Η πολυκύμαντη ιστορία της Ελλάδας μέχρι το 1974 δεν επέτρεψε να εφαρμοστούν στην πράξη οι εκάστοτε συνταγματικές διατάξεις περί αναθεώρησης του Συντάγματος.
Μετά το Σύνταγμα του 1844, που δεν περιέλαβε άρθρο για την αναθεώρησή του, το άρθρο 107 του Συντάγματος του 1864 ήταν η πρώτη συνταγματική διάταξη που καθόρισε αναθεωρητική διαδικασία.
Αποδίδοντας στο Κοινοβούλιο την αποκλειστική αρμοδιότητα (χωρίς την εμπλοκή του βασιλιά), προέβλεπε ότι η ανάγκη αναθεώρησης θα διαπιστωνόταν από δύο διαδοχικές Βουλές και μία τρίτη (αναθεωρητική Βουλή), με διπλάσιο αριθμό βουλευτών, η οποία θα ήταν αυτή που θα πραγματοποιούσε την αναθεώρηση.
Όμως, όταν προέκυψε η ανάγκη αναθεώρησης του εν λόγω Συντάγματος (Φεβρουάριος 1910), αυτή διαπιστώθηκε από μία Βουλή (και όχι από δύο, όπως προβλεπόταν), η οποία χαρακτήρισε τη Βουλή που θα προέκυπτε από τις εκλογές του Αυγούστου του 1910, ως αναθεωρητική. Τελικώς, και αυτή η Βουλή διαλύθηκε για να αναδειχθεί στις εκλογές του Οκτωβρίου του 1910 η Β΄ Αναθεωρητική Βουλή, που συνέταξε και το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1911.
Βασικές Συνταγματικές Διατάξεις περί Αναθεώρησης (1911 – 1967)
Το άρθρο 108 του Συντάγματος του 1911 προέβλεπε ότι μία Βουλή θα έπρεπε να διαπιστώσει την ανάγκη αναθεώρησης σε δύο ψηφοφορίες και με πλειοψηφία τουλάχιστον των 2/3 του όλου αριθμού των βουλευτών. Στη συνέχεια αυτή θα διαλυόταν αυτοδικαίως, ώστε μετά τις εκλογές η νέα Βουλή(αναθεωρητική) θα οριστικοποιούσε τις αναθεωρητέες διαδικασίες με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών της.
Όμως, μετά την πάροδο της δεκαετίας (οπότε και η σχετική διάταξη θα μπορούσε να εφαρμοσθεί) καταργήθηκε η βασιλεία (1924) στην επαύριο της Μικρασιατικής καταστροφής και καθιερώθηκε η αβασίλευτη δημοκρατία από τη Δ΄ Συντακτική Συνέλευση. Το συντακτικό έργο της εν λόγω Συνέλευσης οδήγησε στο Σύνταγμα του 1925/1926, που ίσχυσε μέχρι τις 3.6.1927, οπότε τέθηκε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1927.
Το άρθρο 125 του Συντάγματος του 1927 περιόρισε τη διαδικασία της αναθεώρησης σε μία μόνο κοινοβουλευτική περίοδο με την υπερψήφιση της σχετικής πρότασης από την απόλυτη πλειοψηφία των δύο νομοθετικών Σωμάτων (Βουλής και Γερουσίας), αλλά και μείωσε στην πενταετία την περίοδο μετά την πάροδο της οποίας θα μπορούσε να αναθεωρηθεί το Σύνταγμα. Ούτε όμως αυτή η διάταξη εφαρμόσθηκε. Το δημοκρατικό πολίτευμα καταλύθηκε με το κίνημα του Γ. Κονδύλη (Οκτώβριος 1935) και την άνοδο του Γεωργίου Β΄ στον θρόνο, ενώ ακολούθησε η δικτατορία του Ι. Μεταξά, η Κατοχή, ο εμφύλιος και οι εκλογές του 1946, του 1950 και του 1951, ώστε τελικά να τεθεί σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952.
Το άρθρο 108 του Συντάγματος του 1952 επανέφερε τον κανόνα της διεξαγωγής της αναθεωρητικής διαδικασίας σε δύο διαδοχικές Βουλές, ορίζοντας ότι η πρώτη θα όριζε τις αναθεωρητέες διατάξεις με πλειοψηφία των 2/3 (δύο ψηφοφορίες) και η επόμενη Βουλή θα αποφάσιζε με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των μελών της. Μεσολάβησε μία ανολοκλήρωτη απόπειρα αναθεώρησης του Συντάγματος το 1963 επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Καραμανλή και τελικά η δημοκρατία και το Σύνταγμα καταλύθηκαν το 1967 με τη δικτατορία των συνταγματαρχών.
Βαρβάρα Γεωργοπούλου
Δρ. Κοινοβουλευτικού Δικαίου και Πολιτικών Επιστημών