Πρόλογος
Είναι θεσμικώς αυτονόητο ότι η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) των Κρατών-Μελών είναι και ΑΟΖ της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και υπ’ αυτό το πρίσμα τίθεται το νομικό -και, κατ’ επέκταση, πολιτικό- ζήτημα της δυνατότητας και της μορφής σύμπραξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην όλη διαδικασία οριοθέτησης της ΑΟΖ κάθε Κράτους-Μέλους κυρίως με τρίτα προς αυτήν Κράτη, δοθέντος ότι δεν έχει, από πλευράς έννομων συνεπειών, την ίδια νομική σημασία και αξία η σύμπραξή της και στην διαδικασία οριοθέτησης της ΑΟΖ μεταξύ Κρατών-Μελών, όπως συνέβη προσφάτως με την συμφωνία μεταξύ Ελλάδας-Ιταλίας.
Α. Για ν’ αναχθούμε, υπό αυστηρώς νομικούς όρους, στην γενική θεωρία του Δημόσιου Δικαίου, οι μεταξύ των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμφωνίες οριοθέτησης της ΑΟΖ λειτουργούν «ενδοστρεφώς», ήτοι εντός του πεδίου της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης και του Διεθνούς Δικαίου -εν προκειμένω της «Σύμβασης του Montego Bay», που αποτελεί μέρος του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου κατά τα εκτιθέμενα στην συνέχεια- οπότε η αυτοτελής σύμπραξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε αυτές παρίσταται, κανονιστικώς, σχεδόν δευτερεύουσα. Πολλώ μάλλον όταν τα επιμέρους αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν, ούτως ή άλλως, υποχρέωση εποπτείας της lege artis -δηλαδή σύμφωνα με το σύνολο του Ευρωπαϊκού Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου- κατάρτισης και εφαρμογής των ως άνω συμφωνιών οριοθέτησης της ΑΟΖ, με αντισυμβαλλόμενα μέρη Κράτη-Μέλη της. Επιπλέον, και όπως ήδη υπονοήθηκε, η σύμπραξη αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης νοείται στο σύνολο της διαδικασίας οριοθέτησης της ΑΟΖ με τα τρίτα Κράτη, ήτοι από το προκαταρκτικό στάδιο του προσδιορισμού των εκατέρωθεν ακτών ως το κύριο στάδιο, που καταλήγει στην σύναψη της αντίστοιχης συμφωνίας, ύστερα από την χάραξη, αναλόγως, της μέσης γραμμής ή της μέσης απόστασης μεταξύ των Κρατών, από την εξέταση της ιδιομορφίας της ad hoc περιοχής και από την εντεύθεν αναζήτηση της, επίσης ad hoc, δίκαιης λύσης.
Β. Η ανάλυση του ζητήματος μιας τέτοιας σύμπραξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην οριοθέτηση της Ευρωπαϊκής ΑΟΖ καθίσταται εξαιρετικά επίκαιρη κατά την σημερινή κρίσιμη συγκυρία. Τούτο οφείλεται στο ότι πολλαπλασιάζονται, και δη γεωμετρικώς, κυρίως από την πλευρά της Τουρκίας, τα «κρούσματα» αυθαίρετης ερμηνείας της «Σύμβασης του Montego Bay», δημιουργώντας έναν άκρως ορατό και διαβρωτικό κίνδυνο υπό δύο, μάλιστα επόψεις, οι οποίες επενεργούν συμπληρωματικώς: Πρώτον, υπό την έποψη του αυθαίρετου περιορισμού της ΑΟΖ Κρατών-Μελών -δηλαδή της Ελλάδας και της Κύπρου- και, συνακόλουθα, της ΑΟΖ της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και, δεύτερον, υπό την έποψη -σε περίπτωση ανοχής έστω και μίας αυθαιρεσίας εν προκειμένω- της δημιουργίας αρνητικού προηγουμένου, ικανού να πλήξει την οριοθέτηση της ως άνω ΑΟΖ σε όλο το φάσμα του θαλάσσιου χώρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
- Η προσχώρηση στην «Σύμβαση του Montego Bay».
Η υπό τις προμνημονευόμενες προϋποθέσεις σύμπραξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην οριοθέτηση της ΑΟΖ των Κρατών-Μελών με τρίτα Κράτη πρέπει να ερευνάται, βεβαίως, υπό το φως της αυτοτελούς νομικής προσωπικότητάς της. Kαι τούτο διότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, κατά την διάταξη του άρθρου 47 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ), έχει δική της νομική προσωπικότητα, η οποία την καθιστά αυτοτελή νομική οντότητα. Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να επισημανθεί ότι ούτε στο πλαίσιο της θεωρίας ούτε στο πλαίσιο της νομολογίας, τόσο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και των Δικαστηρίων των Κρατών-Μελών, έχουν αναδειχθεί επαρκώς οι νομικές και πολιτικές επιπτώσεις και, πρωτίστως, τα πλεονεκτήματα, που η αυτοτελής νομική οντότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης παράγει προς όφελός της και προς όφελος των Κρατών-Μελών. Ιδίως δε προς την κατεύθυνση της επιτάχυνσης της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και, επέκεινα, της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης.
- Η νομική προσωπικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η διάταξη αυτή, λοιπόν, του άρθρου 47 της ΣΕΕ θεσπίζει και διακηρύσσει την ανεξάρτητη και αυτοτελή νομική οντότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πέραν της νομικής οντότητας των Κρατών-Μελών.
- Η διάταξη του άρθρου 47 της ΣΕΕ αποκτά βαρύνουσα σημασία κυρίως κατά την δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της Διεθνούς Κοινότητας, πάντοτε όμως υπό το πρίσμα των σχετικών αρμοδιοτήτων που της αναγνωρίζονται στο πεδίο αυτό από τις επιμέρους διατάξεις κατ’ εξοχήν των Συνθηκών, κατ’ ουσίαν δε από το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο στο σύνολό του. Βαρύνουσα σημασία, υπό την έννοια ότι η αυτοτελής νομική οντότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της παρέχει τα μέσα και τα εχέγγυα να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στο πεδίο της Διεθνούς Κοινότητας και, κατ’ επέκταση, του διεθνούς γίγνεσθαι.
- Ειδικότερα, στο πεδίο τούτο η αυτοτελής νομική προσωπικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της επιτρέπει να διαπραγματεύεται και να συνάπτει Διεθνείς Συμβάσεις, να προσχωρεί σε Διεθνείς Συμβάσεις -εφόσον είναι, κατά την φύση τους, συμβάσεις προσχώρησης- και να καθίσταται μέλος Διεθνών Οργανισμών. Μέσα σε αυτό το θεσμικό πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι, ως προς τις συγκεκριμένες αρμοδιότητες που της απονέμει η Έννομη Τάξη της, αυτοτελές μέλος της Διεθνούς Κοινότητας. Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο τονίσθηκε προηγουμένως ότι η αυτοτελής νομική οντότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την καθιστά ρυθμιστικό παράγοντα στο πεδίο της Διεθνούς Κοινότητας, κάτι το οποίο δεν είναι σε θέση να διασφαλίσει ένα Κράτος-Μέλος μονομερώς, όποιο και αν είναι το «ειδικό βάρος» του εντός του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος.
Β. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως μέλος της Διεθνούς Κοινότητας.
Το κατά τ’ ανωτέρω θεσμικό πλαίσιο επέτρεψε στην Ευρωπαϊκή Ένωση να προσχωρήσει, αυτοτελώς ως νομικό πρόσωπο και πέραν των Κρατών-Μελών, στην Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, τον Απρίλιο του 1998.
1. Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών -γνωστή και ως «Σύμβαση του Montego Bay»- (“UNCLOS”, «United Nations Convention of the Law of the Sea») συνήφθη στις 10 Δεκεμβρίου 1982 κατά την Διάσκεψη του Montego Bay, στην Τζαμάικα, και τέθηκε σε πλήρη ισχύ στις 16 Δεκεμβρίου 1994. Η «Σύμβαση του Montego Bay» κωδικοποίησε και συμπλήρωσε, ουσιωδώς, προϊσχύουσες αποσπασματικές ρυθμίσεις ως προς το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας εν γένει. Σύμφωνα δε με την νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, και λόγω της σταδιακής προσχώρησης σε αυτήν μεγάλου αριθμού Κρατών-Μελών της Διεθνούς Κοινότητας, δεσμεύει, στο ακέραιο, και Κράτη τα οποία δεν έχουν προσχωρήσει σε αυτήν. Η ως άνω δέσμευση επέρχεται είτε κατ’ εθιμικούς κανόνες του Διεθνούς Δικαίου είτε -όπερ και νομικώς ορθότερο- με την μορφή γενικώς παραδεδεγμένων κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, πάντοτε υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις της νομολογίας του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.
2. Το νομικό πλαίσιο της «Σύμβασης του Montego Bay» θέτει κανόνες για την χρήση των θαλασσών και των ωκεανών, για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και για την διαχείριση του θαλάσσιου πλούτου, θεωρώντας -και ορθώς- ότι τα σχετικά με την θάλασσα ζητήματα είναι αλληλένδετα και αλληλοεξαρτώμενα, άρα πρέπει ν’ αντιμετωπίζονται ρυθμιστικώς με την μέθοδο της ολιστικής συστημικής κατάστρωσης των οικείων κανόνων δικαίου και του μέσω αυτών διαμορφούμενου κανονιστικού πλαισίου. Μια τέτοια ολιστική συστημική κατάστρωση ενισχύει, οπωσδήποτε, το κύρος και την ισχύ του Δικαίου της Θάλασσας εν γένει, όταν μάλιστα είναι γνωστό πως, κατά την φύση του ρυθμιζόμενου αντικειμένου στην συγκεκριμένη περίπτωση, οι επιμέρους κανόνες δικαίου εμφανίζουν μεγάλες κανονιστικές αδυναμίες, και λόγω της, οιονεί «φυσικής», γενικότητάς τους αλλά και λόγω της πανσπερμίας των περιπτώσεων, τις οποίες καλούνται να πλαισιώσουν ρυθμιστικώς.
ΙΙ. Η εφαρμογή της «Σύμβασης του Montego Bay».
Μετά την προμνημονευόμενη προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον Απρίλιο του 1998, στην «Σύμβαση του Montego Bay», το δίκαιο που αυτή καθιερώνει κατέστη, αυτοθρόως, μέρος του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου («Acquis Communautaire»). Άρα, το δίκαιο αυτό πρέπει να γίνεται σεβαστό από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, απ’ όλα τα Κράτη-Μέλη της αλλά, επιπροσθέτως, και από τα τρίτα Ευρωπαϊκά Κράτη που επιδιώκουν την ένταξή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Α. Η «Σύμβαση του Montego Bay» ως αναπόσπαστο μέρος του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου.
Με άλλες λέξεις και πέραν των άλλων, ουδέν υποψήφιο προς ένταξη Ευρωπαϊκό Κράτος μπορεί να καταστεί μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης αν -φυσικά τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων- δεν έχει, προηγουμένως, προσχωρήσει και στην «Σύμβαση του Montego Bay». Τούτο έχει καθοριστική σημασία για την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, η οποία όχι μόνο δεν έχει προσχωρήσει στην «Σύμβαση του Montego Bay», αλλά τα τελευταία ιδίως χρόνια την αμφισβητεί ευθέως, ερμηνεύοντας τις διατάξεις της κατά το δοκούν και κατά τρόπο που τις παραβιάζει καταφώρως, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την ερμηνεία των διατάξεών της, οι οποίες αφορούν την οριοθέτηση της ΑΟΖ. Επιπροσθέτως, η Ευρωπαϊκή Ένωση -αλλά τόσον ο ΟΗΕ όσο και η Διεθνής Κοινότητα- δεν επιτρέπεται να παραβλέπουν ότι η Τουρκία, σε όλο το φάσμα εφαρμογής του Δικαίου της Θάλασσας -είτε αυτό αφορά την αιγιαλίτιδα ζώνη, είτε την υφαλοκρηπίδα είτε και την ΑΟΖ- έχει καταστήσει, αμέσως ή εμμέσως, σαφές πως δεν το αναγνωρίζει, μεταξύ άλλων και ως βάση για την προσφυγή στα διεθνή δικαστικά fora. Με κορυφαίο παράδειγμα το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ως προς την επίλυση των διαφορών της με τα γειτονικά της Κράτη. Υπό τις συνθήκες αυτές η Διεθνής Κοινότητα και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν χρέος ν’ αντιληφθούν ότι η Τουρκία συμπεριφέρεται ως κοινός υπονομευτής του Διεθνούς Δικαίου, έχοντας ως μόνο γνώμονα συμπεριφοράς την πραγμάτωση των «νεοοθωμανικών» της φαντασιώσεων.
1. Για να επανέλθουμε στο πεδίο της εν προκειμένω γενικής ανάλυσης, οι διατάξεις του άρθρου 49 της ΣΕΕ καθορίζουν τις γενικές αρχές, υπό τις οποίες ένα τρίτο Ευρωπαϊκό Κράτος μπορεί να υποβάλει υποψηφιότητα για να καταστεί μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατ’ εφαρμογή των διατάξεων αυτών εκδόθηκε, στην Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του 1993 στην Κοπεγχάγη, η Πράξη που καθορίζει τα κριτήρια προσχώρησης τρίτων Ευρωπαϊκών Κρατών στην Ευρωπαϊκή Ένωση («Κριτήρια της Κοπεγχάγης»), με τις τροποποιήσεις, τις οποίες υπέστη μεταγενεστέρως, κυρίως δε κατά την Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στην Μαδρίτη, το 1995. Αλλά και με τις τροποποιήσεις οι οποίες, όπως είναι αναμενόμενο, θα επέλθουν στο μέλλον, εξαιτίας της ραγδαίας μεταβολής των συνθηκών, που διαμορφώνουν τις εξελίξεις ως προς τις προϋποθέσεις για την περαιτέρω διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δοθέντος μάλιστα ότι οι προϋποθέσεις αυτές θα γίνονται ολοένα και αυστηρότερες αφού, με βάση την σημερινή συγκυρία και το μέλλον που προοιωνίζεται, η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να επιχειρείται δίχως να θιγεί, ούτε κατ’ ελάχιστο, η τόσον επιτακτική προοπτική της άμεσης προώθησης της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και, κατά λογική ακολουθία, της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης.
2. Οι διατάξεις του άρθρου 6 της ως άνω Πράξης περί των «Κριτηρίων της Κοπεγχάγης» ορίζει ότι, μεταξύ των άλλων προϋποθέσεων προσχώρησης, περιλαμβάνεται και η προηγούμενη προσχώρηση κάθε υποψήφιου Κράτους στις Διεθνείς Συμβάσεις προσχώρησης, που ήδη αποτελούν μέρος του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου. Όπως δε αναλύθηκε εκτενώς, μέρος του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου είναι και η «Σύμβαση του Montego Bay». Γεγονός το οποίο τεκμηριώνει το προμνημονευόμενο συμπέρασμα, πως κάθε υποψήφιο προς ένταξη Ευρωπαϊκό Κράτος πρέπει, πριν την ολοκλήρωση της διαδικασίας ένταξης, να έχει προσχωρήσει και στην «Σύμβαση του Montego Bay». Και δεν πρέπει, κατ’ ουδένα τρόπο, να υποτιμάται το γεγονός ότι η οριοθέτηση της Ευρωπαϊκής ΑΟΖ, υπό όρους πλήρους εφαρμογής της «Σύμβασης του Montego Bay», συνιστά conditio sine qua non όχι μόνο για την οικονομική «ευρωστία» της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και για το ίδιο το διεθνές της κύρος. Αφού κάθε ανοχή, εκ μέρους της, σε αυθαίρετους περιορισμούς των κατά το Δίκαιο της Θάλασσας δικαιωμάτων της αποτελεί δείγμα αδυναμίας υπεράσπισης και του Διεθνούς Δικαίου, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου.
Β. Η διαδικασία οριοθέτησης της Ευρωπαϊκής ΑΟΖ.
Από τα όσα εκτέθηκαν για την εφαρμογή της «Σύμβασης του Montego Bay», εντός της Έννομης Τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την μορφή μέρους του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, συνάγονται και τα εξής:
- Η οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τρίτου προς αυτήν Κράτους, γίνεται πάντοτε σύμφωνα με τις διατάξεις της «Σύμβασης του Montego Bay». Μετά δε την ολοκλήρωση της όλης διαδικασίας οριοθέτησης και την σύναψη της σχετικής συμφωνίας, η κατ’ αυτόν τον τρόπο προκύπτουσα θεσμικώς ΑΟΖ καθίσταται και ΑΟΖ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχοντας όμως προσχωρήσει και αυτοτελώς, ως νομικό πρόσωπο, στην «Σύμβαση του Montego Bay», η Ευρωπαϊκή Ένωση προφανώς νομιμοποιείται, επικαλούμενη ίδιο έννομο συμφέρον, να συμμετέχει, επίσης αυτοτελώς, στην όλη διαδικασία οριοθέτησης της ΑΟΖ -ήτοι σε όλα τα προαναφερθέντα στάδια της διαδικασίας, ως και στην ολοκλήρωση της τελικής συμφωνίας δια της υπογραφής της- μεταξύ Κράτους-Μέλους και τρίτου, μη μέλους, Κράτους.
α) Διευκρινίζεται, ότι τον κύριο ρόλο στην τελική διαμόρφωση της συμφωνίας οριοθέτησης της ΑΟΖ διαδραματίζει πάντοτε το Κράτος-Μέλος, στο πλαίσιο άσκησης των lato sensu κυριαρχικών του δικαιωμάτων, ιδίως κατά τις διατάξεις των άρθρων 4 και 5 της ΣΕΕ. Γεγονός το οποίο συνεπάγεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως νομικό πρόσωπο που συμμετέχει στην όλη διαδικασία οριοθέτησης της ΑΟΖ, ουδόλως νομιμοποιείται να διατυπώσει θέσεις αντίθετες προς εκείνες του Κράτους-Μέλους, πολλώ δε μάλλον να το υποκαταστήσει, αμέσως ή εμμέσως. Και είναι εντελώς διαφορετικό το ζήτημα του πλήρους σεβασμού των αρχών της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Κρατών-Μελών, κυρίως κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 3 της ΣΕΕ, οι οποίες βεβαίως και δεν θίγουν τα κατά το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο δικαιώματα κάθε Κράτους-Μέλους.
β) Η προαναφερόμενη σύμπραξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην όλη διαδικασία οριοθέτησης της ΑΟΖ των Κρατών-Μελών προϋποθέτει, κατά τις σχετικές διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου, συναίνεση του τρίτου Κράτους, η οποία, κατά την τελεολογική και bona fide ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων τούτων, πρέπει να παρέχεται στην αρχή και καλύπτει όλα τα στάδια της ως άνω διαδικασίας. Να σημειωθεί, ότι θα είναι δύσκολο να μην παρασχεθεί εκ μέρους του τρίτου Κράτους η κατά τ’ ανωτέρω συναίνεσή του, όταν είναι γνωστό το διεθνές κύρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατ’ εξοχήν δε αν το τρίτο Κράτος είναι υποψήφιο ή σκοπεύει να θέσει υποψηφιότητα προς ένταξη σε αυτήν, ως Ευρωπαϊκό Κράτος. Και τούτο διότι απέναντι σε μια τέτοια αρνητική στάση του τρίτου Ευρωπαϊκού Κράτους, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει κάθε δικαίωμα να καταστήσει σαφές πως η αντίδρασή του αυτή επιφέρει όλες τις συνέπειες, τις οποίες παράγει η κάθε μορφής, άμεση ή έμμεση, αμφισβήτηση του κύρους της και των κατά το Ευρωπαϊκό και το Διεθνές Δίκαιο δικαιωμάτων της.
2. Στην πραγματικότητα, η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει, και για την υπεράσπιση των δικών της έννομων συμφερόντων ως αυτοτελούς νομικού προσώπου, να επιδιώκει την σύμπραξή της στην διαδικασία οριοθέτησης της ΑΟΖ -που, αυτονοήτως, είναι και Ευρωπαϊκή ΑΟΖ- μεταξύ Κράτους-Μέλους της και τρίτου Κράτους. Πολλώ μάλλον όταν μια τέτοια σύμπραξη προσθέτει στο κύρος και στην δεσμευτικότητα των σχετικών συμφωνιών οριοθέτησης της ΑΟΖ, αφού και κατά την διαδικασία οριοθέτησης αλλά και κατά την μεταγενέστερη εφαρμογή των συμφωνηθέντων η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να προβάλλει το δικό της ενισχυμένο θεσμικό και πολιτικό βάρος, ως προς την εν προκειμένω τήρηση των διατάξεων του Διεθνούς Δικαίου εν γένει, πρωτίστως όμως των διατάξεων της «Σύμβασης του Montego Bay». Αλλά, υπό το φως των διαπιστώσεων αυτών, και κάθε Κράτος-Μέλος έχει αυτονόητο συμφέρον να επιδιώκει την σύμπραξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην διαδικασία οριοθέτησης της ΑΟΖ με τρίτο Κράτος, με την έννοια ότι μια τέτοια σύμπραξη είναι ιδιαιτέρως ενισχυτική για το Κράτος-Μέλος και κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων.
Επίλογος
Την οδό της απαίτησης της ευθείας σύμπραξης -υπό τους όρους που αναλύθηκαν προηγουμένως- της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλουν ν’ ακολουθήσουν, ιδίως η Ελλάδα και η Κύπρος, κατά την οριοθέτηση της ΑΟΖ, π.χ. με την Αίγυπτο, το Ισραήλ και, κυρίως, με την Τουρκία, όταν μάλιστα η τελευταία, όπως ήδη τονίσθηκε, φιλοδοξεί να έχει ευρωπαϊκή προοπτική ή, τουλάχιστον, να συνάψει μια ειδική σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, φυσικά υπό τις προϋποθέσεις του Ευρωπαϊκού Δικαίου, πρωτογενούς και παραγώγου.
Α. Αν μη τι άλλο, υπό την σημερινή εξαιρετικά κρίσιμη συγκυρία η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει ν’ αναλάβει απέναντι στην Τουρκία και τις δικές της ευθύνες, όταν η τελευταία παραβιάζει -όπως ήδη επισημάνθηκε- καταφώρως το Διεθνές Δίκαιο και, πρωτίστως, την «Σύμβαση του Montego Bay» ως προς την οριοθέτηση της ΑΟΖ Κρατών-Μελών της. Δηλαδή, εν τέλει, ως προς την οριοθέτηση της Ευρωπαϊκής ΑΟΖ. Το παράδειγμα του παντελώς ανυπόστατου νομικώς -και, εκ τούτου, μη παράγοντος έννομα αποτελέσματα- λεγόμενου «τουρκολιβυκού μνημονίου» βεβαιώνει του λόγου το ασφαλές: Και γιατί το «μνημόνιο» αυτό παραβιάζει, προκλητικώς μάλιστα, την «Σύμβαση του Montego Bay» και γιατί μπορεί να δημιουργήσει, αν εφαρμοσθεί ως έχει, ένα εξαιρετικά αρνητικό προηγούμενο για την ΑΟΖ των Κρατών-Μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε όλο το φάσμα των θαλάσσιων περιοχών του Ευρωπαϊκού χώρου, ιδίως δε στις βόρειες θαλάσσιες περιοχές της, με τις επιπρόσθετες συνέπειες του Brexit.
Β. Και, εν κατακλείδι, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να έχει προ οφθαλμών την εξής πραγματικότητα, σχετικά με την ΑΟΖ στον θαλάσσιο χώρο της Μεσογείου: Μέσω της πίεσης προς την Ελλάδα και την Κύπρο, ως προς την οριοθέτηση της ΑΟΖ που τους αναλογεί κατά την «Σύμβαση του Montego Bay» -άρα ως προς την οριοθέτηση της ΑΟΖ της Ευρωπαϊκής Ένωσης- η Τουρκία επιδιώκει, στο πλαίσιο των «νεοοθωμανικών» της φαντασιώσεων, να καταστεί ρυθμιστικός «παράγοντας» στην ανατολική Μεσόγειο και στην Μέση Ανατολή, «ισότιμος συνομιλητής» με τις ΗΠΑ, την Ρωσία αλλά και με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Με άλλες λέξεις, «παράγοντας» ο οποίος, επιχειρώντας να υποβαθμίσει, από πλευράς Διεθνούς Δικαίου, την Ελλάδα και την Κύπρο, «συνομιλεί» ευθέως με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Γεγονός το οποίο, βεβαίως, κάθε άλλο παρά ενισχύει το κύρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την στρατηγική της επιρροή στην όλη περιοχή, κάτι που πρέπει να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τους και τα ισχυρά Κράτη-Μέλη τα οποία, ως τώρα, δυστυχώς ανέχονται την τουρκική προκλητικότητα. Αλλά και κάτι που επίσης πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τους τρίτα Κράτη, όπως η Αίγυπτος και το Ισραήλ, τα οποία, κατά τις συζητήσεις με την Ελλάδα και την Κύπρο για την οριοθέτηση της ΑΟΖ εμφανίζονται, τουλάχιστον προς το παρόν, κάπως διστακτικά στο ν’ αντιτάξουν, έναντι της Τουρκίας, την πλήρη και χωρίς ίχνος υποχώρησης εφαρμογή της «Σύμβασης του Montego Bay». Ευτυχώς, Ελλάδα και Κύπρος έχουν καταστήσει σαφές, urbi et orbi, ότι δεν πρόκειται ν’ ανεχθούν, έναντι πάντων και κυρίως έναντι της Τουρκίας, οιαδήποτε «έκπτωση» ως προς τα πλήρη δικαιώματα που τους παρέχει η «Σύμβαση του Montego Bay» για την οριοθέτηση της ΑΟΖ, η οποία τους αναλογεί και, εν τέλει, αναλογεί και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Προκόπιος Παυλόπουλος
τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας
Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών