Στην πρώτη αναθεώρηση (1986), που αποσκοπούσε στον περιορισμό των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, η απαιτούμενη πλειοψηφία των 3/5 επιτεύχθηκε χάρη στη σύμπραξη του πρώτου και του τρίτου κόμματος (ΠΑ.ΣΟ.Κ. και Κ.Κ.Ε. αντίστοιχα), ενώ συνάντησε τη σφοδρή αντίδραση της αξιωματικής αντιπολίτευσης (Ν.Δ.). Έτσι, μετά τις εκλογές του 1985, το γεγονός ότι τα πολιτικά κόμματα που υποστήριξαν την αναθεώρηση δεν είχαν την πλειοψηφία των 3/5 (ΠΑ.ΣΟ.Κ.: 161 βουλευτές και Κ.Κ.Ε.: 12 βουλευτές), δεν εμπόδισε τη διαδικασία να ολοκληρωθεί, αφού αρκούσε η απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.
Η δεύτερη αναθεώρηση (2001) ήταν εκείνη της ευρύτερης μέχρι σήμερα συναίνεσης, καθώς τα δύο τότε μεγάλα κόμματα (ΠΑ.ΣΟ.Κ. και Ν.Δ.) είχαν παρεμφερή προσέγγιση σε πολλά άρθρα. Συνολικά, αναθεωρήθηκαν 79 διατάξεις του Συντάγματος, που αφορούσαν στα ατομικά δικαιώματα, τις Ανεξάρτητες Αρχές, τη λειτουργία της Βουλής, την ψήφιση του εκλογικού νόμου και άλλα σημαντικά θέματα.
Η τρίτη αναθεώρηση (2008) μολονότι ξεκίνησε με προοπτικές ευρείας συναίνεσης, η έντονη αντίθεση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. – που ήταν τότε αξιωματική αντιπολίτευση – στην τροποποίηση της διάταξης για τα κρατικά πανεπιστήμια, αντίθεση που σημαδεύθηκε και από εσωκομματικές διαφωνίες, καθώς και η αμφισβήτηση της διαδικασίας ψηφοφορίας στην αρμόδια επιτροπή, οδήγησαν στην αποχώρησή του από τη δεύτερη φάση της αναθεωρητικής διαδικασίας.
Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αποβεί ουσιαστικά ατελέσφορη η διαδικασία και η αναθεώρηση να περιοριστεί σε τρεις μόνο αλλαγές εκ των οποίων η σημαντικότερη ήταν η κατάργηση της απαγόρευσης να ασκούν παράλληλα επάγγελμα οι βουλευτές (άρθρο 57 παρ. 1 του Συντάγματος).