Έχουν συμπληρωθεί ήδη 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση του 1974 και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στον τόπο μας. Η «βελούδινη» μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία σήμανε για την Ελλάδα το πέρασμα στη θεσμική νεωτερικότητα, καθώς για πρώτη φορά από την εποχή του Μεσοπολέμου κανένα παρασύνταγμα δεν εμπόδιζε νομικά τις προσπάθειες για την πραγμάτωση της[1]. Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, που εγκαινιάστηκε το 1974, είναι η περίοδος της συμμετοχικής κομματικής δημοκρατίας, όπου οι μάζες (ιδίως στα πρώτα χρόνια αυτής) εισβάλλουν στα πολιτικά κόμματα, τα συγκροτούν και αυτά αναδεικνύονται στη συνέχεια στον κυριότερο μηχανισμό οργάνωσης της πολιτικής αντιπροσώπευσης[2]. Τα πολιτικά κόμματα της Μεταπολίτευσης φέρουν στοιχεία από όλους τους οργανωτικούς τύπους, που περιγράφονται στη θεωρία των πολιτικών κομμάτων (όπως κόμμα στελεχών, κόμμα μαζών, πολυσυλλεκτικό κόμμα, κόμμα του καρτέλ) και συνιστούν ιδιότυπα «κομματικά υβρίδια»[3]. Η ιστορία λοιπόν της ελληνικής πολιτικής ζωής στις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες είναι η ιστορία του κομματικού συστήματος και των πολιτικών κομμάτων σε ό,τι αφορά τις ιδεολογικές και οργανωτικές τους επιλογές και τις πολιτικές που τελικά υλοποίησαν[4]. Ο δε κομματικός χάρτης, που διαμορφώθηκε κατά τη Μεταπολίτευση του 1974, άρχισε να αποκτά πάγιο χαρακτήρα, ιδίως μετά το 1977, με την αναπαραγωγή της γνώριμης, ήδη από την εποχή του μεσοπολέμου τριχοτόμησης μεταξύ των κομμάτων της Δεξιάς, του Κέντρου και της Αριστεράς[5].
Ωστόσο σήμερα, όπως προκύπτει από όλες τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, ο τρόπος λειτουργίας των κομμάτων προβληματίζει την ελληνική κοινωνία με αποτέλεσμα τα κόμματα να απαξιώνονται ως θεσμός και οι πολίτες να τους γυρίζουν την πλάτη. Είναι γνωστό, πως η χώρα μας τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή της ιστορίας της βιώνοντας μια πρωτοφανή και πρωτόγνωρη κρίση από τη σύσταση του ελληνικού κράτους. Η απώλεια της πιστοληπτικής ικανότητας του ελληνικού δημοσίου στις διεθνείς κεφαλαιαγορές την άνοιξη του 2010 και η θέση της χώρας υπό καθεστώς ξένης κηδεμονίας μέσω των «μνημονίων» και του μηχανισμού «στήριξης»[6], αποτελούν μόνο το ορατό δια γυμνού οφθαλμού μέρος της κρίσης. Εκείνο όμως που υποκρύπτεται πίσω από αυτήν την κρίση είναι η χρεοκοπία του πολιτικού συστήματος της Μεταπολίτευσης του 1974. Η περίπου πενηντάχρονη ελληνική δημοκρατία εμφανίζει ανησυχητικά σημεία κόπωσης αν όχι και πρόωρης γήρανσης[7]. Κάτω από μια λεπτή συνταγματική επίστρωση κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μετά βίας κρύβονται (ενν. στα πολιτικά κόμματα) πραγματικές δομές φεουδαρχικού ή και απολυταρχικού χαρακτήρα[8]. Ενδεικτικά μπορεί να επισημάνει κανείς το ογκώδες έλλειμμα εσωκομματικής δημοκρατίας, την ολοένα επιδεινούμενη αποδυνάμωση των κομμάτων, ιδίως των κομμάτων «εξουσίας», την εμφάνιση ακροδεξιών ακόμη και ναζιστικών δυστυχώς μορφωμάτων, την κυριαρχία των πελατειακών σχέσεων, την απουσία πρακτικού ελέγχου των χρηματικών ροών προς τα κόμματα και τους πολιτικούς[9], την ουσιαστική ποινική ασυδοσία των τελευταίων[10], καθώς και την ισχυρή παρουσία πολιτικών δυναστειών σε όλα σχεδόν τα επίπεδα και κατεξοχήν στα κόμματα εξουσίας[11]. Πλέον, η ανάταξη της εθνικής οικονομίας και η ανάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας είναι εφικτή μόνο εφόσον αφυπνισθεί η ελληνική κοινωνία και μόνο αν επιτευχθεί μια ανανέωση σε βάθος του πολιτικού σκηνικού, ώστε να επιτευχθεί ένας πραγματικός εκδημοκρατισμός της χώρας, πολύ βαθύτερος από την μεταπολίτευση του 1974[12].
Είναι πλέον κοινά αποδεκτό, πως τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, ήταν ως επί το πλείστον αρχηγικά κόμματα. Διευθύνονταν δε με τρόπο περίπου δεσποτικό από το χαρισματικό ιδρυτή και αρχηγό τους, ενώ συχνά μετά την αποχώρηση αυτού δύσκολα επιβίωναν ή παρουσίαζαν μια μορφή κρίσης, εκτός εάν κατάφερναν να αλλάξουν έγκαιρα τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας τους[13]. Είναι χαρακτηριστική άλλωστε η φράση του πρώην προέδρου της Νέας Δημοκρατίας Ε. Αβέρωφ το 1981 «όποιος βγαίνει από το μαντρί τον τρώει ο λύκος»[14], που αποδεικνύει ξεκάθαρα πως τα ελληνικά κόμματα και κυρίως τα κόμματα εξουσίας ήταν στην συντριπτική τους πλειοψηφία συγκεντρωτικά και αρχηγικά. Ενδεικτικά ακόμη αναφέρω τις εσωκομματικές εκκαθαρίσεις του 74-75 στο ΠΑΣΟΚ υπό την ηγεσία του Α. Παπανδρέου, οι οποίες αποδεικνύουν την αρχηγική δομή του κόμματος, που στην πραγματικότητα υπήρχε από την εποχή εμφάνισης του ΠΑΚ[15].
Γενικότερα στην Μεταπολίτευση είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων σχεδόν των κομμάτων, ότι ο Πρόεδρος δεν υπόκειται στον έλεγχο κανενός οργάνου, έχει τον τελευταίο λόγο για την ανάδειξη των κομματικών υποψηφίων, μπορεί να παρακάμπτει τα συλλογικά όργανα του κόμματος –κεντρικά και αποκεντρωμένα- και να αποφασίζει για την πολιτική κατεύθυνση του κόμματος με έναν στενό κύκλο συνεργατών του. Η συγκρότηση ενός παντοδύναμου πρωθυπουργικού γραφείου, το οποίο κατά τα αμερικάνικα πρότυπα υποκαθιστά σε πολλές περιπτώσεις τη δράση ακόμη και ορισμένων υπουργών ξεκινά από την αντίληψη αυτονομίας της κομματικής ηγεσίας, η οποία υποκαθιστά τις λειτουργίες των υπολοίπων κομματικών οργάνων[16]. Κατά τον καθηγητή Ν. Αλιβιζάτο το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος της χώρας μας, έτσι όπως λειτούργησε από το 1974 ως το 2012, ήταν ο ακραίος πρωθυπουργοκεντρικός χαρακτήρας σε συνδυασμό με την έλλειψη θεσμικών αντίβαρων, δηλαδή εκείνων των θεσμών, που θα ανάγκαζαν την εκάστοτε κυβέρνηση αφενός να διαβουλεύεται προτού αποφασίσει, αφετέρου να λογοδοτεί για τις πράξεις της. Όσο για την κατάργηση των υπερεξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας το 1986, κατά τον ίδιο πάλι καθηγητή, στην πράξη ωφέλησε τον εκάστοτε Πρωθυπουργό[17].
Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία είναι κομματική δημοκρατία, διότι τα κόμματα απέτρεψαν άλλες μορφές κοινωνικής εκπροσώπησης και επιτέλεσαν την καθοριστική λειτουργία κοινωνικής ενσωμάτωσης[18]. Tα μετεμφυλιακά κόμματα στη Μεταπολίτευση χαρακτηρίζονταν από προσωποπαγείς δομές, ατροφία συλλογικών διαδικασιών, ακόμη και στο επίπεδο κοινοβουλευτικών ομάδων, πελατειακού τύπου συνδέσεις με την κοινωνία και ιδεολογική ρευστότητα[19]. Είναι πλέον κοινά αποδεκτό, πως η κρίση αντιπροσώπευσης και νομιμοποίησης των πολιτικών κομμάτων, η αδυναμία παραγωγής από την πλευρά τους πρωτότυπου προγραμματικού λόγου, η ιδεολογική σύγχυση, αποτελούν ορισμένες μόνο όψεις της κρίσης των πολιτικών κομμάτων, των οποίων η μορφή και η λειτουργία προσαρμόστηκε από τον τύπο κομμάτων μαζικής ενσωμάτωσης στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, στα πολυσυλλεκτικά στις μέρες μας κόμματα.
Όμως αυτός ο μεταπολιτευτικός κύκλος κλείνει σήμερα και μαζί του κατακρημνίζονται τα όνειρα ενός λαού, που πίστεψε και πάλεψε σκληρά για την αλλαγή στο τόπο μας. Το μοναδικό αίτημα που τίθεται πλέον από τους πολίτες όσον αφορά την ύπαρξη και τη λειτουργία των κομμάτων είναι: «Όλα από την αρχή». Ο λαός πλέον ζητά ένα νέο πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό ξεκίνημα[20]. Το μέλλον των κομμάτων βρίσκεται στο γνωστικό άνοιγμά τους απέναντι στην πληροφορία και στην κοινωνία της γνώσης[21]. Το ζητούμενο είναι να τερματιστεί η αναπαραγωγή μιας ημίκλειστης τάξης επαγγελματικών της πολιτικής και να διαχωριστεί η δημόσια-πολιτική από την ιδιωτική-οικονομική εξουσία. Το ζητούμενο ακόμη είναι να πραγματοποιηθεί η μετάβαση από ένα πολιτικό σύστημα επιφανειακά μόνο δημοκρατικό, όπως αυτό τελικά εγκαθιδρύθηκε στη χώρα μας μετά τη μεταπολίτευση του 1974, σε ένα νέο και περισσότερο δημοκρατικό και αντιπροσωπευτικό μοντέλο λειτουργίας του κράτους και κυρίως των κομμάτων[22]. Ήδη στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις τα κόμματα εξουσίας καταμέτρησαν σημαντικές απώλειες και πιθανώς να συνεχίσουν να προσμετρούν ακόμη βαρύτερες στο μέλλον. Δεν ξέρουμε, ούτε μπορούμε να προδικάσουμε τη στάση του εκλογικού σώματος, ενώ το μέγα ζητούμενο για τις επικείμενες εκλογές είναι η κατάκτηση της «πολυπόθητης» αυτοδυναμίας.
Κριτσίκης Αλέξανδρος
Δικηγόρος, ΔΝ
ΜΕ Πάντειο Πανεπιστήμιο
[1] Βλ. Αλιβιζάτο Ν., “Ποια δημοκρατία για την Ελλάδα μετά την κρίση;”, Εξάντας, 2013, σελ. 70.
[2] Βλ. Βερναδάκη Χ., “Πολιτικά κόμματα, εκλογές και κομματικό σύστημα, Οι μετασχηματισμοί της πολιτικής αντιπροσώπευσης 1990-2010″,Σάκκουλα, 2011, Πρόλογος.
[3] Βλ. Ελευθερίου Κ.-Τάσσης Χ, ΠΑΣΟΚ-Η άνοδος και η πτώση(;) ενός ηγεμονικού κόμματος, Σαββάλας, 2013, σελ. 37
[4] Βλ. Ελευθερίου Κ-Τάσσης Χ, ΠΑΣΟΚ-Η άνοδος και η πτώση(;) ενός ηγεμονικού κόμματος, 2013, ό.π., σελ. 32.
[5] Βλ. Παπαδημητρίου Γ, Δίκαιο των Πολιτικών Κομμάτων, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1994, σελ. 21.
[6] Βλ. σχετικά άρθρα: Γέροντα Α, Το μνημόνιο και η δικαιοπαραγωγική διαδικασία, Εφημερίδα διοικητικού δικαίου 5/2010, σελ. 705 επ., Γκλαβίνη Π, Το Μνημόνιο της Ελλάδας, Αθήνα – Θεσ/νίκη 2010, Κατρούγκαλου Γ, Memoranda sunt Servanda?, Εφημερίδα διοικητικού δικαίου 2/2010, σελ. 151 επ., Χρυσόγονου Κ, Η χαμένη τιμή της Ελληνικής Δημοκρατίας, ΝοΒ 2010, σ. 1353 επ.
[7] Βλ. Χρυσόγονο Κ, Η Ιδιωτική Δημοκρατία, Από τις πολιτικές δυναστείες στην κλεπτοκρατία, Εκδόσεις Επίκεντρο, 2009 σελ 9.
[8] Βλ Χρυσόγονο Κ, “Σχεδίασμα Εκδημοκρατισμού. Δώδεκα σκέψεις για μια άλλη αναθεώρηση, στο link πρόσβαση 2.1.2024
[9] Βλ. Σημίτη Κ, Η ιδιωτική χρηματοδότηση των κομμάτων, Κοινοβουλευτική Επιθεώρηση, τεύχ. 15-16, 1993, σελ. 7 επ., Τσάτσο Δ., Εσωκομματική δημοκρατία, Αθήνα 2008, σ. 134 επ., Χρυσόγονο Κ, Η ιδιωτική δημοκρατία, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 186 επ., 205 επ.
[10] Βλ. άρθρο Χρυσόγονο Κ, Σχεδίασμα Εκδημοκρατισμού, ό.π. που παραπέμπει ως προς τη (μη) ευθύνη των υπουργών στους: Χρυσόγονο Κ, Η έκπτωση της υπουργικής ευθύνης, Εφημερίδα διοικητικού δικαίου 4/2009, σελ. 442 επ. και Μαντζούφα Π, Η σχέση πολιτικής και ποινικής ευθύνης των μελών της κυβέρνησης, Εφημερίδα διοικητικού δικαίου 4/2009, σελ. 452 επ., αμφότερους με περαιτέρω ενδείξεις από την πλούσια παλιότερη βιβλιογραφία επί του ίδιου θέματος, και ως προς τη βουλευτική ασυλία Μπέη Κ., Η βουλευτική ασυλία υπό το φως της νομολογίας του ΕΔΔΑ, Δίκη 2006, σελ. 40 επ., Γεραπετρίτη Γ., Παρατηρήσεις στην απόφαση Τσαλκιτζής κατά Ελλάδος, Ποιν. Χρον. 2007, σ. 279 επ..
[11] Βλ. Χρυσόγονο Κ, “Η Ιδιωτική Δημοκρατία, Από τις πολιτικές δυναστείες στην κλεπτοκρατία”, Εκδόσεις Επίκεντρο, 2009
[12] Βλ. Χρυσόγονο Κ, “Σχεδίασμα Εκδημοκρατισμού. Δώδεκα σκέψεις για μια άλλη αναθεώρηση,” ό.π.
[13] Βλ. Μακρυδημήτρη Α “Τα δικαιώματα ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα στο Σύνταγμα, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του ανθρώπου και την κοινή νομοθεσία” ό.π. σελ. 68.
[14] Βλ. Καρτάλη Γ., Το μαντρί και ο λύκος, στο link πρόσβαση 2.1.2025
[15] Βλ. Χαραλάμπη Δ., Πελατειακές σχέσεις και λαϊκισμός, η εξωθεσμική συναίνεση στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, Εξάντας, 1989, σελ. 309.
[16] Βλ. Ελευθερίου Κ.-Τάσση Χ., ΠΑΣΟΚ Η άνοδος και η πτώση (;) ενός ηγεμονικού κόμματος, Σαββάλα, 2013, σελ. 170.
[17] Βλ. Αλιβιζάτο Ν., Ποια δημοκρατία για την Ελλάδα μετά την κρίση, Πόλις, 2013, σελ. 75.
[18] Βλ. Χαραλάμπη Δ., “Πελατειακές σχέσεις και λαϊκισμός, η εξωθεσμική συναίνεση στο ελληνικό πολιτικό σύστημα.” ό.π., σελ. 323.
[19] Βλ. Ελευθερίου Κ.-Τάσση Χ., ΠΑΣΟΚ, Η άνοδος και η πτώση(;) ενός ηγεμονικού κόμματος, 2013, ό.π., σελ. 33.
[20] Βλ. Οικονόμου Β (βουλευτής), “Δημοψήφισμα για νέο Σύνταγμα, Συντακτική εξουσία από το λαό για το λαό”, άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ, Σεπτέμβρης 2013.
[21] Βλ. ενδεικτικά ως προς το ζήτημα αυτό Τσίρο Ν, “Για την κοινωνιολογία των πολιτικών κομμάτων στην ύστερη νεωτερικότητα“. τεύχος 100, περίοδος Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2007, στο link πρόσβαση 2.1.2025.
[22] Βλ. ενδεικτικά Κώστα Χρυσόγονου, “Σχεδίασμα Εκδημοκρατισμού. Δώδεκα σκέψεις για μια άλλη αναθεώρηση, άρθρο διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.constitutionalism.gr