Σύνοψη:
Τις τελευταίες δεκαετίες το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει εξελιχθεί σε κορυφαίο δικαιοδοτικό όργανο, το οποίο εξετάζει και εντοπίζει παραβιάσεις των κρατών στη διαχείριση της μετανάστευσης και του ασύλου. Η Ελλάδα είναι ένα από τα κράτη που βαρύνονται με μεγάλο αριθμό καταδικαστικών αποφάσεων που αφορούν τη διοικητική κράτηση, τις συνθήκες υποδοχής και φιλοξενίας, τη μεταχείριση των μεταναστών από την αστυνομία και τις συνοριακές αρχές, το σύστημα ασύλου, την μεταχείριση των ασυνόδευτων ανηλίκων και την εμπορία ανθρώπων.
Το κείμενο αυτό εξετάζει τη συμμόρφωση των ελληνικών αρχών με τις σχετικές καταδικαστικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ. Εστιάζει στα γενικά μέτρα, τα οποία αφορούν ευρύτερες αλλαγές στη νομοθεσία και νομολογία και στη διοικητική πρακτική στη χώρα μας. Αναλύει τα εμπόδια και τις δυσκολίες στον τομέα αυτό, και διατυπώνει προτάσεις πολιτικής. Υποστηρίζει την ανάγκη για μια νέα προσέγγιση στη συμμόρφωση της Ελλάδας με τα ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών και των προσφύγων. Αυτή θα πρέπει να επικεντρωθεί σε δομικές μεταρρυθμίσεις με δέσμευση από την κορυφή της πολιτικής ηγεσίας. Απαιτεί συστηματική προσπάθεια για να εμπεδωθεί στη δημόσια διοίκηση μιας αντίληψη που θα υποστηρίζει την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως προτεραιότητα και δημοκρατική ευθύνη και όχι ως έξωθεν επιβεβλημένο, αναγκαίο κακό.
Κείμενο πολιτικής
Το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων διαμορφώνει ένα αποτελεσματικό πλαίσιο προστασίας και εξωτερικού ελέγχου, αναγνωρίζοντας τα άτομα ως φορείς δικαιωμάτων ανεξάρτητα από το αν είναι ή όχι πολίτες ενός κράτους. Διαμορφώνει βασικές αρχές με βάση τις οποίες τα συμβαλλόμενα κράτη οφείλουν να οριοθετήσουν τη δράση τους και στον τομέα της μετανάστευσης. Οι πολιτικές και οι πρακτικές που εφαρμόζουν οι αρχές κατά την είσοδο, την παραμονή και τη γενικότερη μεταχείριση των μεταναστών, συχνά δοκιμάζουν τα όρια σεβασμού των δικαιωμάτων στην προσπάθειά των κρατών – ακόμη και των εδραιωμένων δημοκρατιών – να περιορίσουν τη μετανάστευση και να επιβεβαιώσουν την κυριαρχία τους.
Στην ευρωπαϊκή ήπειρο, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρωπου (ΕΔΔΑ) που την ερμηνεύει και την εφαρμόζει, αποτελούν έναν εξελιγμένο μηχανισμό προστασίας. Το κείμενο της Σύμβασης περιέχει γενικές αρχές δικαιωμάτων χωρίς να κάνει καμία αναφορά σε μετανάστες ή πρόσφυγες. Παρά ταύτα, η ΕΣΔΑ έχει εξελιχθεί τις τελευταίες δεκαετίες σε κορυφαίο δικαιοδοτικό όργανο, το οποίο εξετάζει και εντοπίζει παραβιάσεις των κρατών στη διαχείριση της μετανάστευσης και του ασύλου, όπως φαίνεται από τη μεγάλη αύξηση των σχετικών αποφάσεών του τις τελευταίες δεκαετίες (Γράφημμα 1). Την περίοδο 1980-2020, το ΕΔΔΑ εξέδωσε περισσότερες από 600 αποφάσεις που αφορούν μετανάστες και ζητήματα διαχείρισης της νόμιμης και παράτυπης μετανάστευσης και του ασύλου. Στο 75% των αποφάσεων αυτών εντόπισε τουλάχιστον μία παραβίαση της ΕΣΔΑ.[1]
Τα τελευταία είκοσι χρόνια, η Ελλάδα είναι ένα από τα κράτη που βαρύνονται με μεγάλο αριθμό προσφυγών και καταδικαστικών αποφάσεων που αφορούν μετανάστες και αιτούντες άσυλο.[2] Σε δεκάδες σχετικές υποθέσεις, οι παραβιάσεις της ΕΣΔΑ αφορούν, μεταξύ άλλων, τη διοικητική κράτηση, τις συνθήκες υποδοχής και φιλοξενίας, τη μεταχείριση των μεταναστών από την αστυνομία και τις συνοριακές αρχές, το σύστημα ασύλου, την μεταχείριση των ασυνόδευτων ανηλίκων και την εμπορία ανθρώπων. Άλλες χώρες, όπως η Γαλλία, η Βρετανία, το Βέλγιο και η Ολλανδία, βαρύνονται επίσης με σημαντικό αριθμό καταδικαστικών αποφάσεων που αφορούν τη μετανάστευση. Ο αυξανόμενος έλεγχος του ΕΔΔΑ στον τομέα της μετανάστευσης έχει προκαλέσει αντιδράσεις σε κράτη όπως η Βρετανία και η Δανία. Οι κυβερνήσεις τους ενίοτε αμφισβητούν το κατά πόσον το ΕΔΔΑ νομιμοποιείται να ασκεί έλεγχο σε ένα τομέα που θεωρείται ότι βρίσκεται στην καρδιά της εθνικής κυριαρχίας.
Το κείμενο αυτό εξετάζει τη συμμόρφωση των ελληνικών αρχών με τις σχετικές καταδικαστικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ, εστιάζοντας στα γενικά μέτρα, τα οποία μπορούν να συμβάλουν σε ευρύτερες αλλαγές διοικητικής πρακτικής και δημόσιας πολιτικής. Αναλύει τα εμπόδια και τις δυσκολίες στον τομέα αυτό, και διατυπώνει προτάσεις πολιτικής για τη βελτίωση της συμμόρφωσης και της ανταπόκρισης των ελληνικών αρχών. Το πρώτο μέρος δίνει μια σύντομη περιγραφή του μηχανισμού της ΕΣΔΑ, του δικαστικού ελέγχου και της εποπτείας της εκτέλεσης των αποφάσεων από τα κράτη. Το δεύτερο μέρος επιχειρεί μια ανασκόπηση στα κενά και τις ελλείψεις αναφορικά με την προστασία δικαιωμάτων των μεταναστών και των προσφύγων στην Ελλάδα. Το τρίτο και τέταρτο μέρος αναλύει τη συμμόρφωση της ελληνικής διοίκησης με τις σχετικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ. Στο τέλος, διατυπώνονται προτάσεις πολιτικής που μπορούν να βελτιώσουν τη συμμόρφωση των ελληνικών αρχών και την προστασία των μεταναστών και των προσφύγων.
Ο μηχανισμός εποπτείας της ΕΣΔΑ για την εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) με έδρα το Στρασβούργο (δημιουργήθηκε το 1959) εξετάζει ατομικές προσφυγές για παραβιάσεις δικαιωμάτων και εκδίδει αποφάσεις τις οποίες τα συμβαλλόμενα κράτη έχουν υποχρέωση να εφαρμόσουν. Αποτελεί την κορωνίδα του συστήματος που οικοδομήθηκε μεταπολεμικά για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στους κόλπους του Συμβουλίου της Ευρώπης (ΣτΕ). Σκοπός του ήταν να αποτρέψει την κατάληψη της εξουσίας από δικτατορικές κυβερνήσεις και την κατάλυση της δημοκρατίας – βασικοί παράγοντες που οδήγησαν στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.[3] Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου εκτείνεται στα 47 κράτη μέλη του ΣτΕ, με συνολικό πληθυσμό 800 εκατομμύρια, τα οποία έχουν ενσωματώσει την ΕΣΔΑ στην εσωτερική έννομη τάξη τους.[4] Παρόλο που ως όργανα του ΣτΕ είναι ξεχωριστά από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), η ΕΣΔΑ και το ΕΔΔΑ ασκoύν μεγάλη επιρροή στη διαμόρφωση και λειτουργία του συστήματος προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων εντός της ΕΕ.
Η ΕΣΔΑ έδωσε για πρώτη φορά τη δυνατότητα σε άτομα να επικαλεστούν το διεθνές δίκαιο απέναντι σε κράτη που παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώπιον ενός ευρωπαϊκού δικαστικού οργάνου. Οποιοδήποτε άτομο μπορεί να προσφύγει και να ισχυριστεί ότι οι κρατικές αρχές παραβίασαν θεμελιώδη δικαιώματά του, εφόσον έχει προηγουμένως εξαντλήσει τα εθνικά ένδικα μέσα (η ΕΣΔΑ έχει επικουρικό χαρακτήρα απέναντι στην εθνική έννομη τάξη). Επεκτείνοντας το δικαίωμα προσφυγής στα άτομα, η ΕΣΔΑ έφερε μια επανάσταση στον χαρακτήρα του διεθνούς δικαίου, το οποίο παραδοσιακά αφορούσε μόνο διενέξεις μεταξύ κρατών. Αποτέλεσε την πηγή έμπνευσης και το αρχέτυπο για να δημιουργηθούν παρόμοια περιφερειακά συστήματα προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σε άλλα μέρη του κόσμου, όπως στην Αμερική και την Αφρική.
Στο πλαίσιο ατομικών προσφυγών, το ΕΔΔΑ εξετάζει, σε ένα διευρυμένο πεδίο κρατικής δράσης, εάν ενέργειες ή παραλείψεις κρατικών οργάνων παραβιάζουν τις αρχές της ΕΣΔΑ. Περιλαμβάνει την απονομή της δικαιοσύνης, τις συνθήκες κράτησης, τα σώματα ασφαλείας και την αστυνομική βία, τη μετανάστευση, τη θρησκευτική ελευθερία, τις διακρίσεις και τους περιορισμούς εις βάρος μειονοτήτων και μειοψηφικών απόψεων, την προστασία ευάλωτων ατόμων, την έμφυλη βία, τα αναπαραγωγικά δικαιώματα και την προστασία της ιδιοκτησίας, μεταξύ πολλών άλλων.
Η επέκταση του ελέγχου του ΕΔΔΑ σε ένα τόσο μεγάλο φάσμα κρατικής δράσης οφείλεται στην εντυπωσιακή αύξηση των ατομικών προσφυγών τα τελευταία 25 περίπου χρόνια που εφιστούν την προσοχή του σε ποικίλα προβλήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δικηγόροι, ανεξάρτητες αρχές και πολλές μη κυβερνητικές οργανώσεις εκπροσωπούν μετανάστες και αιτούντες άσυλο και τους παρέχουν νομική υποστήριξη ενώπιον του ΕΔΔΑ, ενίοτε και χρηματοδότηση. Πολλές μη κυβερνητικές οργανώσεις παρέχουν επίσης πολύτιμη συνδρομή στο Δικαστήριο (πραγματολογικά στοιχεία, αναφορές σε διεθνές συγκριτικό δίκαιο, κ.λπ.) ως τρίτοι παρεμβαίνοντες (third-party interveners) σε υποθέσεις που το ίδιο εξετάζει.
Βασικό χαρακτηριστικό της ΕΣΔΑ είναι η υποχρέωση των συμβαλλόμενων κρατών να εφαρμόσουν τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ. Ο σκοπός είναι όχι μόνο να άρουν τις παραβιάσεις δικαιωμάτων στην κάθε ατομική υπόθεση (ειδικά μέτρα) αλλά και να αποτρέψουν την επανάληψή τους στο μέλλον (γενικά μέτρα). Την εξωτερική εποπτεία της εκτέλεσης των αποφάσεων του ΕΔΔΑ ασκεί η Επιτροπή των Υπουργών (ΕτΥ), ένα διακυβερνητικό όργανο στο οποίο συμμετέχουν εκπρόσωποι των συμβαλλόμενων κρατών, σε συνεργασία με το Τμήμα Εκτέλεσης των Αποφάσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης (ΣτΕ). Όταν η ΕτΥ κρίνει ότι οι εθνικές αρχές έχουν λάβει επαρκή μέτρα συμμόρφωσης, ολοκληρώνει τον εποπτικό έλεγχο με ένα τελικό ψήφισμα (resolution).
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι τα ανωτέρω όργανα εποπτείας του ΣτΕ δεν προσδιορίζουν ούτε επιβάλλουν στις εθνικές αρχές συγκεκριμένα νομοθετικά, διοικητικά ή άλλα μέτρα συμμόρφωσης. Αντίθετα, οι εθνικές αρχές διαμορφώνουν, με μεγάλη διακριτική ευχέρεια, και προτείνουν τα μέτρα που θεωρούν ότι μπορούν να άρουν τις παραβιάσεις δικαιωμάτων που έχουν εντοπιστεί στις καταδικαστικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ. Η απρόσκοπτη συμμόρφωση των κρατών με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου είναι κρίσιμης σημασίας για την αποτελεσματικότητα, τη νομιμοποίηση και γενικότερα το κύρος της ΕΣΔΑ.
Τα τελευταία 15-20 χρόνια, το ανωτέρω σύστημα ευρωπαϊκής εποπτείας για την εφαρμογή των αποφάσεων έχει υποστεί ριζική αναδιάρθρωση προκειμένου να ανταποκριθεί στον διαρκώς αυξανόμενο αριθμό των επαναλαμβανόμενων παραβιάσεων. Αυτές σχετίζονται ως ένα μεγάλο βαθμό, αλλά όχι αποκλειστικά, με τη διεύρυνση της ΕΣΔΑ σε κράτη της ανατολικής Ευρώπης και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, τα οποία δεν έχουν δημοκρατική παράδοση και εδραιωμένο κράτος δικαίου. Η εποπτεία πλέον επικεντρώνεται στις συστημικές και δομικές παραβιάσεις που απορρέουν από προβλήματα στη διάρθρωση και τη λειτουργία ολόκληρων τομέων κρατικής διοίκησης (και λιγότερο σε περιστασιακές παραλείψεις που οδηγούν σε παραβιάσεις δικαιωμάτων). Επίσης, οι νέοι κανόνες εποπτείας της ΕτΥ δίνουν τη δυνατότητα σε μη κυβερνητικούς φορείς (μη κυβερνητικές οργανώσεις, ανεξάρτητες αρχές, ακαδημαϊκά και ερευνητικά ινστιτούτα, όργανα διεθνών οργανισμών) να συμμετέχουν ενεργά στην εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ.[5] Προσκομίζουν στην ΕτΥ τις δικές τους εκθέσεις, προτάσεις και κριτικές αναλύσεις των μέτρων που προτείνουν οι εθνικές αρχές. Παρέχουν έτσι μια περισσότερο ολοκληρωμένη πληροφόρηση και διαφανέστερη εικόνα της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε κάθε χώρα.
Η εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ για μετανάστες στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, την κύρια αρμοδιότητα για την εκτέλεση των καταδικαστικών αποφάσεων του ΕΔΔΑ έχει το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΝΣΚ), το οποίο επίσης εκπροσωπεί την κυβέρνηση στις προσφυγές ενώπιον του ΕΔΔΑ. Επικοινωνεί με τα αρμόδια (σε κάθε περίπτωση) υπουργεία, τα οποία πρέπει να διαμορφώσουν τα εφαρμοστικά μέτρα (νομοθετικές ρυθμίσεις, διοικητικές πρακτικές, άλλα μέτρα), και μεταβιβάζει τα σχετικά σχέδια δράσης (action plans) στην ΕτΥ και στο Τμήμα Εκτέλεσης των Αποφάσεων του ΣτΕ. Tα εθνικά δικαστήρια έχουν επίσης κεντρικό ρόλο στην εκτέλεση των αποφάσεων, ειδικά σε υποθέσεις στις οποίες η συμμόρφωση προϋποθέτει την εναρμόνιση της νομολογίας τους με αυτή του ΕΔΔΑ. Δυνητικά σημαντικό ρόλο έχει και η ειδική μόνιμη επιτροπή παρακολούθησης των αποφάσεων του ΕΔΔΑ. Η επιτροπή αυτή συστάθηκε στη Βουλή των Ελλήνων με σκοπό την ενεργοποίηση του κοινοβουλίου και τον έλεγχο της διοίκησης στον τομέα αυτό.
Ενώ δεν έχουν τυπικές αρμοδιότητες στην εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ, ανεξάρτητες αρχές όπως ο Συνήγορος του Πολίτη (ΣτΠ), και θεσμοί όπως η Εθνική Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου[6] έχουν σημαντικό και ουσιαστικό ρόλο στη συμμόρφωση της Ελλάδας με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Παρακολουθούν και αναφέρονται στις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, προτείνουν μέτρα και συντάσσουν εκθέσεις, ακόμη και όταν η ΕτΥ του Συμβουλίου της Ευρώπης έχει ολοκληρώσει την εποπτεία της. Ο ΣτΠ συστηματικά καλεί την ελληνική διοίκηση να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του να ασκεί έλεγχο νομιμότητας στις διαδικασίες επιστροφής/επανεισδοχής και ως Εθνικός Μηχανισμός α) Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας από την αστυνομία, και β) Πρόληψης Βασανιστηρίων.[7]
Συνολικά, οι επιδόσεις της Ελλάδας στην εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ έχουν βελτιωθεί σε επίπεδο αριθμών. Είναι περίπου αντίστοιχες με τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών κρατών (χρόνος εκτέλεσης, ποσοστό των καταδικαστικών αποφάσεων των τελευταίων 10 ετών που εκκρεμεί η εκτέλεση).[8] Ωστόσο, η τυπική εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ δεν συμβαδίζει απαραίτητα με την ουσιαστική συμμόρφωση και την εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη διοικητική πρακτική και την κυβερνητική πολιτική. Εφαρμοστικά μέτρα όπως νομοθετικές ρυθμίσεις ή προγράμματα και δομές φιλοξενίας για παράδειγμα, συχνά δεν υλοποιούνται (αποτελεσματικά) στην πράξη.
Η στενή νομική έννοια της εκτέλεσης μιας απόφασης δεν ανταποκρίνεται καθόλου σε αποφάσεις του ΕΔΔΑ όπου οι παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν συστημικό χαρακτήρα. Τέτοιου είδους είναι και οι παραβιάσεις που αφορούν τη νομιμότητα και τις συνθήκες κράτησης των μεταναστών, τη μεταχείρισή τους από την αστυνομία και τις συνοριακές αρχές, το σύστημα ασύλου, αλλά και την εμπορία ανθρώπων, μεταξύ άλλων. Αυτές συχνά απαιτούν όχι μόνο μεμονωμένες νομοθετικές τροποποιήσεις ή προσαρμογές στη διοικητική πρακτική που ανακύπτουν σε ατομικές υποθέσεις, αλλά δομικές μεταρρυθμίσεις σε ολόκληρους τομείς της δημόσιας διοίκησης.
Μεγάλος αριθμός καταδικαστικών αποφάσεων του ΕΔΔΑ σε βάρος της Ελλάδας αφορά τις συνθήκες και τη νομιμότητα της διοικητικής κράτησης των μεταναστών.[9] Επέδρασαν καταλυτικά κατά την πρώτη δεκαετία του 2000 στο να θεσπίσουν οι ελληνικές αρχές ένα νομοθετικό πλαίσιο που να ρυθμίζει τη διοικητική κράτηση (το οποίο δεν υπήρχε πριν από το 2008), εναρμονισμένο με τις διαδικαστικές και ουσιαστικές εγγυήσεις της νομολογίας του ΕΔΔΑ και τη νομοθεσία της ΕΕ.[10] Περαιτέρω νομοθετικές ρυθμίσεις προέβλεψαν τον δικαστικό έλεγχο των συνθηκών διοικητικής κράτησης, παρέχοντας στους μετανάστες τη δυνατότητα προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια.[11] Στην πράξη, ωστόσο, πολλά δικαστήρια συνέχισαν να περιορίζονται σε ένα τυπικό έλεγχο, χωρίς να εξετάζουν ενδελεχώς τις συνθήκες κράτησης. Δεδομένου ότι στην Ελλάδα δεν προβλέπεται η δυνατότητα να ασκηθεί έφεση επί των σχετικών αποφάσεων, διευκολύνεται η εξάντληση των εθνικών ένδικων μέσων. Μετά τις αποφάσεις των πρωτοδικείων, πολλές υποθέσεις συνεχίζουν στο ΕΔΔΑ το οποίο εξακολουθεί να εκδίδει επαναλαμβανόμενες καταδικαστικές αποφάσεις για τις συνθήκες κράτησης των μεταναστών.[12]
Παρά τη βελτίωση του νομοθετικού πλαισίου, η συστηματική κράτηση μεταναστών και αιτούντων άσυλο συνεχίζει να αποτελεί κεντρικό πυλώνα της διαχείρισης της μετανάστευσης από τις ελληνικές κυβερνήσεις, σε συνθήκες που δεν πληρούν τις ελάχιστες προϋποθέσεις αξιοπρεπούς διαβίωσης. Η προσπάθεια αποσυμφόρησης των κέντρων κράτησης το 2015-16, είχε μικρή διάρκεια. Η αύξηση της χωρητικότητας, με την κατασκευή νέων κέντρων υποδοχής και ταυτοποίησης (hotspots), δεν ήταν ικανή να ανταποκριθεί στην τεράστια αύξηση των αφίξεων. Νέα νομοθεσία το 2016 βελτίωσε κάποιες εγγυήσεις, ταυτόχρονα όμως επέκτεινε την κράτηση και τον γεωγραφικό περιορισμό των νεοαφιχθέντων μεταναστών, μέσα σε απαράδεκτες συνθήκες, στο πλαίσιο εφαρμογής και της κοινής δήλωσης ΕΕ -Τουρκίας.[13] Παρά τις πολλές και επαναλαμβανόμενες καταδικαστικές αποφάσεις, η Επιτροπή των Υπουργών (ΕτΥ) περάτωσε την εποπτεία της με το επιχείρημα ότι η ελληνική πολιτεία θέσπισε μια αποτελεσματική θεραπεία για τη νομιμότητα και τις συνθήκες κράτησης. Ωστόσο, η ΕτΥ συνεχίζει να εξετάζει τα προβλήματα στον τομέα αυτό στο πλαίσιο εποπτείας της ομάδας αποφάσεων M.S.S. κ. Ελλάδας.
Στην απόφαση-σταθμό M.S.S. κ. Ελλάδας και Βελγίου, το ΕΔΔΑ βρήκε σωρεία παραβιάσεων που αφορούσαν το σύστημα ασύλου στην Ελλάδα ή πιο σωστά την απουσία ενός τέτοιου συστήματος μέχρι και το 2013.[14] Η Ελλάδα καταδικάστηκε όχι μόνο για τις συνθήκες κράτησης αλλά και για την έλλειψη οποιασδήποτε προνοιακής μέριμνας για τους αιτούντες άσυλο, οι οποίοι συχνά ζούσαν σε συνθήκες απόλυτης ένδειας. Άλλες καταδικαστικές αποφάσεις ανέδειξαν τις ακατάλληλες συνθήκες κράτησης των ασυνόδευτων ανηλίκων και γενικότερα την απουσία ειδικής μέριμνας και προστασίας για αυτή την ιδιαιτέρως ευάλωτη ομάδα μεταναστών.[15]
Από την έκδοση της M.S.S. το 2011 και μετά, οι ελληνικές αρχές προέβησαν σε σημαντικές θεσμικές και δομικές αλλαγές με βασική τη δημιουργία και ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης υπηρεσίας ασύλου το 2013 καθώς και δομών πρώτης υποδοχής.[16] Η καταδίκη της M.S.S. δεν ήταν ο μόνος παράγοντας που ώθησε τις ελληνικές αρχές να προχωρήσουν στη σύσταση ενός συστήματος ασύλου που να πληρεί βασικές προδιαγραφές και δικαιωματικές εγγυήσεις (η Ευρωπαϊκή Ένωση ασκούσε μεγάλες πιέσεις γι’ αυτό τα προηγούμενα χρόνια). Ωστόσο, η απόφαση αυτή έπαιξε καταλυτικό ρόλο και δημιούργησε το πλαίσιο για μια διαρκή ευρωπαϊκή εποπτεία (τον Ιανουάριο του 2023 η υπόθεση M.S.S. παρέμενε ανοιχτή ως προς την εκτέλεσή της). Πολλές μη κυβερνητικές οργανώσεις και μη κρατικοί οργανισμοί έχουν κάνει παρεμβάσεις στην ΕτΥ τα τελευταία 10 χρόνια, μέσα στα οποία οι συνθήκες όσον αφορά το μεταναστευτικό στην Ελλάδα έχουν μεταβληθεί ριζικά. Αναλύουν τα μέτρα που λαμβάνουν οι ελληνικές αρχές, παρέχουν χρήσιμα πραγματολογικά στοιχεία και διατυπώνουν βελτιωτικές προτάσεις.
Η δημιουργία της Υπηρεσίας Ασύλου και των δομών πρώτης υποδοχής – ένα σύνθετο και δαπανηρό εγχείρημα το οποίο ξεκίνησε σε μία περίοδο βαθιάς δημοσιονομικής και πολιτικής κρίσης – βελτίωσε την πρόσβαση σε μια διαδικασία ασύλου που να πληρεί βασικές εγγυήσεις, σε μία περίοδο τεράστιας αύξησης της εισροής μεταναστών στη χώρα. Ωστόσο, οι διαρκείς ελλείψεις, η πλημμελής εφαρμογή αλλά και οι συνθήκες που δημιουργήθηκαν το 2015-16 λόγω και της κοινής δήλωση Ευρωπαϊκής Ένωσης-Τουρκίας, οδήγησαν σε νέες παραβιάσεις δικαιωμάτων για τις συνθήκες σε κέντρα υποδοχής και φιλοξενίας, παρά την σημαντική αύξηση της χωρητικότητάς τους σε σχέση με το παρελθόν. Μια ευρύτερη για την Ελλάδα) επίπτωση που είχε η έκδοση της M.S.S. από το ΕΔΔΑ ήταν το γενικευμένο «πάγωμα» των επιστροφών αιτούντων άσυλο από άλλα κράτη μέλη της ΕΕ προς στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του Κανονισμού του Δουβλίνου. Με τίμημα βεβαίως τον διεθνή διασυρμό της χώρας λόγω της σοβαρότητας των παραβιάσεων.[17]
Στο πεδίο της κρατικής μέριμνας για τους ασυνόδευτους ανήλικους, η Ελλάδα θέσπισε ένα σύστημα κηδεμονίας, αρκετά χρόνια μετά την έκδοση από το ΕΔΔΑ της καταδικαστικής απόφασης Rahimi (Ν. 4554/2018, άρθρα 13-32). Η ΕτΥ του Συμβουλίου της Ευρώπης το αξιολόγησε θετικά, προτρέποντας παράλληλα την ελληνική κυβέρνηση να το θέσει σε εφαρμογή και να μεριμνήσει για κατάλληλες δομές φιλοξενίας. Το 2019-2020, η ΕτΥ προέτρεψε τις ελληνικές αρχές να ενισχύσουν τις προσπάθειές τους με στόχο να βελτιώσουν τις συνθήκες φιλοξενίας καθώς και τις υπηρεσίες υγείας και πρόσβασης στην εκπαίδευση για τους μετανάστες και αιτούντες άσυλο.[18] Στις αρχές του 2022, το Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου δημοσίευσε την Εθνική Στρατηγική για την Προστασία των Ασυνόδευτων Ανηλίκων, η εφαρμογή της οποίας βρίσκεται ακόμη σε αρχικά στάδια.
Περισσότερες από δέκα καταδικαστικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ τα τελευταία δεκαεπτά χρόνια έχουν αναδείξει το σοβαρό πρόβλημα της βίας και της κακομεταχείρισης από τις αστυνομικές και τις συνοριακές αρχές, σε πολλές περιπτώσεις με θύματα μετανάστες. Πολλές από τις σχετικές καταδίκες ήταν υπό την εποπτεία της ΕτΥ στην ομάδα υποθέσεων Μακαρατζής κ. Ελλάδας.[19] Βασικό αίτιο των παραβιάσεων της ΕΣΔΑ ήταν η απουσία αποτελεσματικής διερεύνησης τέτοιων περιστατικών και επιβολής αυστηρών ποινών σε όσους εμπλέκονταν σε περιστατικά βίας. Η ανταπόκριση των ελληνικών αρχών σε αυτές τις υποθέσεις ήταν μακρόσυρτη και για πολλά χρόνια από ανεπαρκής έως ανύπαρκτη.[20]
Οι καταδικαστικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ στον τομέα αυτό συνέβαλαν καθοριστικά στην αναγνώριση του σοβαρού προβλήματος της κακομεταχείρισης από τα σώματα ασφαλείας καθώς και στη διαμόρφωση ενός ελεγκτικού μηχανισμού για την αντιμετώπισή του. Το 2016 συστάθηκε ο Εθνικός Μηχανισμός Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας (Ν. 4443/2016) ως ειδική αρμοδιότητα του Συνηγόρου του Πολίτη, ο οποίος το 2020 ενισχύθηκε περαιτέρω (Ν. 4662/2020). Αποστολή του είναι η ανεξάρτητη διερεύνηση των καταγγελόμενων περιστατικών αυθαιρεσίας, η παραπομπή για ΕΔΕ στα πειθαρχικά όργανα των σωμάτων ασφαλείας και η παραπομπή για περαιτέρω πειθαρχική διερεύνηση υποθέσεων για τις οποίες το ΕΔΔΑ κρίνει την διεξαχθείσα έρευνα ως πλημμελή. Περαιτέρω θετικές αλλαγές ήταν η βελτίωση στο πειθαρχικό δίκαιο της αστυνομίας, η καθιέρωση διοικητικών μέτρων για τη διερεύνηση των ρατσιστικών κινήτρων σε περιστατικά αστυνομικής βίας καθώς και η αλλαγή του Ποινικού Κώδικα προκειμένου να εναρμονιστεί ο ορισμός των βασανιστηρίων με τις διεθνείς συμβάσεις και την αυστηροποίηση των ποινών για τα ρατσιστικά εγκλήματα.
Μετά και από μία δημόσια συγγνώμη του Πρωθυπουργού από το βήμα της Βουλής τον Μάρτιο του 2021 για την κακοποίηση και την άσκηση βίας από την αστυνομία, η ΕτΥ του Συμβουλίου της Ευρώπης αποφάσισε να περατώσει την εποπτεία της στην ομάδα υποθέσεων Μακαρατζής (13 καταδικαστικές αποφάσεις συνολικά). Ωστόσο, η ΕτΥ εξέφρασε την ανησυχία της για τα συνεχιζόμενα περιστατικά κακομεταχείρισης από την αστυνομία, επικαλούμενη τις εκθέσεις της Επιτροπής κατά των Βασανιστηρίων του Συμβουλίου της Ευρώπης καθώς και την πλημμελή και καθυστερημένη διερεύνηση των περιστατικών από την αστυνομία, παρά τις νομοθετικές αλλαγές, όπως δείχνουν και οι εκθέσεις του Μηχανισμού. Η ΕτΥ έκλεισε τις υποθέσεις της ομάδας Μακαρατζής κ. Ελλάδας, συνεχίζει όμως την εποπτεία της Ελλάδας στον τομέα αυτό (στο πλαίσιο της ομάδας υποθέσεων Σιδηρόπουλος και Παπακώστας).[21]
Συμπεράσματα και προτάσεις πολιτικής
Μετά από αυτή τη σύντομη επισκόπηση, μπορούμε να συναγάγουμε τα εξής συμπεράσματα: Πρώτον, η εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ και γενικότερα η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν φαίνεται να αποτελούν προτεραιότητα για καμία πολιτική ηγεσία στη χώρα μας. Αυτή η έλλειψη ενδιαφέροντος είναι ακόμη πιο έντονη στην περίπτωση των μεταναστών. Οι τελευταίοι δεν έχουν «φωνή» στο πολιτικό σύστημα, ενώ η προστασία των δικαιωμάτων τους βρίσκει ελάχιστη απήχηση και στήριξη στην ευρύτερη κοινή γνώμη. Ούτε και στη διοίκηση υπάρχει μια εμπεδωμένη αντίληψη για την ανάγκη και την υποχρέωση να διασφαλιστεί αυτή η προστασία. Από την άλλη πλευρά, είναι εσφαλμένη η κυρίαρχη αντίληψη ότι η αποτελεσματική διαχείριση των συνόρων και ο έλεγχος της μετανάστευσης είναι εξ ορισμού αντίθετα στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μεταναστών και των προσφύγων. Η μεγάλη πρόκληση για ένα ευρωπαϊκό δημοκρατικό κράτος είναι να μπορέσει να βρει μια ισορροπία που θα μεριμνά πρωτίστως για την προστασία της ζωής και της αξιοπρέπειας των πιο ευάλωτων, των πιο αδύναμων και αυτών που δεν έχουν «φωνή» στο πολιτικό σύστημα.
Ως προς τη συμμόρφωσή τους με τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ που αφορούν μετανάστες, οι ελληνικές αρχές ανταποκρίθηκαν συχνά με καθυστέρηση. Έλαβαν κατ’ ελάχιστο κάποια γενικά μέτρα με κύριο στόχο τον τερματισμό της εποπτείας του ΣτΕ και όχι την μακροπρόθεσμη εμπέδωση της προστασίας των δικαιωμάτων στη διοικητική πρακτική του κράτους. Όπως σωστά έχει τονιστεί, οι ελληνικές αρχές αντιλαμβάνονται τον μηχανισμό της ΕΣΔΑ κυρίως «ως μια απόμακρη δικαιοδοσία που επιβάλλει μόνο χρηματική αποζημίωση υπέρ του θύματος της παραβίασης».[22] Η Ελλάδα εξακολουθεί να καταδικάζεται σε μεγάλο αριθμό επαναλαμβανόμενων παραβιάσεων για τις συνθήκες κράτησης και φιλοξενίας, τη μεταχείριση των μεταναστών από τις αστυνομικές και τις συνοριακές αρχές και για ελλείψεις του συστήματος ασύλου.
Από την άλλη πλευρά, το σύστημα της ΕΣΔΑ, με τον διεθνή δικαστικό έλεγχο και την εποπτεία της ΕτΥ είχε μεν μια καταλυτική συμβολή στη δημιουργία και ενίσχυση ενός πλαισίου προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα, όχι όμως στην εξάλειψη των παραβιάσεων. Οι καταδίκες της Ελλάδας σχετικά με τη μετανάστευση από το ΕΔΔΑ οδήγησαν (ή συνέβαλαν μεταξύ άλλων) στη θέσπιση σημαντικών νομοθετικών και διοικητικών μέτρων, καθώς και σε νομολογιακές αλλαγές, τα τελευταία είκοσι χρόνια, όπως δείχνει η προηγηθείσα ανασκόπηση. Είναι σφόδρα πιθανό πολλά από αυτά τα μέτρα να μην είχαν θεσπιστεί χωρίς τη διαρκή εποπτεία της Επιτροπής των Υπουργών του ΣτΕ για την εκτέλεση των σχετικών αποφάσεων. Εδώ εντοπίζεται και η μεγαλύτερη σπουδαιότητα ενός διεθνούς μηχανισμού όπως είναι η ΕΣΔΑ. Οι μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου, η βελτίωση των δομών, οι νομοθετικές και νομολογιακές αλλαγές και οι εθνικές στρατηγικές, είναι βεβαίως εξαιρετικά σημαντικά. Ωστόσο, συχνά η Ελλάδα υστερεί ως προς τη συστηματική εφαρμογή τους στην πράξη. Αλλά μόνο μέσα από αυτήν μπορεί να επιτευχθεί μακροπρόθεσμα η μείωση του αριθμού των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η παραδοσιακή έννοια της εκτέλεσης κάθε μεμονωμένης καταδικαστικής απόφασης δεν είναι συμβατή με τον δομικό χαρακτήρα των προβλημάτων που “γεννούν” παραβιάσεις δικαιωμάτων κατά των μεταναστών και των προσφύγων στην Ελλάδα. Τα προβλήματα αυτά εξακολουθούν να υφίστανται, ολικώς ή μερικώς, και μετά το κλείσιμο των σχετικών αποφάσεων. Για τον λόγο αυτό, η διαρκής εποπτεία της Ελλάδας από την ΕτΥ, αλλά και από άλλα διεθνή όργανα όπως η Επιτροπή κατά των Βασανιστηρίων του ΣτΕ, είναι πολύ σημαντική. Αυτό το πλαίσιο εποπτείας παρέχει τώρα την ευκαιρία σε μη-κυβερνητικές οργανώσεις να ενεργοποιηθούν συστηματικά με παρεμβάσεις. Η συστηματική δραστηριοποίησή τους μαζί με τις ανεξάρτητες αρχές και την Εθνική Επιτροπή, όχι μόνο στο ευρωπαϊκό αλλά και στο εθνικό επίπεδο, είναι αναγκαία για τη βελτίωση της προστασίας των δικαιωμάτων των μεταναστών και των προσφύγων.
Εξίσου σημαντική είναι και η ανάγκη για μια νέα προσέγγιση στην εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ που αφορούν μετανάστες στην Ελλάδα, η οποία θα δίνει έμφαση : α) σε μέτρα δομικής θεραπείας των παραβιάσεων σε επίπεδο διοικητικών πρακτικών, δικαστικών αποφάσεων και νομοθετικών μεταρρυθμίσεων[23], και β) στην εμπέδωση στο εσωτερικό της δημόσιας διοίκησης μιας αντίληψης που θα υποστηρίζει την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως προτεραιότητα και θέμα δημοκρατικής ευθύνης και όχι ως έξωθεν επιβεβλημένο, αναγκαίο κακό. Οι παρακάτω προτάσεις πολιτικής περιέχνουν κάποιες ιδέες και προτάσεις αλλαγών που θα μπορούσαν να συμβάλουν σε αυτή την κατεύθυνση, υπό την προϋπόθεση ότι η συμμόρφωση με το ΕΔΔΑ θα αναδειχτεί σε προτεραιότητα της ελληνικής διοίκησης και των πολιτικών δυνάμεων.
► Ενίσχυση και υποστήριξη της κοινοβουλευτικής επιτροπής για την εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ, η οποία να λειτουργεί ως κεντρικό όργανο, στο οποίο οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι θα συζητούν συστηματικά με τη διοίκηση για τα μέτρα εφαρμογής σε επιμέρους ομάδες υποθέσεων.
► Συντονισμένη δράση μη κυβερνητικών οργανώσεων, ανεξάρτητων αρχών και της Εθνικής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένης και της ενεργούς συμμετοχής και παρουσίας τους στην ανωτέρω κοινοβουλευτική επιτροπή. Αυτό θα μπορούσε να γίνει μέσω της δημιουργίας ενός δικτύου συνεργασίας, μέσα από το οποίο να προωθούν τις θέσεις και προτάσεις τους σε ζητήματα εκτέλεσης αποφάσεων του ΕΔΔΑ σε εθνικό επίπεδο. Ένα πετυχημένο μοντέλο οργάνωσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι το European Implementation Network (EIN) στο Στρασβούργο. Το τελευταίο μπορεί να αξιοποιηθεί συστηματικότερα για την απόκτηση ικανοτήτων (capacity-building) στον τομέα της συμμόρφωσης με τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, και την υιοθέτηση καλών πρακτικών (best practices) από άλλες χώρες.
► Ενίσχυση του θεσμικού μηχανισμού εκτέλεσης μέσω της δημιουργίας διυπουργικής επιτροπής με συμμετοχή των αρμόδιων υπουργείων, του ΝΣΚ, της Εθνικής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του ΣτΠ, η οποία θα συνεδριάζει τακτικά και θα διαμορφώνει προτάσεις για τα μέτρα εκτέλεσης.
► Ενίσχυση των αρμοδιοτήτων (και των αντίστοιχων πόρων) θεσμών όπως ο ΣτΠ και η Εθνική Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στον τομέα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μεταναστών και των προσφύγων.
► Συνεχόμενες προσπάθειες και δράσεις για τη διάχυση της νομολογίας του ΕΔΔΑ στο ελληνικό δικαστικό σύστημα και τους δικαστές καθώς και σε επιλεγμένες υπηρεσίες της δημόσιας διοίκησης.
Ντία Αναγνώστου
Πάντειο Πανεπιστήμιο
Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής
* Η έρευνα πάνω στην οποία βασίζεται το κείμενο αυτό έγινε στο πλαίσιο του έργου LAWMIGRAS “Do European states abide by human rights in migration and asylum? A study of compliance and implementation of Strasbourg Court rulings” (OPPORTUNITY/0916/MSCA/0019). Το έργο υλοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο Κύπρου το 2020-2022 (Τμήμα Νομικής) και ήταν χρηματοδοτούμενο από το Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας της Κύπρου.
[1] Dia Anagnostou, The European Convention of Human Rights Regime – Reform of Immigration and Minority Policies from Afar (Routledge 2023), σελ. 109-111.
[2] H Ελλάδα ήταν από τα πρώτα κράτη που κύρωσαν την ΕΣΔΑ το 1953, και το 1986 αποδέχτηκε και το δικαίωμα ατομικής προσφυγής στο ΕΔΔΑ. Το διάστημα 1969-1974, η κυβέρνηση των συνταγματαρχών απέσυρε την Ελλάδα από το Συμβούλιο της Ευρώπης και την ΕΣΔΑ ενόψει της αναμενόμενης απομπομπής της.
[3] J.G. Merrills and A.H. Robertson, Human Rights in Europe – A Study of the ECHR (Manchester University Press, 2001, 4th Edition), σελ. 2-5.
[4] Τον Μάρτιο του 2022, η Επιτροπή των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, αποφάσισε την αποπομπή της Ρωσίας από το Συμβούλιο της Ευρώπης (και επακολούθως και από την ΕΣΔΑ) λόγω της εισβολής της στην Ουκρανία τον προηγούμενο Φεβρουάριο.
[5] Anagnostou, The European Convention of Human Rights Regime, σελ. 57.
[6] Είναι συμβουλευτικό όργανο της πολιτείας που ακολουθεί τις αρχές των Παρισίων για το Καθεστώς των Εθνικών Θεσμών του ΟΗΕ.
[7] Δες τις σχετικές εκθέσεις στην ιστοσελίδα του Συνηγόρου του Πολίτη στο https://www.synigoros.gr/el
[8] Μια επισκόπηση των στοιχείων αυτών παρέχει το European Implementation Network για την κάθε χώρα στην ιστοσελίδα του https://www.einnetwork.org/countries-overview
[9] Dougoz κ. Ελλάδας, Νo. 40907/98, 6 Μαρτίου 2001. Kaja κ. Ελλάδας, Νo. 32927/03, 27 Ιουλίου 2006. S.D. κ. Ελλάδας, Νo. 53541/07, 11 Ιουνίου 2009.
[10] Το Π.Δ. 90/2008 ενσωμάτωσε και την Οδηγία της ΕΕ για τις Διαδικασίες Ασύλου 2005/85/ΕΚ. Περαιτέρω, ο Ν. 3907/2011 «΄Ιδρυση Υπηρεσίας Ασύλου και Υπηρεσίας Πρώτης Υποδοχής, προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ» έβαλε το πλαίσιο για τη δημιουργία δομών πρώτης υποδοχής μεταναστών.
[11] Νόμος 3900/2010 «Εξορθολογισμός διαδικασιών και επιτάχυνση της διοικητικής δίκης και άλλες διατάξεις».
[12] Danai Angeli and Dia Anagnostou, “A shortfall of rights and justice: Institutional design and judicial review of immigration detention in Greece,” European Journal of Legal Studies, May 2022, 97-131.
[13] Ο νόμος 4375/2016 για την «Οργάνωση και λειτουργία Υπηρεσίας Ασύλου, Αρχής Προσφυγών, Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης σύσταση Γενικής Γραμματείας Υποδοχής» ενσωμάτωσε την Οδηγία της ΕΕ 2013/32/EΕ σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
[14] M.S.S. κ Βελγίου και Ελλάδας, Νo. 30696/09, 21 Ιανουαρίου 2011.
[15] Rahimi κ Ελλάδας, Νo. 8687/08, 5 Aπριλίου 2011, και Housein κ. Ελλάδας, Νο. 71825/11, 24 Οκτωβρίου 2013.
[16] Νόμος 3907/2011 «΄Ιδρυση Υπηρεσίας Ασύλου και Υπηρεσίας Πρώτης Υποδοχής, προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη − μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών».
[17] Για μια εμπεριστατωμένη ανάλυση του θέματος, δες Anagnostou, The European Convention of Human Rights Regime, σελ. 176-183 και 194-197.
[18] CM/Del/Dec(2019)1348/H46-9, M.S.S. and Rahimi groups v Greece, 1348th meeting, 6 June 2019.
[19] Μακαρατζής κ. Ελλάδας, Νο. 50385/99, 20 Δεκεμβρίου 2004.
[20] Ο πρώτος μηχανισμός διερεύνησης τέτοιων περιστατικών που είχε προταθεί από τις ελληνικές αρχές το 2011 δεν πληρούσε βασικές διεθνείς προδιαγραφές και την προστασία των δικαιωμάτων. Δες Nikolaos Sitaropoulos, “Migrant Ill-treatment in Greek Law Enforcement—Are the Strasbourg Court Judgments the Tip of the Iceberg?”, European Journal of Migration and Law 19 (2017) 136–164, σελ. 151.
[21] Committee of Ministers’ Notes/1411/H46-15 16, Makaratzis group v. Greece (Application No. 50385/99), 1411th meeting, 14-16 September 2021.
[22] Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης, «Καθρεφτίζοντας τις πολλαπλές ελληνικές πραγματικότητες: Οι υποθέσεις αλλοδαπών κατά της Ελλάδας ενώπιον του ΕΔΔΑ», Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση, Ευκαιρίες για τη Νεολαία – Δικαστική Προστασία και Θεμελιώδη Δικαιώματα, επιμ. Δέσποινα Αναγνωστοπούλου, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, 2022, σελ. 438-9.
[23] Τσιτσελίκης, «Καθρεφτίζοντας τις πολλαπλές ελληνικές πραγματικότητες», σελ. 438-9.