(Το άρθρο υποβλήθηκε προς δημοσίευση λίγες ώρες πριν την κατάληψη του αμερικανικού Κοινοβουλίου από οπαδούς του Τραμπ)
Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ), ως γνωστόν, διαθέτουν ένα απόλυτα δικομματικό πολιτικό σύστημα, ήδη από την ίδρυσή τους στα τέλη του 18ου αιώνα. Ένα διάλειμμα ύπαρξης τριών κομμάτων στα μέσα του 19ου αιώνα θα πρέπει να αποδοθεί στις ιδιαιτερότητες του προεμφυλιακού κλίματος και πάντως δεν είχε καμία συνέχεια. Στα αριστερά του πολιτικού φάσματος, κάποιες απόπειρες δημιουργίας τρίτου κόμματος, στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, δεν οδήγησαν σε βιώσιμες λύσεις, ενώ ορισμένοι προεδρικοί υποψήφιοι στα δεξιά του ρεπουμπλικανικού κόμματος δεν είχαν καμία τύχη.
Έτσι, σταθερά στις ΗΠΑ δύο κόμματα εκλέγουν Πρόεδρο και καταλαμβάνουν τις έδρες της Γερουσίας και της Βουλής των Κοινοτήτων[1], το Ρεπουμπλικανικό και το Δημοκρατικό. Η φθορά ενός κόμματος οδηγεί στην άνοδο του άλλου κόμματος, είτε με τη μετακίνηση ψήφων (σπανιότερα), είτε με την αποχή από τις εκλογές των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων (συχνότερα), κάτι που συνεπάγεται την άνοδο των ποσοστών του άλλου κόμματος. Μερικές μάλιστα φορές, οι μεταβολές στη δύναμη των κομμάτων δεν είναι ενιαίες, αφού η εκλογική επικράτηση ενός υποψηφίου προέδρου δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην και νίκη των υποψηφίων βουλευτών και γερουσιαστών του κόμματος.
Μολονότι αυτό το εκλογικό σκηνικό δεν έχει αλλάξει μέχρι σήμερα, δεν πρέπει κανείς να παραγνωρίσει ότι τις τελευταίες δεκαετίες υπάρχουν αφανή ή και προφανή πολιτικά ρεύματα, που υπονομεύουν τη βιωσιμότητα του δικομματισμού. Στην πραγματικότητα, εδώ και αρκετά χρόνια, υπάρχουν δύο παρατάξεις σε καθένα από τα δύο μεγάλα κόμματα.
Η αρχή έγινε στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Παραδοσιακά, η ιδεολογία του Κόμματος αυτού είναι συντηρητική, τόσο σε οικονομικά (π.χ. χαμηλή φορολογία), όσο και σε κοινωνικά θέματα (π.χ. αμβλώσεις, οπλοφορία, θανατική ποινή), ενώ στα θέματα της ομοσπονδιακής οργάνωσης του κράτους είναι υπέρ των εξουσιών των πολιτειών έναντι του κεντρικού κράτους. Στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου ήταν υπέρ της σκληρής στάσης έναντι της Σοβιετικής Ένωσης και της έντασης των εξοπλισμών. Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν στη δεκαετία του 1990 όταν, ελλείψει του κομμουνιστικού κινδύνου, το κόμμα – και κυρίως η βάση του – επανήλθε στις απομονωτικές απόψεις που το χαρακτήριζαν προπολεμικά. Αλλά αυτό ήταν μόνο η αρχή. Επί προεδρίας Κλίντον έκανε δυναμική εμφάνιση το «Κίνημα του Τσαγιού», που ήρθε σε αντίθεση με τη μετριοπαθή πτέρυγα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Επικράτησαν οι ακραίες απόψεις σε όλα τα μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα και επιπλέον χάθηκε η ανοχή προς τους πιο κεντρώους πολιτικούς του, που θεωρούνταν μία ελίτ αποκομμένη από τη λαϊκή βάση. Παράλληλα, η ανερχόμενη αυτή υπερδεξιά τάση έκαψε κάθε γέφυρα συνεννόησης με τους Δημοκρατικούς και υπέβαλλε, σε κάθε προκριματική εκλογή, τους υποψηφίους του κόμματος σε «τεστ» ιδεολογικής καθαρότητας προκειμένου να τους στηρίξει ή να τους πολεμήσει. Μετά από κάποια κάμψη της δύναμής της επί Προεδρίας Μπους, η πτέρυγα αυτή του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος φάνηκε να ξαναβρίσκει τη δυναμική της επί Ομπάμα, ενώ η εμφάνιση του Τραμπ ήρθε να χαράξει κατά τρόπο οριστικό μια βαθιά διαχωριστική γραμμή μεταξύ των μετριοπαθών και των «ριζοσπαστών» ρεπουμπλικανών.
Με κάποια χρονική υστέρηση, σημαντικές εσωτερικές εξελίξεις υπήρξαν και στο Δημοκρατικό Κόμμα με αφετηρία την προεδρία Μπους και τον πόλεμο στο Ιράκ στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Το ισχυρό αντιπολεμικό κίνημα που δημιουργήθηκε την περίοδο εκείνη, η αυξανόμενη ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης στο θέμα της κλιματικής αλλαγής, η αίσθηση ότι η παραδοσιακή ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος δεν ανταποκρίνεται στην ανάγκη για μια ισχυρή κοινωνική πολιτική στήριξης των ασθενέστερων οικονομικά και κοινωνικά ομάδων, είναι μερικοί από τους παράγοντες που ενίσχυσαν την αριστερή τάση των δημοκρατικών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και η πολιτική Ομπάμα, που μπορεί να θεωρηθεί η πιο αριστερή κοινωνική πολιτική προέδρου μετά τον Τζόνσον, δεν κρίθηκε αρκούντως προοδευτική από την αριστερά του κόμματός του. Ο επί πολλά έτη ανεξάρτητος συνεργαζόμενος με το Δημοκρατικό Κόμμα αριστερός γερουσιαστής Μπέρνι Σάντερς αναδείχθηκε σε προχωρημένη ηλικία σε ηγετική φυσιογνωμία του κόμματος με ιδιαίτερη απήχηση στους νεότερους ψηφοφόρους και απέσπασε σημαντικό ποσοστό ψήφων στις προκριματικές εκλογές του 2016 και του 2020. Η επικράτηση του Μπάιντεν στις προκριματικές εκλογές του 2020 δεν ήταν καθόλου εύκολη, ενώ δεν είναι σαφές τι θα είχε γίνει εάν η πανδημία δεν πάγωνε ουσιαστικά τη διαδικασία των προκριματικών στο πιο κρίσιμο σημείο τους.
Αυτή τη στιγμή, όλα προδιαγράφουν ότι ο εσωτερικός διχασμός των δύο κομμάτων θα ενταθεί στο προσεχές μέλλον. Οι Ρεπουμπλικανοί θα διχάζονται κάθε φορά, ανάμεσα αφ’ ενός στην πίστη στον Τραμπ και όσα αυτός πρεσβεύει και αφ’ ετέρου στη μετριοπάθεια και τον σεβασμό προς τους θεσμούς. Και αυτός ο διχασμός θα συνεχισθεί και μετά την αποχώρηση του Τραμπ από την πολιτική, όποτε αυτή γίνει. Σημειωτέον, για πρώτη ίσως φορά μετά την εποχή του Θεόδωρου Ρούζβελτ, ένας πρώην πρόεδρος ενδέχεται να παίξει σημαντικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις.
Από την άλλη, οι Δημοκρατικοί θα διχάζονται μεταξύ της ιδεολογικής και προσωπικής μετριοπάθειας του Μπάιντεν και της εξ αριστερών πίεσης για ανάκτηση όσων χάθηκαν, σε κοινωνικό και θεσμικό επίπεδο, την τελευταία τετραετία. Η κριτική που έχει ήδη αρχίσει να δέχεται ο Μπάιντεν για την επιλογή προσώπων σε υπουργικά αξιώματα είναι μόνο η αρχή. Και μάλιστα, εάν όπως όλα δείχνουν οι δημοκρατικοί τελικά κατακτήσουν την πλειοψηφία και στη Γερουσία, η πίεση για λήψη νομοθετικών πρωτοβουλιών σε αριστερή κατεύθυνση θα είναι μεγάλη. Και σε δύο μόλις χρόνια θα γίνουν νέες εκλογές για νέα Βουλή και το 1/3 των μελών της Γερουσίας.
Υπάρχει περίπτωση να οδηγήσουν όλα αυτά σε διάσπαση το ένα ή και τα δύο κόμματα και στη δημιουργία τριών ή και τεσσάρων κομμάτων; Η θετική απάντηση δείχνει δύσκολη. Πρώτον, το εκλογικό σύστημα τόσο για τον Πρόεδρο όσο και για το Κογκρέσσο είναι πλειοψηφικό σε έναν γύρο και αποθαρρύνει νεοεμφανιζόμενες δυνάμεις. Δεύτερον, οι εκλογές έχουν γίνει εξαιρετικά δαπανηρές για κάθε ενδιαφερόμενο υποψήφιο, ή νέο κόμμα, με αποτέλεσμα και πάλι να αποθαρρύνονται τολμηρές πολιτικές πρωτοβουλίες. Τρίτον, ο δημόσιος διάλογος στα κοινοβουλευτικά σώματα αλλά και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι δομημένος γύρω από την ιδέα ότι δύο είναι οι δυνατές πολιτικές προσεγγίσεις για κάθε θέμα. Η πέραν των δύο κομμάτων άποψη δεν βρίσκει κοινοβουλευτικό και προπαντός τηλεοπτικό χώρο και χρόνο. Τέλος, η ίδια η μακρά διαδικασία των προκριματικών εκλογών σε κάθε κόμμα δίνει συχνά τη δυνατότητα σε όλες τις φωνές να εκτονωθούν και να μην εκδηλωθούν στην εθνική κάλπη.
Αν όμως κάτι διδάσκει η ιστορία, αυτό είναι ότι, όταν οι συνθήκες δημιουργούν νέα πολιτικά ρεύματα, τότε οι επιμέρους παράγοντες που ευνοούν τη διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης μπορεί να μην αντέξουν στην πίεση της νέας πραγματικότητας. Εάν αυτός ο διχασμός στο εσωτερικό των δύο κομμάτων ενταθεί στα προσεχή χρόνια και αυτά δεν μπορέσουν να απορροφήσουν τους κλυδωνισμούς αυτούς, τότε είτε θα οδηγηθούμε στην ίδρυση νέων πολιτικών δυνάμεων, είτε θα δημιουργηθούν συνθήκες εμφύλιας σύγκρουσης στη χώρα αυτή, είτε θα συμβούν και τα δύο.
Θάνος Παπαϊωάννου
Δρ. Νομικής, Συγγραφέας βιβλίων και άρθρων για το νομικό και πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ.
Υποσημειώσεις:
[1] Κατά καιρούς εκλέγονται 1-2 ανεξάρτητοι γερουσιαστές ή βουλευτές αριστερής ιδεολογίας που όμως, αμέσως μετά τις εκλογές, για τις ανάγκες λειτουργίας της κοινοβουλευτικής διαδικασίας στοιχίζονται με το Δημοκρατικό Κόμμα.