Η πρόσφατη Γνωμοδότηση (4/2020) της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (εφεξής «Αρχή» ή «ΑΠΔΠΧ») ως προς τη συμβατότητα της σύγχρονης εξ αποστάσεως εκπαίδευσης στις σχολικές μονάδες της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με τις διατάξεις του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων (εφεξής ΓΚΠΔ) και του ν. 4624/2019 συνοδεύτηκε από πολλές ερμηνείες, εξηγήσεις, ακόμη και θριαμβολογίες, καθοδηγούμενες δυστυχώς, άλλες φορές από μικροπολιτικούς υπολογισμούς και άλλες από συνδικαλιστικές σκοπιμότητες.
Μια προσεκτική όμως ανάγνωση και μια νηφάλια αποτίμηση του ουσιαστικού περιεχομένου της Γνωμοδότησης της Αρχής αναδεικνύει, όπως πιστεύω, την αγωνία της Αρχής, η οποία, χωρίς να αρνείται ή να αμφισβητεί την εξέλιξη της τεχνολογίας και τα οφέλη της στη σύγχρονη καθημερινότητα, προσπαθεί να επιβάλλει κανόνες και -κατά τούτο- φραγμούς στις λεωφόρους του κυβερνοχώρου, με σκοπό να μειώσει -στο μέτρο του δυνατού- τους κινδύνους που συνεπάγεται η αλόγιστη χρήση του διαδικτύου σε ευαίσθητους τομείς της κοινωνικής μας ζωής∙ σήμερα της εκπαίδευσης, αύριο της εργασίας, μεθαύριο της υγείας κ.ο.κ..
Ι. Η Αρχή εξέτασε καταρχάς το ζήτημα της νομιμότητας της επεξεργασίας που πραγματοποιείται μέσω της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης αναζητώντας την αναλογικότητα του μέτρου σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Το ερώτημα που τέθηκε είναι αν η σύγχρονη τηλεκπαίδευση αποτελεί μέτρο πρόσφορο, αναγκαίο και εν στενή εννοία αναλογικό για την παροχή εκπαίδευσης σε περιόδους έκτακτης και απρόβλεπτης ανάγκης, όπως αυτή που βιώσαμε με την πανδημία του Covid-19. Ή, αλλιώς, αν η σύγχρονη τηλεκπαίδευση είναι μέτρο κατάλληλο, δηλαδή αποτελεσματικό για την παροχή εκπαίδευσης εν μέσω πανδημίας, αν είναι αναγκαία και αν τα δεδομένα που συλλέγονται είναι περισσότερα απ’ ό,τι κάθε φορά απαιτείται.
Με το σκεπτικό αυτό, η Αρχή, αφού πραγματοποίησε το «τεστ της αναλογικότητας», κατέληξε ότι «το μέτρο της σύγχρονης εξ αποστάσεως εκπαίδευσης είναι απολύτως συμβατό με τη βασική αποστολή του Κράτους, όπως αυτή απορρέει από τις διατάξεις του άρθρου 16 του Συντάγματος, είναι δε πρόσφορο για τη διατήρηση της σχέσης εκπαιδευτικού-μαθητή και αναγκαίο εν μέσω υγειονομικής κρίσης, καθώς η χρήση ηπιότερων μέσων, όπως η ασύγχρονη τηλεκπαίδευση, δεν είναι δυνατόν εκ της φύσεώς της να έχει τα ίδια αποτελέσματα».
ΙΙ. Πλην όμως, η κατ’ αρχήν συμβατότητα του μέτρου της τηλεκπαίδευσης με το εθνικό και ενωσιακό δίκαιο περί προστασίας δεδομένων δεν σημαίνει αυτομάτως και ουσιαστική συμμόρφωση του υπεύθυνου επεξεργασίας (Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, εφεξής «ΥΠΑΙΘ») με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον Κανονισμό και, κυρίως με την υποχρέωση τήρησης της αρχής της λογοδοσίας, που έχει την έννοια ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας φέρει την ευθύνη απόδειξης της συμμόρφωσής του με τις διατάξεις του Κανονισμού (άρθρο 5 παρ. 2 ΓΚΠΔ).
Α. Μεταξύ των μέσων που μπορεί –και ενίοτε υποχρεούται- να χρησιμοποιεί ο υπεύθυνος επεξεργασίας για να αποδείξει την ουσιαστική του συμμόρφωση με τις διατάξεις του Κανονισμού είναι η Μελέτη Εκτίμησης Αντικτύπου Προσωπικών Δεδομένων (εφεξής «ΕΑΠΔ»), η οποία καθίσταται υποχρεωτική όταν η επεξεργασία ενδέχεται να επιφέρει υψηλό κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων.
Β. Η Αρχή έκρινε ότι η ΕΑΠΔ, που υπέβαλε το ΥΠΑΙΘ, παρουσιάζει σοβαρές ελλείψεις και δεν μπορεί να επιτελέσει το σκοπό της, να αποδείξει δηλαδή ότι το ΥΠΑΙΘ, ως υπεύθυνος επεξεργασίας, έχει λάβει όλα τα κατάλληλα και αναγκαία μέτρα για την αντιμετώπιση των υφιστάμενων και/ή πιθανών κινδύνων που ελλοχεύουν από την τηλεκπαίδευση για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων. Ειδικότερα:
1) Η Αρχή έκρινε καταρχάς ότι οι κίνδυνοι που εντοπίζονται από το ΥΠΑΙΘ και παρουσιάζονται στην ΕΑΠΔ δεν αναλύονται ούτε και τεκμηριώνονται επαρκώς σε σχέση με τη σοβαρότητα των συνεπειών στα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων, την πιθανότητα εμφάνισης του κινδύνου, καθώς και την πιθανότητα ο κίνδυνος να επιφέρει βλάβη.
2) Η Αρχή έκρινε περαιτέρω ότι υπάρχουν και κίνδυνοι, οι οποίοι δεν αναφέρονται καθόλου στην ΕΑΠΔ, όπως, ενδεικτικά, οι κίνδυνοι
(α) που σχετίζονται με την εκπαιδευτική διαδικασία,
(β) από τη χρήση εξοπλισμού που δεν βρίσκεται στην ευθύνη του υπεύθυνου επεξεργασίας,
(γ) από τις διαβιβάσεις δεδομένων εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως ενόψει της απόφασης C-311/18 του ΔΕΕ (Data Protection Commissioner κατά Facebook Ireland και Maximilian Schrems).
3) Φυσικό επακόλουθο των παραπάνω ελλείψεων είναι η διαπίστωση ότι η ΕΑΠΔ δεν προσδιορίζει επαρκώς τα προβλεπόμενα μέτρα αντιμετώπισης των κινδύνων (άρθρο 35 παρ. 7 στοιχ. δ΄ ΓΚΠΔ και αιτ. σκέψη 90) και καταλήγει στο πρόωρο και εσφαλμένο, κατά την Αρχή, συμπέρασμα ότι δεν υπολείπονται υψηλοί κίνδυνοι και, συνεπώς, δεν απαιτείται να λάβει άλλα μέτρα για τον περιορισμό τους.
4) Επιπλέον, το ΥΠΑΙΘ όφειλε να ζητήσει τη γνώμη αφενός των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων (γονέων και εκπαιδευτικών), σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ. 9 ΓΚΠΔ και, αφετέρου, κατάλληλων εμπειρογνωμόνων (δικηγόρων, ειδικών τεχνολογίας πληροφοριών, εμπειρογνωμόνων σε θέματα ασφάλειας, κοινωνιολόγων, παιδαγωγών κ.ο.κ.), σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της Ομάδας Εργασίας του άρθρου 29 (WP 248).
5) Η αδυναμία συμμόρφωσης του ΥΠΑΙΘ στις ανωτέρω υποχρεώσεις του οδήγησε την Αρχή στη διαπίστωση ότι «η ΕΑΠΔ φαίνεται να υλοποιήθηκε σε εξαιρετικά σύντομο χρόνο, στο πλαίσιο των έκτακτων συνθηκών που δημιουργήθηκαν λόγω της πανδημίας». Ο περιορισμένος χρόνος που είχε το ΥΠΑΙΘ στη διάθεσή του για την εκπόνηση μιας πλήρους και επαρκώς τεκμηριωμένης μελέτης σε συνδυασμό αφενός με τη διαπίστωση ότι η «σύγχρονη εξ αποστάσεως εκπαίδευση αποτελεί χρήσιμο εργαλείο εκπαίδευσης, με αυξημένη χρησιμότητα ειδικά σε περιόδους πανδημίας» και, αφετέρου, με το γεγονός ότι «η εκπαιδευτική διαδικασία πρέπει να λειτουργήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο» φαίνεται ότι ώθησαν την Αρχή στην απόφαση να δώσει στο ΥΠΑΙΘ προθεσμία τριών μηνών, ώστε αυτό να συμπληρώσει τα κενά και να συμμορφωθεί στις υποχρεώσεις του, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα.
ΙΙΙ. Η σύντομη αυτή ερμηνευτική προσέγγιση του μέτρου της τηλεκπαίδευσης μέσα από την οπτική της ΑΠΔΠΧ, θα ήταν όμως ελλιπής, αν δεν συνοδευόταν από ορισμένες σκέψεις και προβληματισμούς, που αφορούν α) στην κρίση της περί της αναλογικότητας της ταυτόχρονης τηλεκπαίδευσης και β) στο ζήτημα της έκτασης των αρμοδιοτήτων της Αρχής, όπως αυτή προσδιορίζεται από τον Κανονισμό και την εθνική νομοθεσία. Και εξηγούμαι:
Α. Η Αρχή, εκκινώντας από την ορθή παραδοχή ότι η ταυτόχρονη μετάδοση του μαθήματος της σχολικής αίθουσας σε μαθητές, οι οποίοι απουσιάζουν, συνιστά εν μέρει διαφορετική επεξεργασία σε σχέση με την κλασσική τηλεκπαίδευση σε καιρό πανδημίας, όπου δεν υπάρχει η δυνατότητα λειτουργίας της τάξης σε σχολική αίθουσα, διαπιστώνει ότι η ΕΑΠΔ δεν εξέτασε, ως όφειλε, την αναγκαιότητα και αναλογικότητα της επεξεργασίας που πραγματοποιείται κατά την «ταυτόχρονη τηλεκπαίδευση».
1) Και είναι μεν σωστό ότι η ταυτόχρονη τηλεκπαίδευση (κάποιοι μαθητές δια ζώσης και κάποιοι εξ αποστάσεως) διαφοροποιείται σε ορισμένα -ίσως σημαντικά- θέματα από την κλασσική τηλεκπαίδευση (όλοι οι μαθητές εξ αποστάσεως), τούτο όμως θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια τη διαφορετική εκτίμηση (α) των κινδύνων (ως προς την προέλευση, τη φύση, τη σοβαρότητα και την πιθανότητά του επέλευσής τους), (β) των δυνητικών επιπτώσεων στα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των και, συνακόλουθα (γ) της ανάγκης λήψης πρόσθετων μέτρων για την αντιμετώπιση των κινδύνων.
2) Ο διαφορετικός όμως τρόπος τηλεκπαίδευσης (κλασσική – σύγχρονη) δεν φαίνεται να επηρεάζει την νομιμότητά της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης εν γένει, υπό την έννοια της αναλογικότητας και της αναγκαιότητάς της. Πολύ δε περισσότερο όταν το ζήτημα της αναλογικότητας του εξεταζόμενου μέτρου (της τηλεκπαίδευσης) αντιμετωπίστηκε από τη Αρχή στο πρώτο κεφάλαιο της Γνωμοδότησης (κεφάλαιο 2.1) συνολικά, ανεξαρτήτως δηλαδή της ακολουθούμενης μεθόδου, όπου και κρίθηκε ότι είναι πρόσφορο, αναγκαίο και εν στενή εννοία αναλογικό (σελ. 15 – 16).
3) Θα πρέπει πάντως να τονισθεί ότι το ΥΠΑΙΘ, ανταποκρινόμενο στις σχετικές ως άνω διαπιστώσεις της Γνωμοδότησης της Αρχής, διέκρινε στη νέα κοινή υπουργική απόφαση (ΦΕΚ Β΄ 3882/12.09.2020) τις δύο μορφές εξ αποστάσεως εκπαίδευσης (κλασσική – σύγχρονη) και προέβλεψε ότι σε περιπτώσεις, στις οποίες καθίσταται δυσχερής η εφαρμογή της ταυτόχρονης σύγχρονης εξ αποστάσεως διδασκαλίας, θα υπάρχει η εναλλακτική δυνατότητα σχηματισμού τμημάτων, στα οποία τόσο ο εκπαιδευτικός όσο και οι μαθητές θα συμμετέχουν αποκλειστικά εξ αποστάσεως στην εκπαιδευτική διαδικασία («διαδικτυακά τμήματα»).
Β. Επιπλέον η Αρχή, με στόχο να ενισχύσει τον προβληματισμό της σε σχέση με την αναγκαιότητα και αναλογικότητα της ταυτόχρονης τηλεκπαίδευσης, έκανε ένα βήμα παραπέρα εκφράζοντας την άποψη στη Γνωμοδότηση ότι
1) οι ενέργειες που καλείται να κάνει ο εκπαιδευτικός κατά την ταυτόχρονη μετάδοση του μαθήματος της σχολικής αίθουσας σε μαθητές που απουσιάζουν (λ.χ. να ελέγχει τη συσκευή μετάδοσης ήχου/εικόνας, να επιτρέπει την εισαγωγή μαθητών στην τάξη, να ανοίγει/κλείνει ήχο και εικόνα κλπ.) «διαφοροποιούν ουσιωδώς τον τρόπο εκπαίδευσης» και
2) θα πρέπει να συνυπολογίζεται «η διαφοροποίηση των αναγκών και συνθηκών ανά βαθμίδα εκπαίδευσης (και ίσως και ανά ομάδα τάξεων, π.χ. Α-Β Δημοστικού, Γ-Δ κλπ)».
Με την παρατήρησή της αυτή η Αρχή υπεισέρχεται σε ζητήματα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, και αναδεικνύει πιθανά προβλήματα που μπορεί να προκαλέσει η ταυτόχρονη εξ αποστάσεως εκπαίδευση τόσο στην καθημερινότητα των εκπαιδευτικών -οι οποίοι θα είναι υποχρεωμένοι, παράλληλα με τη διδασκαλία, να εκτελούν μια σειρά από τεχνικής φύσεως ενέργειες- όσο και στις συνθήκες της παρεχόμενης εκπαίδευσης ανά βαθμίδα εκπαίδευσης ή ομάδα τάξεων. Πλην όμως, η διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών εκπαίδευσης και η αντιμετώπιση τυχόν ζητημάτων, τα οποία προκύπτουν από την τηλεκπαίδευση και καθιστούν δυσχερές το έργο των εκπαιδευτικών και τη διδασκαλία εν γένει φαίνεται να εμπίπτει μάλλον στην αρμοδιότητα της Κυβέρνησης και του αρμόδιου Υπουργείου παρά στην αρμοδιότητα της Αρχής, η οποία οφείλει, όπως πιστεύω, να περιορισθεί στην αξιολόγηση των πιθανών κινδύνων για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων, μόνον όμως όταν οι κίνδυνοι αυτοί προκαλούνται από συμβάντα που θέτουν σε διακινδύνευση την προστασία των προσωπικών δεδομένων των φυσικών προσώπων, όπως συμβαίνει σε περιπτώσεις αθέμιτης πρόσβασης, ανεπιθύμητης τροποποίησης και εξαφάνισης δεδομένων (βλ. Παράρτημα 2 των Κατευθυντηρίων Γραμμών της Ομάδας Εργασίας του άρθρου 29/WP 248).
IV. Οι προαναφερόμενες διαπιστώσεις αποδεικνύουν ότι, παρά τις όποιες αστοχίες της ΕΑΠΔ, που οφείλει το ΥΠΑΙΘ να θεραπεύσει εντός της ταχθείσας προθεσμίας, το μέτρο της τηλεκπαίδευσης είναι συμβατό με τη βασική αποστολή του Κράτους, όπως αυτή απορρέει από το άρθρο 16 Συντ. και αποτελεί χρήσιμο εργαλείο εκπαίδευσης, ιδίως σε περιόδους πανδημίας. Πολύ περισσότερο οι προηγούμενες διαπιστώσεις αρκούν για να καταδείξουν ότι και κατά την επερχόμενη περίοδο, που διαφαίνεται πιθανή έξαρση της πανδημίας, θα δοκιμασθεί η αντοχή, η αξιοπιστία αλλά και η ουσία των εθνικών και ενωσιακών διατάξεων για την προστασία των δεδομένων. Στη δοκιμασία αυτή καθοριστικής σημασίας θα είναι η συμβολή της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Και είναι σίγουρο ότι η εμπειρία του πρόσφατου παρελθόντος -ανεξαρτήτως της κριτικής σκέψης, με την οποία προσέγγισα την προκείμενη Γνωμοδότηση- μόνον αισιοδοξία μπορεί να προκαλεί.
Λαζαράκος, Γρηγόρης
Διδάκτωρ Νομικής,
Διαχειριστής εταίρος της δικηγορικής εταιρείας L & L Law Firm,
Υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων (DPO) στη Βουλή των Ελλήνων