Οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφύγων αποτελούν ένα νεοπαγή θεσμό μικτού χαρακτήρα, με διοικητική καταρχήν ταυτότητα, αλλά με έντονα δικαιοδοτική λειτουργία, που εισήχθη στο ελληνικό δίκαιο στο πλαίσιο ενσωμάτωσης της Οδηγίας για τις διαδικασίες ασύλου (2005/85/ΕΚ και ήδη 2013/32/ΕΕ) και συγκεκριμένα του άρθρου 46 αυτής, το οποίο καλεί τα κράτη μέλη να παράσχουν αποτελεσματικά ένδικα βοηθήματα στους αιτούντες άσυλο.
Οι διαδικασίες πίσω από την αίτηση διεθνούς προστασίας
Σύμφωνα με το οικείο κανονιστικό πλαίσιο, κάθε αίτηση διεθνούς προστασίας, εξετάζεται διοικητικά σε πρώτο βαθμό από το αρμόδιο Περιφερειακό Γραφείο ή κλιμάκιο Ασύλου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού παρασχεθεί πρώτα στον αιτούντα η ευκαιρία προσωπικής συνεντεύξεως, η οποία του επιτρέπει να εκθέσει διεξοδικώς τους λόγους της αιτήσεώς του. Αιτούντες διεθνή προστασία, των οποίων τα αιτήματα απορρίπτονται σε πρώτο βαθμό, έχουν δικαίωμα να προσφύγουν ενώπιον των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών, οι οποίες συγκροτούνται από δύο δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών διοικητικών Δικαστηρίων και ένα μέλος υποδεικνυόμενο από την Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες.
Η συγκεκριμένη προσφυγή χαρακτηρίζεται από τον ίδιο το νόμο ως ενδικοφανής, και συνεπάγεται τον έλεγχο, τόσο της νομιμότητας της προσβληθείσας πράξης όσο και της ουσίας της υποθέσεως, μέχρι δε την έκδοση απόφασης επί αυτής αναστέλλεται κάθε μέτρο απέλασης, επανεισδοχής ή επιστροφής του αιτούντος. Τέλος, κατά των αποφάσεων των Επιτροπών Προσφυγών προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης αίτηση ακύρωσης και αναστολής ενώπιον του αρμοδίου κατα τόπο Διοικητικού Εφετείου σε πρώτο βαθμό και κατόπιν εφέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σε δεύτερο βαθμό.
Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά το παρελθόν (πδ 81/2009) είχε καταργηθεί ο δεύτερος βαθμός εξέτασης του αιτήματος ασύλου ενώπιον αντίστοιχων Επιτροπών Προσφυγών προς το σκοπό και πάλι επιτάχυνσης της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματος. Ειδικότερα, η κρίση για την υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα λάμβανε χώρα μία φορά χωρίς τη δυνατότητα ενδικοφανούς προσφυγής από την αρμόδια αρχή κατόπιν γνωμοδότησης της επιτροπής που καλούσε τον αλλοδαπό σε ακρόαση. Την απόφαση αυτή ο αλλοδαπός μπορούσε να την προσβάλλει ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου δια αιτήσεως ακυρώσεως, χωρίς να προβλέπεται κατά αυτής δυνατότητα άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής
Μολονότι η ρύθμιση αυτή είχε κριθεί ως νόμιμη και συμβατή προς το ενωσιακό δίκαιο με την υπ’ αρίθμ 212/2013 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, εντούτοις, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε ήδη αποστείλει δύο αιτιολογημένες γνώμες προς την Ελληνική κυβέρνηση αναφορικά με τη μη συμβατότητα της νομοθεσίας μας προς το ευρωπαϊκό κεκτημένο, όπου μεταξύ άλλων σημειωνόταν και η μη διασφάλιση του δικαιώματος πραγματικής και αποτελεσματικής προσφυγής.
Αλλά και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είχε ήδη διαπιστώσει σε υποθέσεις αιτούντων άσυλο αλλοδαπών ότι η δυνατότητα άσκησης αίτησης ακύρωσης ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου με σκοπό τον έλεγχο νομιμότητας της απόφασης, βάσει του ελληνικού δικαίου δεν αποτελεί αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα κατά την έννοια του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ. Προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό το ΕΔΔΑ έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα, μεταξύ άλλων, στο ότι η άσκηση των ως άνω ενδίκων βοηθημάτων ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων (α) δεν είναι ευχερής στην πράξη για τον ενδιαφερόμενο κυρίως λόγω αδυναμίας πρόσβασης σε παροχή νομικής βοήθειας, (β) δεν έχει ως άμεση συνέπεια την αναστολή εκτέλεσης του υπό λήψη μέτρου, και (γ) η σχετική διαδικασία είναι εξαιρετικά μακρόχρονη.
Νέες δυνατότητες
Προκειμένου, λοιπόν, να αποφευχθεί ο κίνδυνος παραπομπής της χώρας μας ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και νέων καταδικών ενώπιον του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, ο νομοθέτης επανεισήγαγε τη δυνατότητα άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον Επιτροπής Προσφυγών.
Ασφαλώς, ο νομοθέτης μπορεί να αναζητήσει εναλλακτικά μοντέλα δικαστικής προστασίας όπως π.χ. δια της μετατροπής των συγκεκριμένων διοικητικών διαφορών απο ακυρωτικές σε ουσίας υπό την αυτονότητη ωστόσο προϋπόθεση ότι τα μοντέλα αυτά παρίστανται ρεαλιστικά, λειτουργικά και αποτελεσματικά σε σχέση με την φύση των συγκεκριμένων υποθέσεων και θα συντελούν στη διεύρυνση της παροχής έννομης προστασίας και όχι στον άμεσο ή έμμεσο περιορισμό ή την κατάλυση αυτής στην πράξη.
Στάθης Πουλαράκης
Δικηγόρος με ειδίκευση σε ζητήματα Ασύλου και Μετανάστευσης