Εισαγωγή
Την 1η Δεκεμβρίου 2023, η Βουλή των Αντιπροσώπων των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (ΗΠΑ) προέβη στο εξαιρετικά ασυνήθιστο μέτρο της αποβολής του Ρεπουμπλικανού Βουλευτή Νέας Υόρκης, George Anthony Devolder Santos, ο οποίος εξελέγη για πρώτη φορά στις ενδιάμεσες εκλογές (mid-terms) των ΗΠΑ το Νοέμβριο του 2022, και, μάλιστα, σε παραδοσιακά Δημοκρατική εκλογική περιφέρεια (βόρειο Long Island και νοτιοανατολικό Queens).
Νομικό πλαίσιο και εφαρμογή αποβολής μέλους του Κογκρέσου
Στις ΗΠΑ, από ιδρύσεως του Κογκρέσου έως σήμερα, ήτοι τους τελευταίους περίπου 2.5 αιώνες, έχουν αποβληθεί συνολικά, μαζί με το Santos, 21 μέλη του Κογκρέσου: 6 Βουλευτές και 15 Γερουσιαστές. Εκ των ανωτέρω, 18 εκ των 21 αποβολών είχαν ως αναφερόμενη αιτία την απιστία έναντι του κράτους, και, επιπροσθέτως, οι 17 εξ αυτών των 18 αφορούσαν σε ενέργειες σχετικές με την απόσχιση Πολιτειών στον εμφύλιο πόλεμο των ΗΠΑ (19ος αιώνας). Οι δύο πιο πρόσφατες αποβολές προ αυτής του Santos (1980 και 2002) αφορούσαν σε μέλη που είχαν καταδικασθεί για διάφορα ποινικά αδικήματα, συμπεριλαμβανομένων διαφθοράς, παρεμπόδισης δικαιοσύνης, κλπ.
Η δυνατότητα αποβολής μέλους του Κογκρέσου προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 5 του Άρθρου Ι του Συντάγματος των ΗΠΑ (Διάταξη Αποβολής/Expulsion Clause), σύμφωνα με το οποίο «Έκαστο Σώμα δύναται να καθορίσει τους Κανόνες Λειτουργίας του, να τιμωρήσει τα Μέλη του για μη ορθή Συμπεριφορά, και, με τη Συμφωνία των δύο τρίτων, να αποβάλει ένα Μέλος του». Η προέλευση της Διάταξης βασίζεται στην αντίστοιχή πρακτική του Βρετανικού Κοινοβουλίου, η καταστρατήγηση, όμως, της οποίας οδήγησε στην προϋπόθεση περί ενισχυμένης (2/3) πλειοψηφίας για υιοθέτηση της αποβολής.
Η διαδικασία, όμως, και πάλι ενέχει σημαντικά δυνητικά προβλήματα, και απαιτεί διατήρηση της λεπτής ισορροπίας μεταξύ της διασφάλισης τήρησης των κανόνων του Κογκρέσου από τα μέλη του και του σεβασμού στην λαϊκή ψήφο. Αποβολή μέλους το οποίο εκλέχθηκε στον ύψιστο αντιπροσωπευτικό δημοκρατικό θεσμό (νομοθετική εξουσία) με την πιο θεμελιώδη νομιμοποίηση (άμεσες εκλογές) ενέχει προφανείς κινδύνους. Μέσω της αποβολής, αντικαθίσταται, επί της ουσίας, η κρίση και επιλογή των πολιτών από την κρίση της Βουλής, κάτι το οποίο δύναται να δημιουργήσει «σύγκρουση» με την πολιτική και συνταγματική βάση των ΗΠΑ (πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του Άρθρου Ι του Συντάγματος των ΗΠΑ, το οποίο θεμελιώνει την άμεση εκλογή των Βουλευτών από τους πολίτες με λαϊκή ψήφο), ιδιαιτέρως σε περίπτωση στην οποία οι αιτίες αποβολής αφορούν σε πράξεις προ της εκλογής του μέλους που γνώριζαν οι πολίτες εκ των προτέρων (και, συνεπώς, εξέλεξαν συνειδητά το μέλος). Το Κογκρέσο έχει εκφράσει σχετικές ανησυχίες για αποβολή μέλους για πράξεις προ της εκλογής του, κρίνοντας, όμως, σε διάφορες περιπτώσεις ότι αποβολή δύναται να επιβληθεί όταν οι ψηφοφόροι δεν γνώριζαν τις πράξεις αυτές, και εφόσον απουσιάζει οποιοσδήποτε σχετικός συνταγματικός περιορισμός.
Λαμβάνοντας υπόψιν την ευρεία διακριτική ευχέρεια που δίδεται εκ του Συντάγματος στα δύο Σώματα του Κογκρέσου, τα δικαστήρια έχουν, καταρχήν, αρνηθεί να ασκήσουν δικαστικό έλεγχο επί αποφάσεων, κριτηρίων κλπ., αποβολών, δεδομένου ότι η επιβολή κυρώσεων από τη νομοθετική εξουσία αποτελεί προνόμιο της εξουσίας αυτής και, συνεπώς, αποτελεί «πολιτικό θέμα» (political question) επί του οποίου δυνητική δικαστική απόφαση θα ασκούσε ανεπίτρεπτη επιρροή της μίας εξουσίας επί της άλλης. Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, αλλά και κατώτερα ομοσπονδιακά δικαστήρια, σε παρεμπίπτουσα, έμμεση εξέταση της Διάταξης, αναγνώρισαν τα ανωτέρω και το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμία νομική βάση που να επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο των αποφάσεων αποβολής, αναφέροντας ότι η δυνατότητα αποβολής επεκτείνεται σε όλες τις πράξεις του μέλους που είναι σε αναντιστοιχία με την εμπιστοσύνη και τα καθήκοντα μέλους του Κογκρέσου, δίχως να είναι απαραίτητο αυτές να είναι ποινικά αδικήματα ή να είναι στα πλαίσια των καθηκόντων του μέλους ή να έχουν λάβει χώρα εντός της διάρκειας βουλευτικής περιόδου.
Η περίπτωση του Santos
Μόλις 1 μήνα μετά την εκλογή του Santos, η εφημερίδα New York Times δημοσίευσε εκτενές άρθρο, το οποίο επεσήμανε πολλαπλές ανακρίβειες και αναλήθειες του βιογραφικού με το οποίο εξελέγη. Μεταξύ άλλων, ότι δεν βρέθηκε κανένα στοιχείο αποφοίτησης από το Baruch College ή μεταπτυχιακής φοίτησης στο New York University, ούτε και εργασίας στις Citigroup και Goldman Sachs. Επίσης, αναφέρθηκε ότι εκκρεμεί ποινική δίωξη για απάτη στη Βραζιλία, και ότι η επιχείρηση του, μέσω της οποία ο Santos δήλωνε ετήσιες αμοιβές $750.000 και μερίσματα $1 και 5$ εκατομμυρίων, βρέθηκε να μην έχει δημόσια περιουσιακά στοιχεία ή πελάτες. Σε απάντηση των ανωτέρω, ο Santos δήλωσε ότι είχε «διανθίσει» (embellished) το βιογραφικό του, αναγνωρίζοντας πολλά εκ των ανωτέρω.
Η Ομοσπονδιακή Εισαγγελία ήδη είχε ξεκινήσει σχετική έρευνα, αποτέλεσμα της οποίας τον Μάιο και Οκτώβριο του 2023 ήταν η παραπομπή του Santos στη δικαιοσύνη για ποινικά αδικήματα με συνολικά 36 κατηγορίες επί (μεταξύ άλλων): νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κλοπής ταυτότητας, υπεξαίρεσης δωρεών από υποστηρικτές της προεκλογικής του εκστρατείας, απάτης σχετικά με πιστωτικές κάρτες και με λήψη επιδομάτων ανεργίας, και κατάθεσης ψευδών δηλώσεων στην Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εκλογών (Federal Election Commission) και στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Στο πολιτικό σκέλος της υπόθεσης, ήδη από τις αρχές του 2023 υπήρξαν πολλαπλά αιτήματα μελών του κόμματος προς τον Santos για να παραιτηθεί, όπως και επιστολή Δημοκρατικών Βουλευτών προς την Επιτροπή Ηθικής της Βουλής με αίτημα την έναρξη έρευνας. Τον Φεβρουάριο του 2023 συστάθηκε Εξεταστική Υποεπιτροπή (Investigative Subcommittee) της Επιτροπής Ηθικής της Βουλής, με σκοπό τη διερεύνηση δυνητικά παράνομων δραστηριοτήτων του Santos στα πλαίσια της προεκλογικής του εκστρατείας το 2022, απόκρυψη πληροφοριών από τη Βουλή, σύγκρουση συμφερόντων σχετικά με την εταιρεία του, κλπ. Η Υποεπιτροπή εξέδωσε το Πόρισμά της τον Νοέμβριο του 2023, εντός του οποίου όχι μόνον επικύρωσε πολλές εκ των ανακριβειών του βιογραφικού του Santos, αλλά διαπίστωσε και σωρεία παραβάσεων ποινικών ομοσπονδιακών διατάξεων. Αν και δεν πρότεινε την αποβολή του Santos, η Υποεπιτροπή εισηγήθηκε στην Επιτροπή Ηθικής την υιοθέτηση του Πορίσματος (το οποίο και υιοθετήθηκε ομόφωνα) και τη δημόσια καταδίκη των πράξεων του Santos, διότι αυτές θίγουν την αξιοπρέπεια του αξιώματος του Βουλευτή και είχαν ως συνέπεια τη σοβαρή απαξίωση της Βουλής.
Μετά την υιοθέτηση του Πορίσματος από την Επιτροπή Ηθικής της Βουλής, παρότι ο Santos δήλωσε ότι δε θα θέσει εκ νέου υποψηφιότητα στις εκλογές του Νοεμβρίου 2024, ήδη από όταν ανέκυψαν τα σχετικά θέματα, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της ανωτέρω διαδικασίας, αρνούνταν πεισματικά να παραιτηθεί. Λίγες ημέρες μετά, εισήχθη Ψήφισμα στη Βουλή, το οποίο ψηφίσθηκε με διακομματική, ευρεία πλειοψηφία (311 υπέρ έναντι 114 κατά) και το οποίο απέβαλε τον Santos από τη Βουλή.
Συμπέρασμα
Εγείρονται προβληματικά θέματα σχετικά με την αποβολή του Santos – την πρώτη εντός 25 περίπου ετών; Είναι προφανές ότι η αποβολή αφορά, στο μεγαλύτερο μέρος, πράξεις προ της εκλογής του. Όμως, πολλές εξ αυτών συνδέονται άμεσα με την εκλογή του και ανάληψη καθηκόντων Βουλευτή από αυτόν. Επιπλέον, η εκλογή του βασίσθηκε σε λανθασμένες ή ψευδείς πληροφορίες, τις οποίες οι πολίτες δεν γνώριζαν όταν τον εξέλεξαν, οδηγώντας σε εξαπάτηση των ίδιων των ψηφοφόρων. Συνεπώς, η αποβολή του Santos φαίνεται να υπήρξε πιστή στο σκοπό της Διάταξης Αποβολής, προστατεύοντας τον ύψιστο δημοκρατικό θεσμό – τη νομοθετική εξουσία – από μέλη τα οποία δεν είναι πιστά στις υποχρεώσεις και αξιοπρέπεια που απαιτούνται για την ορθή λειτουργία της εξουσίας αυτής και, κατ’ επέκταση, για την ορθή λειτουργία του ίδιου του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Δρ. Αλέξανδρος Κυριακίδης
Λέκτορας, Ευρωπαϊκός Οργανισμός Δημόσιου Δικαίου (EPLO)