κυβερνώντες, ούτε μηχανισμό δίωξης και «πειθάρχησης» πολιτικών αντιπάλων. Ο ρόλος της είναι να επιλύει τις διαφορές που ανακύπτουν ανάμεσα στους πολίτες και μεταξύ αυτών και του κράτους. Η διασφάλιση του κύρους και της θεσμικής αξιοπιστίας της συνιστά ένα δύσκολο αλλά εφικτό έργο. Κατεξοχήν σε περιόδους που επιβάλλονται περιορισμοί των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, η αδιαμφισβήτητη δικαστική ανεξαρτησία συμβάλλει στη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης.
Ξενοφών Κοντιάδης
Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Πρόεδρος Ιδρύματος Τσάτσου
Πηγή: Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (15.12.2021)