Α. Η πορεία προς τη νομική αναγνώριση και οι αντιδράσεις του νομικού κόσμου
Από τις αρχές του 21ου αιώνα, η πίεση που άσκησαν οι διαμαρτυρίες ενάντια στις
γυναικοκτονίες ανάγκασαν τις αρχές να ερευνήσουν τις εξαφανίσεις χιλιάδων γυναικών, οι
οποίες έως τότε διενεργούνταν από τους ίδιους τους συγγενείς των γυναικών. Χρειάστηκαν
δέκα περίπου χρόνια από τις πρώτες διαμαρτυρίες ενάντια στις γυναικοκτονίες έως ότου το
αίτημα της νομικής αναγνώρισης της “δολοφονίας γυναικών επειδή ακριβώς είναι γυναίκες”,
κατά τον ορισμό του όρου που έχει επικρατήσει, να μετουσιωθεί στις πρώτες σχετικές
νομοθετικές πρωτοβουλίες.
Έτσι, από το 2007 κι έπειτα, στις περισσότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής ξεκίνησαν
διαδικασίες μετασχηματισμού του θεωρητικού και πολιτικού εργαλείου της γυναικοκτονίας
(femicidio/feminicidio) σε νομικό όρο. Η πορεία αυτή παρουσιάζει διαφοροποιήσεις κα
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε κάθε μία από τις 18 χώρες της Κεντρικής και Λατινικής Αμερικής, που
έχουν εντάξει τη γυναικοκτονία στο νομικό τους σύστημα.
Φυσικά, αυτό δεν έγινε χωρίς αντιδράσεις. Στον χώρο της νομικής σκέψης προέκυψε έντονος
διάλογος σχετικά με την πολιτική και νομική αναγκαιότητα της τυποποίησης της
γυναικοκτονίας, ως ιδιαίτερου και διακριτού εγκλήματος. Για πολλούς, η γυναικοκτονία δεν
είναι κάτι παραπάνω από μία ανθρωποκτονία, η οποία τιμωρείται ήδη πολύ αυστηρά σε όλα
τα νομικά συστήματα. Δεν υπάρχει, επομένως, καμία κοινωνικοπολιτική και εγκληματολογική
αναγκαιότητα για την ένταξη ενός νέου όρου, αφού η ζωή των γυναικών, όπως και όλων των
υπολοίπων, προστατεύεται ήδη. Υποστηρίζεται, επίσης, πως η δημιουργία ενός αυτοτελούς
και διακριτού εγκλήματος επικεντρωμένου στη ζωή των γυναικών αποτελεί διάκριση εις βάρος
των ανδρών, παραβιάζει, επομένως, την αρχή της ισότητας και της απαγόρευσης των
διακρίσεων αλλά και το τεκμήριο αθωότητας στις περιπτώσεις που ο νόμος ορίζει ρητά το
φύλο του δράστη ως αρσενικό. Εστιάζουν, επίσης, στη θυματοποίηση των γυναικών και την
αναπαραγωγή των κοινωνικών στερεοτύπων για την ανάγκη προστασίας τους. Μια πιο
συμβιβαστική λογική προκρίνει τη δημιουργία μιας γενικής επιβαρυντικής περίστασης, η
οποία να καλύπτει όλες τις περιπτώσεις διακρίσεων λόγω φύλου που οδήγησαν σε
ανθρωποκτονία.
Στον αντίποδα, υποστηρίζεται πως το έννομο αγαθό που προστατεύει ο υπερεθνικός
νομοθέτης στη Σύμβαση Belem do Para (Inter-American Convention on the Prevention,
Punishment, and Eradication of Violence against Women) δεν είναι αποκλειστικά η ζωή αλλά
και το δικαίωμα των γυναικών να απολαμβάνουν μίας ζωή χωρίς διακρίσεις λόγω φύλου και
χωρίς βία, τα οποία επηρεάζουν συνολικά τη ζωή και τις αποφάσεις τους. Πρόκειται, δηλαδή,
για ένα αδίκημα που προσβάλει περισσότερα του ενός έννομα αγαθά (έγκλημα pluriofensivo,
όπως έχει επικρατήσει στη νομολογία και θεωρία). Επομένως, ήδη αναδεικνύεται μια βασική
διαφορά από τη βασική ανθρωποκτονία και η νομικοπολιτική βάση της ανάγκης ύπαρξης
διακριτού αδικήματος. Επίσης, όπως διατυπώνεται, οι έως τότε νόμοι αντιμετώπισης της ενδοοικογενειακής βίας που θέσπισαν οι χώρες της Λατινικής Αμερικής, δεν κατάφεραν να προστατεύσουν τις γυναίκες της
περιοχής. Αλλά ούτε και οι επιβαρυντικές περιστάσεις που προβλέπονταν ήδη στην
ανθρωποκτονία μπορούσαν να πετύχουν αυτόν τον σκοπό, καθώς περιορίζουν το πεδίο
εφαρμογής στην ανθρωποκτονία εντός του ενδοοικογενειακού πλαισίου, αφήνοντας εκτός της
εμβέλειας του νόμου τις περιπτώσεις που δεν υπήρχε οικογενειακή σχέση, είτε επρόκειτο για
άγνωστο δράστη είτε για ερωτικό σύντροφο χωρίς γάμο.
Β. Σύντομη συγκριτική επισκόπηση της νομικής αναγνώρισης του αδικήματος της
γυναικοκτονίας στις χώρες της Κεντρικής και Λατινικής Αμερικής
Η πλειοψηφία των χωρών της Λατινικής Αμερικής, συγκεκριμένα δεκατρείς χώρες, έχουν
υιοθετήσει τα τελευταία χρόνια ένα ολοκληρωμένο νομικό πλαίσιο προστασίας των γυναικών
από την βία. Πρόκειται για τις: Αργεντινή, Εκουαδόρ, Κολομβία, Περού, Ουρουγουάη,
Νικαράγουα, Βολιβία, Ελ Σαλβαδόρ, Γουατεμάλα, Ηνωμένες Μεξικανικές Πολιτείες, Παναμάς,
Παραγουάη, Βενεζουέλα. Έχουν θεσπίσει ένα σύνολο μέτρων, δηλαδή, τα οποία δεν
περιορίζονται στην ποινικοποίηση αυτών των εγκλημάτων, αλλά εστιάζουν σε τομείς όπως η
πρόληψη, η προστασία, η διερεύνηση και η αποκατάσταση των θυμάτων, ενσωματώνοντας τη
διάσταση του φύλου σε μια σειρά από σημαντικούς δημοσιονομικούς τομείς.
Πολλές από αυτές τις χώρες διέθεταν ήδη κάποιες διατάξεις ή κάποιον ειδικό νόμο για την
αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, χωρίς όμως να ενσωματώνουν συνολικά τη
διάσταση του φύλου. Επρόκειτο για νόμους “ουδετερόφυλους” που πληρούσαν τα
χαρακτηριστικά των νόμων “πρώτης γενιάς” (first generation’s law) οι οποίοι κυριάρχησαν
στις χώρες της Λατινικής Αμερικής στο τέλος της δεκαετίας του 1990, τα πρώτα χρόνια,
δηλαδή, έπειτα από την κύρωση της Σύμβασης Belem do Para. Όπως, όμως, αναφέρει το
προοίμιο του “Συνολικού νόμου ενάντια στην βία κατά των γυναικών” της Νικαράγουα, η
προηγούμενη νομοθεσία δεν είχε σημειώσει πρόοδο στην εξάλειψη της βίας λόγω του φύλου
και κρίθηκε “απαραίτητο να θεσπιστεί ένας αυτόνομος και ειδικός νόμος που θα
αντιμετωπίζει συνολικά αυτό το πρόβλημα, τυποποιώντας και τιμωρώντας τις διαφορετικές
εκδηλώσεις της βίας κατά των γυναικών” (α. 1, Νόμος 779/2012). Η αναγκαιότητα ειδικής
ρύθμισης τονίζεται, μεταξύ άλλων, και στο προοίμιο του «Συνολικού νόμου ενάντια στη βία
κατά των γυναικών» (2011) του Ελ Σαλβαδόρ, σύμφωνα με το οποίο «οι παραβιάσεις των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων που προκύπτουν από διάφορες μορφές βίας (…) έχουν επιπτώσεις
που διαφοροποιούνται ανάλογα με το φύλο των θυμάτων, επειδή οι επιθέσεις εναντίον των
γυναικών συνδέονται άμεσα με την άνιση κατανομή της εξουσίας και τις ασύμμετρες σχέσεις
μεταξύ γυναικών και ανδρών στην κοινωνία.». Αντίστοιχες αναφορές εντοπίζονται στα
προοίμια και τις αιτιολογικές εκθέσεις και των υπόλοιπων κρατών που από τα μέσα της
πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα προχώρησαν στη θέσπιση “σεξουαλικοποιημένων”
νόμων, νόμων που εντάσσουν, δηλαδή, τη διάσταση του φύλου, οι οποίοι αναφέρονται στην
διεθνή βιβλιογραφία ως “gender-specific” ή νόμοι δεύτερης γενιάς προστασίας των
δικαιωμάτων των γυναικών (second generation’s law).
Τα μέτρα που εντάσσονται στις νομοθεσίες των παραπάνω χωρών σχετικά με τους τομείς της
πρόληψη και προστασίας των γυναικών από την έμφυλη βία και τη γυναικοκτονία
παρουσιάζουν αρκετά κοινά στοιχεία, καθώς σε μεγάλο βαθμό ενσωματώνουν τις
κατευθύνσεις της Σύμβασης Belem do Para, του MESECVI και του Διαμερικανικού Δικαστηρίου
Ανθρωπίνων δικαιωμάτων (ενδεικτικά, Velásquez Paiz et al v. Guatemala). Πρόκειται για μέτρα
προστασίας των θυμάτων με τη δημιουργία ειδικών κέντρων και ξενώνων φιλοξενίας
γυναικών και ανηλίκων (women’s shelters), διεύρυνσης των τηλεφωνικών γραμμών δωρεάν
συμβουλευτικής, σύστασης εξειδικευμένων τμημάτων με κατάλληλα εκπαιδευμένους
υπαλλήλους στις αστυνομικές διευθύνσεις και τις εισαγγελικές αρχές καθώς και μέτρα
καταπολέμησης της ατιμωρησίας και διασφάλισης της έγκυρης και έγκαιρης διερεύνησης των
εγκλημάτων αυτών. Ειδικά μέτρα έχουν, επίσης, θεσπιστεί για την αποκατάσταση των
θυμάτων αλλά και των οικείων τους, στις περιπτώσεις γυναικοκτονιών, όπως η δωρεάν
ψυχοκοινωνική και νομική στήριξη της οικογένειας του θύματος, η οικονομική προστασία με
ειδικό επίδομα από το κράτος στα ανήλικα τέκνα της γυναίκας που δολοφονήθηκε. Επιπλέον,
δίνεται έμφαση στην πρόληψη και την κοινωνική επαν-εκπαίδευση μέσα από κεντρικές και
κατά τόπους εκστρατείες ενημέρωσης, ειδικά μαθήματα στα σχολεία, σεμινάρια στους
εργασιακούς χώρους και τα πανεπιστήμια.
Με αφορμή την πρόσφατη υπόθεση της γυναικοκτονίας στη Δάφνη αξίζει να σημειώσουμε τις
ειδικότερες διατάξεις που έχουν προβλεφθεί για την αντιμετώπιση της αδράνειας,
αναποτελεσματικότητας ή ατιμωρησίας των αρχών στις υποθέσεις βίας κατά των γυναικών.
Συγκεκριμένα στον περουβιανό νόμο προβλέπεται φυλάκιση, 2 έως 5 ετών, στις περιπτώσεις
που κρατικοί λειτουργοί παραλείπουν, καθυστερούν ή αρνούνται να ανταποκριθούν σε
υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας (α. 377 ΠΚ). Ως διακριτή περίπτωση αντιμετωπίζεται η
άρνηση ή καθυστέρηση αστυνομικού να συνδράμει σε κλήση προς βοήθεια ατόμου που
υφίσταται ενδοοικογενειακή βία, με πλαίσιο ποινής 2 έως 4 έτη (α. 378 ΠΚ). Το άρθρο 154 του
Βολιβιανού Ποινικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε από τον “Συνολικό νόμο για την
διασφάλιση μιας ζωής χωρίς βία κατά των γυναικών” ορίζει ποινή κοινωνικής εργασίας 90 έως
120 ημερών και παύση από το αξίωμα τους για 1 έως 4 έτη για τους “δημοσίους λειτουργούς
που με πράξη ή παράλειψη κατά την άσκηση των καθηκόντων τους προάγουν την ατιμωρησία
ή εμποδίζουν τη διερεύνηση εγκλήματος βίας κατά των γυναικών”. Αντίστοιχα, ο Ποινικός
Κώδικας του Ελ Σαλβαδόρ και του Ομοσπονδιακού Κράτους του Μεξικό τιμωρεί με φυλάκιση
και παύση από το αξίωμα τους, τους κρατικούς λειτουργούς που εμποδίζουν την πρόσβαση
στη δικαιοσύνη και τη διερεύνηση αυτών των εγκλημάτων.
Από την άλλη πλευρά, η Βραζιλία, η Χιλή, η Κόστα Ρίκα, ο Ισημερινός, η Ονδούρα και
η Δομινικανή Δημοκρατία είναι οι χώρες που δεν έχουν ολοκληρωμένο νομικό οπλοστάσιο
ενάντια στη βία κατά των γυναικών. Eισάγουν τη γυναικοκτονία στο νομοθετικό τους
σύστημα είτε με την δημιουργία ενός άρθρου στον Ποινικό τους Κώδικα, όπως η Δομινικανή
Δημοκρατία, είτε με έναν ειδικό ποινικό νόμο, όπως στην περίπτωση της Βραζιλίας, της Χιλής,
της Ονδούρας, του Ισημερινού και της Κόστα Ρίκα.
Οι νομοθεσίες των παραπάνω χωρών δεν ακολουθούν μια κατεύθυνση συνολικής
αντιμετώπισης του ζητήματος με μέτρα πρόληψης, προστασίας, διερεύνησης και
αποκατάστασης που επιτάσσουν τη συνεργασία των περισσότερων υπουργείων και
πολιτειακών οργάνων. Επιπλέον, ο νομοθέτης δεν περιέρχεται σε βαθύτερη ανάλυση του
κοινωνικού προβλήματος, των αιτιών και συνεπειών του, δεν ενσωματώνει τη διάσταση του
φύλου συνολικά, ούτε συμβάλλει στην κοινωνική μεταστροφή των αντιλήψεων που οδηγούν
στην παραβίαση των δικαιωμάτων των γυναικών.
Ιδιαίτερα στην περίπτωση της Δομινικανής Δημοκρατίας, η νομοθετική επιλογή περιορίστηκε
στην εισαγωγή ενός άρθρου (α. 100), κατά την αναθεώρηση του Ποινικού Κώδικα το 2014, το
οποίο εντάχθηκε στο κεφάλαιο των εγκλημάτων κατά της ζωής χωρίς κάποια περαιτέρω
ανάλυση ή τροποποίηση του ποινικού δικαίου. Στην Κόστα Ρίκα η γυναικοκτονία δεν
τυποποιείται ως εγκληματική πράξη στον Ποινικό Κώδικα της χώρας παρά μόνο προβλέπεται
στο άρθρο 21 του «Νόμου ποινικοποίησης της βίας κατά των γυναικών», ενός ειδικού ποινικού
νόμου που δεν οδήγησε σε σχετικές αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα και Κώδικα Ποινικής
Δικονομίας.
Οι υπόλοιπες πέντε χώρες δεν έχουν εντάξει τη γυναικοκτονία στον Ποινικό τους Κώδικα
αλλά μόνο στους ειδικούς-συνολικούς νόμους. Πρόκειται για το Ελ Σαλβαδόρ, τη Γουατεμάλα,
τη Νικαράγουα, την Παραγουάη και τη Βενεζουέλα. Όπως επισημαίνεται από μερίδα της
θεωρίας, οι νόμοι που εισάγουν την έννοια της γυναικοκτονίας χωρίς όμως να την τυποποιούν
ως αδίκημα στον Ποινικό Κώδικα κινδυνεύουν να περιθωριοποιηθούν και να εφαρμόζονται
λιγότερο συχνά. Ο κίνδυνος αυτός είναι ακόμα πιο σοβαρός στην περίπτωση που δεν
εντάσσεται συνολικά η διάσταση του φύλου στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης ή δεν
πραγματοποιείται εκπαίδευση των αρχών στο πεδίο εφαρμογής αυτών των νόμων, στην
περίπτωση, δηλαδή. Σημειώνεται, επίσης, ότι η ένταξη των εγκλημάτων έμφυλης βίας στους
Ποινικούς Κώδικες θα οδηγήσει στην υποχρέωση των νομικών, δικηγόρων, δικαστικών
λειτουργών, αστυνομικών και των υπόλοιπων παραγόντων του συστήματος απονομής
δικαιοσύνης να μελετήσουν, να εξετάσουν και ερευνήσουν ακαδημαϊκά τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά της έμφυλης βίας και παράλληλα μπορεί να συμβάλει στην ισότιμη ποινική
αντιμετώπιση αυτών των εγκλημάτων, στην υποχρεωτική από τον νόμο εφαρμογή τους.
Αντίθετα, οι ειδικοί ποινικοί νόμοι συχνά παραγκωνίζονται ή η υπαγωγή των πραγματικών
περιστατικών στους νόμους αυτούς αντιμετωπίζεται ως μη αναγκαία καθώς προτάσσεται η
εφαρμογή των άρθρων του γενικού ποινικού δικαίου.
Γ. Πρώτα συμπεράσματα
Όπως είδαμε, οι νομοθετικές προσπάθειες αντιμετώπισης του εγκλήματος της γυναικοκτονίας
εκκινούν από την Κόστα Ρίκα το 2007, με την πλειοψηφία των χωρών στην Κεντρική και
Λατινική Αμερική να θεσπίζουν σχετικές νομικές προβλέψεις από τις αρχές της δεκαετίας του
2010 και έπειτα. Πρόκειται, επομένως, για πολύ πρόσφατες νομοθετικές πρωτοβουλίες, τα
αποτελέσματα των οποίων σιγά σιγά θα αρχίσουν να αξιολογούνται σε νομολογιακό επίπεδο
και από τους μηχανισμούς διεθνούς προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αναμφισβήτητα, η ένταξη της γυναικοκτονίας στα νομικά συστήματα των παραπάνω χωρών
έχει οδηγήσει σε περαιτέρω ευαισθητοποίηση των αρχών και αναβάθμιση του δημόσιου
λόγου γύρω από τις δολοφονίες των γυναικών για λόγους που συνδέονται με το φύλο τους.
Παρόλα αυτά, ακόμα και στις χώρες με ολοκληρωμένο νομοθετικό πλαίσιο προστασίας, δεν παρατηρείται ακόμη αισθητή μείωση στα ποσοστά των γυναικοκτονιών και των έμφυλων εγκλημάτων, γεγονός που καταδεικνύει τη μεγάλη ισχύ των πατριαρχικών αντιλήψεων εντός του κοινωνικού ιστού συνολικά, την ανάγκη ακόμη μεγαλύτερης διεύρυνσης των μέτρων πρόληψης και προστασίας των θυμάτων αλλά και επανεκπαίδευσης ολόκληρου του κρατικού μηχανισμού και της ίδιας της κοινωνίας με σκοπό την αντιμετώπιση της κουλτούρας κοινωνικής και θεσμικής νομιμοποίησης της έμφυλης βίας και της ατιμωρησίας των δραστών.
Αναστασία Γκόνη – Καραμπότσου
LL.M. Συγκριτικών Νομικών Σπουδών ΕΚΠΑ
Δικηγόρος με ειδίκευση στα ζητήματα έμφυλης ισότητας
Μέλος της Ελληνικής επιτροπής του European Observatory on Femicide