Γίνεται καταρχήν ερμηνευτικά δεκτό τόσο σε θεωρητικό όσο και σε νομολογιακό επίπεδο ότι όλες οι διατάξεις του Συντάγματος έχουν ίση τυπική ισχύ. Αυτό σημαίνει ότι στην ελληνική έννομη τάξη τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα και έννομα αγαθά είναι τύποις ισότιμα και ισόκυρα, δηλ. δεν υπάρχει κανενός είδους a priori αξιολογική ιεράρχησή τους[1]. Έτσι, σε κάθε περίπτωση σύγκρουσης συνταγματικών διατάξεων (με την επιφύλαξη της μεταξύ τους σχέσης ειδικότητας), καθώς και των επιμέρους αρχών που πηγάζουν από αυτές, η δικαστική επίλυση του ζητήματος επέρχεται μέσα από την πρακτική εναρμόνισή τους[2]: από τη στιγμή που δεν θεωρείται θεμιτή η αφηρημένη στάθμιση των αντικρουόμενων δικαιωμάτων και συμφερόντων, ακολουθείται η ad hoc στάθμισή τους με τέτοιον τρόπο ώστε να εφαρμόζονται όλα στη μεγαλύτερη δυνατή έκταση[3]. Για την επίτευξη της βέλτιστης στάθμισης χρησιμοποιείται κατεξοχήν ως απαραίτητο μεθοδολογικό εργαλείο η αρχή της αναλογικότητας. Αυτή η κρατούσα θέση περί τυπικής νομικής ισοδυναμίας του συνόλου των διατάξεων που περιλαμβάνονται στο Σύνταγμα συνομολογείται ρητά στην απόφαση 11/2003 του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου («υπόθεση Λυκουρέζου»)[4], ενώ εμφανίζεται πολύ συχνότερα σε αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας[5], μεταξύ των οποίων και στην απόφαση 95/2017 της ολομέλειας επί της πολύκροτης δίκης για την αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών[6].
Εντούτοις, δεν υιοθετείται σε απόλυτο βαθμό από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος έχει προβεί κατά καιρούς σε διαβαθμίσεις των προστατευόμενων συνταγματικών αρχών και δικαιωμάτων[7], χωρίς πάντως στέρεη και πειστική αιτιολογία. Ενδεικτικά, στην απόφαση της ολομέλειας 13/1999 κρίθηκε ότι η προστασία της ελευθερίας της επιστήμης (άρθρο 16 παρ. 1 Συντ.) και της έκφρασης (άρθρο 14 Συντ.) «αποσκοπεί στη διαφύλαξη ύψιστων κοινωνικών αγαθών [και ως εκ τούτου] καλύπτει (νομιμοποιεί) και προσβολές του δικαιώματος της προσωπικότητας [άρθρο 5 παρ. 1 Συντ.] που τυχόν ενυπάρχουν στην ενάσκησή τους», υπό την προϋπόθεση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (άρθρο 2 παρ. 1 Συντ.)[8]. Με λίγα λόγια, η αξία του ανθρώπου αναγνωρίζεται ως ιεραρχικά υπέρτερη των ελευθεριών της επιστήμης και της έκφρασης, οι οποίες με τη σειρά τους τίθενται σε ανώτερη αξιολογική κλίμακα από το δικαίωμα ανάπτυξης της προσωπικότητας. Προς την ίδια κατεύθυνση, μέρος της θεωρίας υποστηρίζει ότι από μόνη της η ένταξη στο άρθρο 110 παρ. 1 Συντ. ορισμένων μη αναθεωρήσιμων διατάξεων συνιστά ένα σοβαρό ερμηνευτικό επιχείρημα υπέρ της αποδοχής μιας ιεράρχησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπου η αρχή της αξίας του ανθρώπου και η αρχή της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας κατέχουν μια θέση υπεροχής («preferred position»), έναντι των υπολοίπων[9]. Εξάλλου, στην αμερικανική έννομη τάξη επικρατεί η άποψη ότι η ελευθερία του λόγου διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στο συνταγματικό σύστημα αξιών[10].
Εσχάτως, η αντιπαράθεση ανάμεσα σε αλληλοσυγκρουόμενα συνταγματικά δικαιώματα επανέρχεται επιτακτικά στο προσκήνιο λόγω των έκτακτων συνθηκών που έχουν προκληθεί από τη διασπορά του ιού COVID-19. Από τη μια πλευρά βρίσκεται το δικαίωμα στην υγεία, το οποίο απολαμβάνει ιδιαίτερης συνταγματικής πρόνοιας και θεμελιώνεται σε διαδοχικές διατάξεις (πρωτίστως στα άρθρα 5 παρ. 5 και 21 παρ. 3 Συντ.)[11] και από την άλλη πλευρά βρίσκονται όλες εκείνες οι ατομικές και συλλογικές ελευθερίες, η άσκηση των οποίων περιορίζεται – ενδεχομένως δε και να αναστέλλεται προσωρινά. Ειδικότερα, για την αντιμετώπιση της πανδημίας επιβλήθηκαν και στη χώρα μας περιοριστικές ρυθμίσεις που πλήττουν, μεταξύ άλλων, τη stricto sensu προσωπική ελευθερία, δηλ. την ελευθερία κίνησης και εγκατάστασης, την οικονομική ελευθερία, υπό τη μορφή της ελεύθερης ανάπτυξης επιχειρηματικής δραστηριότητας και της επαγγελματικής ελευθερίας, το δικαίωμα συνάθροισης και τις συνδικαλιστικές ελευθερίες, καθώς επίσης και τη θρησκευτική λατρεία[12].
Κάποια από αυτά τα ποικίλα μέτρα που έλαβε η εκτελεστική και η νομοθετική εξουσία για τη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης ελέγχθηκαν ήδη ως προς τη συνταγματικότητά τους από το ΣτΕ[13]. Τελείως συνοπτικά, το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο αποδέχεται ότι η προστασία της δημόσιας υγείας κατά την περίοδο της πανδημίας αποτελεί εξαιρετικό και επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος, που καθιστά αναγκαίο και δικαιολογεί τον περιορισμό μιας σειράς θεμελιωδών ελευθεριών. Υπό αυτό το πρίσμα, αντιλαμβανόμαστε ότι το δικαίωμα στην υγεία φαίνεται να εκκινεί από αναβαθμισμένη θέση ισχύος σε οποιαδήποτε σύγκρουση με άλλα συνταγματικά δικαιώματα. Η διαφαινόμενη αυτή ιεράρχηση δείχνει να επιβεβαιώνεται και από τα πορίσματα της απόφασης 2387/2020 του Δ΄ τμήματος[14], η οποία δεν εντάσσεται ευθέως στη θεματική της πανδημίας. Με τη συγκεκριμένη απόφαση κρίθηκε ότι η υποχρέωση εμβολιασμού των νηπίων ως προϋπόθεση εγγραφής στους δημοτικούς παιδικούς σταθμούς «διενεργείται με σκοπό την προστασία της υγείας, συλλογικώς και ατομικώς» και, παρά το γεγονός ότι συνιστά σοβαρή παρέμβαση στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και στην ιδιωτική ζωή τους, δεν προσκρούει σε καμία συνταγματική διάταξη.
Από την επισκόπηση της τρέχουσας νομολογίας μπορούμε να διαπιστώσουμε μια ορισμένη τάση ως προς τον ασκούμενο έλεγχο συνταγματικότητας σε περιπτώσεις σύγκρουσης θεμελιωδών δικαιωμάτων με το δικαίωμα στην υγεία. Κάπως σχηματικά, η θεωρία της πρακτικής εναρμόνισης τείνει να παραγκωνίζεται, η δε αναφορά στην αρχή της αναλογικότητας εξικνείται προεχόντως στην απαίτηση τεκμηρίωσης των εφαρμοζόμενων μέτρων από τη διοίκηση βάσει των επιστημονικών εισηγήσεων των επιδημιολόγων και δευτερευόντως στον προσωρινό χαρακτήρα τους. Χαρακτηριστικές ως προς αυτά τα σημεία υπήρξαν οι αποφάσεις 262-263/2020 της Επιτροπής Αναστολών του ΣτΕ σε ολομέλεια, που εξέτασαν την απαγόρευση των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων τεσσάρων ατόμων και άνω σε ολόκληρη την επικράτεια για σχεδόν τέσσερις ημέρες (πριν και μετά την επέτειο της 17ης Νοεμβρίου), κατόπιν απόφασης του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας[15]. Το ΣτΕ εφάρμοσε το άρθρο 52 παρ. 6 εδ. β΄ του π.δ. 18/1989[16] και αποφάνθηκε ότι κωλύεται η χορήγηση αναστολής λόγω συνδρομής εξαιρετικώς επιτακτικών λόγων δημοσίου συμφέροντος, εκτιμώντας παράλληλα ότι πρόκειται για ένα αυστηρό πλην αναγκαίο για την προστασία της δημόσιας υγείας μέτρο. Στην περίπτωση αυτή, όμως, ακόμα και σε επίπεδο προσωρινής δικαστικής προστασίας, η Επιτροπή Αναστολών θα μπορούσε να κινηθεί με πιο ευέλικτο τρόπο και να λειτουργήσει διορθωτικά ώστε η επιβληθείσα περιστολή του δικαιώματος συνάθροισης να καταστεί περισσότερο κατάλληλη, αναγκαία και εν στενή εννοία ανάλογη, καθώς και να συνυπάρξει αρμονικά με την προστασία του εννόμου αγαθού της υγείας: ένας τέτοιος τρόπος, παρά τις όποιες επιμέρους δικονομικές δυσκολίες[17], θα ήταν λ.χ. ο περιορισμός της απαγόρευσης καταρχάς χρονικά (για μια ημέρα) και κυρίως τοπικά (μόνο στο κέντρο των μεγάλων πόλεων).
Μολονότι τούτο δεν αποτυπώνεται ξεκάθαρα στις πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις (και δεν θα μπορούσε βεβαίως να αποτυπωθεί ενόψει της θέσης περί τυπικής ισοδυναμίας των διατάξεων του Συντάγματος), παρατηρούμε ότι εν προκειμένω η στάθμιση μεταξύ των εκάστοτε συγκρουόμενων εννόμων αγαθών υπήρξε μάλλον αφηρημένη: το δικαίωμα στην υγεία εισέρχεται στη διαδικασία στάθμισης από ιεραρχικά υπέρτερη θέση[18]. Πιθανότατα, αυτή η υπεροχή εξηγείται λόγω της στενής διασύνδεσής του με την αρχή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η οποία αποτελεί την υπέρτατη συνταγματική αξία και πρωταρχική υποχρέωση του κράτους[19]. Ωστόσο, το γεγονός ότι η έχουσα την πρωτοβουλία για τον καθορισμό της γενικής πολιτικής κυβέρνηση και η νομοθετούσα Βουλή έχουν προτεραιοποιήσει – επί των συνθηκών πανδημίας – τη διαφύλαξη της δημόσιας υγείας ως υπέρτερου των λοιπών αγαθών (αναλαμβάνοντας βεβαίως προς τούτο την αντίστοιχη πολιτική ευθύνη) δεν πρέπει να οδηγεί στην άνευ όρων δικαστική αναγνώριση της συρρίκνωσης όλων των άλλων ατομικών και συλλογικών ελευθεριών, τουλάχιστον στις περιπτώσεις εκείνες όπου χωρεί θεμιτή διορθωτική επέμβαση. Άλλωστε, ο δικαστής της συνταγματικότητας δεν πρέπει να λησμονεί, ούτε υπό το καθεστώς έκτακτων συνθηκών, να χρησιμοποιεί τα μεθοδολογικά εργαλεία του ελέγχου συνταγματικότητας και δη της αναλογικότητας, σε συνδυασμό με τις αρχές της ίσης ισχύος όλων των συνταγματικών δικαιωμάτων και της πρακτικής εναρμόνισης: η αξιοποίηση αυτών των «όπλων» τού επιτρέπουν να προβαίνει κάθε φορά σε συγκεκριμένες σταθμίσεις εννόμων αγαθών, χωρίς να κατηγορείται ότι υπεισέρχεται σε έλεγχο σκοπιμότητας ή ορθότητας των επιλογών της πολιτικής εξουσίας. Εν κατακλείδι, η νομολογία οφείλει να συμβάλλει στην αποτροπή τής σταδιακής υποχώρησης της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών, ώστε να μην προκληθούν μόνιμες ρωγμές στην εγγυητική λειτουργία του Συντάγματος και στην κανονιστικότητα του συνόλου των διατάξεών του[20].
Δημήτριος-Γεώργιος Χ. Πατσίκας
δικηγόρος, υπ. διδ. Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ, υπότροφος ΙΚΥ
Υποσημειώσεις:
[1] Βλ. Άρ. Μάνεση, Συνταγματικά δικαιώματα, δ΄ έκδ., 1982, σ. 64-66· Π. Δαγτόγλου, Ατομικά δικαιώματα,4η έκδ., 2012, σ. 114· Κ. Χρυσόγονoυ/Σπ. Βλαχόπουλου, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 4η έκδ., 2017, σ. 140 επ.· Φ. Σπυρόπουλου, Συνταγματικό Δίκαιο, 2018, σ. 161 επ.
[2] Για ρητή αναφορά στην εν λόγω αρχή βλ. ιδίως ΣτΕ 1941/2013, ΔιΔικ 2013, σ. 988 επ. (με παρατηρήσεις Σπ. Βλαχόπουλου)· ΕφΑθηνών 6089/2011, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ· ΠολΠρωτΑθηνών 2497/2010, ΝΟΜΟΣ· ΔιοικΕφΑθηνών 3027/2002, ΔιΔικ 2004, σ. 420 επ.
[3] Βλ. Σπ. Βλαχόπουλου, Θεμελιώδη Δικαιώματα, 2017, σ. 24-25· Τζ. Ηλιοπούλου-Στράγγα, Γενική θεωρία θεμελιωδών δικαιωμάτων, 2018, σ. 95-96· Κ. Σταμάτη, Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων, ζ΄ έκδ., 2006, σ. 359 επ.· Κ. Χρυσόγονoυ/Σπ. Βλαχόπουλου, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, ό.π., σ. 141-142· Φ. Σπυρόπουλου, Συνταγματικό Δίκαιο, ό.π., σ. 162-163.
[4] ΑΕΔ 11/2003, ΕΔΔΔ 2004, σ. 508 επ.
[5] Από την πιο πρόσφατη νομολογία σε επίπεδο ολομέλειας βλ. ΣτΕ Ολ. 1304/2019, Αρμ 2019, σ. 1080 επ.· ΣτΕ Ολ. 4308/2015, ΔιΔικ 2015, σ. 713 επ. (με παρατηρήσεις Αθ. Τσιρωνά) και σε επίπεδο τμημάτων βλ. ΣτΕ 1157/2020, 666/2020, 2128/2018, ΝΟΜΟΣ· ΣτΕ 1393/2017, Νομοκανονικά 2017, σ. 146 επ. (με σχόλιο Γ. Ανδρουτσόπουλου).
[6] Για την απόφαση αυτή βλ. αντί άλλων, το θεματικό τεύχος 71/2017 του περιοδικού «Δικαιώματα του Ανθρώπου» με τίτλο «Οι τηλεοπτικές άδειες. Πολιτική – Νόμος – Δικαιοσύνη», με πολυάριθμες συμβολές σχολιαστών.
[7] ΑΠ Ολ. 1/2001, ΕλλΔνη 2001, σ. 374 επ.
[8] ΑΠ Ολ. 13/1999, Δίκη 1999, σ. 650 επ. (με παρατηρήσεις Κ. Μπέη).
[9] Βλ. Χ. Ανθόπουλου, Το πρόβλημα της λειτουργικής δέσμευσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων, 1993, σ. 81 επ.· Τζ. Ηλιοπούλου-Στράγγα, Γενική θεωρία θεμελιωδών δικαιωμάτων, ό.π. σ. 92 επ.
[10] Βλ. Αλκ. Φωτιάδου, Σταθμίζοντας την ελευθερία του λόγου, 2006, passim.
[11] Βλ. Π. Τσαντίλα, σε: Σπ. Βλαχόπουλου (επιμ.), Θεμελιώδη Δικαιώματα, ό.π., σ. 505 επ.· Π. Παπαρρηγοπούλου, σε: Φ. Σπυρόπουλου/Ξ. Κοντιάδη/Χ. Ανθόπουλου/Γ. Γεραπετρίτη (επιμ.), Σύνταγμα κατ’ άρθρο ερμηνεία, 2017, σ. 547 επ.
[12] Βλ. Ξ. Κοντιάδη, Πανδημία, βιοπολιτική και δικαιώματα, 2020, σ. 89 επ.
[13] Σχετικά με τον περιορισμό α) της θρησκευτικής λατρείας βλ. ΣτΕ 1294/2020, ΘΠΔΔ 2020, σ. 755 επ. (με παρατηρήσεις Β. Καψάλη)· ΣτΕ συμβ. 161/2020, ΘΠΔΔ 2020, σ. 631 επ. (με παρατηρήσεις της ίδιας)· ΣτΕ ΕΑ 60/2020, Αρμ 2020, σ. 886 επ. (με σημείωμα της ίδιας), β) της ελευθερίας κίνησης βλ. ΣτΕ ΕΑ 172/2020, Αρμ 2020, σ. 1769 επ. (με σημείωμα Β. Καψάλη) και γ) του δικαιώματος συνάθροισης βλ. ΣτΕ ΕΑ Ολ. 262-263/2020, adjustice.gr (περίλ.).
[14] ΣτΕ 2387/2020, sakkoulas-online.
[15] ΣτΕ ΕΑ Ολ. 262-263/2020, ό.π.
[16] Η διάταξη αυτή ορίζει ότι: «Η αίτηση όμως μπορεί να απορριφθεί, αν κατά τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και του δημοσίου συμφέροντος κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος».
[17] Εν προκειμένω, θα μπορούσε να γίνει επίκληση του άρθρου 52 παρ. 8 του π.δ. 18/1989 που προβλέπει ότι: «Η Επιτροπή, εκτός από την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης, μπορεί να διατάξει και κάθε άλλο, κατά περίπτωση, κατάλληλο μέτρο, χωρίς να δεσμεύεται από τις προτάσεις των διαδίκων» (η έμφαση προστέθηκε).
[18] Σημειωτέον ότι σε ανύποπτο χρόνο και με παρεμπίπτουσα κρίση του στην απόφαση ΣτΕ 3381/2001 (ΝΟΜΟΣ), το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο είχε επισημάνει ότι «η προστασία της ανθρώπινης υγείας προηγείται παντός άλλου αγαθού».
[19] Βλ. Ξ. Κοντιάδη, Πανδημία, βιοπολιτική και δικαιώματα, ό.π., σ. 86.
[20] Βλ. Σπ. Βλαχόπουλου, Συνταγματικός μιθριδατισμός, 2020, σ. 40 επ.