Εισαγωγή στο ζήτημα
Ένα ιδιαίτερο ζήτημα που έχει ανακύψει από την γενικότερη προβληματική ενδεχόμενου υποχρεωτικού εμβολιασμού για την αντιμετώπιση της Covid-19 είναι η επιβολή του στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και ιδιαίτερα σε ευαίσθητους για την εξάπλωση του κορωνοϊού χώρους, όπως οι χώροι εργασίας ή οι μεταφορές επιβατών, κυρίως οι αεροπορικές και ακτοπλοϊκές. Από το γενικότερο αυτό ζήτημα ανακύπτουν επιμέρους ερωτήματα: Μπορεί ο εργοδότης να επιβάλει τον εμβολιασμό κατά του κορωνοϊού στο προσωπικό του; Μπορεί η άρνηση του εργαζόμενου να δικαιολογήσει την απόλυσή του από τον εργοδότη του; Μπορεί μία αεροπορική ή ακτοπλοϊκή εταιρία να δέχεται ως επιβάτες μόνο εμβολιασμένους και μάλιστα αυτούς που θα φέρουν το πιστοποιητικό εμβολιασμού προς απόδειξή του; Μπορούν όλα τα παραπάνω να συμβούν χωρίς ο νομοθέτης να έχει προβεί σε ρύθμιση του θέματος; Ποιος είναι ο ρόλος της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και στον τομέα αυτόν;
Τα παραπάνω, που είναι ίσως μερικά μόνο από τα ανακύπτοντα ή στο μέλλον να ανακύψουν, είναι εύλογα και ευαίσθητα ερωτήματα με όχι πάντοτε εύκολες απαντήσεις και δεν μπορούν να εξεταστούν επισταμένως στο παρόν άρθρο. Αρκούν, όμως, κάποιες γενικότερες διαπιστώσεις και, κυρίως, η σημασία της προστασίας (αλλά και των περιορισμών) των θεμελιωδών δικαιωμάτων στις σχέσεις Ιδιωτικού Δικαίου μέσω της θεωρίας της λεγόμενης «τριτενέργειας».
Αναγκαία η νομοθετική ρύθμιση
Καταρχάς, ευκταίο θα ήταν ο νομοθέτης στην περίπτωση που ήθελε να αναλάβει τη σχετική πρωτοβουλία να ρυθμίσει και αυτά τα θέματα. Στην περίπτωση μάλιστα των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα, αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο με νόμο, διότι στην περίπτωση αυτή έχουμε σχέση κράτους και ιδιώτη και ισχύει η δικαιοκρατική αρχή της νομιμότητας. Μέχρι τώρα έχει εκδοθεί ο Ν. 4675/2020[1] για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό ο οποίος στο άρθρο 4 παρ. 3 Α (iii) στοιχ. β΄ παρέχει κατ’ άρθρο 43 παρ. 2 εδ. β΄ Σ για ειδικότερα θέματα εξουσιοδότηση στον Υπουργό Υγείας[2]. Εν προκειμένω, όμως, ειδικά για την ρύθμιση των υπαλληλικών στον δημόσιο και των εργασιακών στον ιδιωτικό τομέα τα ζητήματα αυτά δεν μπορούν να ενταχθούν στην νομοθετική εξουσιοδότηση του άρθρου αυτού και όχι μόνο διότι απαιτείται η έκδοση ΚΥΑ και από τους κατά περίπτωση συναρμόδιους Υπουργούς Εσωτερικών, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Ανάπτυξης και Επενδύσεων και Υποδομών και Μεταφορών.
Η ενδεχόμενη νομοθετική ρύθμιση της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού στις εργασιακές σχέσεις
Όσον αφορά το ειδικότερο και ευαίσθητο ζήτημα των ιδιωτικών εργασιακών σχέσεων, θα πρέπει ο νομοθέτης να σταθμίσει στην προκειμένη περίπτωση αφενός το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη, που συνταγματικά προστατεύεται στο πλαίσιο της επαγγελματικής και ιδία της επιχειρηματικής ελευθερίας κατά το άρθρο 5 παρ. 1 Σ και νομοθετικά από το άρθρο 652 ΑΚ και αφετέρου τόσο το δικαίωμα στον σωματικό αυτοκαθορισμό των εργαζομένων που προκύπτει από το άρθρο 5 παρ. 5 Σ[3], όσο και το δικό τους δικαίωμα στην επαγγελματική ελευθερία κατά το άρθρο 5 παρ. 1 Σ, αλλά και το δικαίωμα στα προσωπικά δεδομένα κατ’ άρθρο 9Α Σ. Κατά την στάθμιση αυτή και με βάση την αρχή της αναλογικότητας και της δίκαιης ισορροπίας των αντιτιθεμένων αγαθών, θα πρέπει να δώσει την ενδεδειγμένη λύση.
Η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού στις εργασιακές σχέσεις μέσω της εφαρμογής της θεωρίας της «τριτενέργειας»
Σε περίπτωση που ο νομοθέτης δεν προβεί σε ρύθμιση και δεν επιβάλει καν την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού, το ερώτημα παραμένει εάν ο ιδιώτης, εργοδότης ή εταιρία μεταφοράς προσώπων, αεροπορική ή ακτοπλοϊκή, μπορεί να το κάνει. Πρόκειται περί κλασικής περίπτωσης εφαρμογής της θεωρίας της λεγόμενης «τριτενέργειας» ή καλύτερα της ισχύος ή ενέργειας των θεμελιωδών δικαιωμάτων στις σχέσεις ιδιωτικού δικαίου[4]. Η θεωρία αυτή έχει θετικοποιηθεί συνταγματικά με την αναθεώρηση του 2001, η οποία εισήχθη στο άρθρο 25 παρ. 1 Σ το εδ. γ΄ Σ που ορίζει ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών εφόσον προσιδιάζουν σε αυτές[5]. Αμφιλεγόμενο είναι εάν αυτή η ισχύς είναι άμεση ή έμμεση μέσω των γενικών ρητρών και αόριστων νομικών εννοιών του κοινού δικαίου. Κατά την ορθότερη άποψη, δεκτή πρέπει να γίνει η «έμμεση τριτενέργεια»[6]. Στην περίπτωση αυτή, οι παραπάνω συγκρουόμενες μεταξύ τους συνταγματικές διατάξεις που προστατεύουν θεμελιώδη δικαιώματα «τριτενεργούν» ή, κατά το δοκιμότερον, επενεργούν ερμηνευτικά στις ως άνω διατάξεις του κοινού δικαίου, τη λύση όμως της σύγκρουσης δίνει αυτή την φορά ο πολιτικός δικαστής, τηρώντας και αυτός ως κρατικό όργανο (πρβλ. άρθρο 25 παρ. 1 εδ. α΄ και β΄ Σ) τις αρχές της αναλογικότητας και της δίκαιης ισορροπίας.
Σε ό,τι αφορά τις εργασιακές σχέσεις ισχύουν mutatis mutandis όσον αφορά τα συγκρουόμενα δικαιώματα ό,τι αναφέρθηκε ανωτέρω για την περίπτωση της νομοθετικής παρέμβασης. Διατάξεις του κοινού Αστικού και Εργατικού Δικαίου εντός των οποίων τα ως άνω θεμελιώδη δικαιώματα μπορούν να αναπτύξουν ενέργεια είναι οι ΑΚ 652 (διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη), 662 (υποχρέωση του εργοδότη τήρησης μέτρων για τη ζωή και την υγεία των εργαζομένων), 672 (καταγγελία της σύμβασης εργασίας για σπουδαίο λόγο), το άρθρο 7 εδ. α΄ Ν. 2112/1920 περί απαγόρευσης μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας και οι γενικότερες ΑΚ 281 (απαγόρευση κατάχρησης δικαιώματος) και 288 (υποχρέωση παροχής της ενοχής, εν προκειμένω της εργασίας σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών και συναλλακτικών ηθών).
Έτσι, σε υγειονομικούς χώρους (ιδιωτικά νοσοκομεία, κλινικές, γηροκομεία) όπου η μετάδοση του ιού μπορεί να είναι αυξημένη και όσοι συγχρωτίζονται εκεί (ιατροί, νοσηλευτικό και λοιπό προσωπικό, ασθενείς, τρόφιμοι) βρίσκονται δυνάμει σε υψηλό κίνδυνο προσβολής από τον ιό ή νόσησης αφενός, ή και μετάδοσης του ιού εάν έχουν προσβληθεί από αυτόν αφετέρου, ο υποχρεωτικός εμβολιασμός του προσωπικού πρέπει να θεωρηθεί απαραίτητος όπως και στα αντίστοιχα δημόσια ιδρύματα. Μάλιστα, μία τέτοια υποχρέωση των εργαζομένων επιβάλλεται όχι μόνο από το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη, αλλά και την υποχρέωσή του για την τήρηση κανόνων προστασίας της ζωής και της υγείας των ασθενών, τροφίμων και εργαζομένων (πρβλ. άρθρα 662 ΑΚ και 42 Ν. 3850/2012)[7]. Σε άλλες επιχειρηματικές μονάδες μία τέτοια επιβολή εκ μέρους του εργοδότη υποχρεωτικού εμβολιασμού των εργαζομένων πρέπει να κριθεί ανά περίπτωση (in concreto) ανάλογα με τον αριθμό των εργαζομένων, τον βαθμό συγχρωτισμού μεταξύ τους, τις συνθήκες των χώρων εργασίας και εν γένει των εγκαταστάσεων της επιχειρηματικής μονάδας, τις συνθήκες επαφής με τους πελάτες (π.χ. μονάδες εστίασης) κ.ά.
Σε κάθε περίπτωση, οι αποφάσεις του εργοδότη θα πρέπει να ληφθούν με την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας. Έτσι, τόσο η απόφαση για την επιβολή της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, όσο και οι συνέπειες από τη δυστροπία του εργαζομένου στην απόφαση του εργοδότη θα πρέπει να είναι αναλογικές και μην λαμβάνεται η επαχθέστερη όταν μπορεί ο επιδιωκόμενος σκοπός να επιτευχθεί με ηπιότερα μέσα[8]. Έτσι, εάν δεν είναι απαραίτητος ο εμβολιασμός επειδή οι εργαζόμενοι στην επιχείρηση είναι λίγοι και δεν έρχονται σε επαφή μεταξύ τους ή με πελάτες της, δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο υποχρεωτικός εμβολιασμός. Εάν πάλι ενδείκνυται ο εμβολιασμός και επιβληθεί υποχρεωτικά από τον εργοδότη και οι εργαζόμενοι δυστροπήσουν, τότε η καταγγελία της σύμβασης εργασίας θα πρέπει να αποτελεί το ultimum refugium όταν άλλα μέσα ηπιότερα π.χ. μετάθεση σε άλλο χώρο, τηλεργασία, άδεια άνευ αποδοχών μπορούν να είναι εξίσου αποτελεσματικά, τα οποία όμως εν προκειμένω δεν θα μπορούν να θεωρηθούν ως ανεπίτρεπτη μονομερής βλαπτική μεταβολή των συνθηκών εργασίας, ακόμα κι αν υπό κανονικές συνθήκες θα εθεωρούντο.
Σε τέτοιες περιπτώσεις θα πρέπει να εξετασθεί εάν ο εργαζόμενος παρέχει την ενοχική του υποχρέωση προς παροχή εργασίας κατά τρόπο συνάδοντα με την καλή πίστη και τα χρηστά και συναλλακτικά ήθη κατ’ άρθρο 288 ΑΚ, οι δε αποφάσεις του εργοδότη περί υποχρεωτικού εμβολιασμού ή επιβολής συνεπειών σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ελέγχονται εάν είναι σύμφωνες με τα χρηστά και συναλλακτικά ήθη όπως και με τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος κατά το άρθρο 281 ΑΚ. Στην ερμηνεία των εν λόγω αόριστων νομικών εννοιών θα πρέπει πρωτίστως να ληφθούν υπόψη τα θεμελιώδη δικαιώματα αμφοτέρων των μερών και τα δικαιοκρατικά μέσα επίλυσης της σύγκρουσής τους. Πάντως, υπό την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας κατά τα ανωτέρω μπορεί να θεωρηθεί ως έσχατο μέσο η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη σε περίπτωση μη εμβολιασμού του εργαζομένου ως «σπουδαίος λόγος» κατά το άρθρο 672 ΑΚ. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, τα παραπάνω συγκρουόμενα θεμελιώδη δικαιώματα εργοδότη και εργαζόμενου και η αρχή της αναλογικότητας ως μέσο επίλυσης της σύγκρουσης αποτελούν χρήσιμα εργαλεία στα χέρια του εργατικού δικαστή ουσίας, ακόμα και του αναιρετικού δικαστή κατ’ άρθρο 559 περ. 1 ΚΠολΔ, να ερμηνεύσει τις ως άνω γενικές ρήτρες και αόριστες νομικές έννοιες και εν τέλει να επιλύσει ανάλογες διαφορές εάν και όταν του τεθούν ενώπιον του.
Η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού στις μεταφορές επιβατών
Όσον αφορά τις μεταφορές κι εδώ υπάρχει η σύγκρουση μεταξύ της επιχειρηματικής αλλά και συμβατικής ελευθερίας των εταιριών μεταφοράς επιβατών κατά το άρθρο 5 παρ. 1 Σ που θέλουν να προστατεύσουν όχι μόνο τα δικά τους επιχειρηματικά συμφέροντα αλλά και το δικαίωμα στην υγεία των επιβατών και του πληρώματος κατά το άρθρο 5 παρ. 5 Σ αφενός και το δικαίωμα στον σωματικό αυτοκαθορισμό των επιβατών κατά το άρθρο 5 παρ. 5 Σ αλλά και τα δικαιώματά τους στα προσωπικά δεδομένα κατά το άρθρο 9Α Σ και της μετακίνησης κατά το άρθρο 5 παρ. 3 Σ. Κατά τα ανωτέρω και υπό τις ως άνω προϋποθέσεις θα πρέπει να θεωρηθεί θεμιτή και όχι καταχρηστική κατ’ άρθρο 281 ΑΚ η απαίτηση των αεροπορικών ή ακτοπλοϊκών εταιριών να ζητούν από τους επιβάτες τους πιστοποιητικό εμβολιασμού και να αρνούνται τη σύναψη συμβάσεως μεταφοράς τους σε αρνητική περίπτωση.
Επίλογος
Από τα παραπάνω εκτεθέντα συνάγεται ότι το ζήτημα του αντι-Covid-19 εμβολιασμού, κυρίως εάν επιβληθεί νομοθετικά η υποχρεωτικότητά του, αποτελεί μεταξύ άλλων ένα σημαίνον νομικό ζήτημα και οι Δημοσίου και κυρίως Συνταγματικού Δικαίου διαστάσεις του είναι ιδιαίτερα σοβαρές. Οι συνταγματικές του πτυχές όμως αφορούν και το υπάρχον νομοθετικό καθεστώς, που δεν προβλέπει νομοθετικά την υποχρεωτικότητά του, σε Ιδιωτικού Δικαίου σχέσεις, όπως οι εργασιακές σχέσεις ή οι μεταφορές. Η εξέλιξη της πανδημίας, οι συνέπειες και η αντιμετώπισή της θα δείξουν, όπως και στα περισσότερα ζητήματα, και την εξέλιξη των νομικών και βεβαίως και των Δημοσίου αλλά και Ιδιωτικού, υπό την επίδραση του Δημοσίου Δικαίου, ζητημάτων.
Χαράλαμπος Τσιλιώτης
Επίκουρος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Υποσημειώσεις:
[1] ΦΕΚ 54/Α/11-3-2020 «Πρόληψη, προστασία και προαγωγή της υγείας ανάπτυξη των υπηρεσιών δημόσιας υγείας και άλλες διατάξεις».
[2] Η εν λόγω διάταξη αναφέρει: ««….iii) Το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών (ΕΠΕΜΒ), το οποίο απευθύνεται σε ειδικές και ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, παιδιά, ανηλίκους και ενηλίκους, μετακινούμενους πληθυσμούς και πληθυσμούς που βρίσκονται σε κίνδυνο, και περιλαμβάνει τα προγράμματα εμβολιασμών όλων των ανωτέρω.
α) Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας προσδιορίζεται η κάθε επιμέρους αναλαμβανόμενη δράση διεύρυνσης ή επικαιροποίησης του Εθνικού Προγράμματος Εμβολιασμών υπέρ της υγείας των πολιτών με την καθιέρωση των ενδεδειγμένων επιστημονικά εμβολίων, όπως εξειδικεύονται ανά νόσημα, ηλικία και φύλο, ορίζονται οι διαδικαστικές προϋποθέσεις συμμετοχής των πολιτών στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών, ο τρόπος εγγραφής και η διαδικασία συμμετοχής τους, υποδεικνύονται οι φορείς παροχής υπηρεσιών υγείας, που συμπράττουν στην υλοποίηση της συγκεκριμένης δράσης και ορίζεται η διαδικασία επικαιροποίησης του προγράμματος, ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
β) Σε περιπτώσεις εμφάνισης κινδύνου διάδοσης μεταδοτικού νοσήματος, που ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, μπορεί να επιβάλλεται, με απόφαση του Υπουργού Υγείας, μετά από γνώμη της ΕΕΔΥ, υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού με σκοπό την αποτροπή της διάδοσης της νόσου. Με την ανωτέρω απόφαση ορίζονται η ομάδα του πληθυσμού ως προς την οποία καθίσταται υποχρεωτικός ο εμβολιασμός με καθορισμένο εμβόλιο, η τυχόν καθορισμένη περιοχή υπαγωγής στην υποχρεωτικότητα, το χρονικό διάστημα ισχύος της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, το οποίο πρέπει πάντοτε να αποφασίζεται ως έκτακτο και προσωρινό μέτρο προστασίας της δημόσιας υγείας για συγκεκριμένη ομάδα του πληθυσμού, η ρύθμιση της διαδικασίας του εμβολιασμού και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
γ) Αποτελεί υποχρέωση της Πολιτείας η προσωποποιημένη ενημέρωση ενός εκάστου πολίτη για τον χρόνο και τον τρόπο συμμετοχής του στα προαναφερόμενα Εθνικά Προγράμματα».
[3] Για το ότι το δικαίωμα στον σωματικό και ψυχικό αυτοκαθορισμό στο πλαίσιο του ευρύτερου δικαιώματος στην υγεία και την σωματική ακεραιότητα προστατεύεται από την ειδικότερη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 5 Σ, όπως αυτή προστέθηκε με την συνταγματική αναθεώρηση του 2001 και όχι από την γενικότερη και επικουρικής ισχύος διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 Σ πρβλ. εκτενώς Χ. Τσιλιώτης, Το ΣτΕ ως προάγγελος της συνταγματικότητας ενδεχόμενου υποχρεωτικού «αντι-Covid-19» εμβολιασμού – Παρατηρήσεις στην ΣτΕ 2387/2020 (Τμήμα Δ΄ – Επταμ.), ΘΠΔΔ 2020, σελ. 1015 επ. με πλήθος αναφορών στην μέχρι τώρα θεωρία. Πρβλ. επίσης, ο ίδιος, Συνταγματικός ο υποχρεωτικός εμβολιασμός – Σχόλιο στην ΣτΕ (Δ΄ Τμήμα) 2387/2020, σε: syntagmawatch.gr 9.12.2020, διαθέσιμο σε: Συνταγματικός ο υποχρεωτικός εμβολιασμός – Σχόλιο στην ΣτΕ (Δ΄ Τμήμα) 2387/2020 | Syntagma Watch.
[4] Η θεωρία αυτή έλκει την καταγωγή της από την μεταπολεμική Δυτική Γερμανία και τον χώρο του Εργατικού Δικαίου. Ήδη έχει επεκταθεί και σε άλλους χώρους κα έννομες τάξεις μεταξύ των οποίων και στην δική μας αλλά και της ΕΣΔΑ και της ΕΕ – πρβλ. εκτενώς Χ. Τσιλιώτης, Η επίλυση της σύγκρουσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων μέσω του κρατικού καθήκοντος προστασίας τους, σε: ΔτΑ 2016, σελ. 69-70, με εκτενείς αναφορές στις υποσημ. 44-46 (εκεί).
[5] Για τη νέα διάταξη του άρθρου 25 § 1 εδ. γ΄ του ελληνικού Συντάγματος, η οποία εισήχθη με την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση του 2001 πρβλ. Χ. Ανθόπουλος, Η τριτενέργεια των θεμελιωδών δικαιωμάτων ως συνταγματική αρχή. Μια ανάλυση του άρθρου 25 § 1 εδ. γ΄ του Συντάγματος, σε: ΔτΑ 2002, σελ. 677 επ.. Βέβαια πρέπει να τονισθεί ότι και πριν την εισαγωγή της εν λόγω διάταξης γίνονταν δεκτή η εφαρμογή της θεωρίας της ισχύος ή της επενέργειας των θεμελιωδών δικαιωμάτων στις ιδιωτικές έννομες σχέσεις – πρβλ. μεταξύ άλλων Γ. Κασιμάτης, Το ζήτημα της «τριτενέργειας» των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, σε: ΤοΣ 1981, σελ. 1 επ., Α. Δημητρόπουλος, Η συνταγματική προστασία του ανθρώπου από την ιδιωτική εξουσία, Αθήνα-Κομοτηνή 1981/1982 (passim), Τ. Ηλιοπούλου-Στράγγα, Η «τριτενέργεια» των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων του Συντάγματος 1975, Αθήνα-Κομοτηνή 1990, σελ. 175 επ., η ίδια, Η θεωρία της «τριτενέργειας» των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, σε: ΕλλΔνη 2001, σελ. 1527 επ., Π. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα, 4η Έκδοση Αθήνα-Κομοτηνή 2012, αρ. περ. 177 επ.
[6] Έτσι και η κρατούσα άποψη στη νομολογία – πρβλ. ΟλΑΠ 13/1999 ΔτΑ 2000, σελ. 981 επ., καθώς και το σχόλιο του Χ. Τσιλιώτη, Η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων από την δικαστική εξουσία μέσα από τις διατάξεις του Ιδιωτικού Δικαίου. Σχόλιο στην υπ’ αριθμ. 13/1999 απόφαση της ΟλΑΠ, ΔτΑ 2000, σελ. 971 επ., ΑΠ 2159/2007 Δημοσιευμένη στην Τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 515/2001 ΔΕΕ 2001, σελ. 1276, ΕφΛαρ 598/2006 ΑρχΝομ 2007, σελ. 487, ΕφΑθ 5538/2006 ΝοΒ 2007, σελ. 1079, ΕφΑθ 2759/2003 ΕλλΔνη 2003, σελ. 1423.
[7] Πρβλ. και Α. Καζάκος, Πως θα επηρεάσει ο εμβολιασμός τις εργασιακές σχέσεις, Συνέντευξη σε Sputnik 27.2.2021, διαθέσιμο σε: Εμβόλια στην Ελλάδα: Μπορεί κάποιος να απολυθεί αν δεν εμβολιαστεί κατά του κορονοϊού; – Sputnik Ελλάδα (sputniknews.gr).
[8] Ibidem.