Η διαχρονική επιτυχία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι ότι, αργά ή γρήγορα, αναγκάζονται να τα επικαλεστούν και οι εχθροί τους. Αυτό, βέβαια, θα μπορούσε να ισχύει γενικά για την νομοθεσία και συναρτάται προς την ιδιοτέλεια του φορέα του δικαιώματος. Ειδικά, όμως, ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα, η αντίφαση γίνεται πιο κραυγαλέα, όταν αρνητές της δημοκρατίας, αντίπαλοι του κράτους δικαίου, μισαλλόδοξοι πιστοί, ομοφοβικοί βουλευτές, κομπλεξικοί φονταμενταλιστές και νοσταλγοί ολοκληρωτικών καθεστώτων αναγκάζονται, τελικά, να επικαλούνται τα δικαιώματα που βδελύσσονται. Όταν καταπατώνται τα δικά τους. Είναι κάθε φορά μία λαμπρή νίκη, την οποία γιορτάζουμε κάθε μέρα.
Παλαιότερα, η επίκληση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν συνδεδεμένη με τις βαριές παραβιάσεις. Όταν μια χώρα στερούσε βάναυσα την ελευθερία, όταν βασάνιζε αντιφρονούντες και όταν επέβαλλε θεσμικές διακρίσεις με βάση την φυλή και τις πολιτικές πεποιθήσεις. Τον περασμένο αιώνα, τον όρο χρησιμοποιούσαν οι διεθνείς οργανώσεις και τα ΜΜΕ, πολύ περισσότερο από τα Δικαστήρια.
Μετά το έτος 2000, όμως, έχει γίνει σαφές ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα μπορεί να αφορούν κυριολεκτικά τους πάντες. Πρώην μονάρχες έχουν δικαίωμα αποζημίωσης, όταν το κράτος τους στερεί το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Οι βουλευτές δεν επιτρέπεται να χάνουν την έδρα τους, μόνο και μόνο επειδή το Σύνταγμα επέβαλε το επαγγελματικό ασυμβίβαστο σε δικηγόρους. Οι δικηγόροι έχουν δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης στον σκωπτικό σχολιασμό των αποφάσεων των δικαστικών λειτουργών. Δικαστικοί λειτουργοί επιτρέπεται να χαρακτηρίζονται “καραγκιόζηδες” από δημοσιογράφους στο πλαίσιο της ελευθερίας της έκφρασης. Στο απυρόβλητο δεν βρίσκεται ούτε ο στρατός: οι στρατιώτες έχουν δικαίωμα να ασκούν κριτική στο σύστημα στράτευσης και έχουν δικαίωμα αντίρρησης συνείδησης. Οι επαγγελματίες στρατιωτικοί μπορούν να παραιτούνται, χωρίς να έχουν υποχρέωση να καταβάλουν αποζημίωση στο κράτος για την ειδική εκπαίδευσή τους.
Οι πιο “στρατευμένοι” πιστοί, οι μάρτυρες του Ιεχωβά μπορούν να διανέμουν τα φυλλάδιά τους, χωρίς να θεωρείται αυτό παράνομος προσηλυτισμός. Οι «αμαρτωλοί» που παραμένουν άγαμοι, μπορούν να συνάπτουν σύμφωνο συμβίωσης ακόμη κι όταν δεν είναι ετερόφυλοι. Οι εργοδότες δεν έχουν δικαίωμα να απολύουν εργαζομένους επειδή είναι θετικοί στον ιό HIV. Οι διάδικοι έχουν δικαίωμα αποζημίωσης, όταν οι δίκες υπερβαίνουν την εύλογη διάρκειά τους. Οι φωτογράφοι μαιευτηρίων πρέπει να έχουν την συγκατάθεση των γονέων, όταν φωτογραφίζουν τα νεογέννητα. Οι γονείς και οι μαθητές πρέπει να έχουν δικαίωμα απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών, χωρίς να αποκαλύπτουν άμεσα ή έμμεσα τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Οι Ρομά έχουν δικαίωμα στην εκπαίδευση, χωρίς διάκριση λόγω της φυλής τους. Οι κρατούμενοι στις φυλακές έχουν δικαίωμα ανθρώπινης μεταχείρισης. Οι πρόσφυγες έχουν δικαίωμα μη επαναπροώθησης σε χώρες επικίνδυνες για την ακεραιότητά τους. Τα κράτη μπορούν να ζητήσουν ασφαλιστικά μέτρα για παύση εχθροπραξιών που παραβιάζουν ανθρώπινα δικαιώματα!
Τίποτε από τα παραπάνω δεν ήταν αυτονόητο τον περασμένο αιώνα, μολονότι οι διεθνείς κατοχυρώσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων υπάρχουν από τα τέλη της δεκαετίας του 1940, με την Οικουμενική Διακήρυξή τους. Κάθε φορά που δικάζεται μια νέα πρακτική εφαρμογή ανθρώπινων δικαιωμάτων, όπως οι παραπάνω, αυτομάτως το θέμα αφαιρείται από το πεδίο της νομικής αμφισβήτησης. Δεν θα χρειαστεί δηλαδή να ξανασυζητήσουμε δικαστικά κάτι που εκτοπίζεται στην σφαίρα του αυτονόητου. Ωστόσο, υπάρχουν τεράστιες περιοχές στις οποίες η συζήτηση δεν έχει τελειώσει και, ίσως, δεν θα τελειώσει ποτέ.
Ζούμε σε μια περίοδο έντονης δοκιμασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Την εποχή της πανδημίας του κορωνοϊού. Την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές ισχύει η απαγόρευση της κυκλοφορίας, για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας. Οι χαραμάδες της ελευθερίας όμως εξακολουθούν να είναι ο νομικός κανόνας. Κάθε περιορισμός δικαιώματος είναι πάντα μία εξαίρεση. Αυτή είναι η διαφορά του κράτους δικαίου από τα πολιτεύματα που δεν σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα: η παραβίαση και η καταστρατήγηση είναι πάντα παράνομες. Η διαδικασία για την διάγνωση της παρανομίας αυτής υπάρχει. Δεν υπάρχει πάντα όμως η αισιοδοξία για την τελική νίκη, σε χρόνο που να έχει νόημα.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν έχει ανταποκριθεί στην αποστολή του υπερασπιστή των ανθρώπινων δικαιωμάτων κατά το τρέχον έτος. Δεν επέδειξε τα δικαιοκρατικά ανακλαστικά της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του συστήματος της Ε.Σ.Δ.Α. Μολύνθηκε από συνταγματικό μιθριδατισμό: συνήθισε την παραβίαση σε βαθμό που δεν την βλέπει! Δεν προσδιόρισε σε εύλογο χρόνο σχετικές προσφυγές με αποτέλεσμα να οδηγηθεί το ίδιο σε κατάργηση δίκης. Δεν αξιολόγησε αιτήματα προσωρινής δικαστικής προστασίας με βάση το συστημα της Ε.Σ.Δ.Α., παρά μόνο με βάση το στενό δικονομικό πλαίσιο του προεδρικού διατάγματος. Δεν πρόταξε τις υποθέσεις που αφορούν τα μέτρα κατά της διάδοσης του κορωνοϊού. Καθυστέρησε να εκδώσει αποφάσεις, ενώ ομόλογοι δικαστικοί θεσμοί σε άλλες χώρες είχαν επιλύσει τα θέματα από τον Απρίλιο και τον Μάιο του 2020. Το ΣτΕ απέτυχε παταγωδώς. Είναι βέβαιο ότι σύντομα θα έχουμε και πάλι καταδίκες ως χώρα. Κάποια στιγμή αυτές οι καταδίκες θα πρέπει να καταλογίζονται και στους φυσικούς αυτουργούς των παραβάσεων, ανεξάρτητα από το αν είναι υπουργοί ή δικαστές. Θα είναι μια νέα μορφή εκτελεστότητας, για την επιβολή των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην χώρα μας.
Βασίλης Σωτηρόπουλος
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω