Το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας φαίνεται ότι εισέρχεται σε μια νομολογιακά ενδιαφέρουσα, όσο και παραγωγική, περίοδο, η οποία χαρακτηρίζεται πρωτίστως από τη διαμόρφωση μιας ουσιωδώς φιλελεύθερης τάσης. Πρόκειται στην ουσία για έναν καλώς νοούμενο δικαστικό ακτιβισμό, ο οποίος, χωρίς να αλλοιώνει τον θεσμικό ρόλο του Δικαστηρίου, το καθιστά ολοένα και περισσότερο κρίσιμο παράγοντα στην εν γένει λειτουργία της Πολιτείας, υποκαθιστώντας, σε κάποιο βαθμό, την απουσία συνταγματικού δικαστηρίου από το συνταγματικό μας σύστημα και τη νομική παράδοση της χώρας. Χαρακτηριστικό δείγμα της εξέλιξης αυτής αποτελεί, δίχως αμφιβολία, η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του 1833/2021. Με αυτήν κρίνεται, με άμεσο, ευθύ και περιεκτικό τρόπο, η αντίθεση της προβλεπόμενης εικοσαετούς παραγραφής των αξιώσεων για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων του ΕΦΚΑ στο Σύνταγμα.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την απόφαση, ο θεσπισθείς με το άρθρο 95 παρ. 1 του ν. 4387/2016 γενικός κανόνας της εικοσαετούς παραγραφής των αξιώσεων για την καταβολή εισφορών των εντασσόμενων στον ΕΦΚΑ φορέων κοινωνικής ασφάλισης, αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου, αφού ο υπόψη χρόνος δεν συνιστά εύλογη διάρκεια της υπόψη προθεσμίας, η οποία απαιτείται να είναι σχετικά σύντομη, δεδομένης και της αυξανόμενης ταχύτητας και πολυπλοκότητας των σύγχρονων βιοτικών σχέσεων και συναλλαγών, που αξιώνουν, καταρχήν, ταχεία εκκαθάριση των εκάστοτε τρεχουσών υποχρεώσεων των διοικουμένων. Εξάλλου, ο προβλεπόμενος χρόνος παραγραφής πρέπει να επαρκεί, ώστε, με τη συνδρομή και των σύγχρονων δυνατοτήτων της τεχνολογίας, να διενεργούνται, στο πλαίσιο της ορθολογικής οργάνωσής τους, επίκαιροι και αποτελεσματικοί, από την άποψη της εισπραξιμότητας, έλεγχοι με στόχο την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου. Επιπλέον, ο χρόνος της παραγραφής απαιτείται να είναι ο αναγκαίος, ώστε, αφενός, να διασφαλίζεται το δικαίωμα άμυνας των ασφαλισμένων έναντι δυσχερειών απόδειξης περιστατικών αναγόμενων στο απώτερο παρελθόν, αφετέρου δε να μην οδηγούνται οι οφειλέτες σε οικονομική εξουθένωση λόγω της υποχρέωσης ταυτόχρονης καταβολής συσσωρευμένων οφειλών περισσότερων ετών, με περαιτέρω δυσμενείς επιπτώσεις στην απασχόληση και την εθνική οικονομία γενικότερα. Περαιτέρω, η ανωτέρω διάταξη αντίκειται, σύμφωνα με την κρίση του Δικαστηρίου, στην αρχή της ασφάλειας δικαίου, κατά το μέρος που η εικοσαετής παραγραφή ισχύει αναδρομικώς και για απαιτήσεις που είχαν γεννηθεί έως την έναρξη ισχύος της νέας διάταξης και δεν είχαν ακόμη παραγραφεί. Ενόψει της ανωτέρω κρίσεως περί της αντισυνταγματικότητας του γενικού κανόνα παραγραφής, που θεσπίστηκε με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 95 του ν. 4387/2016, προκύπτει κενό στη ρύθμιση περί του χρόνου παραγραφής, το οποίο το Δικαστήριο καλύπτει με την εφαρμογή του κανόνα της δεκαετούς παραγραφής των αξιώσεων καταβολής εισφορών για το σύνολο των εντασσόμενων στον ΕΦΚΑ φορέων, ο οποίος κρίνεται ότι αποτελεί εύλογο χρόνο παραγραφής των εν λόγω αξιώσεων, αποτελούσε δε το προϊσχύσαν δίκαιο για τις αξιώσεις καταβολής ασφαλιστικών εισφορών του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι το Δικαστήριο υιοθετεί, με τις ανωτέρω κρίσεις του, τολμηρές ερμηνευτικές επιλογές, οι οποίες τείνουν επί της ουσίας να «επανορθώσουν», με θεσμικό εργαλείο τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, ρυθμίσεις του κοινού νομοθέτη, με γνώμονα την εναρμόνισή τους προς το κράτος δικαίου. Από την άποψη αυτή, η απόφαση, η οποία συνιστά μια ακόμη φιλελεύθερη τομή του Δικαστηρίου, είναι ευπρόσδεκτη. Περισσότερο δε ευπρόσδεκτη είναι σήμερα λόγω της φιλελεύθερης κάμψης και των παλινωδιών του κοινού νομοθέτη κατά τα προηγούμενα «πέτρινα χρόνια» της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης που σημάδεψε τη χώρα. Απομένει ωστόσο να δούμε τις συνέπειες της αποφάσεως αυτής όσον αφορά την εφαρμογή ανάλογων παραγραφών για αντίστοιχες αξιώσεις του κράτους και άλλων ΝΠΔΔ έναντι των πολιτών. Τούτο δε, διότι η απόφαση αυτή πιθανόν να ανοίξει «τους ασκούς του αιόλου» για την αμφισβήτηση της συνταγματικότητας των εν λόγω ρυθμίσεων, ώστε να επανακριθούν από έτερη βάση και με βασικό γνώμονα τόσο τη σύγχρονη τεχνολογική εξέλιξη, που θέτει επί τάπητος το ζήτημα, όσο και την ανάγκη προάσπισης και πληρέστερης πραγμάτωσης του συνταγματικού φιλελευθερισμού.
Δρ. Απόστολος Παπακωνσταντίνου
Συνταγματολόγος – Δικηγόρος