Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Από την 24.09.2021 και μέχρι την 08.10.2021 έχει τεθεί σε δημόσια διαβούλευση νομοσχέδιο, με το οποίο προτείνονται, εκ νέου, πλείστες τροποποιήσεις στους νέους (ν) ΠΚ και ΚΠΔ, μόλις δύο έτη μετά τη θέση τους σε ισχύ· μερικές εκ των σημαντικότερων, αφορούν το έγκλημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων και θα εξετασθούν αμέσως κατωτέρω, συγκριτικά προς το νυν ισχύον, αλλά και το προϋφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς, καταλήγοντας σε μια συνολική κριτική αποτίμηση.
ΙΙ. Οι νυν ισχύουσες διατάξεις
Υπό το καθεστώς του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα και κατά τη βούληση του νομοθέτη, όπως τούτη αποτυπώθηκε στην Αιτιολογική Έκθεση ΣχΠΚ 2019, το αδίκημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων (και όχι απλώς “φημών”) συνιστά έγκλημα βλάβης, καθίσταται, δε, αξιόποινο όταν επιφέρει ορισμένα αποτελέσματα (έγκλημα αποτελέσματος). Ειδικότερα, από τη γραμματική ερμηνεία της διατάξεως του άρ. 191 παρ. 1 ΠΚ, προκύπτει εναργώς ότι απαιτείται να προκλήθηκε πράγματι φόβος σε αόριστο αριθμό ανθρώπων ή σε ορισμένο κύκλο ή κατηγορία προσώπων, οι οποίοι, εξαιτίας ακριβώς του φόβου τους, εξαναγκάζονται να προβούν σε μη προγραμματισμένες πράξεις ή σε ματαίωσή τους, οι οποίες, με τη σειρά τους, προκαλούν αιτιωδώς τον κίνδυνο να ζημιωθούν οι περιοριστικά αναφερόμενοι νευραλγικοί τομείς της κρατικής δράσης και υπόστασης (δηλ. η οικονομία, ο τουρισμός, η αμυντική ικανότητα της χώρας και οι διεθνείς σχέσεις).
Η αξιόποινη βλάβη συνίσταται στην ευθεία προσβολή της ικανότητας του κρατικού μηχανισμού να επιβάλει τη βούλησή του και να ελέγξει τον βλαπτόμενο τομέα της δημοσίας τάξεως, συνεπεία των αντιδράσεων των αποδεκτών των ψευδών ειδήσεων. Συνάγεται, επομένως, ότι για την πλήρωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος δεν επαρκεί η δυνατότητα επέλευσης κινδύνου (το αδίκημα απεκδύεται τη μορφή του εγκλήματος διακινδύνευσης που είχε υπό τον πΠΚ).
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η ψευδής είδηση απαιτείται να είναι πρόσφορη να προκαλέσει τον φόβο στους αποδέκτες της και, κατ’ επέκταση, την πραγμάτωση μη προγραμματισμένων πράξεων ή τη ματαίωση προγραμματισμένων. Η προσφορότητα αυτή συναρτάται με την αντικειμενική αντίθεση της είδησης στην πραγματικότητα και δεν κρίνεται επί τη βάσει της εντύπωσης του δράστη.
Ως προς την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ο ποινικός νομοθέτης δεν τιμωρεί μόνο την εκ δόλου, αλλά και την εξ αμελείας τέλεσή του. Έτσι, στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 191 ΠΚ τυποποιείται η εκ προθέσεως τέλεση του εγκλήματος, για τη στοιχειοθέτηση της οποίας αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος, ο οποίος πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως. Στη δεύτερη παράγραφο του ως άνω άρθρου ρυθμίζεται η εξ αμέλειας τέλεση, η οποία καταφάσκεται όταν, λόγω της έλλειψης προσοχής που όφειλε και μπορούσε να επιδείξει ο δράστης κατά τις περιστάσεις, είτε δεν προέβλεψε καθόλου το ενδεχόμενο οι ειδήσεις που διαδίδει/διασπείρει να είναι ψευδείς, είτε το προέβλεψε ως πιθανό, εντούτοις το αποδέχθηκε με την πεποίθηση ότι δεν θα επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα.
Τέλος, εκ μίας συγκριτικής εξέτασης της ισχύουσας διατάξεως του άρ. 191 παρ. 1 ΠΚ με την προϊσχύσασα, συνάγεται ότι η πρώτη καθίσταται προδήλως ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο και συνεπώς, εφαρμοστέα κατ’ άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ. Τούτο δε, κυρίως εν όψει του μειωμένου πλαισίου ποινής της νεότερης διατάξεως (φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή έναντι φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματικής ποινής, αντιστοίχως), σε συνδυασμό με την κατάργηση της επιβαρυντικής περίστασης που καθιέρωνε η κατ’ εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος,
ΙΙΙ. Οι αναθεωρήσεις που προτείνονται από το κατατεθέν προς δημόσια διαβούλευση νομοσχέδιο περί τροποποίησης του ΠΚ και του ΚΠΔ
Οι υπό εξέτασιν τροποποιήσεις που προτείνονται στο πλαίσιο του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου, σε σχέση με τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της διασποράς ψευδών ειδήσεων, είναι οι ακόλουθες:
- Η πρόκληση φόβου στους πολίτες παύει να αποτελεί αναγκαίο αποτέλεσμα της εγκληματικής ενέργειας της διασποράς ψευδών ειδήσεων, καθώς πλέον ο φόβος αυτός αρκεί να έχει τη μορφή και ενός δυνητικού κινδύνου. Κατά τούτο, το υπό εξέτασιν έγκλημα τρέπεται εκ νέου σε “δυνητικής διακινδύνευσης” (ομοίως, δηλ., με τον προϊσχύσαντα ΠΚ), διευρύνοντας το εφαρμοστικό πεδίο του.
- Πέραν της πρόκλησης φόβου στους πολίτες, το τιμωρητικό πλέγμα της νέας διάταξης επεκτείνεται με την προσθήκη και ενός ακόμη “αιτιατού” της διασποράς ψευδών ειδήσεων: του κλονισμού της εμπιστοσύνης του κοινού στη δημόσια τάξη.
- Από την έννοια της “δημόσιας τάξης” που προστατεύει η θέσπιση του εν λόγω αδικήματος, απαλείφονται οι (περιοριστικά αναφερόμενοι) τομείς του τουρισμού και των διεθνών σχέσεων και στη θέση τους προστίθεται εκείνος της δημόσιας υγείας.
- Για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος δεν απαιτείται ο κίνδυνος πρόκλησης ζημίας ως βλάβη της ως άνω ιδωμένης “δημόσιας τάξης”, αλλά αρκεί κάτι πολύ ευρύτερο, δηλαδή ο κλονισμός της εμπιστοσύνης του κοινού σε αυτήν.
- Στην προτεινόμενη νέα διάταξη απαλείφεται πλήρως το “βαρόμετρο αντικειμενικότητας” του αξιόποινου χαρακτήρα της διασποράς ψευδών ειδήσεων, δηλαδή ο εξαναγκασμός των δεκτών της είδησης να προβούν σε μη προγραμματισμένες πράξεις ή σε ματαίωσή τους.
- Αντιμετωπίζεται ως “εν τοις πράγμασιν συναυτουργός” σε κάθε περίπτωση διασποράς, ο πραγματικός ιδιοκτήτης ή εκδότης του μέσου διάδοσης των ψευδών ειδήσεων. Δεν μπορεί να παραγνωριστεί ότι η εν λόγω νομοθετική πρόταση οδηγεί στην καθιέρωση ex officio ποινικής ευθύνης, στον βωμό της γενικοπροληπτικής λειτουργίας της ποινής.
- Η τιμώρηση της βασικής μορφής του αδικήματος αυστηροποιείται, καθώς αντί της φυλάκισης (από 10 ημέρες) έως τρία έτη ή, διαζευκτικά, της χρηματικής ποινής, προτείνεται η φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών (δυνάμενη να φθάσει έως και τα πέντε έτη) και χρηματική ποινή σωρευτικά επιβαλλόμενη.
- Προτείνεται διακεκριμένη παραλλαγή σε περίπτωση επανειλημμένης τέλεσης του αδικήματος, όπου αυξάνεται το minimum του πλαισίου ποινής από τρεις σε έξι μήνες φυλάκισης, παραμένει, δε, η σωρευτική επιβολή χρηματικής ποινής.
- Τέλος, σε ό,τι αφορά την εξ αμελείας τέλεση του αδικήματος, προτείνεται η δυνατότητα επιβολής είτε στερητικής της ελευθερίας ποινής (φυλάκιση από δέκα ημέρες έως έναν μήνα) είτε χρηματικής ποινής, τη στιγμή που σήμερα η διάζευξη μεταξύ των επαπειλούμενων κυρίων ποινών αφορά τη χρηματική ποινή και την παροχή κοινωφελούς εργασίας.
IV. Κριτική αποτίμηση
Εν όψει των ανωτέρω επισημάνσεων είναι, κατ’ αρχήν, αξιοσημείωτες οι παλινωδίες του ποινικού νομοθέτη, καθόσον δύο σχεδόν έτη μετά τη θέση σε ισχύ του νΠΚ προτείνεται η νομοτυπική μορφή του αδικήματος της διασποράς ψευδών ειδήσεων να επιστρέψει στο μοντέλο που ίσχυε υπό τον πΠΚ και στις στρεβλώσεις που τότε είχαν παρατηρηθεί. Εάν πράγματι η προτεινόμενη ρύθμιση υιοθετηθεί ως έχει, αναμένεται να τεθεί εκ νέου επί τάπητος το ζήτημα της παραβιάσεως της ελευθερίας της πληροφόρησης, όπως τούτη αποτυπώνεται στο άρ. 11 παρ. 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, ως επιμέρους έκφανση της ελευθερίας της έκφρασης, καθώς και από τον συνδυασμό των άρ. 14 και 5 του Συντάγματος. Και τούτο, διότι, με την απάλειψη των αντικειμενικών κριτηρίων της ζημίας στη δημόσια τάξη, το τιμωρητικό εύρος της προτεινόμενης διάταξης καθίσταται ασαφές και η αξιόποινη συμπεριφορά μη διυποκειμενικά ελέγξιμη, εν όψει της επανεισαγωγής ευρύτατων όρων στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος (όπως, λ.χ., του κινδύνου κλονισμού της εμπιστοσύνης του κοινού στη δημόσια τάξη).
Ιδιαίτερα σε σχέση με την προσθήκη της “δημόσιας υγείας” μεταξύ των τομέων της δημόσιας τάξης που επιχειρεί να προστατεύσει η προτεινόμενη διάταξη, πλείστοι προβληματισμοί ανακύπτουν περί της ορθότητας της εν λόγω νομοθετικής επιλογής. Κατ’ αρχάς, ο όρος “δημόσια υγεία” συναρτάται κυρίως με την ιατρική επιστήμη και τα πορίσματά της, στο πλαίσιο της οποίας η πολυφωνία και οι επιστημονικές διχογνωμίες είναι σύνηθες φαινόμενο, ακόμη και όταν πρόκειται για κάποιο πολύ συγκεκριμένο ζήτημα. Επί παραδείγματι, αναφέρονται το ενδεχόμενο αντικρουόμενων αποτελεσμάτων μελετών περί της επικινδυνότητας, των συνεπειών, του βαθμού θνητότητας ή μεταδοτικότητας κάποιας ασθένειας. Το δεδομένο αυτό, σε συνάρτηση με το ότι η έννοια της “είδησης” κείται μεταξύ ενός ισχυρισμού και ενός γεγονότος (δεν είναι καθ’ εαυτή γεγονός, αλλά ανακοίνωση γεγονότος), καθιστά ιδιαίτερα δυσχερή τη διαπίστωση ότι μια διαδιδόμενη είδηση που αφορά την ιατρική επιστήμη και συνακόλουθα, τη δημόσια υγεία, είναι ψευδής, για να εξετασθεί με ασφάλεια το εάν εμπίπτει στο τιμωρητικό πλέγμα του εγκλήματος της διασποράς ψευδών ειδήσεων, ως προτείνεται να διαμορφωθεί από το εξεταζόμενο νομοσχέδιο. Συνεπώς, τίθεται υπό αμφισβήτηση εάν η προτεινόμενη ποινική διάταξη έχει τον απαιτούμενο αποσπασματικό χαρακτήρα και κατ’ επέκταση, πληροί τους όρους της “lex certa” που πρέπει να πληροί ο ποινικός νόμος, επί τη βάσει του άρ. 7 του Συντάγματος.
Περαιτέρω, σε σχέση με την προσθήκη περί προστασίας της δημόσιας υγείας που, κατά την “Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης” που συνοδεύει το προς διαβούλευση νομοσχέδιο, αφορμάται από την πανδημία του κορωνοϊού COVID-19, θα πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Υπό τον ήδη ισχύοντα ΠΚ και δη από τον συνδυασμό των άρθρων 285 (παραβίαση των διατεταγμένων μέτρων για την πρόληψη ασθενειών) και 184 (διέγερση σε διάπραξη εγκλημάτων), είναι ήδη αξιόποινες οι δημόσιες ή μέσω διαδικτύου προτροπές προς τους πολίτες να προβούν στην παραβίαση των διατεταγμένων μέτρων πρόληψης μεταδοτικών ασθενειών, όπως ο κορωνοϊός COVID-19. Υπ’ αυτό το δεδομένο, η επέκταση του αξιοποίνου σε πράξεις που κείνται εκτός του προστατευτικού εύρους του άρ. 184 σε συνδυασμό με το άρ. 285, θέτει ζητήματα εγκαθίδρυσης φρονηματικού αδίκου, καθώς η προτεινόμενη νομοτυπική μορφή της διασποράς ψευδών ειδήσεων τιμωρεί συμπεριφορές που δεν φαίνεται να βλάπτουν ευθέως, παρά δυνητικά, εμμέσως και δυσδιάκριτα τη δημόσια υγεία, μέσω της άκρως γενικόλογης για ποινικό νόμο, “δυνατότητας πρόκλησης ανησυχίας και πανικού” στους πολίτες.
Για την εξαγωγή των τελικών συμπερασμάτων, τα αμέσως προαναφερόμενα θα πρέπει να εξετασθούν συνδυαστικά με τα εξής: Αφενός μεν (α) με την τιμώρηση του δράστη και σε περίπτωση που εξ αμελείας διέδωσε ψευδείς ειδήσεις που αφορούν τη δημόσια υγεία, αφετέρου δε (β) με το ότι οι ιδιοκτήτες των μέσων διάδοσης, για να αποφύγουν την προτεινόμενη αντικειμενική ευθύνη τους, θα χρησιμοποιήσουν “λέξεις κλειδιά” (keywords) βάσει των οποίων θα τεθεί, ενδεχομένως, ένας γενικός προληπτικός φραγμός σε οποιαδήποτε δημοσίευση αφορά τη συγκεκριμένη θεματική (της δημόσιας υγείας).
Υπό το βάρος των ανωτέρω συνισταμένων, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις στο άρ. 191 ΠΚ προβάλλουν ατελέσφορες, καθώς οδηγούν στον υπέρμετρο περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης των πολιτών και περιορίζουν το δικαίωμα πληροφόρησης, καθιστώντας “ανέγγιχτα” πάσης φύσεως ζητήματα που άπτονται νευραλγικών τομέων της κοινωνικής ζωής, όπως η δημόσια υγεία, και θέτοντας στο “απυρόβλητο” τους οικείους θεσμούς και φορείς της Πολιτείας.
Τέλος, δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι οι προτεινόμενες τροποποιήσεις φαίνεται να απάδουν προς την εκπλήρωση ακόμη και του βασικού σκοπού τους, δηλ. την ομαλή και φιλειρηνική διαβίωση των πολιτών. Και τούτο, διότι, ελλείψει εποπτεύοντος οργάνου, οι ευρύτατες διατυπώσεις των προτεινόμενων διατάξεων θα καταστήσουν τους ίδιους τους πολίτες “θεματοφύλακες” της εμπιστοσύνης τους στη δημόσια τάξη, οδηγώντας στην καταμήνυση συμπεριφορών, με βαρόμετρο την ευκολία που προκαλείται φόβος ή ανησυχία στον κάθε πολίτη-μηνυτή και δέκτη μιας είδησης. Τούτο είναι προφανές ότι δύναται να επιφέρει τα ακριβώς αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, οδηγώντας σε όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ των πολιτών, σε πόλωση και εντέλει σε κοινωνική αναταραχή, αλλά και υπέρμετρη αύξηση των ποινικών δικογραφιών που θα σχετίζονται με το έγκλημα του άρ. 191 ΠΚ.
Κωνσταντίνος Κακαβούλης
Δικηγόρος – Υπ. Δ.Ν., Μ.Δ.Ε., LL.M.