Με την ΚΥΑ Αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ.: 2/2-2021 πολλών συναρμόδιων Υπουργών, που δημοσιεύθηκε στο υπ’ αρ. 1 Φύλλο του Β΄ Τεύχους του ΦΕΚ την ίδια ημέρα, στο πλαίσιο αυστηροποίησης των περιοριστικών μέτρων για την καταπολέμηση του covid, μέχρι και την 11.1.2021 απαγορεύθηκε εκ νέου η προσέλευση πιστών στους θρησκευτικούς ναούς. Τούτο αφορά και τη μεγάλη γιορτή των Θεοφανείων της 6ης Ιανουαρίου, που έχει συνδεθεί με τον αγιασμό των υδάτων. Η Εκκλησία αντέδρασε έντονα με απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και την έκδοση σχετικών εγκυκλίων. Κατόπιν πολλών διαπραγματεύσεων, τελικά η Εκκλησία υποχώρησε στο ζήτημα του αγιασμού των υδάτων, η «ισχύουσα» όμως και εκδοθείσα το βράδυ της 5ης Ιανουαρίου υπ’ αρ. 26 Εγκύκλιος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, Ιερώνυμου Β΄ εμμένει στη δυνατότητα προσέλευσης των πιστών στις Εκκλησίες, με τους όρους που αυτή είχε επιτραπεί κατά την περίοδο των Χριστουγέννων, κατά σαφή παράβαση της ισχύουσας ΚΥΑ. Η προφανής δυνατότητα διοικητικού καταναγκασμού (Α), κατά νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Β), εγείρει το ζήτημα των ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων του Κράτους στο δεδομένο πλαίσιο των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας.
Α) Σήμερα λοιπόν, το ενδεχόμενο συνειδητής παραβίασης των περιοριστικών μέτρων είναι προφανές. Τούτο δεν μπορεί να γίνει δεκτό ως κάποιου είδους «νόμιμη» αντίσταση. Το «δικαίωμα αντίστασης» έχει στοιχειώσει τη νεωτερική πολιτειολογική σκέψη και τα καταστατικά θεσμικά κείμενα της νεωτερικότητας, η σύγχρονη όμως παρατήρηση έχει αναδείξει τη μάλλον οριακή λειτουργία του δικαιώματος αυτού, που δεν μπορεί ομαλά να αφομοιωθεί σε μία σύγχρονη και πολύπλοκη έννομη τάξη που χρήζει ερμηνείας και κανονιστικής εξειδίκευσης: τίποτα δεν είναι πιο χαρακτηριστικό από τη διατύπωση του ελληνικού συντάγματος στις διατάξεις του ακροτελεύτιου άρθρου του, όπου καθιερώνει το δικαίωμα αυτό με λυρικές διατυπώσεις σε περίπτωση …«κατάλυσης» του Συντάγματος και όχι «απλής» παρανομίας. Ελλείψει προσωρινής διαταγής από αρμόδιο Σύμβουλο του Συμβουλίου της Επικρατείας, η ΚΥΑ ισχύει και η εκκλησιαστική εγκύκλιος πρέπει από άποψη δημοσίου δικαίου να θεωρηθεί άκυρη: δεν είναι η Εκκλησία της Ελλάδας αρμόδια για την τήρηση της δημόσιας τάξης.
Επομένως η Αστυνομία, ως φορέας τόσο τήρησης της δημόσιας τάξης τόσο προληπτικώς όσο και κατασταλτικώς καλείται να σχεδιάσει την αποτροπή των παραβιάσεων και στην ανάγκη την επιβολή των σχετικών προστίμων και ενδεχομένως τη διενέργεια συλλήψεων. Θα μπορούσαμε να φανταστούμε ακόμη και τον καταναγκασμό (διάλυση συγκεντρώσεων σε εκκλησίες), αν πληρούνται οι όροι των σχετικών νόμων και η αρχή της αναλογικότητας.
Β) Αυτό ακριβώς το ενδεχόμενο ξενίζει έτι περαιτέρω γιατί η Εκκλησία της Ελλάδος και οι μητροπόλεις και ενορίες που υπάγονται σε αυτή είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, η Διαρκής δε Ιερά Σύνοδος υπό την Προεδρία του Αρχιεπισκόπου διοικεί ή εποπτεύει το μεγάλο αυτό πλήθος νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Είναι κάπως παράδοξο αυτό το κάλεσμα σε ανυπακοή. Δεν είναι πρωτάκουστο, και σε άλλες περιπτώσεις αυτοδιοίκησης, καθ’ ύλην ή κατά τόπον (επαγγελματικοί συλλογοι, πανεπιστήμια, ΟΤΑ), όταν υπάρχει πολιτική σύγκρουση με το κεντρικό κράτος έχει τύχει κάποιοι διοικούντες να πουν κάτι παραπάνω. Εδώ όμως δεν μιλάμε για έναν μητροπολίτη ή εφημέριο, το αντίστοιχο του ενίοτε φωνασκούντος Δημάρχου αλλά για τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο, ήτοι τη σε κεντρικό επίπεδο μετά την Ιεραρχία, διοικούσα και εποπτεύουσα αρχή ενός πολύ μεγάλου τμήματος του Δημόσιου Τομέα. Καταναγκασμός; Είναι ανάγκη η Ελληνική Αστυνομία να φτάσει μέχρι εκεί; Είναι ένα από τα πολλά παράδοξα που μας μαθαίνει η πανδημία, κατά τη διάρκεια της οποίας σχολικά παραδείγματα έγιναν πραγματικότητα. Μπορούμε όμως να διδαχθούμε από αυτά.
Γ) Όσο και αν πάρα πολλοί εκπρόσωποι της νομικής επιστήμης προσπαθούν με μπρίο και ευφυία να παρουσιάσουν τα πράγματα αλλιώς, η πραγματικότητα όπως την αποτυπώνει το ελληνικό Σύνταγμα είναι απλή: η Εκκλησία της Ελλάδας είναι ίσως φορέας θρησκευτικής ελευθερίας, πολύ πεζά όμως είναι κυρίως μία «δημόσια υπηρεσία» (ενδεικτικά ΣτΕ 3003/2014 Ολ.). Οι λόγοι για τους οποίους ισχύει κατά βάθος αυτό στην Ελληνική Πολιτεία, τη συγκροτηθείσα και αναπαραχθείσα σκοπίμως ως μίας θρησκεύουσας Πολιτείας, δεν μπορούν να εξεταστούν εδώ, αρκεί η πάγια στάση της «επίσημης» ερμηνευτικής αρχής της Ελληνικής Πολιτείας, δηλαδή των δικαστηρίων. Στην ελληνική πραγματικότητα, η θρησκευτική ελευθερία λειτουργεί, όσο λειτουργεί, υπέρ του πολύ περιορισμένου αριθμού των ετεροδόξων και γι’ αυτούς κατοχυρώθηκε, όπως και για το δικαίωμα του Έλληνα πολίτη να αλλάζει θρησκευτικές πεποιθήσεις. Για τους ορθόδοξους Χριστιανούς, η κανονιστική ρύθμιση περί θρησκευτικής ελευθερίας είναι περιττή. Τα έχουν όλα, και πολλά παραπάνω, από τα άρθρα 3 και 16 του Συντάγματος.
Και αυτό γεννά το ανωτέρω παράδοξο: «κράτος στρέφεται κατά του κράτους» και πρέπει το θέμα να λυθεί με την άσκηση της κλασικής αστυνόμευσης; Ένας τρόπος λύσης του παράδοξου είναι ο περίφημος χωρισμός Εκκλησίας-Κράτους, ώστε να μην αστυνομεύει το Κράτος πτυχές του εαυτού του ωσάν να ήταν «άλλοι». Να γίνουν πραγματικά «άλλοι», να παύσουν να είναι Κράτος. Αλλά το ενδιαφέρον του γράφοντος δεν είναι να υπενθυμίσει αυτή τη δυνατότητα λύσης του παραδόξου, η οποία έχει παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες. Ως έχει η κατάσταση, η Πολιτεία θρησκεύει αλλά ταυτόχρονα είναι κυρίαρχη. Θρησκεύει με τους όρους της, δηλαδή με το Σύνταγμα και τους νόμους της. Κάποτε, όταν την Πολιτεία εξέφραζε ένας απολυταρχικός μονάρχης και η βούλησή του, καλούσαμε το σύστημα αυτό «καισαροπαπισμό». Υπό καθεστώς συνταγματισμού, το λέμε «σύστημα της νόμω κρατούσης Πολιτείας». Νομικά, η αλλαγή κάθε άλλο παρά ασήμαντη είναι. Πολιτειολογικά όμως είναι σχεδόν αδιάφορη.
Υπό αυτήν την οπτική, αναδεικνύεται ένα ενδιαφέρον έλλειμμα της Ελληνικής Πολιτείας. Καταρχήν, η Εκκλησία, απολαμβάνουσα την αυτοδιοίκησή της, έχει η ίδια την πειθαρχική δικαιοδοσία για τα μέλη της (το εκκλησιαστικό «ποινικό» δίκαιο). Τι γίνεται όμως όταν αυτή η πειθαρχική αυτοδιοίκηση δεν μπορεί προφανώς να λειτουργήσει; Το πρόβλημα το προκάλεσε η ίδια η Ανώτατη, σχεδόν, Διοικούσα Αρχή της συνολικής Εκκλησίας. Όσο οι εκκλησιαστικοί φορείς είναι, και για τους λόγους που η πλειοψηφία των συμπολιτών μας θεωρεί πως καλώς είναι, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, δεν είναι νοητό να μην υπάρχουν θεσμοί υποκατάστασης ή πειθαρχικών διαδικασιών από την πλευρά της Πολιτείας. Τούτο δε, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα όπως το ερμηνεύει το Συμβούλιο της Επικρατείας : «Ιεροί κανόνες, που αφορούν σε αμιγώς διοικητικής φύσης ζητήματα σχετικά με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία καθαίρεσης των κληρικών και δη των αρχιερέων, δεν αναφέρονται ούτε στο δόγμα, ούτε συνθέτουν βασικό διοικητικό θεσμό της Εκκλησίας. Συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι κανόνες αυτοί ρυθμίζουν τα ζητήματα της καθαίρεσης κατά τρόπο αποκλειστικό, απαγορεύοντας στον νομοθέτη τη θέσπιση διοικητικών μέτρων που διασφαλίζουν το κύρος και την εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας» (ΣτΕ 3003/2014 Ολ.). Αν αυτό αφορά την καθαίρεση, προφανώς θα μπορούσαμε να φανταστούμε ότι ισχύει και για ελαφρότερες πειθαρχικές ποινές, επί παραδείγματι τη στέρηση αποδοχών. Τούτη δε η νομολογία, αν και περισσότερη γνωστή λόγω της αναφοράς παρόμοιων διακρίσεων σε χουντικά «συνταγματικά» κείμενα, δεν είναι παράλογη : η Ελληνική Πολιτεία είναι ενιαία, όχι ομοσπονδιακή ή έστω «περιφερειακή».
Με βάση τα ισχύοντα σε άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που επίσης απολαμβάνουν συνταγματικό καθεστώς αυτοδιοίκησης, θα μπορούσαμε να φανταστούμε την εισαγωγή σε μόνιμο επίπεδο, τεχνικών υποκατάστασης και επιβολής πειθαρχικών ποινών, υπό τη γνώριμη σκέπη της «εποπτείας» ώστε κάποια ζητήματα να λύνονται προτού φτάσουν σε ένα «κωμικοτραγικό» σημείο.
Ιωάννης Κουτσούκος
Δικηγόρος Αθηνών