1. Οι Προεδρικές εκλογές της 3 Νοεμβρίου 2020
Η αναμέτρηση για τις Προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ ήταν αμφίρροπη μέχρι την τελευταία στιγμή. Αλλά όπως φαίνεται ο υποψήφιος των Δημοκρατικών και ήδη “Εκλεγμένος Πρόεδρος” (President Elect) Joe Biden προσμετρά πέρα από τους εκλέκτορες της Πολιτείας της Πενσυλβάνιας και εκείνους της Νεβάδας, της Γεωργίας και της Αριζόνας, έτσι ώστε να συγκεντρώνει τον αναγκαίο αριθμό των 270 εκλεκτόρων και χωρίς τους 20 εκλέκτορες της Πενσυλβάνιας. Αυτό δυσκολεύει πολύ τη δεδηλωμένη επιδίωξη του Προέδρου Trump, ο οποίος δεν αποδέχθηκε την ήττα του, να αμφισβητήσει το εκλογικό αποτέλεσμα δια της δικαστικής οδού.
Ένα τέτοιο προηγούμενο υπάρχει με την προεδρική εκλογή του Ρεπουμπλικανού Κυβερνήτη του Τέξας George W. Bush έναντι του Δημοκρατικού υποψηφίου Αντιπροέδρου Al Gore, η οποία κρίθηκε το 2000 στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ με μία απόφαση 5-4, όπου η ψήφος των δικαστών συνέπεσε με την πολιτική τους προέλευση, η οποία ευνοούσε τον Ρεπουμπλικανό υποψήφιο. Ο Gore είχε λάβει την πλειοψηφία στο εκλογικό σώμα συγκεντρωτικά, το γεγονός όμως αυτό είναι άνευ νομικής σημασίας σύμφωνα με το ομοσπονδιακό σύστημα των ΗΠΑ, όπου ο Πρόεδρος εκλέγεται από το Κολλέγιο των εκλεκτόρων, οι οποίοι αντιστοιχούν στις Πολιτείες με πληθυσμιακά κυρίως κριτήρια. Ο Gore έχασε την Προεδρία με μια διαφορά 229-537 ψήφων στη Φλόριντα, επειδή το Ανώτατο Δικαστήριο διέταξε να διακοπεί η επανακαταμέτρησή τους, η οποία ευνοούσε τον Gore, ανατρέποντας έτσι την απόφαση του Ανώτατου Πολιτειακού δικαστηρίου. Το ερώτημα είναι λοιπόν αν στη θέση της Φλόριντας μπορεί να βρεθεί σήμερα η Πενσυλβάνια, με τα ίδια αποτελέσματα.
2. Η πρωτοκαθεδρία του Νομοθετικού οργάνου της Πολιτείας και οι ομοσπονδιακές προθεσμίες ανάδειξης των εκλεκτόρων κάθε Πολιτείας
Η Πενσυλβάνια έχει σήμερα Κυβερνήτη από το Δημοκρατικό κόμμα, αλλά το Κογκρέσσο της Πολιτείας (Βουλή Αντιπροσώπων και Γερουσία) ελέγχεται από το Ρεπουμπλικανικό κόμμα. Αυτά μπορεί να αποκτήσουν σημασία[1] επειδή ο Κυβερνήτης της Πολιτείας γνωστοποιεί τους εκλέκτορες της Πολιτείας,[2] αλλά το Ομοσπονδιακό Σύνταγμα προβλέπει στην κρίσιμη διάταξη του άρθρου ΙΙ, τμήμα 1, παρ. 2, ότι κάθε Πολιτεία θα ορίσει με τον τρόπο που θα προβλέψει το Νομοθετικό της Σώμα, αριθμό εκλεκτόρων ίσο με τον συνολικό αριθμό των Γερουσιαστών και των Αντιπροσώπων της στη Βουλή των Αντιπροσώπων, τους οποίους δικαιούται η Πολιτεία αυτή στο Κογκρέσσο (αντίστοιχη αρμοδιότητα του Κοινοβουλίου της Πολιτείας για τη διεξαγωγή των εκλογών προβλέπει και το άρθρο Ι, τμήμα 4, παρ. 1 του Αμ.Σ.).
Στο σημείο αυτό ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει σε μία διάταξη της ομοσπονδιακής νομοθεσίας που ορίζει ότι είναι δεσμευτική η πολιτειακή νομοθεσία – αναφορικά με «τη δικαστική ή άλλη μέθοδο και διαδικασία» – η οποία έχει θεσπιστεί για τη ρύθμιση των αμφισβητήσεων των σχετικών με την ανάδειξη των εκλεκτόρων, εφόσον αυτή έχει τεθεί σε ισχύ 6 τουλάχιστον μέρες πριν από τη σύνοδό τους.[3]
Η ομοσπονδιακή νομοθεσία προβλέπει επίσης ότι οι διαφορές σχετικά με τους εκλέκτορες πρέπει κατ’ αρχήν να έχουν διευθετηθεί μέχρις τις 8 Δεκ. 2020, προκειμένου οι εκλέκτορες να ψηφίσουν στις 14 Δεκ. 2020.[4] Αλλά όπως γράφει ο L. Tribe,[5] μαζί με άλλους ακαδημαϊκούς, η ομοσπονδιακή νομοθεσία ορίζει και άλλη καταληκτική ημερομηνία, για την περίπτωση που δεν τηρηθεί η προηγούμενη: την 23 Δεκ. 2020 για την αποστολή των αποτελεσμάτων[6] και εντέλει την 6 Ιαν. 2021, για την παραλαβή τους από το Κογκρέσσο.
Η στρατηγική του Προέδρου Trump είναι ακριβώς με δικαστικές ενέργειες, όπου τον συμφέρει, να αποτύχει η οριστικοποίηση των εκλεκτόρων μέχρι την 8Δεκ. 2020 και να ληφθούν υπόψη εκλογικά αποτελέσματα χωρίς τον συνυπολογισμό της επιστολικής ψήφου (και ιδίως εκείνης που παρελήφθη στα εκλογικά κέντρα μετά τις εκλογές). Οριακά δε και σε έσχατη περίπτωση, θα μπορούσε να επιλύσει την αμφισβήτηση για τους εκλέκτορες η ελεγχόμενη από το Ρεπουμπλικανικό κόμμα κοινοβουλευτική πλειοψηφία (π.χ. στην Πολιτεία της Πενσυλβάνιας), υπολογίζοντας στη λαϊκή ψήφο, στον σύντομο διαθέσιμο χρόνο μέχρι τη σύγκληση των εκλεκτόρων, τις «νόμιμες» ψήφους και όχι τις αμφισβητούμενες και «μη νόμιμες» εκπρόθεσμες ψήφους.
Ο Πρόεδρος Trump αισιοδοξεί ότι η μεθόδευση αυτή, παρά τον προφανή αντιδημοκρατικό της χαρακτήρα, μπορεί «να του βγει» και να αποδώσει τα αποτελέσματα που προσδοκά, επειδή το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ στην υπόθεση του 2000 Bush v. Gore αντιμετώπισε την 8Δεκεμβρίου ως την πράγματι καταληκτική ημερομηνία για τη γνωστοποίηση των εκλεκτόρων. Αλλά η ειδοποιός διαφορά είναι ότι αυτό συνέβη με βάση προεχόντως το πολιτειακό δίκαιο, ενώ για το ομοσπονδιακό δίκαιο ισχύουν τα όσα λέχθηκαν ανωτέρω με υποστηρίξιμη τελική ημερομηνία αποστολής των αποτελεσμάτων την 23 Δεκ. 2020 και παραλαβής τους την 6Ιαν. 2021.
Γενικότερα, η νομική ρύθμιση των Προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ θα μπορούσαμε να πούμε ότι κατ’ αρχήν οργανώνεται σε τέσσερα διαφορετικά επίπεδα: α) Η ανάδειξη των εκλεκτόρων εμπίπτει στην αρμοδιότητα των Νομοθετικών οργάνων της Πολιτείας. Αυτό σημαίνει ότι β) δεν δικαιούνται τα Πολιτειακά δικαστήρια και, πολλώ μάλλον, γ) τα Ομοσπονδιακά δικαστήρια να «υφαρπάζουν» την αρμοδιότητα του Πολιτειακού Νομοθετικού οργάνου θεσπίζοντας διαδικασίες που δεν προβλέπονται νομοθετικά. Αλλά τέλος, δ) το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, ναι μεν αναγνωρίζει την προτεραιότητα των Πολιτειακών δικαστηρίων στην ερμηνεία του πολιτειακού δικαίου, οφείλει ωστόσο να διαφυλάξει i. την πρωτοκαθεδρία του Πολιτειακού Νομοθετικού Σώματος ως προς την εκλογική διαδικασία (κατά το Ομοσπονδιακό Σύνταγμα) και ii. τον ομοσπονδιακό νόμο και συμφέρον στη διεξαγωγή των εκλογών και στην ομαλή εκλογή του Προέδρου των ΗΠΑ από τους εκλέκτορες των Πολιτειών, στους προκαθορισμένους χρόνους.
3. Οι ουσιαστικές αρχές που διέπουν το δικαίωμα της ψήφου
Από την ανάλυση που προηγήθηκε προκύπτει ότι οι ομοσπονδιακοί συνταγματικοί περιορισμοί του δικαιώματος της ψήφου αφορούν προεχόντως το ερώτημα ποιος θέτει τους κανόνες της εκλογικής διαδικασίας. Ο ρόλος των δικαστηρίων, πρώτα των Πολιτειακών και μετά των Ομοσπονδιακών, δεν είναι κυρίαρχος. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και ουσιαστικές αρχές που διέπουν την ψήφο και τη ψηφοφορία με έρεισμα το Ομοσπονδιακό Σύνταγμα:
- Η απόφαση Reynolds v. Sims (1964) διακήρυξε τον προσωπικό χαρακτήρα της ψήφου με τη διάσημη αποστροφή ότι “οι νομοθέτες αντιπροσωπεύουν ανθρώπους και όχι στρέμματα γης ή οικονομικά συμφέροντα.” Το δικαίωμα του εκλέγειν είναι θεμελιώδες σε μια ελεύθερη και δημοκρατική κοινωνία και συνεπώς περιορίζεται αντισυνταγματικά όταν το βάρος της ψήφου αποδυναμώνεται ουσιωδώς, εάν συγκριθεί με τις ψήφους πολιτών που ζουν σε άλλα μέρη της Πολιτείας.
- H απόφαση Bush v. Gore (2000) τόνισε ότι η ισοδυναμία της ψήφου, η οποία προκύπτει από την αρχή της ισότητας (equal protection clause), είναι έκφραση του θεμελιώδους χαρακτήρα του δικαιώματος της ψήφου το οποίο πηγάζει από την ίση αξιοπρέπεια που προσήκει σε κάθε ψηφοφόρο.
- Η 15η Τροποποίηση του Αμερικανικού Συντάγματος προβλέπει ότι το δικαίωμα της ψήφου δεν μπορεί να το στερήσουν από τους πολίτες των ΗΠΑ ούτε οι ΗΠΑ ούτε οι Πολιτείες, εξαιτίας της φυλής, του χρώματος ή του προηγούμενου καθεστώτος δουλείας. Εφαρμοστικός νόμος της επιταγής αυτής είναι κυρίως το άρθρo 2 της Voting Rights Act (1965, όπως τροποποιήθηκε το 1982), η οποία αποβλέπει, όχι στον νομοθετικό σκοπό, αλλά στις συνέπειες και τα αποτελέσματα μιας νομοθετικής ρύθμισης η οποία περιορίζει το δικαίωμα της ψήφου.
- Η δημοκρατική αρχή προβλέπει ότι κανόνες που αποβλέπουν στη διασφάλιση της άσκησης του δικαιώματος της ψήφου πρέπει να ερμηνεύονται διασταλτικά, ενώ κανόνες που αποσκοπούν στην αποτροπή της εκλογικής νοθείας πρέπει να ερμηνεύονται αυστηρά και τυπικά. Αυτή η ερμηνευτική εκδοχή της εν λόγω αρχής αποτέλεσε τον γνώμονα του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Πενσυλβάνιας στην ερμηνεία των κανόνων του πολιτειακού εκλογικού δικαίου στις τρέχουσες προεδρικές εκλογές.[7]
- Εκτός των ανωτέρω, υπάρχουν και ειδικότερες αρχές του εκλογικού δικαίου μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται: ο κανόνας εναντίον της αλλαγής των εκλογικών διαδικασιών την τελευταία στιγμή, η στάθμιση κόστους-οφέλους από την επιβολή περιορισμών στο δικαίωμα της ψήφου, η εν γένει νομιμότητα και σύννομη διαδικασία (due process) της ρύθμισης και διεξαγωγής των εκλογών και η περιορισμένη εποπτεία των Ομοσπονδιακών οργάνων στη διεξαγωγή των εκλογών από τις Πολιτείες.[8]
4. Οι δικαστικές διαμάχες στον καιρό της πανδημίας του κορωνοϊού
Οι δικαστικοί αγώνες σε σχέση με τις Προεδρικές εκλογές του 2020 έχουν αρχίσει εδώ και αρκετό καιρό. Πέρα από εξαιρετικά αμφίρροπες και ιδιαίτερα κρίσιμες, οι εκλογές αυτές διεξήχθησαν κάτω από τις πρωτοφανείς συνθήκες της πανδημίας του κορωνοϊού. Στις δίκες αυτές οι Δημοκρατικοί επιχείρησαν να παρατείνουν την προθεσμία παραλαβής της επιστολικής ψήφου πέρα από την ημερομηνία των εκλογών (3 Νοε. 2020) και να διευκολύνουν την άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν. Αντίθετα, οι Ρεπουμπλικάνοι ισχυρίστηκαν ότι τέτοια παράταση δεν επιτρέπεται, ενώ παράλληλα πρόβαλαν στις Πολιτείες που υστερούσαν δημοσκοπικά διάφορες αντιρρήσεις σε σχέση με την επιστολική ψήφο εν γένει.
Μετά από τις εκλογές ο Trump αμφισβήτησε την ορθότητα και ακεραιότητα της εκλογικής διαδικασίας και χωρίς αποδείξεις υποστήριξε ότι η ήττα του ήταν αποτέλεσμα εκλογικής νοθείας. Η επιστολική ψήφος ευνόησε ιδιαίτερα τον Δημοκρατικό υποψήφιο, μεταξύ άλλων επειδή ο Trump προέτρεψε τους οπαδούς του να ψηφίσουν με φυσική παρουσία και όχι με επιστολική ψήφο. Επί πλέον όμως η σημασία της επιστολικής ψήφου στις Προεδρικές εκλογές του 2020 συνδέεται άμεσα με την πανδημία του κορωνοϊού που έχει χτυπήσει με σφοδρότητα τη χώρα. Οι Δημοκρατικοί υποστήριξαν ότι η επιστολική ψήφος επιβάλλεται κάτω από τις συνθήκες αυτές για να αποτραπεί ο επικίνδυνος για τη δημόσια υγεία συνωστισμός στα εκλογικά κέντρα την ημέρα των εκλογών. Κατ’ επέκταση ο μεγάλος αριθμός ψηφοφόρων που θα επέλεγαν αυτή τη μέθοδο ψηφοφορίας δικαιολογούσε ή ακόμη και επέβαλε την παράταση του χρόνου παραλαβής των ψήφων και διαλογής τους, επειδή σε αντίθετη περίπτωση θα αποστερούνταν τα εκλογικά τους δικαιώματα οι εκλογείς που επέλεξαν να ψηφίσουν με τον τρόπο αυτό. Η αντιπαράθεση αυτή κάθε άλλο παρά θεωρητική αποδείχθηκε, επειδή τη νύχτα των εκλογών ο Trump φάνηκε να προηγείται σε μία σειρά από κρίσιμες και αμφίρροπες εκλογικά Πολιτείες, τις οποίες όμως έχασε στη συνέχεια, όταν η επιστολική ψήφος άρχισε να συρρέει, προερχόμενη μάλιστα από τα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου οι Δημοκρατικοί είναι παραδοσιακά ισχυροί.
Αλλά, όπως προκύπτει από την ανάλυση που προηγήθηκε, η απάντηση στα ερωτήματα που αφορούν την επιστολική ψήφο και γενικότερα την εκλογική διαδικασία στις ΗΠΑ εξαρτάται προεχόντως, όχι τόσο από τις ίδιες τις επιβαλλόμενες ρυθμίσεις και διαδικασίες, όσο από την αρμοδιότητα του οργάνου που εισηγείται και επιβάλλει τις σχετικές τροποποιήσεις, αλλαγές και προσαρμογές. Η ίδια ρύθμιση μπορεί να είναι συνταγματική αν έχει τεθεί με απόφαση του Νομοθετικού Σώματος της Πολιτείας, αλλά αντισυνταγματική αν έχει επιβληθεί με απόφαση Ομοσπονδιακού δικαστηρίου.
Αυτή η αρχή επιβεβαιώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο λίγο πριν από τις εκλογές σε μία υπόθεση που αφορούσε την κρίσιμη Πολιτεία του Ουισκόνσιν, όπου όμως η παράταση του χρόνου παραλαβής της επιστολικής ψήφου (εξυπακούεται σε περίπτωση που είχε αποσταλεί προ των εκλογών) διατάχθηκε με απόφαση Ομοσπονδιακού δικαστηρίου κατά παρέκκλιση της πολιτειακής εκλογικής νομοθεσίας.[9] Ο Δικαστής Kavanaugh, στην πιο αναλυτική επεξεργασία των ζητημάτων, απέρριψε τα αιτήματα των Δημοκρατικών, με το σκεπτικό ότι: α) η παρέμβαση του Ομοσπονδιακού δικαστηρίου ήταν πολύ κοντά στον χρόνο των εκλογών, β) η πανδημία του κορωνοϊού δεν μεταβάλλει τον βασικό κανόνα αρμοδιότητας υπέρ του Πολιτειακού Κοινοβουλίου, καθόσον τα δικαστήρια και μάλιστα τα Ομοσπονδιακά δεν τελούν σε προνομιακή θέση ως προς τα αναφυόμενα ζητήματα και γ) το Ομοσπονδιακό δικαστήριο παραγνώρισε την τυπικότητα της εκλογικής διαδικασίας και τη σπουδαιότητα των εκλογικών προθεσμιών για την όλη οργάνωση της εκλογικής διαδικασίας, τόσο σε πολιτειακό όσο και σε ομοσπονδιακό επίπεδο.
Η Δικαστής Kagan, για τη μειοψηφία των 3 φιλελεύθερων δικαστών, τόνισε ότι η εξάπλωση του ιού στο Ουισκόνσιν ήταν κατά τη λήξη της προεκλογικής περιόδου 20 φορές χειρότερη από ότι την περασμένη Άνοιξη με συνέπεια η μη παράταση της προθεσμίας παραλαβής των επιστολικών ψήφων που ήταν πολλαπλάσιες από ότι συνήθως να ισοδυναμεί με αποστέρηση των ψηφοφόρων από το εκλογικό τους δικαίωμα.
Στις 28 Οκτ. 2020, ο Δικαστής Alito αρνήθηκε να παρέμβει λίγες μέρες πριν από τις εκλογές στην κρίσιμη Πολιτεία της Πενσυλβάνιας, αλλά όμως επιφυλάχθηκε ρητά ότι το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να επιληφθεί και να λύσει τα σχετικά νομικά ζητήματα που είχε ήδη κρίνει το Ανώτατο Πολιτειακό δικαστήριο. Το τελευταίο σε μία άκρως ενδιαφέρουσα και μεθοδική απόφασή του,[10] απεφάνθη, για τα πιο σημαντικά ζητήματα, ότι: α) ισχύει παράταση 3 ημερών από την ημερομηνία των εκλογών για την παραλαβή της επιστολικής ψήφου, αντί των 10 ημερών που ζητούσαν οι Δημοκρατικοί (εφόσον βέβαια είχαν ταχυδρομηθεί πριν από τις εκλογές), παρά το γεγονός ότι η παράταση αυτή δεν προβλέπεται από τον εκλογικό νόμο της Πολιτείας, επειδή έκρινε ότι διαφορετικά θα στερούνταν χιλιάδες πολίτες το εκλογικό τους δικαίωμα, αλλά β) τα “γυμνά ψηφοδέλτια” ήταν άκυρα και απαράδεκτα, επειδή παραβίαζαν τη μυστικότητα της ψήφου και συνεπώς θα έπρεπε ο φάκελος με το ψηφοδέλτιο να έχει σφραγιστεί και να έχει τεθεί σε ένα άλλο μεγαλύτερο φάκελο, ο οποίος και παραλαμβάνεται ταχυδρομικά από τα εκλογικά κέντρα.
Στη συνέχεια, οι Ρεπουμπλικάνοι επιχείρησαν και πέτυχαν τρεις μέρες μετά από τις εκλογές την έκδοση διαταγής από Ανώτατο Δικαστή με σκοπό να διασφαλιστεί ότι στα εκλογικά κέντρα της Πολιτείας της Πενσυλβάνιας διαχωρίζονται οι ψήφοι που έφτασαν στις 3 επόμενες μέρες μετά από τις εκλογές, προκειμένου να καταστεί εφικτή η αποτελεσματική δικαστική προστασία σε περίπτωση που το Ανώτατο Δικαστήριο δεχόταν να εξετάσει την συνταγματικότητα της σχετικής απόφασης του Ανώτατου δικαστηρίου της Πενσυλβάνιας.
Ο δικαστικός αγώνας των Ρεπουμπλικάνων έχει να αντιμετωπίσει μια σειρά από μεγάλα εμπόδια που μπορεί να αποδειχθούν και ανυπέρβλητα: Πρώτον, πρέπει να αποδείξουν ότι από την έκβαση της υπόθεσης επηρεάζεται το εκλογικό αποτέλεσμα, για να έχουν έννομο συμφέρον. Δεύτερον, ο αγώνας αυτός είναι πολύ δύσκολο να διεξαχθεί παράλληλα σε μία σειρά από Πολιτείες με τη συγκέντρωση του αναγκαίου πραγματικού υλικού, και μάλιστα να ευδοκιμήσει. Εξάλλου οι αρχές που διατυπώθηκαν από το Ανώτατο δικαστήριο της Πενσυλβάνιας είναι πολύ σαφείς και εύλογες.
5. Εκλογικό Δικαίωμα και δημοκρατική αρχή σε μια Ομοσπονδία
Με τα ανωτέρω δεδομένα, η προσπάθεια του Προέδρου Trump να διακρίνει μεταξύ «νόμιμων» και «μη νόμιμων» ψήφων, συγκαταλέγοντας στις τελευταίες και την επιστολική ψήφο που ταχυδρομήθηκε πριν από τις εκλογές αλλά παρελήφθη στα εκλογικά κέντρα λίγες μέρες μετά από αυτές, προβάλλει στις συνθήκες της πανδημίας του κορωνοϊού τελείως προσχηματική και αντίθετη στην αρχές της Αμερικανικής Δημοκρατίας. Είναι γεγονός ότι το Αμερικανικό Σύνταγμα δεν προβλέπει και δεν εγγυάται ευθέως το δικαίωμα των πολιτών να ψηφίζουν στις Προεδρικές εκλογές, καθώς αυτό διαμεσολαβείται (έμμεση εκλογή) από τους εκλέκτορες των Πολιτειών, αλλά αν το Ανώτατο Δικαστήριο δεν προβεί σε ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων υπό το φως της δημοκρατικής αρχής και αλλάξει το εκλογικό αποτέλεσμα με μία στενή και τυπολατρική ερμηνεία των σχετικών κανόνων – και μάλιστα σύμφωνα με την παραταξιακή προέλευση των Δικαστών – τότε είναι βέβαιο ότι θα επιφέρει μέγα πλήγμα, όχι μόνο στο ίδιο του το κύρος, αλλά και στους θεσμούς της Αμερικανικής Δημοκρατίας.
Από την άλλη, όμως, παρά τα πολλά
αρχαϊκά χαρακτηριστικά της εκλογικής νομοθεσίας των ΗΠΑ δεν πρέπει να
παραγνωρίζεται η πολιτική εγγύηση που συνιστά για τις ελευθερίες των πολιτών το
ομοσπονδιακό σύστημα, ιδιαίτερα σε μία βαθιά διχασμένη κοινωνία. Μπορούμε να
αντιληφθούμε τη σημασία του, εάν σκεφτούμε μια μεσαία χώρα σαν την Ελλάδα ή μια
μικρή χώρα σαν τη Μάλτα ή την Κύπρο στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης των
μερικών εκατοντάδων εκατομμυρίων πολιτών. Η ομοσπονδιακή αρχή επιβάλλει τη
διατήρηση της πολιτειακής αυτονομίας και αυθυπαρξίας των μικρών χωρών, έστω και
αν αυτό τελεί σε αναντιστοιχία προς τον πληθυσμό τους. Η ισορροπία είναι
δύσκολη, αλλά στο συνταγματικό δίκαιο τα πράγματα κατά κανόνα δεν είναι απλά.
Υποσημειώσεις:
[1] Βλ. λ.χ. E.-I. Dovere, September 9, 2020. “The Deadline that Could Hand Trump the Election.” The Atlantic. https://www.theatlantic.com/politics/archive/2020/09/trump-biden-electoral-count-act-1887/615994/
[2] U.S. Code Title 3. THE PRESIDENT Chapter 1. PRESIDENTIAL ELECTIONS AND VACANCIES Section 6. Credentials of electors; transmission to Archivist of the United States and to Congress; public inspection.
[3] U.S. Code Title 3. THE PRESIDENT Chapter 1. PRESIDENTIAL ELECTIONS AND VACANCIES Section 5. Determination of controversy as to appointment of electors
[4] Βλ. για το χρονοδιάγραμμα των εκλογών, https://www.archives.gov/electoral-college/key-dates
[5] L. Tribe, J. Taub, J. Getzer, August 7, 2020. “Trump Has Launched a Three-Pronged Attack on the Election. And it starts with undermining the U.S. Postal Service.” The Atlantic. https://www.theatlantic.com/ideas/archive/2020/08/trump-has-launched-three-pronged-attack-election/615034/
[6] U.S. Code Title 3. THE PRESIDENT Chapter 1. PRESIDENTIAL ELECTIONS AND VACANCIES Section 12. Failure of certificates of electors to reach President of the Senate or Archivist of the United States; demand on State for certificate
[7] Βλ. J-96-2020 Supreme Court of Pennsylvania Middle District, Pennsylvania Democratic Party v. Bookvar, Decided Sep. 17, 2020, σ. 19.
[8] SCOTUSblog, election litigation https://www.scotusblog.com/election-litigation/
[9] 592 U. S. ____ (2020) no. 20a66 Democratic National Committee, et al. v. Wisconsin State Legislature, et al. on application to vacate stay [October 26, 2020] Justice Kavanaugh (denied).
[10] Βλ. σημ. 7.
Γιάννης Τασόπουλος
Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Δικηγόρος