Ο πρώτος νόμος[1] της (επαν)εκλεγμένης κυβέρνησης έμελλε να είναι μια επιστροφή στο αυτονόητο και συγχρόνως μια υπενθύμιση του κακού συλλογικού εαυτού μας. Η μεν άρση των προϋποθέσεων για εγγραφή στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους, άρα για δυνατότητα ψηφοφορίας, Ελλήνων του εξωτερικού[2] διορθώνει μια κακοτεχνία, θυμίζοντας συγχρόνως ότι δεν θα έπρεπε να είχε διαπραχθεί και ότι ακόμα το πλαίσιο δεν είναι απολύτως ικανοποιητικό, τόσο από συνταγματική όσο και από πρακτική άποψη.
Με το άρθρο 2 του ν. 4648/2019 είχαν τεθεί ως προϋποθέσεις για την ως άνω εγγραφή «οι εκλογείς να συγκεντρώνουν σωρευτικά τα παρακάτω κριτήρια:
α) να έχουν διαμείνει συνολικά δύο (2) έτη εντός της Ελληνικής Επικράτειας κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριάντα πέντε (35) ετών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης εγγραφής,
β) να έχουν υποβάλει φορολογική δήλωση κατά το τρέχον ή το προηγούμενο φορολογικό έτος. Εξαρτώμενα μέλη των οικογενειών εξαιρούνται του περιορισμού της περίπτωσης β΄ εφόσον:
αα) δεν έχουν συμπληρώσει τα τριάντα(30) έτη και ββ) έχουν υποβάλει φορολογική δήλωση συγγενείς α΄ βαθμού κατά το τρέχον ή το προηγούμενο φορολογικό έτος».
Η υιοθέτηση αυτών των «προϋποθέσεων» ήταν το τίμημα που είχε αναγκαστεί να πληρώσει ο νομοθέτης του 2019 προκειμένου να επιτευχθεί η πλειοψηφία των 200 ψήφων που απαιτεί το άρθρο 51 παρ. 4 του Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε το 2001[3]: «νόμος που ψηφίζεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών μπορεί να ορίζει τα σχετικά με την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος από τους εκλογείς που βρίσκονται έξω από την Επικράτεια». Η θέσπιση μιας τόσο αυξημένης, και τόσο σπάνιας[4], πλειοψηφίας, είχε ως στόχο να αντιμετωπίσει ενδεχόμενες αιτιάσεις για «ψηφοθηρία» κομμάτων σχετικά με την ψήφο των αποδήμων, αλλά αποτελούσε στην πραγματικότητα απότοκο μιας διπλής θεσμικής υστέρησης: της αρχικής επιλογής να μην προβλεφθεί απευθείας στο Σύνταγμα η δεσμευτικότητα της ψήφου των αποδήμων, αλλά να παράσχει το Σύνταγμα ευχέρεια στον εκλογικό νομοθέτη να καθιερώσει αυτή τη δυνατότητα – υστέρηση που οφείλεται σε «επιφυλάξεις» της τότε κυβερνητικής πλειοψηφίας της Νέας Δημοκρατίας[5] – και της εν συνεχεία, και για σαράντα πέντε χρόνια, αποφυγής ή αδυναμίας διαδοχικών κυβερνήσεων, πλειοψηφιών και Βουλών να θεσμοθετήσουν αυτό το συνταγματικά προβλεπόμενο και απολύτως αυτονόητο δικαίωμα – και όχι «δώρο» – για τους συμπατριώτες μας που ζουν στο εξωτερικό[6].
Η ίδια η πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας που εισήγαγε τη διάταξη περί «προϋποθέσεων», επίσης τα κόμματα ΠΑΣΟΚ και ΜέΡΑ 25[7], καθώς και το σύνολο σχεδόν του επιστημονικού κόσμου, χαρακτήρισαν από αχρείαστους και εσφαλμένους έως «αντισυνταγματικούς»[8] τους ουσιαστικούς περιορισμούς στην άσκηση του δικαιώματος ψήφου από τους απόδημους, αλλά η μη συμφωνία του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, που δεν δέχονταν απροϋπόθετη πρόσδοση του δικαιώματος, οδήγησε στη διάταξη του άρθρου 2 του ν. 4648/ 2019. Για να αποκτήσει συνταγματική υποδοχή η θέσπιση προϋποθέσεων, προστέθηκε, στην αναθεώρηση του 2019, και μάλιστα στη δεύτερη φάση της, παράγραφος 4 στο άρθρο 54 του Συντάγματος, με την οποία προβλέφθηκε ότι «Με το νόμο της παρ. 4 του άρθρου 51 μπορεί να τίθενται προϋποθέσεις στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος στον τόπο διαμονής τους από τους εκλογείς που κατοικούν έξω από την Επικράτεια, όπως πραγματικός δεσμός με τη Χώρα, αυτοπρόσωπη παρουσία σε εκλογικό τμήμα, χρόνος απουσίας από τη Χώρα ή παρουσία στη Χώρα για ορισμένο χρόνο στο παρελθόν».
Με τη χθεσινή ρύθμιση και την απάλειψη των «προϋποθέσεων» του άρθρου 2 παρ. 2 του ν. 4648[9], το πολιτικό σύστημα «γυρνάει στη λογική». Για δυο βασικούς λόγους: επειδή οι αριθμοί συμμετοχής των αποδήμων στις διπλές εκλογές του 2023[10] απέδειξαν την πλήρη αποτυχία της «ψήφου υπό προϋποθέσεις»[11] και επειδή, μετά τις εκλογές του Ιουνίου, άλλαξαν οι συσχετισμοί δυνάμεων στη Βουλή και βρέθηκαν, με τη θετική υπέρ της κατάργησης των «προϋποθέσεων» στάση και άλλων κομμάτων, οι απαραίτητες 200 (και περισσότερες) ψήφοι.
Με τη θέση σε εφαρμογή του νέου νόμου[12], για να ψηφίσουν συμπατριώτες μας που κατοικούν στο εξωτερικό θα πρέπει να έχουν, εξ αίματος ή επίκτητη, την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη, να διαθέτουν το δικαίωμα του εκλέγειν (συμπλήρωση κατωτάτου ορίου ηλικίας, ικανότητα δικαιοπραξίας και μη αμετάκλητη ποινική καταδίκη για ορισμένα εγκλήματα, κατ’ άρθρο 51 παρ. 3 Συντάγματος και π.δ. 26/2012), να είναι εγγεγραμμένοι σε εκλογικό κατάλογο δήμου της ελληνικής Δημοκρατίας (άρθρο 2 παρ. 1 ν. 4648/2029) και να εγγραφούν με δική τους μέριμνα, διαθέτοντας όλα τα παραπάνω προσόντα, στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους του εξωτερικού (άρθρο 2 παρ. 3 ν. 4648/2019, όπως τροποποιήθηκε), προσδιορίζοντας μόνοι τους την «εκτός Επικράτειας περιφέρεια δικαιοδοσίας διπλωματικής ή προξενικής αρχής», στην οποία επιθυμούν να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα (άρθρο 4 παρ. 4 ν. 4648/2019, όπως τροποποιήθηκε).
Η όψιμη επιστροφή στη λογική, όσο καλοδεχούμενη κι αν είναι, δεν παύει να αφήνει στιφή γεύση, καθώς:
- Αποτελεί κάθε άλλο παρά καλή νομοθέτηση να αλλάζει μια διάταξη σε ένα τόσο κρίσιμο για τη Δημοκρατία ζήτημα μετά από ελάχιστο χρονικό διάστημα και με μια εφαρμογή στην πράξη, μόνο και μόνο γιατί άλλαξαν οι συσχετισμοί δυνάμεων
- Παραμένει – αναγκαστικά, αλλά σαν κάρφος, πλέον, στο μάτι – η προσθήκη στο άρθρο 54 του Συντάγματος περί θέσπισης προϋποθέσεων που ήρθησαν γιατί κρίθηκαν όχι απλώς ατελέσφορες αλλά αντιδημοκρατικές[13]
- Παραμένει το ζήτημα της – γενναίας – αύξησης των εκλογικών τμημάτων στα οποία να μπορούν να ψηφίζουν οι απόδημοι χωρίς να αναγκάζονται να διανύουν μεγάλες έως απαγορευτικές αποστάσεις
- Χάθηκε η ευκαιρία[14] να επιτραπεί η συνταγματικά προβλεπόμενη, αναγκαία ειδικά για τους αποδήμους, διεθνώς ισχύουσα και μηδένα πρακτικό ή νομικό πρόβλημα παρουσιάζουσα[15] επιστολική ψήφος
- Παρέμεινε η πολιτικά ανεξήγητη[16] και θεσμικά έωλη[17] «αντίσταση» των δυο μεγαλύτερων κομμάτων της Αριστεράς, κάτι που αφαιρεί από τους απόδημους συμπατριώτες μας την αναγνώριση που τους αξίζει και χωρίζει στα δυο, χωρίς σοβαρό λόγο, το κομματικό σύστημα σε ένα πραγματικά εθνικό θέμα[18].
Τελικά, η συζήτηση, για την λεγόμενη ψήφο των αποδήμων αλλά και για τα αυτονόητα της Δημοκρατίας μας, δεν φαίνεται να τελειώνει εδώ: θα χρειαστούν κι άλλοι γύροι κι άλλα χρόνια, πέρα από τα 49 που ήδη πέρασαν χωρίς να αρθεί αυτή η σκιαμαχία.
Κώστας Μποτόπουλος
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου, πρ. Ευρωβουλευτής και Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς
Υποσημειώσεις:
[1] Ψηφίστηκε στις 25 Ιουλίου, δηλαδή ακριβώς έναν μήνα μετά τις «τελικές» εκλογές του 2023
[2] Με πλειοψηφία 208 βουλευτών και τις θετικές ψήφους Νέας Δημοκρατίας, ΠΑΣΟΚ, Νίκης και Πλεύσης Ελευθερίας. ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ καταψήφισαν, ενώ «Σπαρτιάτες» και Ελληνική Λύση δήλωσαν «παρών», δηλαδή στην ουσία καταψήφισαν. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι η «Ελληνική Λύση» ( ο αρχηγός της οποίας χρησιμοποίησε μάλιστα στη Βουλή, στις 24 Ιουλίου 2023, το χαρακτηρισμό «νομοσχέδιο έκτρωμα») είχε ψηφίσει υπέρ της προηγούμενης ρύθμισης, το 2019
[3] Με την ίδια αναθεώρηση προστέθηκε και η πρόβλεψη ότι, για τους εκλογείς εκτός Ελλάδας, «η αρχή της ταυτόχρονης διενέργειας των εκλογών δεν κωλύει την άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος με επιστολική ψήφο ή άλλο πρόσφορο μέσο» -άνοιξε, δηλαδή, ειδικά για τους αποδήμους, η δυνατότητα να προβλεφθεί η επιστολική ψήφος
[4] Συναντάται, επιπλέον του άρθρου 51 παρ. 4, μόνο στα ακόλουθα τρία άρθρα του Συντάγματος: 32 παρ. 3 σχετικά με την πρώτη ψηφοφορία για εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας (άρα ουσιαστικά δεν είναι δεσμευτική πλειοψηφία, αφού μπορεί να «ξεπεραστεί» στην επόμενη ψηφοφορία), 49 παρ. 2 περί παραπομπής σε δίκη του Προέδρου της Δημοκρατίας, 54 παρ. 1 περί ψήφισης εκλογικού νόμου προκειμένου να ισχύσει στις επόμενες και όχι στις μεθεπόμενες εκλογές
[5] Χ. Τσιλιώτη, «Η αντισυνταγματικότητα των περιορισμών στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος των αποδήμων στον τόπο κατοικίας τους», στο Syntagma Watch, 19/4/2021
[6] Κ. Μποτόπουλου, «Ψήφος αποδήμων: το Σύνταγμα, ο Νόμος, η πράξη», στο Syntagma Watch, 19/9/2019
[7] Που τελικά δεν ψήφισε υπέρ της διάταξης, ακριβώς λόγω της ύπαρξης περιορισμών
[8] Χ. Τσιλιώτης, ό.π.
[9] Καθώς και των παρ. 6 του άρθρου 2 περί συγκρότησης διακομματικής επιτροπής ενστάσεων κατά απορριπτικών αποφάσεων εγγραφής στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους, παρ. 7 του άρθρου 2 περί διαδικασίας εγγραφής στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους και παρ. 10 του άρθρου 2 περί εφαρμογής των περιορισμών στις ευρωεκλογές
[10] Στις εκλογές του Μαΐου ψήφισαν 18.203 εκτός Ελλάδας συμπατριώτες μας επί 22.857 εγγεγραμμένων (ποσοστό συμμετοχής 79,6%), ενώ στις εκλογές του Ιουνίου 17.258 (συμμετοχή 67,81%)
[11] Κυβερνητικές πηγές υπολογίζουν το δυνητικό «εκλογικό σώμα» των αποδήμων μεταξύ 600.000 και 900.000, βλ. στα Νέα, 25 Ιουλίου 2023
[12] Η πρώτη εκλογική εφαρμογή του αναμένεται στις ευρωεκλογές του 2024
[13] Για την προσθήκη της παρ. 4 του άρθρου 54 με την αναθεώρηση του 2019 είχα γράψει (ειδική έκδοση του αναθεωρημένου Συντάγματος, που δημοσιεύθηκε ως ένθετο με την εφημερίδα Τα Νέα): «οι ρυθμίσεις της νέας παραγράφου για τους αποδήμους είναι υπέρ το δέον λεπτομερειακές … είναι επίσης αμφίβολο αν εναρμονίζονται με τις γενικές εκλογικές αρχές του άρθρου 51». Οι παρατηρήσεις αυτές αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα μετά την κατάργηση των νομοθετικών περιορισμών
[14] Παρότι ο Πρωθυπουργός δήλωσε στη Βουλή (24 Ιουλίου) ότι η «κυβέρνηση αντιμετωπίζει θετικά την προοπτική της επιστολικής ψήφου». Πότε όμως άραγε σκοπεύει να την κάνει πράξη; Γιατί με ξεχωριστή νομοθετική πρωτοβουλία, η οποία αορίστως αναγγέλθηκε, για την οποία θα χρειαστούν πάλι 200 ψήφοι; Η νομοθετική πρόβλεψη θα μπορούσε – θα έπρεπε – να γίνει από τώρα και οι πρακτικές διευθετήσεις για τη θέση σε εφαρμογή να έλθουν σε δεύτερο χρόνο. Έτσι και ο Θ. Παπαθεοδώρου, «Μισή ψήφος για τους άλλους Έλληνες», στα Νέα, 19 Ιουλίου 2023
[15] Ξ. Κοντιάδη, «Η ψήφος των αποδήμων και το Σύνταγμα», στο Syntagma Watch, 17/10/2019
[16] Οι επιδόσεις αμφοτέρων στις εκλογές του 2023 ήταν καλύτερες, για παράδειγμα, από του ΠΑΣΟΚ, που από την πρώτη στιγμή στήριξε την χωρίς όρους ψήφο των αποδήμων
[17] Τα περί «μη ενσωμάτωσης στην εγχώρια κομματική αντιπαράθεση με όρους κομματικού ακροατηρίου» (Μ. Φάμελλος), «μεγάλων διαστάσεων αλλοίωσης του εκλογικού σώματος» (Δ. Κουτσούμπας), «ανεξέλεγκτης διεύρυνσης του εκλογικού σώματος» (Θ. Ξανθόπουλος), «δυνάμει ανυπολόγιστου και απροσδιόριστου εκλογικού σώματος» (Γ. Γκιόκας), που ειπώθηκαν αυτές τις μέρες στη Βουλή, δεν στέκουν στη βάσανο ούτε της λογικής ούτε του Συντάγματος. Η δε «τροπολογία» του ΣΥΡΙΖΑ περί ειδικών εκλογικών περιφερειών για τους αποδήμους, χωρίς να μετρά η ψήφος τους στο εκλογικό αποτέλεσμα στην Επικράτεια, αντίκειται ευθέως στη συνταγματικά προβλεπόμενη ισοδυναμία και καθολικότητα της ψήφους των πολιτών (έτσι και οι Ξ. Κοντιάδης, Χ. Τσιλιώτης, ό.π)
[18] Ν. Αλιβιζάτου, «Η ψήφος των αποδήμων και η απομόνωση της Αριστεράς», στην Καθημερινή, 24-7-2023