Τα κυβερνητικά μέτρα προώθησης του εμβολιασμού
Η κυβέρνηση εξήγγειλε σε δύο δόσεις μέτρα ενίσχυσης του εμβολιασμού κατά της Covid-19 που έχουν διττό περιεχόμενο και δικαιολογητικό σκοπό. Τα μέτρα τα οποία εξαγγέλθηκαν στις 29.6.2021 αφορούν στην άρση ορισμένων περιοριστικών μέτρων σε συγκεκριμένους χώρους (εστίαση, θεάματα) για όσους έχουν εμβολιασθεί ή νοσήσει. Αυτά ονομάζονται αδόκιμα «προνόμια» ή «διευκολύνσεις», δεν πρόκειται, όμως, περί αυτού αλλά θεωρούνται λογική έννομη συνέπεια του εμβολιασμού, εφόσον αυτή η κατηγορία προσώπων δεν βρίσκεται στην ίδια επικίνδυνη κατάσταση (εκ νέου) νόσησης με τους μη εμβολιασθέντες και μη νοσήσαντες με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υγεία και την ζωή τους. Η δεύτερη περίπτωση, που χρονικά προηγήθηκε της πρώτης και εξαγγέλθηκε στις 28.6.2021, αφορά το μέτρο της χορήγησης δωροεπιταγής 150 ευρώ σε όσους ανήκουν στην ηλικιακή κατηγορία 18-25 ετών και δεν έχουν εμβολιασθεί ή έχουν κάνει μόνο την πρώτη δόση του εμβολιασμού. Σύμφωνα με το μέτρο αυτό, οι δικαιούχοι του ως άνω ποσού μπορούν να το διαθέσουν σε συγκεκριμένους σκοπούς που αφορούν διακοπές ή πολιτιστικές εκδηλώσεις. Το μέτρο αυτό έχει διαφορετική ποιότητα σε σχέση με τα μέτρα άρσης των περιορισμών και τόσο η ηθικοπολιτική του βάση όσο και η συνταγματικότητά του κρίνονται διαφορετικά.
Η πρώτη κατηγορία των μέτρων αφορά περιορισμένα τους χώρους της εστίασης (ταβέρνες, εστιατόρια, καφετέριες, μπαρ, κλαμπ κ.τ.ό.) και του θεάματος (κινηματογράφοι, θέατρα, συναυλίες, γήπεδα). Τα μέτρα κάνουν διττή διάκριση: Αφενός διακρίνουν στους λεγόμενους covid free ή αμιγείς χώρους, σε αυτούς δηλαδή που θα επιτρέπεται η προσέλευση και παρουσία μόνο όσων έχουν εμβολιασθεί ή νοσήσει και στους λεγόμενους μικτούς, όπου κατά βάση θα επιτρέπεται η παρουσία όλων. Την επιλογή των χώρων ως «ελεύθερων» covid ή μικτών θα την κάνουν οι ιδιοκτήτες τους κατά την άσκηση του επιχειρηματικού τους δικαιώματος. Αφετέρου γίνεται διάκριση μεταξύ ανοικτών και κλειστών χώρων.
Ενδιαφέρον από συνταγματικής πλευράς παρουσιάζουν οι περιπτώσεις όπου οι εμβολιασμένοι αντιμετωπίζονται ευνοϊκότερα σε σχέση με τους μη εμβολιασμένους. Από τη διαφορετική αυτή αντιμετώπιση πηγάζει και το ερώτημα κατά πόσο αυτή συμβαδίζει με την αρχή της ισότητας όπως και η παροχή του δικαιώματος στους ιδιοκτήτες χώρων εστίασης ή θεάματος να χαρακτηρίζουν με την ανάρτηση επιγραφής που θα ενημερώνει τους καταναλωτές και θεατές ότι οι χώροι είναι αμιγείς ή μικτοί.
Η διάκριση μεταξύ εμβολιασμένων και μη γίνεται στα γήπεδα (ανοιχτά και κλειστά), όπου θα επιτρέπεται η είσοδος μόνο για εμβολιασμένους και με χρήση μάσκας και στους αμιγείς χώρους, οι οποίοι θα λειτουργούν με μέγιστη κάλυψη του 85% της χωρητικότητάς τους, χωρίς χρήση μάσκας, ενώ στους μικτούς χώρους θα υπάρχει διαβάθμιση όσον αφορά την χωρητικότητα, πάντοτε με υποχρεωτική χρήση της μάσκας.
Η συνταγματικότητα των μέτρων άρσης των περιορισμών στους εμβολιασθέντες και νοσήσαντες
Παρά το γεγονός ότι οι κυβερνητικές εξαγγελίες εισάγουν ένα πολύπλοκο και πολυσύνθετο σύστημα που αφορά μόνο περιορισμένες δραστηριότητες, αφήνοντας απέξω άλλους τομείς και κυρίως τον μεγάλο και κρίσιμο τομέα των μεταφορών, τουλάχιστον μέχρι τώρα – αποτέλεσμα της διστακτικότητας της κυβέρνησης να προχωρήσει σε ευρεία άρση των περιορισμών στους εμβολιασθέντες, προφανώς για να μη δυσαρεστήσει τους μη εμβολιασθέντες – οι διακρίσεις αυτές κρίνονται σύμφωνες με το Σύνταγμα και ιδίως με τη γενική αρχή της ισότητας του άρθρου 4 παρ. 1 Σ, η οποία κατά την κλασική νομική της φύση κατοχυρώνει την ίση μεταχείριση ουσιωδώς ομοίων και την άνιση μεταχείριση ουσιωδώς ανομοίων. Εν προκειμένω, εμβολιασθέντες και νοσήσαντες δεν αποτελούν στον ίδιο βαθμό κίνδυνο (και μάλιστα αποτελούν κατά πολύ μικρότερο κίνδυνο) για τη δημόσια υγεία και τα δικαιώματα των τρίτων. Είναι συνεπώς όχι μόνο επιτρεπτό αλλά και επιβαλλόμενο από την αρχή της ισότητας να αντιμετωπισθούν ευνοϊκότερα σε σύγκριση με τους λεγόμενους αρνητές του εμβολίου. Όσον αφορά τους τελευταίους, θα πρέπει για άλλη μια φορά να τονισθεί ότι ναι μεν είναι καταρχήν δικαίωμά τους να μην κάνουν τον εμβολιασμό στο πλαίσιο του σωματικού τους αυτοκαθορισμού (άρθρο 5 παρ. 5 Σ), τοσούτω μάλλον που αυτός δεν επιβάλλεται υποχρεωτικά, δεν είναι δικαίωμά τους όμως, να θέτουν σε κίνδυνο την υγεία και την ζωή των συνανθρώπων τους, αποτελεί δε καθήκον τους εκ του Συντάγματος (πρβλ. άρθρο 25 παρ. 4 Σ) η κοινωνική αλληλεγγύη. Η μη εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος επιφέρει τις εύλογες και έλλογες έννομες συνέπειες της μειονεκτικά διακριτικής τους μεταχείρισης σε σύγκριση με τους εμβολιασθέντες, οι οποίοι εκπληρώνουν αυτό το καθήκον και υποχρέωση.
Το δε δικαίωμα των ιδιοκτητών των χώρων εστίασης να καθορίζουν τους χώρους της επιχείρησής τους ως αμιγείς ή μικτούς προστατεύεται από το δικαίωμα στην οικονομική και ιδία στην επιχειρηματική ελευθερία (άρθρο 5 παρ. 1 Σ) που το κράτος εν προκειμένω τους αναγνωρίζει αφήνοντας την τελική επιλογή σε αυτούς, το οποίο βέβαια δεν μπορεί να ασκείται καταχρηστικά και με αυθαίρετες διακρίσεις, κάτι το οποίο εν προκειμένω δεν συμβαίνει. Οι λοιποί περιορισμοί που αφορούν την υποχρέωση περιορισμένης πλήρωσης της χωρητικότητας των χώρων αφορούν περιορισμούς στην άσκηση της επιχειρηματικής τους ελευθερίας, ελέγχονται με βάση την αρχή της αναλογικότητας και φαίνονται καταρχήν σύμφωνοι με αυτήν.
Η αντισυνταγματικότητα της δωροεπιταγής των 150 ευρώ
Κι αν τα μέτρα που αφορούν την, έστω, εν μέρει και διστακτική άρση περιορισμών δεν έχουν συνταγματικό πρόβλημα, εάν δεν επιβάλλονται κιόλας συνταγματικά, δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο, τουλάχιστον άνευ ετέρου για το μέτρο της χορήγησης δωροεπιταγής των 150 ευρώ. Στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουμε μία ευμενή μεταχείριση του ενδιαφερομένου με άρση ενός περιοριστικού μέτρου (απαγόρευσης ή επιταγής) γι’ αυτόν που προέβη στην απαιτούμενη πράξη, τον εμβολιασμό, αλλά με την χορήγηση μίας υλικής παροχής για να προβεί στην πράξη αυτή, είτε γενικά είτε ως προς τη δεύτερη δόση. Και αυτό το μέτρο εντάσσεται στην κρατική διστακτικότητα να προβεί σε πιο θαρραλέα μέτρα που θα γενίκευαν και επέκτειναν την άρση των περιοριστικών μέτρων ή θα επέβαλαν έστω και κατά έμμεσο τρόπο την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού με την επιβολή εννόμων συνεπειών σε όσους δεν τον πραγματοποιούσαν.
Καταρχάς, στο πλαίσιο της εκπλήρωσης του συνταγματικού καθήκοντός του να προστατέψει την ζωή και την υγεία των ανθρώπων, το κράτος μπορεί να προβαίνει και σε μέτρα υλικής παροχής. Αυτό προκύπτει άλλωστε και από το άρθρο 21 παρ. 3 Σ στο μέτρο που κατοχυρώνει ένα κοινωνικό δικαίωμα ή έστω μία κρατική υποχρέωση για υλική παροχή. Αμφίβολο είναι εάν η παροχική δράση του νομοθέτη ή της διοίκησης μπορεί να ελεγχθεί με βάση την αρχή της αναλογικότητας πέραν των λοιπών δημοσιονομικών υποχρεώσεών τους. Σε κάθε περίπτωση ελέγχεται με βάση την αρχή της αναλογικότητας εάν με την παροχή στον λήπτη της, επιβάλλεται έμμεσα περιορισμός στην άσκηση θεμελιώδους δικαιώματος ενός τρίτου προσώπου, όπως γίνεται με τις επιδοτήσεις σε έναν επιχειρηματία, με την οποία ωφελείται μεν ο λήπτης της επιχορήγησης, θίγεται όμως, στο δικαίωμά του στην ελευθερία του ανταγωνισμού ο ανταγωνιστής αυτού. Εν προκειμένω δεν υφίσταται τέτοιο θέμα, εφόσον με την επίμαχη παροχή επιδιώκεται η ενθάρρυνση και ο δελεασμός των αποδεκτών της να προβούν στην πράξη του εμβολιασμού, χωρίς να θίγονται δικαιώματα τρίτων.
Περαιτέρω, όμως, πρέπει να εξεταστεί συνταγματικά εάν η παροχή είναι σύμφωνη με τη γενική αρχή της ισότητας. Κι εδώ ισχύουν καταρχήν τα ανωτέρω, με την προσθήκη ότι ο νομοθέτης και κατ’ εξουσιοδότηση αυτού η διοίκηση μπορούν να προβούν σε περαιτέρω αποκλίσεις από την αρχή της ισότητας για λόγους όμως αντικειμενικούς και αποχρώντες δημοσίου συμφέροντες. Εν προκειμένω εισάγεται μία ευνοϊκή μεταχείριση σε μία ορισμένη ηλικιακή ομάδα (18-25 ετών) χωρίς αντικειμενικά κριτήρια, μάλλον αυθαίρετα, που δεν δικαιολογεί την ευνοϊκή της μεταχείριση έναντι άλλων ηλικιακών ομάδων. Δεν πρόκειται δηλαδή περί ουσιωδώς ανόμοιας ομάδας σε σχέση με τις λοιπές ενώ και ως προς την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού δηλ. τον εμβολιασμό των προσώπων για να μην κολλήσουν τον ιό, να μην νοσήσουν και να μην τον μεταδώσουν περαιτέρω, ούτως ώστε να προστατευτεί η ζωή και η υγεία των ιδίων και των συνανθρώπων τους αλλά και να μην υποστεί δυσλειτουργία το ΕΣΥ ως θεσμός του κράτους, δεν κρίνεται ούτε ποσοτικά η πλέον αρνητική στον εμβολιασμό, ούτε ποιοτικά η πλέον ευπαθής και ευάλωτη στον κορωνοϊό ηλικιακή ομάδα. Σύμφωνα με στατιστικές τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά η ηλικιακή ομάδα άνω των 60 ετών περιλαμβάνει τους περισσότερους αρνητές του εμβολίου, ενώ στατιστικά και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και της επιστήμης αυτή η ηλικιακή ομάδα περιλαμβάνει και τα περισσότερα ευπαθή και ευάλωτα στον ιό και τη νόσο άτομα. Πέραν τούτου αρνητές του εμβολίου περιλαμβάνονται σε όλες τις ηλικιακές ομάδες.
Κατά συνέπεια ή θα έπρεπε η εν λόγω παροχή να δοθεί σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, κάτι που θα ήταν συνταγματικά το ορθότερο και συνεπέστερο με την αρχή της ισότητας, ή να επεκταθεί και στην ηλικιακή ομάδα άνω των 60 ετών. Είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση, το μέτρο αντίκειται στην αρχή της ισότητας του άρθρου 4 παρ. 1 Σ.
Τέλος, σε περίπτωση που η υπόθεση ήθελε αχθεί ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου για δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας του επίμαχου μέτρου με βάση τη γενική αρχή της ισότητας και το τελευταίο σύμφωνα με τα ανωτέρω ήθελε να την κρίνει αντισυνταγματική, δεν θα απαγόρευε την παροχή στους δικαιούχους που χαριστικά την έλαβαν σε αντίθεση με άλλες ομάδες δικαιούχων, αλλά με βάση την επεκτατική εφαρμογή της αρχής της ισότητας, την οποία τόσο ο ΑΠ όσο και το ΣτΕ δέχονται εδώ και δεκαετίες, αλλά έπαψαν να εφαρμόζουν την τελευταία δεκαετία υπό το βάρος της δημοσιονομικής κρίσης, θα πρέπει να την επεκτείνει και στις λοιπές ομάδες που θα κρίνει ότι με βάση την αρχή της ισότητας τηνδικαιούνται.
Η ασταθής ηθικοπολιτική βάση του μέτρου
Αφήνω τελευταία την ηθικοπολιτική διάσταση του ζητήματος, χωρίς να σημαίνει ότι τη θεωρώ ήσσονος σημασίας σε σχέση με τη συνταγματική. Χωρίς να υιοθετώ ακραίες εκφράσεις που ακούστηκαν ως προς τον χαρακτηρισμό του επίμαχου αυτού μέτρου («δωροδοκία», «εξαγορά», «εκμαυλισμός» κ.τ.ό.), η συγκεκριμένη παροχή βασίζεται σε ασταθή ηθικοπολιτικά βάση. Αν δεχθούμε ότι ο εμβολιασμός αποτελεί το ηθικό αλλά και εκ του Συντάγματος νομικό καθήκον όλων μας έναντι της ζωής και της υγείας μας, αλλά και της ζωής και της υγείας των συνανθρώπων μας και του συμφέροντος της κοινωνίας, τότε η κρατική επιβράβευση της εκπλήρωσης του καθήκοντος αυτού με υλικές παροχές υπό τη μορφή δωροεπιταγών, δεν κολακεύει ούτε την Πολιτεία ούτε τους πολίτες. Τους μεν πολίτες που για διάφορους λόγους αρνούνται να εκπληρώσουν αυτό το καθήκον, προφασιζόμενοι ότι είναι δικαίωμά τους, ωσάν το πρόβλημα της καταπολέμησης της πανδημίας να εξαντλείται στην ύπαρξη και άσκηση του δικαιώματος μη εμβολιασμού από τους αντιεμβολιαστές. Πολύ περισσότερο δεν κολακεύει αυτή την κατηγορία των πολιτών που περιμένει τέτοιου είδους χαριστικές παροχές για να «ανταλλάξει» την άρνηση και τη δυστροπία της. Την δε Πολιτεία δεν κολακεύει όταν αυτή είτε γιατί αδυνατεί να πείσει τους πολίτες, οι οποίοι βεβαίως δεν θέλουν να πειστούν, είτε γιατί δεν θέλει να υποστεί το πολιτικό κόστος, διστάζει να επιβάλει, έστω και έμμεσα, τον υποχρεωτικό εμβολιασμό, αρκούμενη στον δελεασμό και το «χάιδεμα» των νεαρότερων ηλικιών, πιστεύοντας ότι είναι ευεπίφοροι σε τέτοιου είδους μεθόδους.
Χαράλαμπος Τσιλιώτης
Επίκουρος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου