Ι. Εισαγωγή
Αφορμή για τις σκέψεις που ακολουθούν αποτέλεσε η πρόσφατη δημοσίευση σε καθημερινή εφημερίδα ενός σύντομου κειμένου ομότιμου καθηγητή με τον τίτλο «Οι ιερόσυλοι του ασύλου και οι μωροί υποστηρικτές τους», σχετικού με εκκρεμή ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας υπόθεση, όπου κρίσιμο ζήτημα είναι η συνταγματικότητα (ή μη) των διατάξεων των άρθρων 18-20 Ν.4777/2021 περί «ομάδων προστασίας πανεπιστημιακών ιδρυμάτων» της ΕΛ.ΑΣ.[1] Δεν πρόκειται εδώ να σχολιάσω την ουσία του ζητήματος, για το οποίο έχω εκφράσει τις απόψεις μου σε ανύποπτο χρόνο[2]. Αισθάνομαι, όμως, την ανάγκη να διατυπώσω μερικές παρατηρήσεις για το ήθος και το ύφος γενικά της επιστημονικής γραφής, καθώς και για την επιστημολογική ταυτότητα (της θεωρίας) του συνταγματικού δικαίου, με την ελπίδα ότι αυτές θα μπορούσαν ίσως να βοηθήσουν όσους, νεότερους, μας ακολουθήσουν, στην ατέρμονη σκυταλοδρομία της επιστημονικής έρευνας και συγγραφής, να αποφύγουν κάποια από τα λάθη της δικής μας γενιάς.
ΙΙ. Το επιστημονικό ήθος
Η επιστήμη του συνταγματικού δικαίου είναι, όπως άλλωστε γενικά η νομική επιστήμη, μια επιστήμη δεοντολογική: Το τελικό της ερώτημα είναι τι ισχύει ως Σύνταγμα, δηλαδή «ποιος κανόνας δικαίου ισχύει και ποιο είναι το κανονιστικό του περιεχόμενο»[3]. Είναι γεγονός πάντως ότι η ορθότερη λύση κάθε προβλήματος ερμηνείας δικαιϊκών κανόνων – και μάλιστα εδώ συνταγματικών κανόνων, οι οποίοι συχνά ενέχουν περισσότερη πολυσημία και αοριστία από τους άλλους[4] – ούτε διαχρονικά σταθερή είναι, ούτε μπορεί να ανευρεθεί στη βάση μιας καθαρά λογικής νοητικής διεργασίας, όπως π.χ. η λύση ενός μαθηματικού προβλήματος. Η αντίληψη ότι τα ερμηνευτικά προβλήματα επιδέχονται καθαρά λογικές λύσεις και ότι κάθε ιστορική, πολιτική ή φιλοσοφική αξιολόγηση πρέπει να αποκλεισθεί, που διακατείχε τον γερμανικό συνταγματικό θετικισμό του 19ου αιώνα[5], έχει ξεπεραστεί άλλωστε στην ίδια τη χώρα προέλευσής της από την εποχή του Συντάγματος της Βαϊμάρης (1919-1933)[6]. Θα πρέπει ιδίως να επισημανθεί ότι «καθαρές» και άρα διαχρονικές λύσεις δεν μπορούν να προσφέρουν τα παραδοσιακά κριτήρια ή μέθοδοι της νομικής ερμηνείας, όπως διατυπώθηκαν από το πρώτο μισό του 19ου αιώνα (γραμματική, ιστορική, λογική-συστηματική ερμηνεία)[7] και συμπληρώθηκαν με την τελεολογική ερμηνεία[8].
Η τελευταία, όμως, δηλαδή η διακρίβωση του ρυθμιστικού σκοπού (ratio) της συνταγματικής διάταξης, και μάλιστα όχι με βάση τις υποκειμενικές προθέσεις όσων τη θέσπισαν, αλλά σύμφωνα με τη λειτουργία της μέσα στην εξελισσόμενη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα («αντικειμενική» τελεολογική μέθοδος), προϋποθέτει ακριβώς εκτιμήσεις σχετικά με την πραγματικότητα αυτή. Τέτοιες εκτιμήσεις δεν επιτρέπεται να στηρίζονται στις υποκειμενικές αντιλήψεις ή προκαταλήψεις του ερμηνευτή του Συντάγματος, αλλά οφείλουν να βρίσκουν έρεισμα σε μια ευρέως επικρατούσα κοινωνική αντίληψη.
Εξυπακούεται βέβαια ότι τόσο τα πραγματικά δεδομένα, όσο και οι επικρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου, ενώ το ίδιο μπορεί να ισχύει, ως ένα σημείο, ακόμη και για την έννοια που αποδίδεται σε συγκεκριμένους όρους τους οποίους χρησιμοποιεί το Σύνταγμα. Έτσι π.χ. η διεύρυνση των δραστηριοτήτων και των συνταγματικών υποχρεώσεων (όπως για την ικανοποίηση κοινωνικών δικαιωμάτων) του κράτους στη διαδρομή του 20ού αιώνα δεν μπορούσε παρά να συνεπιφέρει τη διεύρυνση της έννοιας της «δημόσιας ωφέλειας» στο άρθρο 17 παρ. 2 Συντ., ως προϋπόθεσης για την επιβολή αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Συνεπώς η επιστήμη του συνταγματικού δικαίου δεν αναζητά αιώνιες αλήθειες, υπεράνω τόπου και χρόνου, αλλά αλήθειες ιστορικά προσδιορισμένες και άρα, ως ένα σημείο, ρευστές[9]. Συναφώς γίνεται λόγος, στην ελληνική θεωρία του συνταγματικού δικαίου για «δυναμική» ερμηνεία του Συντάγματος[10]. Κατά την εξειδίκευσή τους, στο πλαίσιο τόσο της λογικής συστηματικής, όσο και της τελεολογικής ερμηνείας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και στοιχεία διεθνούς και συγκριτικού δικαίου, όπως προκύπτουν ιδίως από τη νομολογία των ευρωπαϊκών δικαστηρίων (ΕΔΔΑ και ΔΕΕ), καθώς και αλλοδαπών ανωτάτων/συνταγματικών δικαστηρίων[11].
Μέσα στα πλαίσια αυτά μπορεί να υποστηριχθεί πως είναι καταρχήν επιστημολογικά θεμιτό, αλλά και ανθρώπινα απολύτως κατανοητό, ένας θεράπων της επιστήμης του συνταγματικού δικαίου να αλλάξει, μια ή και περισσότερες φορές, την εκφρασμένη άποψή του για ένα συγκεκριμένο ερμηνευτικό ζήτημα, π.χ. για το αν είναι ή δεν είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο το ακαδημαϊκό άσυλο, καθώς και για το ποια είναι τα όριά του. Θα ήταν ωστόσο τουλάχιστον ευκταίο, σε μια τέτοια περίπτωση, να εκθέσει ο συγγραφέας, που εκφράζεται εκ νέου για την ίδια θεματική κατά τρόπο ριζικά διαφορετικό (έως διαμετρικά αντίθετο) από όσα είχε υποστηρίξει στο παρελθόν, τη μεταστροφή του και τους λόγους της. Η άσκηση ειλικρινούς και ανοικτής αυτοκριτικής προϋποθέτει βέβαια έναν υψηλό βαθμό ευψυχίας και γενναιότητας, που δεν συναντάται εύκολα στην πράξη. Ωστόσο, η πλήρης αποσιώπηση του παρελθόντος φθάνει στο άλλο άκρο και τελικά δεν ωφελεί σε τίποτα, εφόσον πρόκειται για γνώμες και απόψεις καταγεγραμμένες και δημοσιευμένες.
Στην προκείμενη περίπτωση ο ομότιμος καθηγητής υποστήριξε ότι: «Tο νόημα και η σημασία του πανεπιστημιακού ασύλου μοιάζουν σήμερα στη χώρα μας να είναι αντεστραμμένα ή καλύτερα διεστραμμένα. Το επικαλούνται, ως πρόσχημα, αυτοί που το βιάζουν και το καταλύουν ξεδιάντροπα και ατιμώρητα με την θλιβερή, δυστυχώς, πολιτική κάλυψη […] ιδεοληπτικών ατόμων. […] Το νέο που εισάγεται ως προς την προστασία του ασύλου, είναι η διάκριση που γίνεται μεταξύ της προστασίας και διασφάλισης της «ακαδημαϊκής τάξης και ασφάλειας» από την «προστασία της δημόσιας τάξης και ασφάλειας» […] Η προστασία της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, γενικά, εντός και εκτός πανεπιστημίου καθώς και η πρόληψη, αποτροπή και πάταξη αξιόποινων πράξεων στους πανεπιστημιακούς χώρους, ανήκει στις αστυνομικές αρχές, στο πλαίσιο της σχετικής γενικής αρμοδιότητας που έχουν για όλους τους χώρους και για όλες τις δημόσιες υπηρεσίες. Δημιουργήθηκε μάλιστα για τον σκοπό αυτό και ένα ειδικό σώμα αστυνομικών, μια Ομάδα Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων, ειδικά και κατάλληλα εκπαιδευμένων. […] Όσο και αν έψαξα, δεν μπόρεσα να βρω ψεγάδι αντισυνταγματικότητας. Η ακαδημαϊκή ελευθερία όχι μόνον δεν θίγεται αλλά και προστατεύεται, όσο ποτέ. Το ίδιο και το αυτοδιοίκητο, αφού η εσωτερική τάξη και ασφάλεια διασφαλίζεται αποκλειστικά από το ίδιο το ΑΕΙ. Και τέλος η ίδρυση ειδικού σώματος αστυνόμευσης […] δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μέτρο μη αναγκαίο ή ακατάλληλο ούτε υπέρμετρο και δυσανάλογα αυστηρό σε σχέση με τον επιδιωκόμενο συνταγματικά σκοπό: την προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας. […] Ενόψει όλων αυτών, μόνο μωρές πολιτικές παρθένες μπορούν να κλαίνε και να οδύρονται για την χαμένη αξιοπιστία τους».
Ωστόσο, ο ίδιος ακριβώς, σε πολυσέλιδο πόνημά του το οποίο είχε δημοσιευθεί πριν από τρεις περίπου δεκαετίες, είχε υποστηρίξει ότι: «Η νομοθετική περιγραφή και κατοχύρωση του πανεπιστημιακού ασύλου στο νόμο 1268/82 επικύρωσε μια πραγματική κατάσταση δεκαετιών, που είχε επικρατήσει «εθιμικά» και είχε γίνει αποδεκτή από όλους τους φορείς της πανεπιστημιακής κοινότητας. Ο νόμος μορφοποίησε, απλώς, ένα δικαίωμα συνταγματικής περιωπής, που είχε ήδη κατακτήσει ως τέτοιο τις συνειδήσεις των κοινωνών του δικαίου. Το πανεπιστημιακό άσυλο αποτελεί επομένως αναγκαία λογική προϋπόθεση της ακαδημαϊκής ελευθερίας, την οποία εγγυάται και στηρίζει. Γι’ αυτό και θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι με την κατοχύρωση του πανεπιστημιακού ασύλου ιδρύεται μια θεσμική εγγύηση υπέρ της ακαδημαϊκής ελευθερίας με την οποία αυτή συνδέεται λειτουργικά. … Από τον «αντικειμενικό», όμως, κανόνα του ασύλου απορρέει για κάθε μέλος της πανεπιστημιακής κοινότητας και ένα ατομικό δικαίωμα, που στρέφεται, κύρια, κατά της κρατικής εξουσίας και αξιώνει αποχή ή μη επέμβαση στους πανεπιστημιακούς χώρους. […] Η προστασία, πάντως, του ασύλου έγκειται στην απαγόρευση εισόδου και δράσης κρατικών οργάνων ή τρίτων στον πανεπιστημιακό χώρο, χωρίς προηγούμενη πρόσκληση ή άδεια των αρμόδιων πανεπιστημιακών αρχών. […] Το πανεπιστημιακό άσυλο, αν και δεν είναι ρητά συνταγματικά κατοχυρωμένο, διαθέτει ωστόσο συνταγματική ισχύ ως άγραφος, αυτόνομος αν και παραπληρωματικός, κανόνας του πραγματικού Συντάγματος, που έχει προκύψει από μακροχρόνια πρακτική, ανταποκρίνεται σε μια συλλογική συνείδηση της πανεπιστημιακής κοινότητας και συναρτάται λειτουργικά με την προστασία συγκεκριμένης συνταγματικής ελευθερίας, χάριν της οποίας και έχει δημιουργηθεί»[12].
Στην προκείμενη περίπτωση ωστόσο, το άρθρο 18 (παρ. 4 και 5), ν.4777/2021 σαφώς ορίζει ότι το προσωπικό των Ο.Π.Π.Ι. υπάγεται στην ΕΛ.ΑΣ., η εν γένει υπηρεσιακή του κατάσταση ρυθμίζεται από τις πάγιες διατάξεις που διέπουν το αστυνομικό προσωπικό και τους ειδικούς φρουρούς και η μισθοδοσία του βαρύνει τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη. Δεν πρόκειται συνεπώς για πανεπιστημιακή αστυνομία, υπαγόμενη στις εντολές των πρυτανικών αρχών (όπως π.χ. η δημοτική αστυνομία υπάγεται στους Ο.Τ.Α.), αλλά για μια υπηρεσία του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, όπως όλη η υπόλοιπη ΕΛ.ΑΣ. Η αρμοδιότητα των Ο.Π.Π.Ι. συνίσταται στην πρόληψη της τέλεσης και την αντιμετώπιση κάθε αξιόποινης πράξης μέσα στους χώρους των Α.Ε.Ι., την παρακολούθηση των τεκταινομένων στους χώρους αυτούς μέσα από «Κέντρα Ελέγχου και Λήψης Σημάτων και Εικόνων» και την πραγματοποίηση σχετικών περιπολιών. Ουδεμία πρόσκληση ή άδεια των πρυτανικών ή άλλων πανεπιστημιακών αρχών απαιτείται κατά τον νόμο για την άσκηση των παραπάνω αρμοδιοτήτων. Παράλληλα, βέβαια, ο ίδιος νόμος προβλέπει, στο άρθρο 14, τη σύσταση «Μονάδας Ασφάλειας και Προστασίας» σε κάθε Α.Ε.Ι., από υπαλλήλους του τελευταίου και υπό την εποπτεία του πρύτανη (άρθρο 13 παρ. 1 δ’), η οποία όμως έχει άλλες αρμοδιότητες, όπως την φύλαξη των υποδομών και εγκαταστάσεων και την εφαρμογή του συστήματος ελεγχόμενης πρόσβασης στους χώρους του ιδρύματος. Άρα ο νόμος αυτός προφανώς θεσμοθετεί την «είσοδο και δράση κρατικών οργάνων» (δηλαδή των Ο.Π.Π.Ι.) «στον πανεπιστημιακό χώρο, χωρίς προηγούμενη πρόσκληση ή άδεια των αρμόδιων πανεπιστημιακών αρχών». Με άλλες λέξεις, αναιρεί τώρα την προστασία του ασύλου όπως την περιέγραφε τότε (το 1996) ο συγγραφέας της προαναφερόμενης μελέτης, ο οποίος, παρά ταύτα, αδυνατεί τώρα να βρει «ψεγάδι αντισυνταγματικότητας».
Και πιο πρόσφατα όμως, πριν από λιγότερο από δύο δεκαετίες, ο ίδιος συγγραφέας, σε άλλο έργο του, με τίτλο «Ελληνικό συνταγματικό δίκαιο», είχε επαναλάβει ότι: «Η εθιμική καθιέρωση του πανεπιστημιακού ασύλου και ο σεβασμός του από τις αστυνομικές αρχές ως κανόνα υποχρεωτικού, συνταγματικής περιωπής, ο οποίος δέσμευε τις συμπεριφορές τους, αποτελεί ένα εύγλωττο παράδειγμα δημιουργίας άγραφου συνταγματικού κανόνα, που μπορεί να εκληφθεί ως συμπληρωματικό συνταγματικό έθιμο»[13].
Και σήμερα βεβαίως ο ίδιος οικτίρει τις «μωρές πολιτικές παρθένες» για την «χαμένη αξιοπιστία τους». Εδώ τα πολλά λόγια μάλλον περιττεύουν. Scripta manent.
III. Το επιστημονικό ύφος
Θα πρέπει, περαιτέρω, να επισημανθεί ότι ο γραπτός λόγος, προκειμένου να μπορεί να χαρακτηρισθεί επάξια ως επιστημονικός, δεν αρκεί να προέρχεται από κάποιον που έχει αναγνωρισθεί ως επιστήμων στο παρελθόν με αποφάσεις αρμοδίων συλλογικών οργάνων των Α.Ε.Ι. και έτσι κατέλαβε πανεπιστημιακές θέσεις. Ο επιστημονικός λόγος καταξιώνεται ως τέτοιος όταν: α) είναι τεκμηριωμένος, με βάση (ανάλογα και με το είδος της επιστήμης) το πείραμα και/ή την παρατήρηση και πάντως, ειδικότερα στην περίπτωση της νομικής επιστήμης, την αξιοποίηση της σχετικής θεωρίας και νομολογίας, β) χαρακτηρίζεται από σαφήνεια και ακρίβεια στη διατύπωση των νοημάτων και γ) διακρίνεται για την ψύχραιμη εκφορά του και τον σεβασμό στις τυχόν αντίθετες απόψεις και τους φορείς των απόψεων εκείνων. Με άλλες λέξεις, η επιστημονική γραφή είναι από τη φύση της διαφορετική από τον πολικό ή και τον δικανικό (π.χ. αγόρευση συνηγόρου σε ποινική δίκη) λόγο, ο οποίος είναι συνήθως πιο σχηματικός, περισσότερο οξύς και πάντως κατ’ ανάγκη απλουστευτικός.
Όπως είχε επισημάνει ο Ιωάννης Μανωλεδάκης, «πρέπει να διακρίνουμε τη διαλεκτική ως μέθοδο για την ανεύρεση της αλήθειας από τη «διαλεκτική» σαν εριστική, σαν πολεμικό μέσο του λόγου, που ενδιαφέρει τη ρητορική και όχι την επιστήμη και τη φιλοσοφία. […] Η εριστική δεν ενδιαφέρεται για την εξακρίβωση της αλήθειας, αλλά και για την επιτυχία να πείσει κάποιον για κάτι που σε ορισμένη περίπτωση φαίνεται ωφέλιμο (λ.χ. στον κατηγορούμενο ή στον κατήγορο) …» Και ακόμη, «σφάλμα για την ολοκληρωμένη επιστημονική μέθοδο (για τη διαλεκτική μέθοδο) αποτελεί η οποιαδήποτε μονολιθικότητα και ο δογματισμός στην έρευνα»[14].
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εκφοράς γραπτού λόγου για επιστημονικά ζητήματα κατά τρόπο αχρείαστα δογματικό και με ύφος πολεμικό-ερειστικό και όχι επιστημονικό αποτελεί το λησμονημένο πολύτομο έργο του αείμνηστου Δημητρίου Βεζανή, με τον τίτλο «Γενική Πολιτειολογία». Ενδεικτικά μπορεί να σταχυολογήσει κανείς, από τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιούσε στη δεκαετία του 1950 ο πάλαι ποτέ τακτικός καθηγητής Γενικής Πολιτειολογίας και Συνταγματικού Δικαίου στην (τότε) Πάντειο Ανωτάτη Σχολή Πολιτικών Επιστημών και μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του «Εθνικιστικού Συνδέσμου», το απόφθεγμα του ότι η θεωρία του Harold Laski για το κράτος «αποτελεί προφανώς μωρίαν»[15]. Ακόμη ο ίδιος σχολίαζε ότι η ακολουθούμενη από τον Κωνσταντίνο Τσάτσο μέθοδος ορισμού της έννοιας του δικαίου «αποτελεί καθαράν αποτυχίαν, διότι […] παρεξηγεί…»[16]. Περαιτέρω έγραφε ότι «προκαλεί αληθώς πολλήν θυμηδίαν αλλά άμα και θλίψιν η υπ’ αριθ. 1899/1952 απόφασις του Συμβουλίου της Επικρατείας», επειδή «εκτρέπεται εις σειράν αστηρίκτων συλλογισμών οι οποίοι εκθέτουν την σοβαρότητα» του δικαστηρίου[17]. Το αποκορύφωμα όλων αυτών είναι οι αναλύσεις του Βεζανή για την «αντίστασιν κατά της βίας της κομμουνιστικής μειοψηφίας», όπου, αφού ανασκευάζει όσα (κατά την άποψή του) «πολλοί μωροί υπολαμβάνουν», καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «ή πρέπει η μειοψηφία αύτη να εξοντωθή και να παύση υπάρχουσα ή η Δημοκρατία θα πέση»[18].
Θα ήλπιζε κανείς ότι εκφράσεις όπως «μωρία», «μωροί» κλπ. ανήκουν στο εμφυλιοπολεμικό παρελθόν και όχι στην επιστημονικό διάλογο του 2022. Και όμως, διαβάζουμε και σήμερα, όπως εκτέθηκε, για «ιερόσυλους», για «μωρούς υποστηρικτές» και για «μωρές παρθένες», με την υπογραφή (ομότιμου) καθηγητή του συνταγματικού δικαίου. Και ακόμη, οι ίδιοι «μωροί» χαρακτηρίζονται και ως «ιδεοληπτικά άτομα», χωρίς ευτυχώς να προτείνεται τη φορά αυτή η εξόντωσή τους, ως μέσο απαλλαγής τους από τις ιδεοληψίες τους.
IV. Και η ανάγκη επιστημονικού διαλόγου
Κύριο νομοτεχνικό χαρακτηριστικό του Συντάγματος είναι η ελλειπτικότητα, αμφισημία και υπαινικτικότητα[19], αν όχι όλων, πάντως αρκετών και ιδιαίτερα σημαντικών διατάξεών του, με αποτέλεσμα εκείνες να είναι επιδεκτικές, ως ένα σημείο τουλάχιστον, περισσότερων και διαφορετικών μεταξύ τους «αναγνώσεων» (δηλ. ερμηνευτικών εκδοχών).
Κατεξοχήν στο συνταγματικό δίκαιο και σε ό,τι αφορά την ερμηνεία του Συντάγματος ισχύει επομένως το ρητό πως «δια της τριβής των ιδεών παράγεται ο σπινθήρ της αλήθειας». Τριβή των ιδεών, όχι των ανθρώπων. Η αμφισβήτηση της ορθότητας θεωρητικών γνωμών δεν συνιστά – και πάντως δεν πρέπει να συνιστά – αμφισβήτηση της επιστημονικής υπόστασης εκείνων στους οποίους ανήκει η πατρότητα (ή η μητρότητα) των γνωμών, όπως και η αμφισβήτηση της ευστοχίας νομολογιακών λύσεων δεν συνιστά απόπειρα υπονόμευσης του κύρους των δικαστηρίων. Πρέπει όλοι μας να μάθουμε να συμμετέχουμε στον επιστημονικό διάλογο χωρίς εμπάθεια, χωρίς προσωπικούς (και, πολύ περισσότερο, υβριστικούς) χαρακτηρισμούς και χωρίς ονειδισμούς. Τα πάθη βέβαια είναι ανθρώπινα και κατά καιρούς όλοι υποκύπτουμε στον πειρασμό των λεκτικών υπερβολών. Οι υπερβολές, όμως, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν προάγουν τον επιστημονικό διάλογο και ενίοτε εκφεύγουν των ορίων του.
Θα πρέπει εξάλλου να επισημανθεί ότι, πέρα από τα διάφορα άλλα ελλείμματα (δημοσιονομικό, εμπορικό κ.λπ.), η Ελλάδα αντιμετωπίζει έλλειμμα (όχι έλλειψη) επιστημονικού διαλόγου στο πεδίο του συνταγματικού δικαίου. Στο απώτερο παρελθόν το έλλειμμα τούτο οφειλόταν πρωτίστως στον μικρό αριθμό των θεραπόντων του κλάδου, αφού ως τα τέλη της δεκαετίας του 1920 υπήρχε μία μόνο Νομική Σχολή, σε συνδυασμό βέβαια και με το μοναρχικής εμπνεύσεως σύστημα της «έδρας». Έως την ίδρυση εξάλλου του (νέου) Συμβουλίου της Επικρατείας (το ομώνυμο συλλογικό όργανο της εποχής του Όθωνα είχε διαφορετική λειτουργία) και τα νομολογιακά ερεθίσματα ίσως δεν ήταν τόσο πλούσια όσο αργότερα. Οι πολιτικές και πολιτειακές αναταράξεις της περιόδου έως το 1974 ήταν μια περαιτέρω περιοριστική παράμετρος.
Ωστόσο, ακόμη και σήμερα, που όλα αυτά έχουν ξεπεραστεί, το έλλειμμα εξακολουθεί να υφίσταται σε κάποιον βαθμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σε αντίθεση π.χ. προς όσα συμβαίνουν στη Γερμανία, οι βιβλιοκρισίες για επιστημονικά βιβλία του κλάδου μας στην Ελλάδα γράφονται συνήθως κατά παράκληση του συγγραφέα και έχουν, ως επί το πλείστον, κυρίως περιγραφικό χαρακτήρα. Ακόμη και ο διάλογος μέσω παραπομπών σε επιστημονικές μελέτες δεν είναι στη χώρα μας τόσο ανεπτυγμένος όσο αλλού. Θυμάμαι μάλιστα ότι, στη μακρινή πια εποχή των φοιτητικών μου χρόνων, μια καθηγήτριά μας έλεγε ότι, εφόσον διαφωνούμε με κάποια άποψη άλλου συγγραφέα, δεν χρειάζεται καν να την παραπέμψουμε σε φοιτητικές εργασίες μας. Πιο ασφαλής είναι βέβαια η τακτική του να παραπέμπει κανείς κατά τρόπο ώστε να επιδεικνύει απλώς ότι γνωρίζει την ύπαρξη αντίθετης άποψης, αλλά χωρίς προσπάθεια ανασκευής της. Ενίοτε παρατηρείται πάντως ακόμη και το φαινόμενο της μη παραπομπής σε εργασίες που περιέχουν θέσεις παρόμοιες προς εκείνες του συγγραφέα και έχουν εμφανώς επηρεάσει τη σκέψη του/της. Στο άλλο άκρο βρίσκεται η περίπτωση του οξύτατα επικριτικού σχολιασμού αντίθετων απόψεων με ονειδιστικές ad personam αναφορές[20]. Η διαλεκτική διαδρομή από τη θέση στην αντίθεση και από εκεί στη σύνθεση[21] φαίνεται πως εξακολουθεί να παρουσιάζει ενίοτε κάποιες δυσκολίες.
Ελλειμματικός είναι όμως και ο διάλογος μεταξύ θεωρίας και νομολογίας στα πεδία του συνταγματικού και γενικότερα του δημοσίου δικαίου στη χώρα μας. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν παραπέμπει σε θεωρητικές γνώμες στο σκεπτικό των αποφάσεών του (σε αντίθεση προς ό,τι γίνεται σε πολλές αποφάσεις π.χ. του γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου) και την ίδια τακτική ακολουθεί κατά βάση και ο Άρειος Πάγος. Από την άλλη πλευρά, ο σχολιασμός της νομολογίας από τη θεωρία συχνά έχει ενημερωτικό μόνο χαρακτήρα. Οι κριτικές ή και επικριτικές σκέψεις δεν λείπουν βέβαια, αλλά γενικά έχω την εντύπωση πως η στάση της ελληνικής θεωρίας απέναντι στη νομολογία είναι περισσότερο κομφορμιστική από ό,τι σε άλλες χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης.
Συμπερασματικά μπορεί να υποστηριχθεί πως η ανάγκη αναβάθμισης του επιστημονικού διαλόγου στο πεδίο του συνταγματικού δικαίου στη χώρα μας είναι αισθητή. Εφόσον και καθόσον υπάρξει στο μέλλον, μια τέτοια αναβάθμιση θα μπορούσε να συμβάλει στην ενίσχυση της κανονιστικής ποιότητας του ίδιου του Συντάγματος.
Κώστας Χρυσόγονος
Καθηγητής Νομικής ΑΠΘ
Υποσημειώσεις:
[1] Α. ΜΑΝΙΤΑΚΗΣ, Οι ιερόσυλοι του ασύλου και οι μωροί υποστηρικτές τους, «Καθημερινή της Κυριακής», 5.3.2022.
[2] Βλ. Κ. ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΥ, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 3η έκδ. 2006, σ. 346, ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Να ιδρυθεί πανεπιστημιακή αστυνομία, «Το Βήμα της Κυριακής», 17.9.2006, ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Το Σύνταγμα και ο Ν.4009/2011 για τη δομή και λειτουργία των Α.Ε.Ι., 2011, σ. 8-13.
[3] Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ, Συνταγματικό Δίκαιο, τόμ. Α’, 4η έκδ. 1994, σ. 28.
[4] Βλ. Ε. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, 2η έκδ. 2008, σ. 281.
[5] Βλ. P. LABAND, Das Staatsrecht des deutschen Reiches, I, 5η έκδ. 1911, σ. ΙX.
[6] Bλ. H. TRIEPEL, Staatsrecht und Politik, 1927, passim, H. HELLER, Bemerkungen zur staats- und rechtstheoretischen Problematik der Gegenwart. AöR 55 (1929), σ. 321 επ.
[7] Βλ. F.C. v. SAVIGNY, System des heutigen römischen Rechts, 1, 1840, σ. 213 επ. Σχετικά με την εφαρμογή των μεθόδων αυτών στο συνταγματικό δίκαιο βλ. Φ. ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, Η Ερμηνεία του Συντάγματος, 1999, σ. 49 επ.
[8] Βλ. Κ. ΣΤΑΜΑΤΗ, Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων, 2009, σ. 382 επ., 437 επ.
[9] Πρβλ. Ρ. HÄBERLE, Verfassung als öffentlicher Prozess, 1978, σ. 63 επ., 73 επ.
[10] Σ. ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ, Η δυναμική ερμηνεία του Συντάγματος, 2014, ιδίως 177 επ. και passim.
[11] Bλ. P. HÄBERLE, Grundrechtsgeltung und Grundrechtsinterpretation im Verfassungstaat. Zugleich zur Rechtsvergleichung als „fünfter” Auslegungsmethode, Juristenzeitung 1989, σ. 916 επ., Μ. TUSHNET, Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων. Η συγκριτική άποψη, ελλ. μτφ. 2013, σ. 55 επ., M. ROSENFELD, Συνταγματική «μετανάστευση» και τα όρια της συγκριτικής ανάλυσης, ελλ. μτφ., σε: Τιμή Κασιμάτη, 2011, σ. 575 επ.
[12] Α. ΜΑΝΙΤΑΚΗΣ, Ερμηνεία του Συντάγματος και λειτουργία του πολιτεύματος, 1996, σ. 175-179.
[13] Α. ΜΑΝΙΤΑΚΗΣ, Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, Ι, 2004, σ. 368. Κατ’ άλλη άποψη πάντως, δεν νοείται ούτε καταργητικό, ούτε καν συμπληρωτικό ή συμπληρωματικό συνταγματικό έθιμο, βλ. αναλυτικότερα Κ. ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΥ, Συνταγματικό Δίκαιο, 2014 (με συνδρομή Σ. – Ι. ΚΟΥΤΝΑΤΖΗ), σ. 62 επ., με περαιτέρω ενδείξεις.
[14] Εισαγωγή στην Επιστήμη, 2η έκδ. 1979, σ. 112 και 126.
[15] Γενική Πολιτειολογία, μέρος Γ’, τεύχ. Α’, 2η έκδ. 1953, σ. 99.
[16] Ibid, σ. 103.
[17] Γενική Πολιτειολογία, μέρος Γ’, τεύχ. Β’, 2η έκδ. 1954, σ. 70.
[18] Γενική Πολιτειολογία, μέρος Α’, 3η έκδ. 1959, σ. 86-88.
[19] Ε. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ, Η ερμηνεία του Συντάγματος και τα όρια του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων 1994, 63.
[20] Βλ. ενδεικτικά Α. ΜΑΝΙΤΑΚΗ, Quod nullum est nullum producit effectum, ΝοΒ 1992, 8 επ.
[21] Βλ. Ι. ΜΑΝΩΛΕΔΑΚΗ, Εισαγωγή στην επιστήμη, ό.π., σ. 123.