Η δημόσια κριτική σε δικαστικές αποφάσεις ή ενέργειες δεν είναι απλώς θεμιτή, είναι επιβεβλημένη. Δεν είναι μόνον θεμελιώδης απόρροια της ελευθερίας του λόγου, αλλά και απαραίτητο στοιχείο της δημοκρατικής λειτουργίας.
Η Δικαιοσύνη δεν εξαιρείται του δημοκρατικού ελέγχου και της λογοδοσίας. Και οι κρίνοντες κρίνονται. Η κριτική ασκείται είτε σε επιστημονικό επίπεδο με συγκροτημένα επιχειρήματα (μέσα από τις σελίδες του νομικού Τύπου ή σε επιστημονικά συνέδρια), είτε στη δημόσια σφαίρα, ιδίως όταν πρόκειται για υποθέσεις δημοσίου ενδιαφέροντος. Κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα άσκησης κριτικής. Όσο ενδεδειγμένη και αν είναι η ευπρέπεια, το όριο εδώ δεν είναι η τυχόν οξύτητα των εκφερόμενων αξιολογικών κρίσεων, αλλά προεχόντως η συκοφαντική δυσφήμηση δικαστικών λειτουργών, η οποία σαφώς και είναι ανεπίτρεπτη.
Ασφαλώς, η κριτική δεν αναιρεί τον εν γένει σεβασμό που οφείλεται στις δικαστικές αποφάσεις με την έννοια της υποχρέωσης συμμόρφωσης σ’ αυτές. Σεβασμός, όμως, με την έννοια ενός εν λευκώ προληπτικού σιωπητηρίου για όλες τις δικαστικές κρίσεις προφανώς και δεν υπάρχει και είναι δημοκρατική επιταγή να μην υπάρχει.
Κριτική σε δικαστικές αποφάσεις ή ενέργειες μπορούν να ασκούν κατ’ αρχήν και πολιτικά πρόσωπα ή κόμματα. Θυμίζω, μάλιστα, ότι αυτό δεν συμβαίνει μόνον σήμερα με την παρούσα αντιπολίτευση, αλλά συνέβαινε και στο παρελθόν: λ.χ. σημερινοί Υπουργοί αλλά και ο νυν Πρωθυπουργός, από τη θέση της αντιπολίτευσης, έχουν ασκήσει δριμεία κριτική στη Δικαιοσύνη.
Περιορισμοί στην κριτική, πάντως, τίθενται για τους φορείς της κυβερνητικής-εκτελεστικής εξουσίας, οι οποίοι δεν επιτρέπεται να παρεμβαίνουν σε εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις και ιδίως να παραβιάζουν το τεκμήριο αθωότητας των κατηγορουμένων.
Τίθεται, όμως, και ένα περαιτέρω κρίσιμο ερώτημα: Στην κριτική που δέχεται η Δικαιοσύνη μπορεί να απαντά; Μπορεί η ηγεσία της Δικαιοσύνης να μπαίνει σε διάλογο με πολίτες ή να τους απευθύνει αυστηρές συστάσεις; Η απάντηση είναι αρνητική: οι δικαστές μιλάνε κυρίως με τις αποφάσεις τους (Στ.Τσακυράκης). Μπορούν δε να ενημερώνουν την κοινή γνώμη για κρίσιμες αποφάσεις ή να παρέχουν διευκρινίσεις επί νομικών ζητημάτων της επικαιρότητας, αλλά καλό είναι αυτό να γίνεται μέσω των εκπροσώπων Τύπου που διαθέτουν πλέον τα Ανώτατα Δικαστήρια μας. Με την έγκυρη αυτή ενημέρωση μπορούν να αποφευχθούν φαινόμενα παραπληροφόρησης.
Η σοβαρή θεσμική κρίση που διέρχεται σήμερα η χώρα είναι προϊούσα, σωρευτική και πολυεπίπεδη. Αφορά δε και στη Δικαιοσύνη, έναντι της οποίας καταγράφεται έντονη δυσπιστία των πολιτών. Αναμφίβολα, η πλειονότητα των δικαστών μας είναι άξιοι λειτουργοί, που συχνά επιτελούν το έργο τους υπό αντίξοες συνθήκες. Ωστόσο, οι μεγάλες καθυστερήσεις στην έκδοση των αποφάσεων προκαλούν γενικευμένη δυσαρέσκεια. Επιπλέον, διάφορες εξελίξεις σε σοβαρές υποθέσεις δημοσίου ενδιαφέροντος, οι οποίες δίνουν και τον τόνο στη δημόσια σφαίρα, προβληματίζουν εντόνως –και ευλόγως– την κοινή γνώμη: ποινικές απαλλαγές λόγω παραγραφής αδικημάτων σε δίκες με πολυετή διάρκεια, αιφνίδιες αφαιρέσεις δικογραφιών από εισαγγελείς με άνωθεν δικαστική εντολή, αρχειοθετήσεις υποθέσεων με αιτιολογίες που αντιβαίνουν προδήλως στην κοινή λογική κ.ά. Ενίοτε δημιουργείται η εντύπωση ύπαρξης στενής διεπαφής μεταξύ Δικαιοσύνης και κυβερνητικής εξουσίας.
Όλως χαρακτηριστική είναι η υπόθεση των παράνομων παρακολουθήσεων, γύρω από την οποία απλώθηκε ένα φάσμα ανέλεγκτου, δυνάμει επιμέρους αποφάνσεων της Δικαιοσύνης. Αυτά δεν περνούν απαρατήρητα από τους πολίτες. Όπως επίσης, από την άλλη πλευρά, απαρατήρητη δεν μπορεί να περνά η άρνηση της κυβέρνησης να συμμορφωθεί (βλ. άρθ. 95 § 5 Συντ.) με τη θαρραλέα απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ (465/2024) που αποκατέστησε τη δυνατότητα ενημέρωσης του προσώπου που είχε τεθεί υπό παρακολούθηση για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Την ομαλή δημοκρατική λειτουργία δεν υποσκάπτουν μόνον οι διάφοροι πολιτικοί τυμβωρύχοι και ο τοξικός πολιτικός τους λόγος –που συχνά συνοδεύεται από παραπληροφόρηση–, αλλά και η απαξία που επιδεικνύει συστηματικά η κυβέρνηση προς βασικούς θεσμούς ενός κράτους δικαίου (όπως λ.χ. προς τις Ανεξάρτητες Αρχές). Η κυβέρνηση, μάλιστα, φέρει εδώ την πρωταρχική ευθύνη. Η δε Δικαιοσύνη είναι εκείνη που πρέπει να ορθώνει τείχος στις κυβερνητικές αυθαιρεσίες. Έτσι, ανακτά την εμπιστοσύνη των πολιτών αλλά και προστατεύει τη Δημοκρατία.
Αντώνης Γ. Καραμπατζός
Καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ
Πηγή: Αναδημοσίευση από Το Βήμα της Κυριακής 23.2.25, σ. 29.