Η έννοια της φέρουσας ικανότητας αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία στην περιβαλλοντική διακυβέρνηση και ειδικότερα στις διαδικασίες περιβαλλοντικής αδειοδότησης έργων και δραστηριοτήτων. Ως φέρουσα ικανότητα ορίζεται το όριο των επιπτώσεων που μπορεί να αντέξει ένα οικοσύστημα, μια περιοχή ή μια κοινότητα χωρίς να διακυβεύεται η λειτουργία, η σταθερότητα ή η βιωσιμότητά τους. Πρόκειται για έναν καθοριστικό παράγοντα που δύναται να επηρεάσει άμεσα τη βιώσιμη ανάπτυξη, καθώς αποτελεί το σημείο αναφοράς για την ισορροπία ανάμεσα στην ανάπτυξη και την προστασία του περιβάλλοντος.
Η ενσωμάτωση της φέρουσας ικανότητας ως σταθμιστικό κριτήριο στις διαδικασίες περιβαλλοντικής αδειοδότησης αντικατοπτρίζει την ανάγκη για μια πιο ολιστική προσέγγιση στη διαχείριση περιβαλλοντικών πόρων. Έργα που ενδέχεται να επηρεάσουν τη φυσική ή κοινωνική δομή μιας περιοχής, όπως βιομηχανικές εγκαταστάσεις, τουριστικές αναπτύξεις ή υποδομές ενέργειας, οφείλουν να αξιολογούνται με βάση το κατά πόσο μπορούν να συνυπάρξουν με τα οικοσυστήματα και τις κοινωνικές δομές που τα περιβάλλουν. Η χρήση της φέρουσας ικανότητας ως κριτήριο διασφαλίζει ότι η ανάπτυξη δεν υπερβαίνει τα όρια του περιβάλλοντος, προστατεύοντας παράλληλα τις ευάλωτες περιοχές και διατηρώντας την οικολογική ισορροπία.
Ωστόσο, η εφαρμογή της φέρουσας ικανότητας στην περιβαλλοντική αδειοδότηση παρουσιάζει σημαντικές προκλήσεις. Η ποσοτικοποίηση των περιβαλλοντικών ορίων είναι ένα σύνθετο ζήτημα, καθώς απαιτεί τη συλλογή εκτενών επιστημονικών δεδομένων και τη χρήση εξειδικευμένων εργαλείων ανάλυσης. Επιπλέον, η δυναμική φύση των οικοσυστημάτων καθιστά δύσκολη τη στατική αποτύπωση της φέρουσας ικανότητας, καθώς αυτή μπορεί να μεταβάλλεται λόγω φυσικών διεργασιών ή ανθρωπογενών πιέσεων. Η διαμόρφωση ενός σαφούς θεσμικού πλαισίου για τη μέτρηση και αξιολόγηση της φέρουσας ικανότητας είναι κρίσιμη για την αποτελεσματική ενσωμάτωσή της στις διαδικασίες αδειοδότησης.
Πέρα από την τεχνική διάσταση, η ένταξη της φέρουσας ικανότητας στις διαδικασίες αδειοδότησης έχει και μια βαθύτερη πολιτική και ηθική διάσταση. Η φέρουσα ικανότητα λειτουργεί ως εργαλείο που προωθεί την αρχή της περιβαλλοντικής δικαιοσύνης, εξασφαλίζοντας ότι οι αποφάσεις για την ανάπτυξη λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες και τα όρια τόσο του περιβάλλοντος όσο και των τοπικών κοινωνιών. Επιπλέον, ενισχύει τη συμμετοχικότητα, καθώς οι τοπικές κοινότητες μπορούν να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο στην εκτίμηση της φέρουσας ικανότητας της περιοχής τους και στη διαμόρφωση των όρων ανάπτυξης.
Η αξιοποίηση της φέρουσας ικανότητας ως σταθμιστικού κριτηρίου στην περιβαλλοντική αδειοδότηση αποτελεί μια καίρια ευκαιρία για τη θεμελίωση ενός πιο βιώσιμου και δίκαιου μοντέλου ανάπτυξης. Προϋποθέτει όμως τη συστηματική ενίσχυση της επιστημονικής έρευνας, την υιοθέτηση καινοτόμων εργαλείων αξιολόγησης, καθώς και τη διαμόρφωση ενός συμμετοχικού θεσμικού πλαισίου που να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες περιβαλλοντικές προκλήσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η φέρουσα ικανότητα μπορεί να λειτουργήσει ως ένας ουσιαστικός πυλώνας που θα γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στις αναπτυξιακές ανάγκες και την προστασία του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος.
Παναγιώτης Γαλάνης
Δικηγόρος Περιβαλλοντικού – Πολεοδομικού Δικαίου, Διδάκτωρ και Μεταδιδάκτωρ Νομικής ΕΚΠΑ