Πρόλογος
Οι εκλογές για την ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πέρασαν και σίγουρα άφησαν έντονο το πολιτικό αποτύπωμά τους τόσο στην χώρα μας όσο και στα υπόλοιπα κράτη μέλη της ΕΕ. Σε δύο από αυτά, τις λεγόμενες «ατμομηχανές» της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, Γαλλία και Γερμανία, έχουν δημιουργηθεί κοινοβουλευτικές αναταράξεις, όπου στην μεν πρώτη ο Πρόεδρος Μακρόν διέλυσε την Εθνοσυνέλευση και προκήρυξε πρόωρες εκλογές για την 30η Ιουνίου, στην δε δεύτερη αμφισβητείται η τρικομματική Κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων και ο Καγκελάριος Σολτς προσωπικά, ενώ μένει να δούμε εάν η αμφισβήτηση αυτή προσλάβει και κοινοβουλευτικές διαστάσεις με την κατάθεση της λεγόμενης εποικοδομητικής πρότασης δυσπιστίας σύμφωνα με το γερμανικό Σύνταγμα, η οποία θα σήμαινε είτε ότι ο Καγκελάριος θα πιεστεί να θέσει ο ίδιος το θέμα οδηγώντας τα πράγματα σε πρόωρες εκλογές κατά το παράδειγμα του 1983 και 2005 ή ότι κάποιος εκ των μικρότερων κυβερνητικών εταίρων θα εγκαταλείψει τον κυβερνητικό συνασπισμό συμβάλλοντας στην δημιουργία άλλου κυβερνητικού συνασπισμού κατά το παράδειγμα του 1982.
Πέραν των πολιτικών εξελίξεων στα κράτη μέλη ή τουλάχιστον σε ορισμένα εξ αυτών, θα πρέπει να επικεντρωθούμε στο πραγματικό νόημα αυτών των εκλογών, δηλ. στην ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τις περαιτέρω συνέπειες που έχει αυτό στη λειτουργία των λοιπών οργάνων και κυρίως στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τόσο σε ό,τι αφορά τον Πρόεδρό της όσο και την συγκρότηση αυτής σε σώμα, με βάση την Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ) όπως τροποποιήθηκε με τη Μεταρρυθμιστική Συνθήκη της Λισσαβόνας.
Το νομικό πλαίσιο
Οι πολίτες της ΕΕ εκπροσωπούνται άμεσα από τα μέλη του Ευρωπαϊκoύ Κοινοβουλίου (άρθρο 10 παρ. 2 ΣΕΕ). Οι αρμοδιότητες του Κοινοβουλίου καθορίζονται στο άρθρο 14 ΣΕΕ και η σημαντικότερη εξ αυτών είναι κατά την παρ. 1 η από κοινού με το Συμβούλιο άσκηση της νομοθετικής εξουσίας. Το Κοινοβούλιο δηλ. αποτελεί τον συννομοθέτη της Ένωσης. Το Κοινοβούλιο, όμως, έχει αποκτήσει και μία ακόμη πολύ σημαντική αρμοδιότητα, την εκλογή του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Επιτροπής σε σώμα. Ας δούμε τη σχετική διαδικασία.
Κατ’ αναλογία προς τα εθνικά κοινοβούλια και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συντίθεται από πολιτικά κόμματα ή πολιτικές ομάδες όπως λέγονται σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 4 ΣΕΕ. Το κόμματα λοιπόν κατά την προεκλογική περίοδο των Ευρωεκλογών ορίζουν έναν υποψήφιό που προέρχεται από αυτά προτείνοντάς τον στο εκλογικό σώμα της ΕΕ ως υποψήφιο Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά τα πρότυπα του Kanzlerkanditat των κομμάτων στις εκλογές για την ανάδειξη της Ομοσπονδιακής Βουλής και εν συνεχεία της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης στη Γερμανία. Μετά τις εκλογές, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο οποίο συμμετέχουν οι Αρχηγοί Κρατών και Κυβερνήσεων των κρατών μελών και δεν πρέπει να συγχέεται με το Συμβούλιο που αποτελεί άλλο όργανο και αποτελείται από τους αρμόδιους ανά χαρτοφυλάκιο Υπουργούς των κρατών μελών, προτείνει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη το αποτέλεσμα των εκλογών και κατόπιν διαβουλεύσεων με ειδική πλειοψηφία (55 % των χωρών της ΕΕ και 65 % του συνολικού πληθυσμού της ΕΕ), ένα πρόσωπο ως Πρόεδρο της Επιτροπής (άρθρο 17 παρ. 7 εδ. α΄ ΣΕΕ). Για την εκλογή του προσώπου αυτού στο αξίωμα του Προέδρου της Επιτροπής απαιτείται η απόλυτη πλειοψηφία των μελών του Κοινοβουλίου (άρθρο 17 παρ. 7 εδ. β΄ ΣΕΕ). Αυτό σημαίνει ότι ναι μεν δεν δεσμεύονται το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και τα μέλη του Κοινοβουλίου από το αποτέλεσμα των εκλογών δεν μπορούν όμως να το αγνοήσουν. Εάν ο προταθείς από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υποψήφιος δεν συγκεντρώσει την απαιτούμενη πλειοψηφία, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία, προτείνει εντός μηνός νέο υποψήφιο, ο οποίος εκλέγεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με την ίδια διαδικασία (άρθρο 17 παρ. 7 εδ. γ΄ ΣΕΕ).
Βάσει της τελικής έγκρισης από το Κοινοβούλιο, η Επιτροπή διορίζεται ως σώμα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία (άρθρο 17 παρ. 7 υποπαρ. 3 ΣΕΕ).
Η Επιτροπή ως σώμα ευθύνεται έναντι του Κοινοβουλίου (άρθρο 17 παρ. 8 εδ. α΄ ΣΕΕ). Η διάταξη αυτή κατοχυρώνει την κοινοβουλευτική αρχή στο Ενωσιακό Δίκαιο κατ’ αναλογία προς το Συνταγματικό Δίκαιο των κρατών μελών, όπου κρατεί το κοινοβουλευτικό σύστημα, όπως και στη χώρα μας (πρβλ. άρθρο 84 παρ. 1 Σ). Η θητεία του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των μελών της είναι πενταετής και διαρκεί καθ’ όλη την θητεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εκτός κι αν το τελευταίο υπερψηφίσει πρόταση μομφής κατά της Επιτροπής συνολικά (άρθρο 17 παρ. 8 εδ. β΄ ΣΕΕ).
Η μέχρι τώρα πρακτική εφαρμογή
Όπως έχει δείξει η μέχρι τώρα πολιτική πρακτική, έτσι και μετά τις τελευταίες εκλογές, κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία των μελών του Κοινοβουλίου, οπότε το σχετικώς πλειοψηφούν κόμμα, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ), θα πρέπει να καταφύγει σε συνεργασίες με άλλα κόμματα και ομάδες. Η πρακτική εφαρμογή του παραπάνω συστήματος ανάδειξης της Επιτροπής και του Προέδρου της είναι ότι ο/η Πρόεδρος της Επιτροπής εκλέγεται πάντα από το πρώτο κόμμα στις Ευρωεκλογές. Αυτός/ή μπορεί να είναι ο/η υποψήφιός/ά του στις εκλογές, όπως στην περίπτωση των εκλογών του 2014 όπου εκλέχτηκε Πρόεδρος της Επιτροπής ο τότε υποψήφιος του ΕΛΚ Ζαν Κλωντ Γιούνκερ, πρώην Πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου, αλλά μπορεί να είναι και άλλο πρόσωπο, όπως στην τελευταία περίπτωση των εκλογών του 2019, όπου ενώ το ΕΛΚ είχε ως υποψήφιο τον Γερμανό Μάνφρεντ Βέρνερ, Πρόεδρος της Επιτροπής εξελέγη τελικά η απερχόμενη Πρόεδρος της Επιτροπής και υποψήφια του ΕΛΚ στις εκλογές του Ιουνίου 2024 Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν, επίσης Γερμανίδα.
Μετά την εκλογή Προέδρου από το Κοινοβούλιο ο τελευταίος διαβουλεύεται με τις εθνικές κυβερνήσεις και το Συμβούλιο για τον ορισμό των υπολοίπων μελών της Επιτροπής. Στο τέλος η Επιτροπή ως συλλογικό όργανο εμφανίζεται στο Κοινοβούλιο για να λάβει (in toto) την έγκριση (ψήφος εμπιστοσύνης κατά τα οριζόμενα στο Συνταγματικό Δίκαιο). Τα υποψήφια μέλη περνούν από ακρόαση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο δεν μπορεί να απορρίψει ατομικά ένα ή περισσότερα από τον Πρόεδρο της Επιτροπής προτεινόμενα μέλη αλλά μπορεί να εκφράσει πολιτικά την απόρριψή του, επισείοντας την «απειλή» ότι σε περίπτωση μη «συμμόρφωσης» του Προέδρου στην υπόδειξη του Κοινοβουλίου το τελευταίο δεν θα εγκρίνει την Επιτροπή στο σύνολό της. Η σχετική πολιτική συμπεριφορά του Κοινοβουλίου έχει επικριθεί ως καταστρατήγηση της Συνθήκης και ως ανάληψη de facto αρμοδιότητας που δεν του απονέμει de jure η Συνθήκη.
Όλα τα παραπάνω αναμένεται να δρομολογηθούν σύντομα. Ενδέχεται οι διαβουλεύσεις να κρατήσουν λίγες εβδομάδες, όπως έγινε το 2014, μπορεί όμως και μήνες, όπως συνέβη το 2019. Από τις μέχρι τώρα πολιτικές εκτιμήσεις αναμένεται εύκολα ή δύσκολα η επανεκλογή της απερχόμενης Προέδρου φον ντερ Λάιεν για μία ακόμα πενταετία.
Όπως συνάγεται από τα παραπάνω, η διαδικασία εκλογής του Προέδρου της ΕΕ, η συγκρότηση αυτής σε σώμα και η τελική έγκρισή της είναι σύνθετη κατά το σύστημα checks and balances που κρατεί στην ΕΕ στην οποία για τη λήψη μίας απόφασης συμμετέχουν περισσότερα όργανα. Η παραπάνω διαδικασία αποσκοπεί στη μείωση του λεγόμενου «δημοκρατικού ελλείμματος» στην ΕΕ, την ενδυνάμωση της δημοκρατικής αρχής και της δημοκρατίας ως αξίας της Ένωσης κατά το άρθρο 2 ΣΕΕ καθώς και την καθιέρωση ενός κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης, εάν δεχθούμε ότι κατ’ αναλογία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποτελεί την Κυβέρνηση της Ένωσης, η οποία λογοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Χαράλαμπος Τσιλιώτης
Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού και Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου