Το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο (BVG) έκρινε με απόφασή του στις 5.5.2020 ότι, αφού το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.) δεν ασκεί πλήρη άλλα μόνον οριακό έλεγχο των μέτρων νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Ε.Κ.Τ.), μη σταθμίζοντας σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όλες τις πτυχές των μέτρων, ιδίως δε τις συνέπειες αυτών στην πραγματική οικονομία, και αδιαφορώντας αν έτσι η Ε.Κ.Τ. καταλήγει να ασκεί αρμοδιότητες που δεν ανήκουν στην Ένωση αλλά στα Κράτη μέλη, θα αναζητήσει από την Ε.Κ.Τ. τα δεδομένα που θα του επιτρέψουν να κρίνει πού τίθενται εκατέρωθεν τα όρια, προστατεύοντας με τον τρόπο αυτό τη συνταγματική ταυτότητα της χώρας.
Το ερώτημα που είχε θέσει το BVG στο Δ.Ε.Ε. ήταν αν η Ε.Κ.Τ., με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, ασκεί ανεπιτρέπτως οικονομική πολιτική και όχι μόνο νομισματική, όπως δικαιούται. Το Δ.Ε.Ε. του απάντησε ότι η Ε.Κ.Τ. ασκεί νομισματική πολιτική – γιατί το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης αποβλέπει στη σταθερότητα της αξίας του ευρώ, περιβάλλεται δε με επαρκείς εγγυήσεις ώστε να μη υπερβεί τα όριά του – ανεξαρτήτως αν η άσκηση νομισματικής πολιτικής έχει και αντίχτυπο στην οικονομία. Συνεπώς, κατά το Δ.Ε.Ε., η Ε.Κ.Τ. δεν υπερβαίνει τα όρια της δοτής αρμοδιότητας της Ένωσης στο πεδίο της νομισματικής πολιτικής εφαρμόζοντας το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Επρόκειτο για το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων στη δευτερογενή αγορά, όπου η Ε.Κ.Τ., σε περίοδο ανώμαλα χαμηλού πληθωρισμού, θα αγόραζε ομόλογα, κυρίως κρατικά, για να “ρίξει” χρήμα στην αγορά, και έτσι να ανέβει ο μέσος πληθωρισμός στο 2%. Υπενθυμίζεται ότι σταθερότητα των τιμών, η κύρια αποστολή της Ε.Κ.Τ., σημαίνει, κατά την Ε.Κ.Τ., δύο τοις εκατό πληθωρισμό.
Το BVG παρατήρησε ότι με το πρόγραμμα αυτό (πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης) ζημιώνονται οι καταθέτες, γιατί εισπράττουν λιγότερους τόκους, και οι υγιείς επιχειρήσεις, γιατί οι προβληματικές επιβιώνουν παίρνοντας δάνεια με χαμηλό επιτόκιο.
Ιωάννης Σαρμάς
Πρόεδρος Ελεγκτικού Συνεδρίου