Στο μεγάλο και δυσεπίλυτο παζλ του Brexit, που τους τελευταίους μήνες έχει εξελιχθεί σε πολιτικό θρίλερ που θα ζήλευαν και οι καλλίτεροι συγγραφείς και σεναριογράφοι του είδους, ένα μεγάλο κομμάτι ανήκει στο ερώτημα εάν και πώς θα πρέπει να διεξαχθεί ένα δεύτερο δημοψήφισμα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η διεξαγωγή ενός δεύτερου δημοψηφίσματος, αν και δεν συζητείται επίσημα μέχρι τώρα στα αρμόδια θεσμικά όργανα, Κυβέρνηση και Κοινοβούλιο, αποτελεί το αίτημα των οπαδών της παραμονής του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ε.Ε. (Remainers) και συζητείται ευρέως στον Τύπο και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, ενώ και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι μια μεγάλη μερίδα, ίσως και οριακά πλειοψηφική, το επιθυμεί. Για τους Remainers το ζήτημα του Brexit δεν τελείωσε με το δημοψήφισμα της 23 Ιουνίου 2016 τοσούτω μάλλον όταν αυτή την στιγμή έχει βαλτώσει και μπορεί να οδηγήσει σε εθνική τραγωδία.
Ο αντίλογος των Brexiteers ή Leavers
Από την άλλη υπάρχει ο αντίλογος των οπαδών του Brexit (Brexiteers ή Leavers) ότι η χώρα δεν χρειάζεται ένα δεύτερο δημοψήφισμα, ότι ο βρετανικός λαός απεφάνθη άπαξ και διά παντός με το ήδη διενεργηθέν δημοψήφισμα, ότι το «ΟΧΙ» στο δημοψήφισμα σήμαινε όχι στην παραμονή στην ΕΕ υπό οιαδήποτε συνθήκη, με ή χωρίς συμφωνία, και ότι εν τέλει θα αποτελούσε περιφρόνηση της δημοκρατίας να αγνοηθεί η βούληση του λαού με την διεξαγωγή ενός δεύτερου δημοψηφίσματος που θα ακύρωνε το αποτέλεσμα του πρώτου. Τα παραπάνω επιχειρήματα δεν στερούνται λογικής βάσης, ιδιαίτερα εκείνο που αναφέρεται στην έννοια του δημοψηφίσματος περί αποχώρησης ανεξαρτήτου μορφής, όλα όμως επιδέχονται ισχυρού και εύλογου αντιλόγου.
Η Αρχή της Κοινοβουλευτικής Κυριαρχίας στο βρετανικό πολίτευμα
Στο βρετανικό πολίτευμα θεμελιώδης αρχή είναι η αρχή της κοινοβουλευτικής κυριαρχίας και όχι η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας όπως σε πολιτεύματα άλλων χωρών της Ευρώπης (μεταξύ των οποίων και το δικό μας) αλλά και των ΗΠΑ. Οι λόγοι είναι καθαρά ιστορικοί και σχετίζονται με τους μακροχρόνιους και αιματηρούς αγώνες και επαναστάσεις του αγγλικού έθνους κατά τον 17ο αιώνα για τον περιορισμό του ρόλου του Μονάρχη υπέρ του Κοινοβουλίου που εξέφραζε αρχικά τους αστούς και εν συνεχεία ολόκληρο τον λαό.
Άρα, η αρχή αυτή αποτελεί την έκφραση αρχικά της εξισορρόπησης των εξουσιών Στέμματος και Κοινοβουλίου και εν συνεχεία της τελικής και ουσιαστικής επικράτησης του Κοινοβουλίου έναντι του Στέμματος. Ακόμα και τώρα το προνόμιο του Στέμματος αποτελεί ουσιαστικά προνόμιο της Κυβέρνησης της Αυτού/ής Μεγαλειότητος, η οποία (Κυβέρνηση) όμως πρέπει να έχει την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου και όχι του Στέμματος.
Η αρχή της κοινοβουλευτικής κυριαρχίας σημαίνει ότι το Κοινοβούλιο είναι κυρίαρχο να αποφασίζει για όλα τα θέματα που επιθυμεί, ακόμη και τα συνταγματικά, χωρίς να υπόκειται σε περιορισμούς αυξημένης τυπικής ισχύος.
Ο Θεσμός του Δημοψηφίσματος στη Βρετανία
Ο θεσμός του δημοψηφίσματος είναι νεοπαγής στην βρετανική έννομη και πολιτική τάξη και αποτελεί ρωγμή στην κυριαρχία του Κοινοβουλίου. Δεν είναι, όμως, ασυμβίβαστος με αυτήν, εφόσον την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος την αποφασίζει το Κοινοβούλιο με νόμο, ο οποίος προβλέπει τον δεσμευτικό ή μη χαρακτήρα του αποτελέσματός του. Έτσι έγινε και με το δημοψήφισμα του Ιουνίου 2016, η διεξαγωγή του οποίου αποφασίστηκε με τον European Union Referendum Act 2015, ο οποίος όμως δεν προσέδωσε στο αποτέλεσμά του δεσμευτικό χαρακτήρα.
Παρ’ όλα αυτά Κυβέρνηση και Κοινοβούλιο δεσμεύτηκαν από το αποτέλεσμά του. Η δέσμευση αυτή, καθαρά πολιτικού χαρακτήρα, δεικνύει τον βαθμό πολιτικής νομιμοποίησης που είχε η διεξαγωγή και το αποτέλεσμά του, ούτως ώστε κανείς να μην διανοηθεί σοβαρά να θέσει εν αμφιβόλω την πολιτική του βαρύτητα παρά την μη νομική του δεσμευτικότητα. Για τον λόγο αυτόν, αν και για την ανάκληση της απόφασης του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την Ε.Ε. νομικά δεν είναι απαραίτητη η διεξαγωγή νέου δημοψηφίσματος, η πολιτική βαρύτητα του αρχικού δημοψηφίσματος καθιστά πολιτικά εκ των ων ουκ άνευ την διεξαγωγή ενός δεύτερου δημοψηφίσματος.
Ένα νέο δημοψήφισμα στη Βρετανία θα αποτελούσε αντιδημοκρατική πράξη;
Το ερώτημα τώρα είναι εάν η διεξαγωγή ενός νέου δημοψηφίσματος αντιβαίνει στην δημοκρατική αρχή και αποτελεί αντιδημοκρατική πράξη, όπως υποστηρίζουν οι οπαδοί της αποχώρησης, έστω κι αν αυτή νομικά δεν υπερέχει της αρχής της κυριαρχίας του Κοινοβουλίου. Καταρχάς, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος καθεαυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί αντιδημοκρατική. Αποτελεί την άμεση έκφραση του λαού για ένα μείζoν εθνικό ή τοπικό θέμα και αποτελεί καταρχήν εμβάθυνση της Δημοκρατίας, αρκεί οι συνθήκες διεξαγωγής του να διασφαλίζουν το αδιάβλητό του.
Ενστάσεις ως προς την σκοπιμότητα διεξαγωγής δημοψηφισμάτων για μείζονα και κυρίως πολύπλοκα θέματα που αφορούν όχι μόνο ένα κράτος καθ’ εαυτό και τον λαό του, αλλά και τις σχέσεις του με άλλα κράτη και λαούς στο πλαίσιο μίας Ένωσης κρατών τις συμμερίζεται και ο γράφων αλλά δεν μπορούν να συζητηθούν στο παρόν άρθρο.
Το γεγονός ότι ένα δεύτερο δημοψήφισμα διεξάγεται με ενδεχόμενο να ανατρέψει το αποτέλεσμα ενός προηγηθέντος δημοψηφίσματος επίσης δεν μπορεί να θεωρηθεί αντιδημοκρατικό. Οι λαοί μπορούν πάντοτε να κάνουν δεύτερες σκέψεις, όταν βλέπουν ότι οι πρώτες δεν είναι σωστές. Άλλωστε, η ιστορία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έχει κι άλλα τέτοια παραδείγματα σε Δανία και Ιρλανδία την δεκαετία του 90 και του 2000.
Ακόμα και στο Ηνωμένο Βασίλειο το δημοψήφισμα του 2016 ανέτρεψε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 1975, που είχε ως αποτέλεσμα την παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου στην τότε ΕΟΚ. Όσον αφορά ειδικότερα την ιδιαίτερη περίπτωση του τελευταίου δημοψηφίσματος για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι του Ηνωμένου Βασιλείου δεν είχαν την δυνατότητα να γνωρίζουν όλα τα δεδομένα μίας αποχώρησης για την κρίση τους και μάλιστα αυτά που προέκυψαν στα τρία τελευταία χρόνια.
Δεδομένης της διαδικασίας του άρθρου 50 ΣΕΕ που προβλέπει τουλάχιστον διετή περίοδο διαπραγμάτευσης από τον χρόνο εκκίνησης της διαδικασίας και του ότι ήδη έχει παρέλθει διάστημα άνω των τριών ετών από τον χρόνο διενέργειας του πρώτου δημοψηφίσματος είναι πιθανό να έχουν προκύψει στο διάστημα αυτό συνθήκες, γεγονότα και καταστάσεις που να δημιουργήσουν στους ψηφοφόρους, που αρχικά είχαν ψηφίσει υπέρ της αποχώρησης, την πεποίθηση ότι η αποχώρηση δεν είναι επωφελής για την χώρα τους.
Η άποψη αυτή ενισχύεται από το ότι το θέμα της αποχώρησης δεν είναι μονοσήμαντο και διαφοροποιείται από το εάν αυτή συνοδεύεται από συμφωνία γενικά ή συγκεκριμένη συμφωνία ή εάν επέλθει χωρίς συμφωνία. Για τα ενδεχόμενα αυτά δεν ρωτήθηκε ο βρετανικός λαός, καθότι δεν περιλαμβάνονταν στο ερώτημα του αρχικού δημοψηφίσματος. Περαιτέρω, το επιχείρημα ότι το «ΟΧΙ» του αρχικού δημοψηφίσματος περιλάμβανε κάθε ενδεχόμενο με ή χωρίς συμφωνία το θεωρώ μη συνάδον με την πραγματικότητα για δύο κατά βάση λόγους: Πρώτον, όπως προελέχθηκε, η αποχώρηση σύμφωνα με το άρθρο 50 ΣΕΕ δεν είναι ένα μονοσήμαντο γεγονός. Δεύτερον, κατά την προδημοψηφισματική περίοδο δεν συζητήθηκε το ενδεχόμενο αποχώρησης χωρίς συμφωνία και τι αυτό θα σήμαινε για το Ηνωμένο Βασίλειο και τους πολίτες του.
Η επαναφορά, λοιπόν, του ερωτήματος στον βρετανικό λαό, εάν θέλει να παραμείνει στην ΕΕ ή να αποχωρήσει όχι μόνο δεν είναι αντιδημοκρατική αλλά θα έλεγα ότι ενισχύει την δημοκρατική αρχή.
Επειδή, όμως, ως προελέχθη, θεμέλιο του πολιτεύματος στο Ηνωμένου Βασιλείου δεν είναι η δημοκρατική αρχή αλλά η αρχή της κοινοβουλευτικής κυριαρχίας, θα πρέπει διαδικαστικά η διενέργεια ενός δεύτερου δημοψηφίσματος με ερώτημα την ανάκληση της απόφασης αποχώρησης από την Ε.Ε. να αποφασισθεί από την Βουλή με νόμο, που θα του προσδίδει ή όχι δεσμευτικό χαρακτήρα, απόφαση εν συνεχεία της Βουλής σε περίπτωση θετικής έκβασης υπέρ της ανάκλησης, η οποία ανάλογα με τον νομικό χαρακτήρα του δημοψηφίσματος θα δεσμεύεται ή όχι από το αποτέλεσμά του και κοινοποίηση από τον/την Πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της απόφασης περί ανάκλησης της αρχικής δήλωσης της πρόθεσης αποχώρησης της 29 Μαρτίου 2017, που δόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 50 παρ. 2 εδ. α΄ ΣΕΕ. Αυτή είναι η τήρηση των εσωτερικών συνταγματικών διαδικασιών που απαιτεί το άρθρο 50 ΣΕΕ για την διαδικασία ανάκλησης της απόφασης αποχώρησης σύμφωνα με την ερμηνεία που του έδωσε το ΔΕΕ στην απόφαση Wightman and others της 10 Δεκεμβρίου 2018.
Προϋπόθεση για να γίνουν τα ανωτέρω είναι να υπάρξει ξεκαθάρισμα του πολιτικού τοπίου στο ΗΒ κάτι που οι πολιτικές εξελίξεις στην χώρα καθιστούν προς το παρόν εξαιρετικά αμφίβολο.
Χαράλαμπος Μ. Τσιλιώτης
Επίκουρος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου