Την τελευταία εβδομάδα πριν αποσυρθούν για τις φετινές καλοκαιρινές διακοπές τους – αρκετοί από αυτούς στα γιοτ δισεκατομμυριούχων πολιτικών και επιχειρηματιών[1], οι δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ φρόντισαν να δικαιώσουν, με μια σειρά σημαντικών αποφάσεων, αυτό που παγίως πλέον αναμένεται από αυτούς: την ανατροπή δημοκρατικών κεκτημένων. Πολιτική υποβοήθησης των μαύρων φοιτητών για εισαγωγή στα πανεπιστήμια (affirmative action)[2], απαγόρευση διακρίσεων εις βάρος μελών της «LTGB+ κοινότητας»[3], προεδρική πρωτοβουλία για «χάρισμα» φοιτητικών δανείων (loan-forgiveness plan)[4], διαγράφηκαν, με μια μονοκοντυλιά και πάντα με πλειοψηφία 6-3, από την υπερσυντηρητική «υπερ-πλειοψηφία» (super-majority), που έχει εγκαταστήσει ο Τραμπ στο Ανώτατο Δικαστήριο[5].
Μόνο η εκλογική διαδικασία γλίτωσε από την τέλεια καταιγίδα: με επιμονή του Προέδρου Roberts, δεν επιτράπηκε στις Πολιτείες να σχεδιάζουν τις εκλογικές περιφέρειες με τρόπο που να δημιουργεί διακρίσεις κατά των μαύρων ψηφοφόρων[6], ούτε, κυρίως – κάτι που σχεδόν θα ανέτρεπε τη δημοκρατία στην Αμερική – να διενεργούν εκλογές χωρίς κανέναν δικαστικό έλεγχο, βάσει της καινοφανούς, αλλά υποστηριζόμενης από τους συντηρητικούς και σκοταδιστικούς κύκλους, θεωρίας της «εκλογικής ανεξαρτησίας των Πολιτειών» (independent state legislature)[7].
Ως προς ανθρώπινα δικαιώματα, πάντως, το σήμα του πώς τα εννοεί η νέα σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου δόθηκε πεντακάθαρα.
•
Η σχετική με τις «θετικές διακρίσεις» υπόθεση είναι όχι μόνο η πιο προβεβλημένη λόγω θέματος αλλά και αυτή που εικονογραφεί πιο εύγλωττα τη στάση, και τη μέθοδο, ενός Δικαστηρίου, το οποίο, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, είναι ό,τι κοντινότερο σε «κυβέρνηση δικαστών» έχει γνωρίσει, όχι μόνο το αμερικανικό, αλλά το παγκόσμιο σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων[8]. Η affirmative action ξεκίνησε επισήμως επί Προεδρίας John Fitzgerald Kennedy, το 1961, ως έμπρακτη εκ μέρους της εξουσίας αντίδραση στους «νόμους John Crow»[9]. Αρχικά, είχε ως αντικείμενο τη μείωση των εις βάρος των Μαύρων διακρίσεων στο πεδίο των προσλήψεων αλλά γρήγορα κατέστη εμβληματική πολιτική στον πανεπιστημιακό χώρο. Ορισμένα «μεγάλα» Πανεπιστήμια, ανάμεσα στα οποία το Harvard και το Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας, έθεταν, ανάμεσα στα άλλα κριτήρια επιλογής, που δεν ήταν όλα «αξιοκρατικά»[10], και σε συνδυασμό και με τα αξιοκρατικά κριτήρια, ως πρόσθετο προσόν την προέλευση από τη Μαύρη και τη Λατινογενή (latino) κοινότητα/φυλή (race), με σκοπό την υποβοήθηση επιλογής φοιτητών από δυο κοινότητες που εκκινούσαν από δυσμενέστερη (κοινωνική) βάση. «Θετική» πολιτική, με βάση την υφιστάμενη κοινωνική πραγματικότητα, που δημιουργούσε φυσικά ένα είδος ανισότητας εις βάρος των προερχόμενων από τις θεωρούμενες ως πιο «ευνοημένες» κοινότητες/φυλές, καταρχάς και βασικώς των Λευκών, αλλά και των Ασιατικής καταγωγής υποψήφιων φοιτητών.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αντιμετώπισε, πριν βάλει την πρόσφατη ταφόπλακα, έξι φορές το ζήτημα της affirmative action στα πανεπιστήμια κι έξι φορές, όλο και στενεύοντας τις προϋποθέσεις της και με όλο και πιο ισχνή πλειοψηφία[11], τη θεώρησε συνταγματική. «Πατώντας» πάνω στο θεμέλιο λίθο για την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων στην εκπαίδευση, που είχε θέσει η ιστορική απόφαση Brown[12], τρεις είναι εν προκειμένω οι μεγάλοι σταθμοί:
- η απόφαση Bakke[13], στην οποία ο δικαστής Lewis Powell, στην προσπάθεια του να συγκροτηθεί πλειοψηφία υπέρ της διατήρησης της συγκεκριμένης πολιτικής, καθόρισε, και πέρασε στην τελική απόφαση, ως αποκλειστική βάση για τη συνταγματικότητα των «θετικών διακρίσεων» την έννοια της «πολυμορφίας» (diversity)[14]
- η απόφαση Grutter[15], με την οποία προστέθηκαν τρεις κρίσιμες προϋποθέσεις: πρώτον, το κριτήριο της θετικής διάκρισης να μην είναι αριθμητικό – άρα απαγορεύτηκε να «κρατείται» ορισμένος αριθμός θέσεων ειδικά για τους Μαύρους και τους Λατίνους φοιτητές· δεύτερον, το φυλετικό κριτήριο να συνυπολογίζεται, αλλά εντός μιας γενικότερης και ευέλικτης «ποιοτικής αξιολόγησης» (flexible qualitative evaluation)· και, τρίτον, και όπως αποδείχθηκε, καθοριστικότερον, η πολιτική θετικών διακρίσεων να μην είναι αιώνια, να έχει ένα τέλος μέσα στο χρόνο: η εισηγήτρια της πλειοψηφίας δικαστής O’ Connor έβαλε στην απόφαση την περίφημη φράση «θεωρούμε ότι σε 25 χρόνια η πολιτική των θετικών διακρίσεων δεν θα είναι απαραίτητη»[16]
- και η απόφαση, ή μάλλον οι δυο συνδεόμενες και ομώνυμες αποφάσεις Fisher[17], με τις οποίες προστέθηκε η επιταγή κάθε χρήση των θετικών διακρίσεων να περνά επιτυχώς τη δοκιμασία του «αυστηρού ελέγχου» (strict scrutiny test), δηλαδή να αποδεικνύεται, στα «μάτια» του δικαστηρίου, ότι τα μέτρα είναι όχι μόνο δικαιολογημένα αλλά λειτουργικά και εξυπηρετούν το συγκεκριμένο σκοπό για τον οποίο λήφθηκαν.
Και στις τρεις αποφάσεις, καθώς και στις δυο άλλες σχετικές με τις θετικές διακρίσεις στα πανεπιστήμια[18], το Ανώτατο Δικαστήριο καταφάσκει μεν, αλλά και σπέρνει και την αμφιβολία: η συνταγματική βάση, δηλαδή η 14η Τροπολογία του Αμερικανικού Συντάγματος[19], θέτει σε κίνηση μια «μάχη ισορροπίας» μεταξύ «πολυμορφίας» και «ισότητας», γι’ αυτό και τίθενται ολοένα και περισσότερες προϋποθέσεις για τη νόμιμη λειτουργία των θετικών διακρίσεων, ενώ η (ως το 2023) μειοψηφία σε όλες τις αποφάσεις προχωρά τα πιόνια της και ιδίως αυτά που θα αποδειχθούν (το 2023) πιο καθοριστικά: τον αποκλεισμό των Ασιατικής καταγωγής φοιτητών από τις θετικές διακρίσεις και τον περιορισμό της πολιτικής αυτής μέσα στο χρόνο. Η 25ετία που δήθεν είχε θέσει η απόφαση Grutter θα εξέπνεε το 2028. Piece of cake για την τραμπική υπερ-πλειοψηφία του Δικαστηρίου να φέρει το τέλος της πέντε χρόνια πιο νωρίς.
•
Η γραμμένη από το χέρι του Προέδρου Roberts γνώμη της πλειοψηφίας στην απόφαση Students for Fair Admission vs Harvard[20] εκμεταλλεύεται, σε ψύχραιμη γλώσσα και με αρκετή νομική πειστικότητα, τα επιχειρήματα που είχαν προβληθεί σε όλες τις προηγούμενες σχετικές υποθέσεις. Η μόνη μεγάλη διαφορά είναι ότι, με την αλλαγή σύνθεσης του Δικαστηρίου, ο συσχετισμός δυνάμεων έχει δραστικά αλλάξει και η ώρα της μεγάλης ρεβάνς έχει σημάνει.
Ο Roberts ερμηνεύει και σηματοδοτεί το συνταγματικό πλαίσιο και τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου υπό το φως μιας ισότητας – νοούμενης, στο πανεπιστημιακό πεδίο, ως πλήρους αξιοκρατίας, που δεν επιδέχεται «διορθώσεις», όπως αυτές που επιφέρουν οι θετικές διακρίσεις. Αντιμετωπίζει στενά την 14η Τροπολογία και θυμίζει ότι, μέσα από τις διαρκείς νομολογιακές επεξεργασίες του, το Ανώτατο Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η φυλή (race) δεν μπορεί να χρησιμοποιείται υπό αρνητική έννοια («όλοι οι μαύροι είναι κακοί» αλλά και «όλοι οι μαύροι βρίσκονται σε χειρότεροι θέση»), ούτε ως στερεότυπο («όλοι οι μαύροι είναι έτσι, άρα…»). Η «φυλή», ως κριτήριο για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο, λέει ο Roberts, δεν επιτρέπεται να αντιμετωπίζεται αυτοαναφορικά («race for race’s sake»), αλλά μόνο ως ένα ακόμα κριτήριο εντός του μοναδικού τελικά καθοριστικού παράγοντα, που είναι η αξία (merit) του κάθε φοιτητή.
Ο Πρόεδρος «διαβάζει» την απόφαση Bakke επίσης στενά, με μόνο αποτύπωμα τον περιορισμό της νόμιμης βάσης για θετικές διακρίσεις στην έννοια της «πολυμορφίας» (diversity). Κρατά από την απόφαση Grutter μόνο τον περιορισμό μέσα στο χρόνο, καθιστώντας την 25ετία αξεπέραστο χρονικό όριο και όχι ένδειξη/ευχή για πρόοδο, όπως στην πραγματικότητα ήταν. Θεωρεί ότι η αποτελεσματικότητα των μέτρων θετικής διάκρισης δεν υπήρξε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, «μετρήσιμη σε ικανοποιητικό βαθμό» (sufficiently measurable), όπως επέβαλε η απόφαση Edmonson, υπό την έννοια ότι το Δικαστήριο δεν είχε στη διάθεση του ικανά και κυρίως απτά στοιχεία, ώστε να αξιολογήσει τα ίδια τα μέτρα που έλαβαν τα Πανεπιστήμια του Χάρβαρντ και της Βόρειας Καρολίνας, καθώς και τους σκοπούς που επεδίωκαν.
Ως συμπέρασμα αυτών των επάλληλων σκέψεων, ο εκφραστής της άποψης της πλειοψηφίας καταλήγει ότι ο τρόπος και οι διαδικασίες με τις οποίες έπαιρναν θετικά υπέρ των Μαύρων και των Λατίνων φοιτητών μέτρα τα δυο Πανεπιστήμια στερούνταν «εστιασμένων και μετρήσιμων σκοπών» (focused and measurable objections), χρησιμοποιούσαν το φυλετικό κριτήριο «με τρόπο αρνητικό και στερεοτυπικό» (race negative and stereotyped) και δεν είχαν ένα «συγκεκριμένο τερματικό σημείο» (meaningful end point), έτσι ώστε τελικά να μην «μπορούν να συμφιλιωθούν με τις εγγυήσεις εκ της 14ης Τροπολογίας». Άρα οι έτσι επιδιωκόμενες θετικές διακρίσεις ήταν αντισυνταγματικές.
Ο Δικαστής Thomas, στην ακόμα εκτενέστερη υποστηρικτική της πλειοψηφίας γνώμη του, προσέδωσε ιδεολογικό – έως ιδεοληπτικό – υπόβαθρο στη νομική επιχειρηματολογία: η 14η Τροπολογία δήθεν θέλει τον νόμο σε κατάσταση μόνιμης «αχρωματοψίας» (colorblind, με το χρώμα να αναφέρεται βέβαια στο δέρμα των ανθρώπων)’ η έννοια της πολυμορφίας ανήκει στο χώρο της «αισθητικής» και όχι της νομικής επιστήμης΄ οι θετικές διακρίσεις στα πανεπιστήμια δεν είχαν ως αποτέλεσμα να αυξήσουν τον αριθμό των Μαύρων φοιτητών στα πανεπιστήμια[21]’ αντίθετα, είχαν ως αποτέλεσμα να αυξήσουν και να ισχυροποιήσουν (spread and assert) τις διακρίσεις, αφού κατέστησαν φανερό ότι οι διακρίσεις είχαν ως βάση (σε μια, κατά τον ίδιο, κοινωνία αχρωματοψίας) το χρώμα του δέρματος.
Απέναντι σε αυτό το μίγμα νομικών επιχειρημάτων κατ’ επιλογήν (cherry picking) και ανοιχτά εκφραζόμενης κακής πίστης, οι τρεις δικαστές – γυναίκες και οι τρεις – που υποστήριξαν τη διατήρηση της πολιτικής θετικών διακρίσεων δεν στερούνταν επιχειρημάτων – ισχύος να κλονίσουν το μπετόν αρμέ της άλλης πλευράς στερούνταν. Η δικαστής Sotomayor, με πιο νομικό και εξαιρετικά αναλυτικό τρόπο, ανέλυσε τη σημασία που θα έπρεπε να (συνεχίσει να) παίζει το επί τριάντα χρόνια ισχύον νομολογιακό δεδομένο να γίνεται αποδεκτή, υπό όρους και προϋποθέσεις, η πολιτική των θετικών διακρίσεων για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια, δεδομένο που, με τη σειρά του, δημιούργησε προσδοκία σε εκατομμύρια Αμερικανούς και λειτούργησε θετικά στην πράξη, τόσο για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση όσο και για την αμερικανική κοινωνία. Ανέδειξε το – αντικειμενικό – γεγονός ότι «το φυλετικό κριτήριο ακόμα μετράει» (“race still a factor”) και ότι η άρνηση αυτού του γεγονότος, όπως έκανε η πλειοψηφία και με τρόπο εμβληματικό το ισχυρό της πρόσωπο, ο δικαστής Thomas, ισοδυναμεί με επιβολή «μιας συγκεκριμένης μορφής ενός συνταγματικού δικαιώματος εκ μέρους της πλειοψηφίας», δηλαδή, με όρους ευρωπαϊκού συνταγματισμού, μετατρέπει τον έλεγχο συνταγματικότητας σε «κυβέρνηση δικαστών».
Η Sotomayor έβαλε επίσης το δήθεν όριο των 25 ετών στις ορθές του διαστάσεις: το ότι το 1988 το Δικαστήριο είχε εκφράσει την ελπίδα σε 25 χρόνια να έχουν μειωθεί σε τέτοιο βαθμό οι διακρίσεις ώστε να μη χρειάζεται η συγκεκριμένη πολιτική κατά των διακρίσεων, δεν σημαίνει ούτε ότι, αναγκαστικά, το 2023 θα συνέβαινε ή εν τοις πράγμασι συνέβη αυτό, ούτε ότι η 25ετία, ή οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία, συνιστούσε δεσμευτική προθεσμία μετά την οποία μια τέτοια πολιτική καθίστατο αυτομάτως παράνομη, πόσο μάλλον αντισυνταγματική. Διατύπωσε τέλος το αυτονόητο: η αδιαφορία έναντι του φυλετικού κριτηρίου, και των βάσει αυτού διακρίσεων, έχει ως λογικό και νομικό αποτέλεσμα να βαθαίνει την ανισότητα λόγω φυλής (entrenches racial inequality). Επομένως αυτή – η αδιαφορία, υπό μορφή όχι πλέον «αχρωματοψίας» αλλά αυτοτύφλωσης[22], και όχι η προσπάθεια να μειωθούν οι διακρίσεις, είναι, υπό το φως της 14ης Τροπολογίας, αντισυνταγματική.
Η πινελιά που πρόσθεσε η δικαστής Jackson, η πιο νέα σε ηλικία, πιο πρόσφατη στο δικαστήριο και μόνη επιλογή του Προέδρου Μπάιντεν[23], έχει περισσότερο ιστορική παρά νομική διάσταση. Το λέει άλλωστε και η ίδια στο κεντρικό σημείο της γνώμης της: «History speaks». Και: «Μια σελίδα Ιστορίας αξίζει όσο ένας τόμος λογικής»[24]. «Γράφω», γράφει η δικαστής Jackson, «για να εξηγήσω τα οικουμενικά πλεονεκτήματα (universal benefits) από τον συνυπολογισμό της φυλετικής διάστασης» στο πεδίο της εισαγωγής στο πανεπιστήμιο, αντίθετα από ό,τι υποστήριξε η πλειοψηφία. Στο βαθμό που τα Πανεπιστήμια, εισάγοντας, εντός μιας «ολιστικής διαδικασίας επιλογής»[25], μια «θετική προϋπόθεση» με βάση τη φυλή, δεν κάνουν άλλο παρά να «αναγνωρίζουν» την κοινωνική πραγματικότητα της διατήρησης των διακρίσεων εις βάρος των Μαύρων και των Λατινογενών πολιτών, λειτουργούν υπέρ και όχι κατά της δημοκρατίας, υπέρ και όχι κατά της εγγυημένης από το Σύνταγμα ισότητας, υπέρ και όχι κατά του κοινωνικού συνόλου[26].
Με μια σαφώς πολεμική αλλά απολύτως ευθύβολη διατύπωση, η δικαστής Jackson αναποδογυρίζει το βασικό επιχείρημα της πλειοψηφίας: η «αχρωματοψία για όλους», εφόσον παραμερίζει, στη νομική κρίση, την πραγματικότητα της ζωής (δηλαδή τη διατήρηση των διακρίσεων), δεν αποτελεί παρά «ηθελημένη και αριστοκρατικής λογικής άγνοια» («let-them-eat-cake obliviousness»). Κι «απαντά» έτσι στο δικαστή Thomas: «αυτοί που επιμένουν να αγνοούν την εμφανή πραγματικότητα (των διακρίσεων), εμποδίζουν τους θεσμούς μας από το να αντιμετωπίσουν το πραγματικό πρόβλημα και την πραγματική επιρροή του «κοινωνικού ρατσισμού» και του «κυβερνητικά εκπορευόμενου ρατσισμού» (που, σε άλλη απόφαση, είχε διαπιστώσει ο ίδιος ο δικαστής Thomas) κι έτσι «θέτουν προσκόμματα στη συλλογική πρόοδο προς μια κοινωνία στην οποία η φυλή δεν θα έχει πράγματι σημασία».
Στο βαθμό που ο αγώνας συνεχίζεται και δεν έχει ολοκληρωθεί[27], η πολιτική κατά των διακρίσεων για την είσοδο στα πανεπιστήμια έχει ένα όχι απλώς νόμιμο και συνταγματικό αλλά αναγκαίο αποτέλεσμα: τη «διατήρηση της ελευθερίας». Και αυτό δεν είναι κάτι θεωρητικό, αφού το έχει πει, έτσι ακριβώς, το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο[28].
•
Δεν χρειάζονται πολλά συμπερασματικά λόγια. Η νέα πλειοψηφία του Ανωτάτου Δικαστηρίου προχωρά στην υλοποίηση της ατζέντας για την οποία συγκροτήθηκε. Στην περίπτωση της affirmative action καταλύει μια πολιτική πολλών δεκαετιών, που μόνο καλό στην αμερικανική εκπαίδευση και την αμερικανική κοινωνία έχει κάνει, και που συνεχίζει να την υποστηρίζει πάνω από το 60% του αμερικανικού πληθυσμού[29]. Το νομικό επιχείρημα ότι «κάποια στιγμή πρέπει να έρθει η ώρα που θα μετράει μόνο η αξία και όχι το χρώμα του δέρματος» ακούγεται σχετικά πειστικό, αλλά παύει να είναι από τη στιγμή που οι διακρίσεις συνεχίζονται και που η κατάργηση της πολιτικής των θετικών διακρίσεων θα χειροτερέψει και δεν θα βελτιώσει την ισότητα που εγγυάται το αμερικανικό Σύνταγμα και για την οποία υποτίθεται ότι κόπτονται οι υπερσυντηρητικοί δικαστές. Ακόμα και αυτοί οι εν διατεταγμένη υπηρεσία δικαστές δείχνουν να το αντιλαμβάνονται. Χωμένη κάπου στο τέλος της γνώμης της πλειοψηφίας ξεφυτρώνει από την πένα του προέδρου Roberts η φράση: «Τίποτα σε αυτήν την απόφαση δεν πρέπει να θεωρείται ότι απαγορεύει στα πανεπιστήμια να συνυπολογίζουν σε μια αίτηση εισαγωγής το πώς η φυλή στην οποία ανήκει ο υποψήφιος φοιτητής επηρεάζει τη ζωή του». Δηλαδή, σωστή ήταν η πολιτική των θετικών διακρίσεων, απλώς είχαμε υποσχεθεί ότι θα την καταργούσαμε.
Εντύπωση προκαλεί και κάτι που δεν λέγεται ευθέως στις γνώμες των διαφωνούντων δικαστών, αλλά έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη δήθεν υπέρ της ελευθερίας ιδεολογία της πλειοψηφίας: πού είναι άραγε η ελευθερία των πανεπιστημίων, του κάθε πανεπιστημίου, να επιλέγει εκείνο, με τον τρόπο που αυτό νομίζει πιο ταιριαστό με τη «φιλοσοφία» και τις επιδιώξεις του, το πρόγραμμα, τους ακαδημαϊκούς στόχους και την πολιτική προσέλκυσης φοιτητών; Είναι άραγε αντισυνταγματική και αυτή η ελευθερία, στο όνομα της εξομοίωσης προς τα κάτω, ή της προσαρμογής στο πνεύμα του 1789, τότε που γράφηκε το αμερικανικό Σύνταγμα; Και μήπως είναι απλώς ειρωνικό, ή κάτι άλλο –εγώ θα το χαρακτήριζα βαθιά αντιδραστικό – ότι η 14η Τροπολογία, η οποία χρησιμοποιείται σήμερα για την περιστολή ενός μέτρου που στόχευε στη μείωση των ανισοτήτων λόγω χρώματος δέρματος, εγκαθιδρύθηκε, το 1868, για να προσδώσει το δικαίωμα της ιθαγένειας στους «έγχρωμους» πρώην σκλάβους;
Αλλά, όπως είπαμε και στο σημείωμα για μια άλλη πρόσφατη οπισθοδρομική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, «η πραγματικότητα είναι ότι άλλαξε η ισορροπία δυνάμεων εντός του Δικαστηρίου και αντί το βάρος να δίνεται, όπως αρμόζει, στο συνταγματικώς ζητούμενο, δηλαδή στην αναγνώριση ενός δικαιώματος, δίνεται στο πολιτικώς επιδιωκόμενο, δηλαδή στον περιορισμό του δικαιώματος»[30]. Κι έπεται συνέχεια – και στο ξήλωμα των δικαιωμάτων και στον αγώνα για τη σωτηρία τους[31].
Κώστας Μποτόπουλος
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου, πρ. Ευρωβουλευτής και Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς
Υποσημειώσεις:
[1] Τρεις τουλάχιστον, οι δικαστές Thomas, Alito και Cavanaugh, έχουν κατηγορηθεί επισήμως για λήψη μη αποδεκτών δώρων και προνομίων – όμως οι δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ισόβιοι, αμετακίνητοι και χαίρουν πλήρους ασυλίας.
[2] Students for Fair Admission vs Harvard (& North Carolina).
[3] Biden vs Nebraska (& Arkansas, Iowa, Kansas, Missouri, South Carolina). Σύμφωνα με την απόφαση, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ δεν επιτρεπόταν να χαρίσει το χρέος των φοιτητών, παρότι ο νόμος (Heroes Act του 2003, που περιλαμβάνεται στη σχετιζόμενη με το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου νομοθεσία) έδινε αυτό το δικαίωμα στην εκτελεστική εξουσία, γιατί αυτό θα δημιουργούσε οικονομικό πρόβλημα σε εκείνους που έδωσαν τα δάνεια.
[4] 303 Creative vs Elenis. Σύμφωνα με την απόφαση, δεν είναι αντισυνταγματική η επιλογή επιχειρηματία -στη συγκεκριμένη περίπτωση μιας πιστής Καθολικής σχεδιάστριας ιστοσελίδων- να μη δεχτεί να προσφέρει υπηρεσίες σε ζευγάρια ομοφυλόφιλων.
[5] Διορίζοντας τους υπερ-συντηρητικούς δικαστές Gorsuch, Cavanaugh, Barrett, οι οποίοι, προστιθέμενοι στους προϋπάρχοντες και εξίσου συντηρητικούς Alito και Thomas, και με τη συμπαράσταση του λίγου πιο «κεντρώου» αλλά σταθερά συντηρητικού Προέδρου του Δικαστηρίου Roberts, έχουν δημιουργήσει μια πλειοψηφία μπετόν-αρμέ, αποφασισμένη να επιβάλει την προαναγγελθείσα ατζέντα της για συντηρητική παλινόρθωση του αμερικανικού δικαιοκρατικού συστήματος.
[6] Allen vs Milligan.
[7] Moore vs Harper.
[8] Βλ. τη μονογραφία-παραδόσεις μαθημάτων του Ε. Βενιζέλου, «Δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων και ερμηνεία του Συντάγματος», εκδ. Σάκκουλα 2022, ιδίως το κεφάλαιο «Η σχέση της ευρωπαϊκής και της αμερικανικής αντίληψης και ορολογίας ως προς την ερμηνεία του Συντάγματος», σελ. 36-38.
[9] Σειρά νόμων που επέτρεπαν στις Πολιτείες να προβαίνουν σε δυσμενείς διακρίσεις εις βάρος του Μαύρου πληθυσμού. Η «κυριαρχία της ανώτερης (δηλαδή της Λευκής) φυλής» νομολογιακά στηριζόταν, ως την απόφαση Brown, στην απόφαση Plessy vs Fergusson του Ανωτάτου Δικαστηρίου (1896).
[10] Κρίσιμη θέση έχουν τα λεγόμενα κριτήρια «ALDC», από τα αρχικά των λέξεων «athletes» (αθλητές) «legacies» (πρόσωπα σχετιζόμενα με τις σχολές), «donors» (χορηγοί), «children» (παιδιά αποφοίτων).
[11] Όλες οι αποφάσεις που θα αναφερθούν αμέσως παρακάτω λήφθηκαν με πλειοψηφία 5-4.
[12] Brown vs Board of Education, 1954
[13] Regents of University of California vs Bakke, 1978
[14] Νοούμενης και ως «φυλετικής πολυμορφίας», στο πλαίσιο ενός «διανοητικά πλουσιότερου εκπαιδευτικού περιβάλλοντος» (intellectually richer educational environment), που θα ωφελούσε ολόκληρη την πανεπιστημιακή κοινότητα.
[15] Grutter vs Bollinger, 2003
[16] Στην πραγματικότητα, η φράση ήταν του υπερσυντηρητικού, και διαφωνούντος, και τότε και τώρα, με την πολιτική θετικών διακρίσεων, δικαστή Thomas, και πέρασε, σχεδόν ασυνείδητα εκ μέρους της Εισηγήτριας, στην τελική απόφαση. Βλ. Jeannie Suk Gersen, «What Justice John Paul Stevens’ Papers Reveal about Affirmative Action», στο New Yorker, 20-7-2023.
[17] Fisher vs Texas I (2013) και II (2016).
[18] Edmonson vs Leesville Concrete, 1991, SFFA vs Harvard, 2018.
[19] Σύμφωνα με την οποία «καμία Πολιτεία δεν μπορεί να αφαιρέσει από κανένα πρόσωπο την ίση έναντι του νόμου προστασία» (equal protection of the law).
[20] Διαθέσιμη, στο πρωτότυπο, στο διαδίκτυο, η απόφαση έχει συνολική έκταση 237 σελίδων και περιέχει, εκτός από την περίληψη της απόφασης και τη γνώμη της πλειοψηφίας, γραμμένη από τον πρόεδρο Roberts (48 σελίδες), γνώμες υπέρ από τους δικαστές Thomas (58 σελίδες), Gorsuch (25 σελίδες) και Cavanaugh (8 σελίδες) και κατά από τις δικαστές Sotomayor (69 σελίδες) και Jackson (29 σελίδες).
[21] Ο ίδιος ο δικαστής Thomas, όπως και όλοι οι υπόλοιποι Μαύροι δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Sotomayor και Jackson) είχαν φοιτήσει χάρις (και) στην affirmative action –όπως θύμισε η δικαστής Sotomayor στη δική της γνώμη που αποτελεί μέρος της απόφασης.
[22] Οι συγκεκριμένοι χαρακτηρισμοί ανήκουν σε εμένα και όχι στη δικαστή Sotomayor.
[23] Αλλά σε αντικατάσταση «φιλελεύθερου» δικαστή, έτσι ώστε να μην αλλάζει η ισορροπία συντηρητικών-φιλελεύθερων στο Ανώτατο Δικαστήριο. Εξ αυτού του λόγου, και λόγω του ξεκάθαρα ιδεολογικού προσήμου των πρόσφατων αποφάσεων του δικαστηρίου, πολλές, και μεταξύ τους πολλές σοβαρές, φωνές έχουν σηκωθεί στις ΗΠΑ ζητώντας προσθήκη δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο, μέσω νομοθετικής διάταξης, ώστε να αλλάξει αυτός ο αξεπέραστος συσχετισμός δυνάμεων. Προς τιμήν του, κατά τη γνώμη μου – οι θεσμοί δεν πρέπει να αλλάζουν βάσει συγκυρίας, ακόμα και αν η συγκυρία είναι συνθλιπτική – ο Πρόεδρος Μπάιντεν έχει αντισταθεί σε αυτόν τον πειρασμό.
[24] Όπως είχε πει το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο, σε άλλες εποχές, στην υπόθεση New York Trust vs Eisner (1921).
[25] Για μια ακόμα φορά: είναι κρίσιμο ότι το φυλετικό κριτήριο είναι ένα ανάμεσα σε πολλά, και όχι το μόνο, ούτε καν το πιο καθοριστικό για την επιλογή των φοιτητών, καθώς και το ότι υπάρχουν, πλην του φυλετικού, και άλλα «μη αξιοκρατικά» κριτήρια (παιδιά δωρητών, παλαιών φοιτητών, αθλητές κλπ), που ουδείς διανοήθηκε να θεωρήσει αντισυνταγματικά.
[26] Ως Αμερικανίδα που είναι, ασχέτως των νομικών και ιδεολογικών της θέσεων, η δικαστής Jackson προσθέτει: «υπέρ και της ευρύτερης οικονομίας ακόμη».
[27] Το αντίθετο θα μπορούσε να υποστηριχθεί με στοιχεία και παραδείγματα: σήμερα στις ΗΠΑ, ιδίως αλλά όχι αποκλειστικά λόγω της «εμπειρίας Τραμπ», οι διακρίσεις είναι πολύ πιο έντονες από ό,τι σε προηγούμενες δεκαετίες.
[28] Η δικαστής Jackson αναφέρει την υπόθεση Jones vs Alfred H. Meyer Co του 1968, αλλά υπάρχουν και πολλές άλλες σε αυτή την κατεύθυνση.
[29] Nicholas Lemann, “Can affirmative Action Survive?”, στο New Yorker, 26-7-2023. Το πλειοψηφικό κριτήριο δεν είναι βεβαίως νομικά δεσμευτικό, όμως οι δικαστές που συγκροτούν την πλειοψηφία είναι κείνοι που επιμένουν να ααπιτούν «μετρήσιμους» και «απτούς» όρους, όπου βοηθούν την επιχειρηματολογία τους.
[30] Κ. Μποτόπουλου, «Πλειοψηφία ή ελευθερία. Το ζήτημα των αμβλώσεων κατά το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ», στο Syntagma Watch, 19-5-2022.
[31] Rebecca Solnit, “The US Supreme Court has dismantled our rights but we still believe in them. Now we must fight”, στη Guardian, 2-7-2023.