«Κανενός δεν αρέσει να πληγώνει τον άλλο· γι’ αυτό νοιώθει κανείς καλύτερα, όταν ο άλλος δε δείχνει πως πληγώθηκε. Κανενός δεν αρέσει η θέα ενός πληγωμένου σκύλου. Έχε το αυτό καλά στο νου σου».
Λούντβιχ Βιτγκενστάϊν, Πολιτισμός και Αξίες[1]
Αρκετές και δραστήριες είναι οι φιλοζωικές οργανώσεις στη χώρα μας, και είναι αλήθεια πως με την πάροδο των ετών καλλιεργήθηκε η φιλοζωική κουλτούρα. Κι όμως – περιστατικά κακοποίησης ζώων κάνουν τακτικά την εμφάνισή τους. Σοκ προκάλεσε στην κοινή γνώμη, τις τελευταίες μέρες, ο άγριος βασανισμός σκύλου στην Κρήτη. Ο φερόμενος ως δράστης της κτηνωδίας είχε κρεμάσει σε ένα δέντρο το άτυχο σκυλί και επιχειρούσε να το ευνουχίσει, όταν τα ουρλιαχτά του ζώου ακούστηκαν από έναν περαστικό. Το απάνθρωπο θέαμα ξεπερνούσε κάθε όριο κτηνώδους συμπεριφοράς. Χάρη στην καίρια παρέμβαση του περαστικού, που βρέθηκε τυχαία στην περιοχή, το ζώο μεταφέρθηκε σε κτηνίατρο, χειρουργήθηκε και επέζησε.
Το ερώτημα που γεννάται σε αρκετούς είναι πώς είναι δυνατόν σε μια φερόμενη ως πολιτισμένη χώρα της Ευρώπης να παρατηρούνται εν έτει 2020 τέτοια φαινόμενα και μάλιστα πολλά από αυτά στον δημόσιο χώρο ή σε κοινή θέα, τα οποία, εντούτοις, τις περισσότερες φορές, δυστυχώς δεν λαμβάνουν την αναγκαία δημοσιότητα προκειμένου να πάρουν αμέσως τον δρόμο της δικαιοσύνης. Χαρακτηριστική είναι εν προκειμένω η πολύ περιορισμένη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων. Είναι προφανές ότι η άσκηση βίας εις βάρος των ζώων συνιστά συχνά κλινικό σύμπτωμα ψυχικών διαταραχών[2]· εντούτοις η ανοχή στη βία κατά των ζώων όχι μόνο διαιωνίζει τις βαναυσότητες αλλά συμβάλλει στην επέκτασή τους, καθώς η βία συνήθως δεν περιορίζεται σε βάρος μιας μόνο κατηγορίας έμβιων όντων αλλά γεννά και άλλη βία[3]. Αυτός που κακοποιεί τους σκύλους ή τις γάτες είναι πιθανό να βιαιοπραγεί ταυτόχρονα εις βάρος των παιδιών του, της συζύγου του κ.λπ.[4]
Όπως παρατηρείται δε, τα φαινόμενα είναι εντονότερα σε πιο κλειστές κοινότητες. Ο λόγος είναι ότι σε μικροκοινωνίες όπου κυριαρχούν κοινοτικοί θεσμοί πυκνά συνυφασμένοι με δίκτυα συγγένειας καταγράφεται μια απομείωση του δημόσιου χώρου. Οι διαπροσωπικές σχέσεις αναπτύσσονται μέσα στο στενό κέλυφος των οικογενειακών συστημάτων γύρω από τα οποία συρρικνώνεται η κοινωνικότητα με συνέπεια το άτομο να καθίσταται διαρκώς ορατό και αναγνωρίσιμο στο δημόσιο χώρο[5]. Με το φόβο συνεπώς πιθανών αντίποινων σε περίπτωση καταγγελίας περιστατικού βίας, ο καθένας σκέφτεται: «που να μπλέκω τώρα», κι οι πολίτες συχνά σιωπούν. Την κατάσταση επιδεινώνει η γραφειοκρατία κι η έλλειψη εμπιστοσύνης του διοικουμένου προς το κράτος, οι οποίες χαρακτηρίζουν τη χώρα,.
Η εμπιστοσύνη, όμως, στο κράτος δικαίου είναι αυτή που μπορεί να απαλείψει σταδιακά την κτηνωδία και την καταπάτηση θεμελιωδών δικαιωμάτων σε όποιο πεδίο της κοινωνικής ζωής αυτή τυχόν εμφανίζεται.
Εναπόκειται στον πολίτη να τολμήσει να εναντιωθεί στην όποια στρεβλή «παράδοση» εξαντικειμένισης[6] του ζώου και κακοποίησής του[7], σπάζοντας τη συλλογική σιωπή που συνιστά αφεαυτής συνέργεια («Η σιωπή απέναντι στο κακό είναι η ίδια κακή: […] Να μη μιλάει κάποιος είναι σαν να μιλάει. Να μην ενεργεί είναι σαν να ενεργεί». Dietrich Bonhoeffer) και να καταγγείλει τις πράξεις βίας. Αυτός είναι ο τρόπος που το άτομο μπορεί να απομονώσει τέτοιες βαθιά αντικοινωνικές συμπεριφορές συμπολιτών του. Εξάλλου ‹‹πραγματικό έγκλημα είναι κάθε εκδήλωση ανθρώπινης πράξης η οποία είναι επικίνδυνα αντικοινωνική››[8]. Η νομοθεσία δίνει τα όπλα στον αγώνα κατά των αποτρόπαιων εγκλημάτων εις βάρος των ανυπεράσπιστων ζώων[9]· απομένει σε όλους εμάς να τα χρησιμοποιήσουμε.
Ειδικότερα:
Με το ν. 2017/1992 (ΦΕΚ Α΄ 31) κυρώθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των ζώων συντροφιάς, που καταρτίστηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης και υπογράφηκε από την Ελλάδα στις 13 Νοεμβρίου 1987, η οποία ορίζει στο προοίμιό της ότι: «Τα Κράτη Μέλη … αναγνωρίζοντας ότι το άτομο έχει μια ηθική δέσμευση να σέβεται όλα τα ζωντανά δημιουργήματα και διατηρώντας το πνεύμα των ιδιαίτερων δεσμών που υπάρχουν μεταξύ του ανθρώπου και των ζώων συντροφιάς. Θεωρώντας τη σημασία των ζώων συντροφιάς ανάλογα με τη συμβολή τους στην ποιότητα ζωής και συνεπώς αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερη αξία τους για την κοινωνία. … συμφώνησαν…:», στο άρθρο 1 παρ. 1 ότι: «Με τον όρο ζώο συντροφιάς, εννοούμε κάθε ζώο, που συντηρείται ή προορίζεται να συντηρηθεί από τον άνθρωπο, κυρίως μέσα στο σπίτι του για ευχαρίστησή του και σαν σύντροφός του.», στο άρθρο 2 παρ. 1 ότι: «Κάθε μέρος υποχρεούται να λάβει τα απαραίτητα μέτρα….. όσον αφορά α) Τα ζώα συντροφιάς που συντηρούνται από ένα νομικό ή φυσικό πρόσωπο σε οποιοδήποτε σπιτικό, σε οποιαδήποτε εγκατάσταση …» και στο άρθρο 3 παρ. 1 ότι: «Κανείς δεν πρέπει να κάνει άσκοπα ένα ζώο συντροφιάς να πονά, να υποφέρει ή να αγωνιά».
Περαιτέρω, ο ν. 4039/2012 «Για τα δεσποζόμενα και τα αδέσποτα ζώα συντροφιάς και την προστασία των ζώων από την εκμετάλλευση ή τη χρησιμοποίηση με κερδοσκοπικό σκοπό» (ΦΕΚ Α΄ 15), προβλέπει στο άρθρο 1 ότι: «….α) Ζώο είναι κάθε έμβιος οργανισμός, που συναισθάνεται και κινείται σε ξηρά, αέρα και θάλασσα ή οποιοδήποτε άλλο υδατικό οικοσύστημα ή υγροβιότοπο. β) Ευζωία είναι το σύνολο των κανόνων, που πρέπει να εφαρμόζει ο άνθρωπος στα ζώα, αναφορικά με την προστασία τους και την καλή μεταχείριση τους, έτσι ώστε να μην πονούν και υποφέρουν … και γενικά τη μέριμνα για σεβασμό της ύπαρξής τους. γ) Ζώο συντροφιάς είναι κάθε ζώο, που συντηρείται ή προορίζεται να συντηρηθεί από τον άνθρωπο, κυρίως μέσα στην κατοικία του, για λόγους ζωοφιλίας ή συντροφιάς. δ) Δεσποζόμενο ζώο συντροφιάς είναι κάθε μη άγριο ζώο, που συντηρείται ή προορίζεται να συντηρηθεί από τον άνθρωπο, κυρίως μέσα στην κατοικία του, για λόγους ζωοφιλίας ή συντροφιάς και τελεί υπό την άμεση επίβλεψη και φροντίδα του ιδιοκτήτη, κατόχου, συνοδού ή φύλακα του. … ε) …», στο άρθρο 16 περ. α΄ ότι: «Με την επιφύλαξη ειδικά προβλεπόμενων περιπτώσεων ….απαγορεύεται ο βασανισμός, η κακοποίηση, η κακή και βάναυση μεταχείριση οποιουδήποτε είδους ζώου, καθώς και οποιαδήποτε πράξη βίας κατ’ αυτού, όπως ιδίως η δηλητηρίαση, το κρέμασμα, ο πνιγμός, το κάψιμο, η σύνθλιψη και ο ακρωτηριασμός.», στο άρθρο 20 παρ. 2 ότι: «Οι παραβάτες ….τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή από πέντε χιλιάδες (5.000) έως δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ» και, τέλος, στο άρθρο 21, ότι: «1. Οι διοικητικές κυρώσεις και τα πρόστιμα, που επιβάλλονται…. κακοποίηση, βασανισμό, κακή ή βάναυση μεταχείριση ζώου και οποιαδήποτε πράξη βίας κατ’ αυτού… Άρθρο 16 παρ. α΄ και παρ. β΄ 30.000 ευρώ για κάθε ζώο και για κάθε περιστατικό … 2. … 3. …».
Όπως συνάγεται από την εισηγητική έκθεση του ν. 4039/2012[10], η θέσπιση των εν λόγω ρυθμίσεων είχε ως σκοπό, μεταξύ άλλων, τη συμπλήρωση, βελτίωση, τον εκσυγχρονισµό και την επικαιροποίηση της υφιστάμενης νομοθεσίας, έτσι ώστε η προστασία των ζώων, σε συμμόρφωση προς τις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας, να καταστεί πιο ουσιαστική και αποτελεσματική, λόγω της συνεχιζόμενης κακομεταχείρισης των ζώων υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς. Περαιτέρω, στην ίδια εισηγητική έκθεση αναφέρεται ότι κρίθηκε αναγκαία η αυστηροποίηση των διατάξεων στην περίπτωση της κακοποίησης ζώου, προκειµένου να υπάρχει ένα πλήρες, αναλογικό, αποτρεπτικό και αποτελεσµατικό σύστηµα κυρώσεων[11]. Στα πλαίσια αυτά, πέραν των ποινικών κυρώσεων, με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 21 του ν. 4039/2012 προβλέφθηκε η επιβολή σταθερού, πάντοτε, προστίμου, ανερχόμενου στο ποσό των 30.000 ευρώ για κακοποίησηκάθε ζώου, ενώ για λιγότερο σοβαρές παραβάσεις τα πρόστιμα κυμαίνονται από 100 έως 20.000 ευρώ.
Μάλιστα έχει κριθεί ότι η διάταξη του άρθρου 21 του ν. 4039/2012, η οποία, ενόψει της ανάγκης προστασίας των ζώων ως όντων που υποφέρουν[12] και θυμούνται, είναι έξυπνα και έχουν συναισθήματα, προσδιορίζει το πρόστιμο για την κακοποίηση κάθε ζώου στο ποσό των 30.000 ευρώ, δεν αντίκειται στην προβλεπόμενη από το Σύνταγμα αρχή της αναλογικότητας, διότι δεν θεσπίζει μέτρο προδήλως ακατάλληλο και απρόσφορο ούτε υπερακοντίζει τον καίριο σκοπό δημοσίου συμφέροντος στον οποίον αποβλέπει, της προστασίας των ζώων, του κολασμού του παραβάτη και της αποτροπής παρομοίων παραβάσεων (βλ. ad hoc Διοικ. Πρωτ. Λαρ. 916/2017 ΤΝΠ ΔΣΑΝΕΤ και εκεί παραπομπές σε ΣτΕ 2301/2015, 3474/2011 Ολομ., 2402/2010 7μ., υποθ. C-262/1999, Λουλουδάκης κατά Ελληνικού Δημοσίου).
Στην έννοια δε της κακοποίησης του άρθρου 16 του ν. 4039/12 ή του άρθρου 1 του ν. 1197/81 -ο οποίος δεν έχει καταργηθεί ακόμη-, περιλαμβάνονται και οι περιπτώσεις παθητικής, πέραν της ενεργητικής, κακοποίησης, όπως ενδεικτικά, η έλλειψη καταλύματος, το ακατάλληλο κατάλυμα ή τα στενά κλουβιά, η μόνιμη αλυσόδεση, η ακατάλληλη τροφή, η μόνιμη παραμονή σε μπαλκόνια, ταράτσες, η έλλειψη νερού ή νερού μη κατάλληλου, χώροι μη στεγνοί και καθαροί, προστατευόμενοι από τις καιρικές συνθήκες, η έλλειψη φροντίδας για κτηνιατρική περίθαλψη σε περίπτωση ασθενειών τους, αλλά και τον τακτικό εμβολιασμό και την αποπαρασίτωσή τους, η έλλειψη καθημερινής άσκησης και περιπάτου[13].
Μείζονος πρακτικής σημασίας είναι το γεγονός ότι πρόκειται για αυτεπαγγέλτως διωκόμενο έγκλημα (σημειωτέον πως δεν προαπαιτείται η καταβολή του παραβόλου των 100 ευρώ, ως ισχύει για τα κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα) και εφαρμόζεται η αυτόφωρος διαδικασία, η οποία είναι αναγκαία για τον κολασμό του εγκλήματος αυτού που έχει βαρύνουσα εγκληματική απαξία[14]. Σύμφωνα δε με την πρόσφατη υπ’ αριθ. 2/2020 Εγκύκλιο του ΕισΑΠ, η αστυνομική αρχή, σε περίπτωση που καταγγέλθηκε κακοποίησητου ζώου ή μη τήρηση κανόνων ευζωίας, οφείλει να επιλαμβάνεται άμεσα και να εφαρμόζει την αυτόφωρη διαδικασία κατ’ άρθρο 242, 275. επ. ΚΠΔ (Ν. 4620/2019) με σύλληψη και προσαγωγή των υπαιτίων, εάν τούτο είναι εφικτό.
Κατ’ ακολουθία προκύπτει ότι υφίσταται ήδη, ακόμη και αν επιδέχεται βελτιώσεων μέσω λ.χ. αυστηροποίησης των ποινών, ένα επαρκές πλέγμα νομοθετικών διατάξεων για την προστασία των ζώων. Πρόκριμα, όμως, για την ενεργοποίησή τους αποτελεί, πέραν της αυτονόητης συμβολής των φιλοζωικών οργανώσεων, η ατομική δράση. Εξάλλου «μόνο ο αυτοκαθοριζόμενος πολίτης μπορεί με την (ελεύθερη) συμβολή του να συγκαθορίσει τη βούληση του συνόλου στο οποίο μετέχει»[15]. Ο ηθικός δε και νομικός πολιτισμός μιας κοινωνίας δεν κρίνεται μόνο από τις φιλοζωϊκές τάσεις του ατόμου κατ’ ιδίαν αλλά και από τα έγκαιρα αντανακλαστικά που επιδεικνύει ως πολίτης και την ενεργό συμμετοχή αυτού στον δημόσιο χώρο έτσι ώστε να καθίσταται εφικτή αφενός μεν η αποδοκιμασία των δραστών κακοποίησης ζώων αφετέρου δε η ευχερής και έγκαιρη απονομή δικαιοσύνης.
Υποσημειώσεις:
[1] Eκδ. Καρδαμίτσα, 2000, μετάφρ. Μυρτώ Δραγώνα-Μονάχου, σ . 30.
[2] Βλ. όλως ενδεικτικώς Δ. Δούκα, Μ. Βασιλειάδου, Δ. Τόντη, Α. Δουζένη, Κακοποίηση των ζώων και ψυχική υγεία, Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής 2018, 35 (4): 439-445.
[3] I. Kant, Lectures on Ethics, L. Infield (μτφ.), New York, Harper &Row 1963, σ. 240.
[4] Βλ. μεταξύ άλλων R. Lockwood, P. Arkow, Animal Abuse and Interpersonal Violence: The Cruelty Connection and Its Implications for Veterinary Pathology, Veterinary Pathology, Vol: 53 issue: 5 (pp. 910-918), S. McPhedran, Animal Abuse, Family Violence, and Child Wellbeing: A Review. J Fam Viol 24, 2009, (pp 41–52).
[5] Βλ. για τις διαφορές του δημόσιου χώρου του χωριού από αυτόν της μεγαλούπολης, Σ. Γεωργίου, Τα συνταγματικά θεμέλια του δημόσιου χώρου, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα -Θεσσαλονίκη, 2017 σ. 415.
[6] Βλ. ενδεικτικώς Tom Regan, The Case for Animal Rights, in M.W. Fox & L.D. Mickley (Eds.), Advances in animal welfare science 1986/87 (pp. 179-189). Washington, DC: The Humane Society of the United States.
[7] Βλ. για τις ενστάσεις ως προς την σύγκριση του πόνου ανθρώπων και ζώων και την σχετική ενδιαφέρουσα προβληματική, Anne Peters, Liberté, Égalité, Animalité: Human–Animal Comparisons in Law, Transnational Environmental Law, 2016, Cambridge University Press (pp 1 – 29).
[8] Σ. Αλεξιάδη, Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας, εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1996, σ. 50.
[9] Βλ. μεταξύ άλλων G. Francione, Introduction to Animal Rights: Your Child or the Dog? Philadelphia Temple University Press, 2000.
[10] Διαθέσιμη στην ιστοσελίδα www.hellenicparliament.gr
[11] Διοικ. Πρωτ. Καλαμάτας 355/2018, ΤΝΠ ΔΣΑΝΕΤ
[12] Σύμφωνα με τον J. Bentham, παρά τις όποιες διαφορές, οι άνθρωποι και τα ζώα είναι όμοιοι στη δυνατότητα να υποφέρουν. Βλ. J. Βentham, Introduction to the Principles of Morals and Legislation, Clarendon Press, Oxford, 1780, reprinted by F. Rosen (Clarendon Press, Oxford, 1996), σ.310.
[13] Βλ. Γνμδ ΕισΑΠ 1/2013 (Εγκ.), ΤΝΠ Νόμος, Στρατοδικείο Θεσ/νίκης 436/2016.
[14] Σχετική η υπ’ αρ.71377/12/396322, από 30-3-2012, εγκύκλιος του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας προς τις αστυνομικές αρχές της χώρας.
[15] Δ. Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Α΄, Θεωρητικό Θεμέλιο, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1994 σ. 317.
Σταυρούλα Γεωργίου
Δικηγόρος, Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου