Η επέμβαση της Αστυνομίας ως άρση κινδύνου για την έννομη τάξη
Κατ’ άρθρον 37 παρ. 3 του ν. 3905/2010 η παρακολούθηση ακατάλληλων γι’ αυτούς ταινιών από ανηλίκους σε αίθουσα κινηματογράφου τυποποιείται ως έγκλημα του αιθουσάρχη. Επομένως, η επέμβαση της αστυνομίας γίνεται προς άρση κινδύνου για την έννομη τάξη που έχει ήδη επέλθει, είναι επείγουσα και αυτή η επέμβαση είναι αναγκαία. Ο «κίνδυνος» είναι η βλάβη που θα προκληθεί στους ανήλικους από τη θέαση ακατάλληλης ταινίας. Το αν αυτό είναι ένα πραγματικό έννομο αγαθό αφορά καταρχήν το νομοθέτη, μας ξενίζει, αλλά η επέμβαση της αστυνομίας νομικά γίνεται προς προστασία του παιδιού.
Στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι η κινηματογραφική αίθουσα δεν απολαμβάνει ασύλου, καθώς δεν είναι κατοικία. Αυτό δεν σημαίνει ότι ελλείψει κινδύνου για τη δημόσια τάξη άμεσου και επείγοντος (και εδώ το αυτόφωρο έγκλημα στοιχειοθετεί τα κριτήρια αυτά αυτόματα) η αστυνομία μπορεί να εισέρχεται στις αίθουσες.
Στην περίπτωση αυτή όμως υπήρξε συγκεκριμένη καταγγελία από υπαλλήλους του Υπουργείου Πολιτισμού. Αυτοί δε κατά το άρθρο 38 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας υποχρεούνται να γνωστοποιούν έγκλημα που λαμβάνει χώρα και είναι σχετικό με την άσκηση των καθηκόντων τους, κατά τον προαναφερθέντα νόμο και την υπ’ αριθμ. ΥΠΠΟΤ/ΔΟΕΠΥ/ΤΟΠΥΝΣ/ 75336/2−8−2011 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού «Συγκρότηση και λειτουργία Γνωμοδοτικών Επιτροπών αξιολόγησης καταλληλότητας κινηματογραφικών έργων» (ΦΕΚ 1920/Β΄/2011 )
Το σενάριο της διοικητικής παράβασης του αιθουσάρχη
Ας κάνουμε πιο ενδιαφέρον το ερώτημα: ας υποθέσουμε ότι το νομικό καθεστώς ήταν το ίδιο χωρίς να τυποποιείται η παρακολούθηση ακατάλληλων ταινιών από ανηλίκους ως έγκλημα αλλά ως διοικητική παράβαση του αιθουσάρχη, τιμωρούμενη με «διοικητική ποινή» από το Υπουργείο Πολιτισμού. Ένας υπάλληλος του Υπουργείου Πολιτισμού, λοιπόν, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του από το ως άνω ΦΕΚ διαπιστώνει ότι ανήλικοι παρακολουθούν την ακατάλληλη ταινία και ο αιθουσάρχης δεν υπακούει στην οδηγία τους να εξέλθουν της αίθουσας οι ανήλικοι. Μπορεί να επέμβει η αστυνομία αν την καλέσει ο αρμόδιος Υπάλληλος;
Ναι μπορεί. Αν και η πιο διάσημη αρμοδιότητα της ελληνικής αστυνομίας είναι η καταστολή των εγκλημάτων, κάθε άλλο παρά αυτή εξαντλεί το ρόλο της. Κατεξοχήν η Ελληνική Αστυνομία είναι φορέας διοικητικής αστυνόμευσης, ήτοι της διασφάλισης της δημόσιας τάξης. Παραδοσιακά τούτη ορίζεται ως το τρίπτυχο «ευταξία, υγιεινή, ησυχία».
Στην πραγματικότητα πολλοί νόμοι εντάσσουν σε αυτήν την έννοια και αισθητικές, οικονομικές και ηθικές παραμέτρους: σε αυτήν την περίπτωση το συνηθέστερο είναι να μην είναι αρμόδιος καταρχήν ο φορέας της γενικής αστυνόμευσης (δηλαδή η ελληνική αστυνομία) αλλά ειδικοί φορείς αστυνόμευσης: στο παράδειγμά μας οι προαναφερθέντες υπάλληλοι του Υπουργείου Πολιτισμού εξασκούν αστυνόμευση όταν ελέγχουν τις κινηματογραφικές αίθουσες.
Η διεύρυνση αυτή της έννοιας της δημόσιας τάξης είναι έκφανση της μετάβασης από το παραδοσιακό φιλελεύθερο κράτος-χωροφύλακα στο παρεμβατικό κράτος πρόνοιας. Και σε αυτήν την περίπτωση η ελληνική αστυνομία θα μπορούσε να παρέμβει: Κατά το άρθρο 8 παρ. 3 του ν. 2838/2000 για την ελληνική αστυνομία, τούτη υποχρεούται να συνδράμει τις λοιπές αρχές κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, αν το ζητήσουν: κατά τις ειδικότερες ρυθμίσεις, καταρχήν απαιτείται γραπτή αίτηση αλλά και προφορική φτάνει σε περίπτωση επείγοντος.
Η προστασία της νεότητας
Θα υπήρχε σε αυτήν την περίπτωση επαρκής δικαιολογητικός λόγος επί της ουσίας ώστε να διακοπεί η κινηματογραφική προβολή; Ναι. Γιατί κατά την ελληνική έννομη τάξη η προστασία της νεότητας δεν είναι απλώς πτυχή της δημόσιας τάξης, αλλά της δημόσιας ασφάλειας κατά το ίδιο άρθρο 8 του ν. 2838/2000 (το οποίο εγείρει το ενδιαφέρον ερώτημα αν συντρέχουσα αρμοδιότητα είχαν και οι αστυνομικοί υπάλληλοι της Ασφάλειας).
Ενόψει των ανωτέρω, η ρύθμιση του α.ν. 445/1937 για την απαγόρευση εισόδου ανηλίκων στους κινηματογράφους δεν έχει καμία σχέση και μάλιστα έχει ήδη καταργηθεί από το μακρινό 1942. Άλλες διατάξεις του νόμου αυτού, σχετικές με την αδειοδότηση των κινηματογράφων, ισχύουν: ενδεικτικά ο ν. 4402/2016 παραπέμπει στο νόμο αυτό. Ούτε αυτό πρέπει να μας ξαφνιάζει. Άλλωστε, φτάσαμε σε παρόμοια συμπεράσματα με νόμους του 21ου αιώνα. Κάτι βαθύτερο υπάρχει εδώ.
Δίκαιο και αντιφατικές προσδοκίες
Είναι το προφανές πως το επεισόδιο αυτό ξένισε, τίποτα δεν είναι δε πιο εύγλωττο προς αυτήν την κατεύθυνση από την αντίδραση των δύο αρμοδίων Υπουργών. Είναι δυνατόν να γίνονται αυτά τη σήμερον ημέρα; Τους ανήλικους θα τους επηρέαζε περισσότερο η ολοκληρωμένη θέαση της ταινίας ή αυτό που συνέβη, η αστυνομική επέμβαση; Κατά μίαν έννοια αυτή η διάσταση ισχύει.
Το δίκαιο, εκ της φύσεως του, έχει μια συντηρητική λειτουργία, είναι πίσω από τις κοινωνικές εξελίξεις. Αυτό όμως δεν είναι από μόνο του ικανοποιητικό όταν μιλάμε για νόμο του 2010, τροποποιητικό ενός νόμου του 1986 και όχι για τη μεταξική νομοθεσία καθαυτή.
Στην πραγματικότητα, υπάρχει και μια παράλληλη εξήγηση πολύ πιο σύνθετη: στο σημείο αυτό το δίκαιο αποκρυσταλλώνει αντιφατικές προσδοκίες. Από τη μία πλευρά, η φιλελευθεροποίηση των ηθών που λαμβάνει χώρα από τη δεκαετία του 80 και ύστερα. Από την άλλη πλευρά, μια μεγάλη έμφαση, και εδώ και διεθνώς, στην «προστασία της νεότητας».
Τα παιδιά τις τελευταίες δεκαετίες έχουν γίνει ένα τοτέμ στην κοινωνία μας και στις λοιπές δυτικές κοινωνίες: σε μια «προοδευτική» οπτική γωνία της εξέλιξής μας, τα παιδιά ως μέλλον σηματοδοτούν μια αυταξία. Ειδικά όταν είναι κάπως λίγα και επενδύουμε (ψυχικά και οικονομικά) πολλά σε αυτά. Δεν είναι επίσης απολύτως σίγουρο ότι οι αντιδράσεις στην αστυνομική επέμβαση στο Τζόκερ είναι αντιπροσωπευτικές της κοινωνικής αντίληψης.
Συμπέρασμα
Μια νομοθετική αναμόρφωση του σχετικού θεσμικού πλαισίου ίσως να ήταν ευπρόσδεκτη, αμφιβάλλω όμως αν θα μπορούσε να αποκλειστεί η δυνατότητα της αστυνομικής επέμβασης στις κινηματογραφικές αίθουσες για την προστασία ανηλίκων σε κάθε περίπτωση, όσο υπάρχει η αντίληψη ότι οι ταινίες σημαίνονται αναλόγως της καταλληλόλητάς τους.
Ίσως στο σημείο αυτό, στην εφαρμογή της νομοθεσίας περί σήμανσης καταλληλότητας των ταινιών να μπορεί να γίνει πιο απτή πρόοδος η οποία όμως, όπως κάθε περίπτωση διορθωτική εφαρμογής θεσμικού πλαισίου είναι χρονοβόρα. Μήπως τελικά η πηγή του κακού είναι ότι ο Τζόκερ κρίθηκε κατάλληλος για ενήλικες; Η σήμανση αυτή ίσως ήταν τελικά η κρυμμένη αδεξιότητα που οδήγησε αλυσιδωτά στις επόμενες.