Το «δίκαιο της ανάγκης» βρίσκει τρεις γενικές υποδοχές στο ελληνικό Σύνταγμα:
α) μια «πολιτική», δηλαδή σε περιόδους ειρήνης, έκφραση στο άρθρο 44 παρ. 1, που προβλέπει ότι «σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης» ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, οι οποίες ισχύουν αμέσως, υπό την αίρεση έγκυρης (μέσα σε σαράντα μέρες) κύρωσής τους από τη Βουλή,
β) μια «στρατιωτική» έκφανση, μέσω του (μηδέποτε χρησιμοποιηθέντος ως σήμερα) άρθρου 48, που ορίζει ότι «σε περίπτωση πολέμου, επιστράτευσης, καθώς και αν εκδηλωθεί ένοπλο κίνημα», η Βουλή, μετά από πρόταση της κυβέρνησης, θέτει τη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας, συνιστά εξαιρετικά δικαστήρια και αναστέλλει ορισμένα, περιοριστικά καθοριζόμενα, άρθρα του Συντάγματος (11 σχετικά με δικαιώματα και 2 σχετικά με τη δικαστική λειτουργία). Αφότου έχει κηρυχθεί «κατάσταση πολιορκίας», μέτρα μπορούν να λαμβάνονται και δια πράξεων νομοθετικού περιεχομένου (άρθρο 48 παρ. 5 του Συντάγματος),
γ) μία «πολιτειακή» – απευθυνόμενη στους πολίτες και με αντικείμενο τη σωτηρία του πολιτεύματος – παραίνεση για «αντίσταση με κάθε μέσο» καθ’ οιασδήποτε προσπάθειας «κατάλυσης του Συντάγματος με τη βία».
Οι γενικές αυτές διατάξεις συμπληρώνονται από δύο περαιτέρω περιορισμούς:
α) του δικαιώματος στην περιουσία, μέσω του θεσμού της επίταξης, που προβλέπεται στο άρθρο 18 παρ. 3 και μπορεί να τύχει εφαρμογής τόσο σε περίπτωση πολέμου, όσο και σε καιρό ειρήνης «για τη θεραπεία άμεσης κοινωνικής ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη και υγεία» και
β) της ελευθερίας του Τύπου, εφόσον, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 3, κατάσχεση εφημερίδων και άλλων εντύπων είναι δυνατή, μεταξύ άλλων, και όταν υπάρχει δημοσίευμα που «έχει σκοπό τη βίαια ανατροπή του πολιτεύματος».
Η κατάσταση πολιορκίας
Ενώ η «κατάσταση πολιορκίας» δίδει εκ του Συντάγματος, για όσο διάστημα διαρκεί, τη δυνατότητα για άρση δικαιωμάτων και ελευθεριών, η πράξη νομοθετικού περιεχομένου αποτελεί (εξαιρετική) μορφή νομοθέτησης και δεν αναστέλλει ούτε περιορίζει αφ’ εαυτής το εύρος της προστασίας δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Στην ελληνική έννομη τάξη, η «κατάσταση πολιορκίας» συνδέεται αποκλειστικά με «πολεμική κατάσταση», καθώς ακόμα και η αναφορά σε «άμεση απειλή κατά της εθνικής ασφάλειας», όσο ευρέως και να γίνει αντιληπτή, συνδέεται με το γεγονός της επιστράτευσης και όχι με «απειλή» που δεν έχει οδηγήσει σε επιστράτευση.
Συνεπώς, κατά το ελληνικό Σύνταγμα, δεν χωρεί κήρυξη ολόκληρης της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης εξαιτίας πανδημίας, όπως έγινε στην Ισπανία, στις ΗΠΑ, στη Βουλγαρία, στη Λιβύη και σε άλλες χώρες -και πάντως δεν χωρεί βάσει του άρθρου 48 του Συντάγματος, ούτε προβλέπεται από άλλο άρθρο του Συντάγματος.
Πότε είναι επιτρεπτοί ενδεχόμενοι περιορισμοί δικαιωμάτων;
Το κλειδί για κάθε εκτός «κατάστασης πολιορκίας» περιορισμό δικαιωμάτων βρίσκεται στη γενική όσο και κομβική διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Ενδεχόμενοι περιορισμοί δικαιωμάτων επιτρέπονται υπό δύο προϋποθέσεις που λειτουργούν συμπληρωματικά και υπόκεινται αμφότερες σε δικαστικό έλεγχο: αφενός να προβλέπονται απευθείας στο ίδιο το Σύνταγμα ή σε νόμο για τον οποίο υπάρχει ρητή επιφύλαξη στο Σύνταγμα και αφετέρου να σέβονται την αρχή αναλογικότητας.
Μια έκτακτη κατάσταση, όπως κατεξοχήν είναι μια επιδημία σαν κι αυτή που αντιμετωπίζει η χώρα μας και ο κόσμος ολόκληρος, αποτελεί εγγενώς, και κατά τη θεωρία και κατά τη νομολογία, λόγο κάμψης της απόλυτης προστασίας δικαιωμάτων και ελευθεριών. Κάμψη, όμως, δεν σημαίνει ούτε κατάλυση ούτε κατάχρηση – ο πυρήνας του δικαιώματος και η δυνατότητα πλήρους απόλαυσης του, όταν θα περάσει η έκτακτη ανάγκη, θα πρέπει να παραμένουν αναλλοίωτοι.
Η αρχή της αναλογικότητας
Η αναλογικότητα απαιτεί, ειδικά σε έκτακτες συνθήκες όπως αυτές για τις οποίες γίνεται λόγος εδώ:
α) ρητή σύνδεση του κάθε περιορισμού με τις ανάγκες που εξυπηρετεί, καθώς και αιτιολόγηση τους,
β) περιορισμό της κάμψης προστασίας για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σχετιζόμενο με τη διατήρηση της έκτακτης κατάστασης,
γ) μη αποστέρηση του δικαιώματος έννομης προστασίας (άρθρο 8 του Συντάγματος, που αίρεται μόνο στην «κατάσταση πολιορκίας»),
δ) μη θέση περιορισμών που είτε απαγορεύονται από το ίδιο το Σύνταγμα (π.χ. βασανιστήρια ή άσκηση σωματικής και ψυχολογικής βίας, ακόμα και για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, θα προσέκρουαν ρητώς στο άρθρο 7 παρ. 2), είτε δεν συνδέονται στενά με την ανάγκη που τα επιβάλλει (π.χ. περιορισμός των συναθροίσεων σε καταστάσεις υγειονομικής απειλής θα ήταν δικαιολογημένος, περιορισμοί σε πολιτικά δικαιώματα ή στο δικαίωμα έκφρασης, όχι),
ε) τήρηση, που κρίνεται δικαστικά, του «συνταγματικού μέτρου» (π.χ. περιορισμός της ελεύθερης μετακίνησης ή εγκατάστασης Ελλήνων πολιτών δεν μπορεί, λόγω της απαγόρευσης του άρθρου 5 παρ. 4 να λάβει ποτέ τη μορφή ατομικών διοικητικών μέτρων, νοείται συνεπώς μόνον ως μέτρο γενικής εφαρμογής) και του «λογικού μέτρου» που απορρέει από την αρχή της αναλογικότητας (η επιβολή, για παράδειγμα, καραντίνας σε άτομα που χρήζουν νοσοκομειακής περίθαλψης απαιτεί μια δύσκολη στάθμιση).
Η πράξη νομοθετικού περιεχομένου περί κατεπειγόντων μέτρων αποφυγής και περιορισμού της διάδοσης κορωνοϊού
Όλα τα παραπάνω μετατοπίστηκαν, δυστυχώς, λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού και των αναγκών αντιμετώπισης του, από το πεδίο της συνταγματικής θεωρίας στη διοικητική πράξη, μέσω της έκδοσης της από 25-2-2020 (Φ.Ε.Κ. 42 A) πράξης νομοθετικού περιεχομένου περί «κατεπειγόντων μέτρων αποφυγής και περιορισμού της διάδοσης κορωνοϊού», καθώς και στην καθημερινότητα όλων μας.
Η ως άνω πράξη αναφέρει ως συνταγματικές βάσεις της το άρθρο 44 παρ. 1 και συμπληρωματικά τα άρθρα 5 παρ. 5 και 21 παρ. 3 (προστασία της υγείας στο πλαίσιο της προστασίας της προσωπικότητας και μέριμνα για την υγεία ως μέτρο στήριξης της οικογένειας, αντιστοίχως), καθώς και το άρθρο 18 παρ. 3 περί επίταξης (παρότι επίταξη δεν προβλέφθηκε στο πρώτο κύμα των μέτρων που ελήφθησαν επί τη βάσει της πράξης νομοθετικού περιεχομένου).
Οι περιορισμοί, που όλοι ρητά αποσκοπούν στην πρόληψη και μη εξάπλωση του ιού, είναι σημαντικοί και συνδέονται με πολλά δικαιώματα: υποχρεωτική υποβολή σε προληπτικούς και θεραπευτικούς ελέγχους και αγωγές, περιορισμός συνδέσεων περιοχών και μετακινήσεων προσώπων, επιβολή περιορισμού κατ’ οίκον («καραντίνα»), περιορισμός κυκλοφορίας εντός της επικράτειας, κλείσιμο δημοσίων και ιδιωτικών ιδρυμάτων και καταστημάτων (σχολείων, πανεπιστημίων, τόπων λατρείας, αθλητικών χώρων, θεάτρων, κινηματογράφων κλπ.).
Η πράξη προβλέπει ότι κάθε απόφαση του Υπουργού Υγείας και, εφόσον χρειάζεται, των συναρμόδιων Υπουργών, που θα εξειδικεύει τα παραπάνω μέτρα, οφείλει να καθορίζει ρητά τη συγκεκριμένη ανάγκη δημόσιας υγείας, τη διάρκεια ισχύος του περιορισμού και τα όργανα επιβολής του, ενώ υπάρχει και γενική πρόβλεψη για οιονεί δικαστική προστασία: «έκφραση αντιρρήσεων» ενώπιον του προέδρου Διοικητικού Πρωτοδικείου της περιοχής στην οποία ισχύουν τα μέτρα, δυνατότητα εκδίκασης χωρίς αυτοπρόσωπη παρουσία του «ενάγοντος», εφόσον υφίσταται κάποιου είδους περιορισμό, αμετάκλητη απόφαση. Στους παραβάτες επιφυλάσσεται ειδική ποινή (φυλάκιση έως 2 έτη), εκτός αν έχουν διαπράξει αδίκημα που τιμωρείται με βαρύτερη ποινή -η ποινική αντιμετώπιση των παραβατών της «δικαίου της ανάγκης» δεν απαγορεύεται, δεν μπορεί όμως να λειτουργεί αναδρομικά (άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος), ούτε να προβλέπει τη δημιουργία δικαστικών επιτροπών ή έκτακτων δικαστηρίων (άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο).
Είναι τα μέτρα συνταγματικώς νόμιμα;
Η αναλογικότητα είναι, όπως προειπώθηκε, νομική έννοια και δικαστικά ελέγξιμη, υποκείμενη, ωστόσο, στο «δίκαιο» της (πραγματικής) ανάγκης. Είναι βέβαιο και συνταγματικά προβλεπόμενο τόσο για την έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου όσο και για την επίταξη, ότι η απειλή κατά της υγείας συνιστά τον πρώτο σε σπουδαιότητα αλλά και «καθαρότητα» λόγο επίκλησης έκτακτης κατάστασης, όπως είναι και προφανές ότι η προκληθείσα από τον κορωνοϊό πανδημία συνιστά σημαντική και άμεση απειλή κατά της δημόσιας υγείας. Υπ’ αυτό το πρίσμα τα μέτρα φαίνονται, στη γενικότητα τους, συνταγματικώς νόμιμα, τόσο ως προς τον τρόπο λήψης τους, όσο και σε σχέση με την αναλογικότητα, η οποία μπορεί πάντως, αναλόγως των συγκεκριμένων μέτρων και ανά περίπτωση, να ελεγχθεί.
Υπάρχουν όμως και ζητήματα, που συνδέονται με θέματα κυριολεκτικά ζωής ή θανάτου, που ούτε το Σύνταγμα μπορεί να ορίσει, πόσο μάλλον να λύσει, ούτε οι πολίτες να αντιμετωπίσουν πρωτίστως με νομικούς όρους και αναφορές. Η αίσθηση συμμετοχής και προσφοράς σε έναν κρίσιμο συλλογικό αγώνα, αυτή η έννοια του «πολίτη πέρα από το γράμμα του νόμου» (civisme), ούτε περιέχεται στο Σύνταγμα, ούτε διδάσκεται, απλώς (οφείλει να) υπάρχει μέσα μας και να καθοδηγεί, ειδικά σε τέτοιες στιγμές τις πράξει και τις αντιδράσεις μας.
Το Σύνταγμα και οι νόμοι δεν μπορούν επίσης, και ούτε οι πολίτες δικαιούνται να τους ζητήσουν, να δώσουν το κλειδί επίλυσης «τραγικών διλημμάτων», που ελπίζουμε ότι δεν θα ζήσουμε στον τόπο μας, όπως το ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει, ποιος θα τύχει περίθαλψης και ποιος όχι, σε περίπτωση που τα ιατρικά μέσα δεν επαρκούν για όλους. Σε οριακές στιγμές, είναι φανερό, χωρίς να χρειάζεται να μας το πει το Σύνταγμα, ποιο είναι το καθήκον και οι υποχρεώσεις του καθενός μας και ποια σειρά παίρνουν, από μόνα τους, τα τρία «απόλυτα» δικαιώματα του άρθρου 5 παρ. 2: η ζωή, η τιμή και η ελευθερία.
Κώστας Μποτόπουλος
Συνταγματολόγος, Δικηγόρος