Ι. Εισαγωγή
Η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών αποτελούσε ανέκαθεν αντικείμενο έντονου διαλόγου και αντιπαραθέσεων. Η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας 1748/2022 και η Γνωμοδότηση 2/2022 της ΑΠΔΠΧ αναφορικά με την απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών αποδεικνύουν περίτρανα ότι δεν έχει βρεθεί ακόμα η λυδία λίθος. Στο πλαίσιο της παρούσης εισηγήσεως θα εκφρασθούν κάποιες σκέψεις με αφορμή την πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και τη Γνωμοδότηση της ΑΠΔΠΧ, χωρίς να γίνεται απόπειρα εξαντλητικής αναλύσεως της δικαστικής αποφάσεως και της γνωμοδοτήσεως της ΑΠΔΠΧ.
ΙΙ. Η Απόφαση 1748/2022 του ΣτΕ και η Γνωμοδότηση 2/2022 της ΑΠΔΠΧ
Σύμφωνα με την Απόφαση 1478/2022 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, έγινε δεκτή αίτηση ακυρώσεως γονέων, με την οποία ζητούσαν την ακύρωση της 61178/ΓΔ4/28.5.2021 κοινής αποφάσεως της Υπουργού και της Υφυπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων (Β΄ 2005), καθ’ ο μέρος με αυτή ρυθμίζεται η απαλλαγή των μαθητών/μαθητριών από το μάθημα των Θρησκευτικών. Ο λόγος της ακυρότητας ήταν ότι η μη παροχή γνώμης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνιστά παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας.
Δυνάμει της Γνωμοδοτήσεως 2/2022 της ΑΠΔΠΧ, η σύμφωνη με το ισχύον ελληνικό Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, μορφή ασκήσεως του δικαιώματος απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών, είναι μια δήλωση των ενδιαφερομένων γονέων ή μαθητών, συμπεριλαμβανομένων και των Χριστιανών Ορθοδόξων που τυχόν το επιθυμούν, στην οποία θα πρέπει να αναφέρεται απλώς ότι «Λόγοι συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή (μου ή του παιδιού μου) στο μάθημα των θρησκευτικών». Με διαφορετική διατύπωση, αυτό συνεπάγεται ότι απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών μπορούν να δηλώνουν και οι Χριστιανοί Ορθόδοξοι.
ΙΙΙ. Προβληματισμοί
- Η ΑΠΔΠΧ γνωμάτευσε επί του θέματος προς συμμόρφωση με την Απόφαση του ΣτΕ 1748/2022, η οποία έκρινε ότι η Γνωμοδότησή της πριν από την έκδοσή της Υπουργικής Αποφάσεως απαιτείται ως ουσιώδης τύπος, η έλλειψη του οποίου οδηγεί σε ακύρωση της πράξεως. Επομένως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως απαιτείτο, ως ουσιώδης τύπος της διαδικασίας (άρθρο 48 π.δ/τος 18/1989), η παροχή γνώμης της Αρχής.[1] Βεβαίως, η κρίση για τον χαρακτήρα του τύπου ως ουσιώδους ανήκει στον ίδιο τον δικαστή,[2] ο οποίος και την έκανε. Για λόγους διοικητικής αποτελεσματικότητας,[3] δεν συνιστά λόγο ακυρώσεως κάθε παράβαση των κανόνων της διαδικασίας, αλλά μόνον η παράλειψη των ενεργειών που είναι ουσιώδεις.[4] Κριτήρια για τον σχηματισμό της κρίσεως ως ουσιώδους τύπου είναι α) η σημασία που έχει η διαδικαστική ενέργεια για την προστασία του διοικουμένου, την καλή λειτουργία της διοικήσεως και τον δικαστικό έλεγχο της πράξεως και β) η επιρροή της παραλείψεως του τύπου στη ρύθμιση που θεσπίζεται με την πράξη.[5] Η δικαιολογητική βάση της υποχρεώσεως τηρήσεως ουσιώδους τύπου είναι η προφύλαξη της διοικήσεως από αβασάνιστες αποφάσεις.[6] Ο χαρακτηρισμός της παροχής γνώμης ως ουσιώδους τύπου της διαδικασίας δεν είναι άμοιρος προβληματισμού. Πέραν του ότι διευρύνεται η έννοια του ουσιώδους τύπου, εκφράζεται η ανησυχία ότι η υποχρεωτική παροχή γνώμης εκ μέρους της ΑΠΔΠΧ για οποιαδήποτε πράξη δύναται να οδηγήσει σε μεγάλες καθυστερήσεις της νομοπαραγωγικής διαδικασίας. H προστασία προσωπικών δεδομένων αγγίζει κάθε πτυχή του σύγχρονου εννόμου βίου και αν για κάθε κανονιστική πράξη απαιτείται η παροχή γνώμης της Αρχής, το βάρος θα καταστεί ανυπέρβλητο, θα προκληθεί μεγάλη ανασφάλεια δικαίου και κίνδυνος ακυρότητας πληθώρας αποφάσεων. Σημειωτέον ότι ο αυτοπεριορισμός του ΣτΕ (σκ. 15) ότι ο ουσιώδης τύπος αφορά στα δεδομένα ειδικής κατηγορίας (ευαίσθητα) δεν είναι ασφαλής, καθώς εξαιρεί τα τραπεζικά δεδομένα, τα φορολογικά κ.ο.κ., τα οποία δυνάμει του άρθρου 9 παρ. 1 ΓΚΠΔ δεν ανήκουν στις ειδικές κατηγορίες δεδομένων.
- Περαιτέρω, η υποχρεωτικότητα της γνώμης της Αρχής δύναται να οδηγήσει σε μετακύλιση της ευθύνης λήψεως αποφάσεων σε αρχές που δεν εντάσσονται στην ιεραρχική πυραμίδα και τοποθετούνται μακριά από τους μηχανισμούς αποδόσεως πολιτικής ευθύνης.[7] Επίσης, η θέση του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με την παροχή γνώμης της Αρχής δύναται να δημιουργήσει την πεπλανημένη εντύπωση ότι το Δικαστήριο μετακυλίει το βάρος μιας δύσκολης αποφάσεως ή ακόμα και το βάρος της αλλαγής ή και εξελίξεως της πρότερης νομολογίας του[8] στην ΑΠΔΠΧ, καθιστώντας την κατά κάποιο τρόπο σε Αρχή γενικής εφαρμογής των ατομικών δικαιωμάτων. Και αν η ΑΠΔΠΧ διαφοροποιηθεί από την προηγούμενη νομολογία του Δικαστηρίου, όπερ και έγινε, ποια θα πρέπει να είναι η θέση της διοικήσεως; Η απάντηση είναι να συμμορφωθεί με την απόφαση του ΣτΕ. Αλλά με ποια απόφαση; Αυτή που παραπέμπει στην ΑΠΔΠΧ ή την πρότερη νομολογία του,[9] στην οποία έκρινε ad hoc επί του ζητήματος;
- Η δυνατότητα απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών για λόγους συνειδήσεως σε όλους δύναται να ανοίξει τον ασκό του Αιόλου και να οδηγήσει σε αίτημα απαλλαγής και από άλλα μαθήματα. Ποιος θα εμποδίσει έναν γονέα να ζητήσει για λόγους συνειδήσεως την απαλλαγή από την ενότητα ενός μαθήματος στο οποίο διδάσκεται η θεωρία εξελίξεως του Δαρβίνου; Σε αυτό το πλαίσιο αναδύεται το ερώτημα αν το ΣτΕ μπορεί να ελέγχει με παρόμοια ερμηνευτική προσέγγιση το πρόγραμμα όλων των μαθημάτων που συνδέονται με την ανάπτυξη της εθνικής συνειδήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 16 παρ. 2 Σ ως σκοπός της εκπαιδεύσεως, όπως και η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως.[10] Υπό το φως αυτής της νομολογίας, θα μπορούσαν να προσβληθούν με αίτηση ακυρώσεως λόγοι σχετικοί με την απουσία, υποβάθμιση ή εσφαλμένη προσέγγιση της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς στα φιλολογικά και ιστορικά λ.χ. μαθήματα.[11] Με τον ίδιο τρόπο ιστορικές αναφορές που οδηγούν σε «γενοκτονία της μνήμης»[12] θα μπορούσαν να έχουν όμοια έκβαση.
ΙV. Πρόταση
Ο δρόμος είναι μακρύς και δύσβατος. Μακάρι το Δικαστήριο να είχε επιδείξει μεγαλύτερη τόλμη προκρίνοντας ένα εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα μάθημα Θρησκευτικών με έμφαση στην ελληνορθόδοξη χριστιανική παράδοση και εμπλουτισμένο με πολλά στοιχεία θρησκειολογίας. Μακάρι η τόλμη αυτή να φανερωθεί ως αυτονόητη πολύ σύντομα, σε πιο ώριμες εποχές που δεν θα αμφισβητούν τη σημασία της Ελληνορθόδοξης Χριστιανικής παραδόσεως, αλλά και δεν θα φοβούνται να την αντιπαραβάλλουν με την ετερότητα τους ανήσυχους εφήβους που βιώνουν έντονες ψυχολογικές μεταβολές,[13] και συγκρούονται με υπαρξιακές εμπειρίες και αξίες που αντιπροσωπεύονται από θεσμούς, κοινωνικές συμβάσεις ή το συλλογικό ασυνείδητο.[14] Μόνο μέσα από το διάλογο με την ετερότητα διαπλάθεται η ώριμη και συμβάλλουσα στην ανάπτυξη της προσωπικότητας θρησκευτική συνείδηση. [15]
Η συζήτηση δεν θα πρέπει να αποσυνδεθεί από τη σημασία της θρησκευτικής παιδείας, γενικότερα, και τη χρησιμότητα αυτής στην κατανόηση τόσο του ελληνικού όσο και του ευρωπαϊκού πολιτισμού.[16] Όποιος ζει και κυρίως φοιτά σε σχολείο εντός της ελληνικής επικράτειας οφείλει να γνωρίζει ορισμένα δομικά χαρακτηριστικά της διαπλάσεως του ελληνικού έθνους.[17] Κλασική περίπτωση είναι η ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, οι εορτές της Ορθοδοξίας, η πίστη των Ορθοδόξων, οι βάσεις της ελληνοχριστιανικής αγωγής, η κατασκευή των εικόνων κ.ο.κ.[18] Περαιτέρω, οφείλει να γνωρίζει τις βάσεις του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ο οποίος στηρίζεται εν πολλοίς και στη χριστιανική παράδοση. Η απαιτούμενη θρησκευτική γνώση οδηγεί στην κατανόηση της τέχνης, αλλά και της στάσεως ζωής των ανθρώπων. Η πλειονότητα της τέχνης στηρίζεται σε θεολογικές παραγγελίες. Για παράδειγμα ο «Nabucco» του Verdi (σύντμηση του «Ναβουχοδονόσορας») στηρίζεται στη βιβλική ιστορία. Οι μέγιστοι των Ελλήνων συνθετών Μάνος Χατζηδάκης και Μίκης Θεοδωράκης έχουν επηρεασθεί βαθύτατα από τα τροπάρια της Μεγάλης Εβδομάδος. Η βυζαντινή υμνωδία συναντάται στο έργο τους. Η συμπεριφορά άλλων εθνών μπορεί να εξηγηθεί, επίσης, επί τη βάσει των θρησκευτικών τους παραδόσεων. Κλασικό παράδειγμα είναι η εμμονή στην τήρηση του κανόνα και την αποταμίευση από τους Προτεστάντες, το απεχθές της εκτρώσεως από τους Καθολικούς κ.ο.κ. Για να κατανοήσουμε αυτές τις συμπεριφορές πρέπει να έχουμε γνωρίσει το θεολογικό υπόβαθρο των λαών αυτών. Σπουδαίου ζωγράφοι, όπως ο Τσαρούχης και ο Εγγονόπουλος, ήταν μαθητές του Φώτη Κόντογλου, και μέσω αυτού γνώρισαν τη βυζαντινή τέχνη.[19] Αυτές είναι απαραίτητες γνώσεις, αντίστοιχες με τις ιστορικές, μαθηματικές και φιλολογικές. Από αυτές τις γνώσεις, εάν δοθούν με αντικειμενικό και κριτικό τρόπο, δεν πρέπει να νομιμοποιείται να απαλλαγεί κανείς. Είναι αυτονόητο ότι ένας Ιταλός με ιταλική εθνική συνείδηση, ένας Γερμανός με γερμανική εθνική συνείδηση δεν μπορεί να ζητήσει στο ελληνικό σχολείο την απαλλαγή του από το μάθημα της Ιστορίας ή της Γεωγραφίας, ώστε να διδαχθεί την αντίστοιχη ιταλική ιστορία για λόγους συνειδήσεως.[20] Περαιτέρω, η γνώση και η ερμηνεία της Βίβλου μπορεί επίσης να είναι οδηγός μας για την ερμηνεία άλλων επιστημών. Για παράδειγμα η Ερμηνευτική, κλάδος της οποίας είναι και η Ερμηνευτική του Συντάγματος, έχει ως αφετηρία την ερμηνεία του Ομήρου και παλαιοδιαθηκικών κειμένων. Η πολιτική θεολογία του Καρλ Σμιτ στηρίζεται σε θρησκευτικές βάσεις. Ως εκ τούτου, οι μαθητές δεν πρέπει να «απαλλάσσονται» από γνώσεις που είναι απαραίτητες για όλους όσοι διαμένουν εντός της ελληνικής επικράτειας, προκειμένου να γνωρίσουν τόσο τους εαυτούς τους όσο και τους άλλους. Σε αυτή την κατεύθυνση, το μάθημα των Θρησκευτικών μπορεί να εμπνευσθεί ως ένα υποχρεωτικό για όλους εγκυκλοπαιδικό μάθημα με πρωταρχικό περιεχόμενο την ιστορία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και την ιστορία της Εκκλησίας (όχι ως μυθολογία), με χριστιανικό πραγματολογικό περιεχόμενο, χωρίς ομολογιακό ή κατηχητικό χαρακτήρα. Αυτή την κατεύθυνση υιοθετεί η πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών.[21] Θα πρέπει να υιοθετηθεί μια αντικειμενική προσέγγιση του θρησκευτικού φαινομένου με έμφαση, από ποσοτική άποψη, στην επικρατούσα θρησκεία και τον Χριστιανισμό, αλλά και με άνοιγμα τουλάχιστον στις μη χριστιανικές μονοθεϊστικές θρησκείες.[22] Σε αυτή την κατεύθυνση όραμά μας πρέπει να είναι ένα σύγχρονο, πλουραλιστικό και ελκυστικό μάθημα Θρησκευτικών, που κερδίζει την προσοχή του μαθητή, που αναπτύσσει την προσωπικότητά του και την κριτική του σκέψη, με έντονα θρησκειολογικά στοιχεία αλλά που δεν μπορεί να μην έχει χριστιανικό και ορθόδοξο περιεχόμενο.[23] Και το μάθημα αυτό πρέπει να είναι υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές που μένουν στην Ελλάδα, καθώς οφείλουν να γνωρίζουν τον δυναμικό ρόλο που διαδραματίζει η Ορθοδοξία στην ιστορία του ελληνικού έθνους, αλλά και ο Χριστιανισμός εν γένει στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Το σχολείο δεν έχει σκοπό μόνο τη μετάδοση γνώσεων ή τη χρησιμοθηρίας και τον ωφελιμισμό, αλλά πρωτίστως τη διάπλαση της ανθρώπινης προσωπικότητας που σημαντικότατη συμβολή σε αυτό οφείλει να έχει το μάθημα των Θρησκευτικών.[24] Πέραν αυτού του υποχρεωτικού κορμού, η πολιτεία οφείλει να προσθέτει στο πλαίσιο αναπτύξεως της θρησκευτικής συνειδήσεως εκπαιδευτικές δραστηριότητες με επιλογή ανάμεσα στον ομολογιακό ή αμιγώς θρησκειολογικό χαρακτήρα. Το μάθημα δεν πρέπει να είναι κατήχηση, καθώς αυτό είναι αποστολή της Εκκλησίας που δεν πρέπει να την εμπιστευθεί σε κανέναν άλλον.[25]
V. Αντί επιλόγου
Σε ένα τόσο κοινωνικά και ηθικά διαφιλονικούμενο ζήτημα, όπως είναι η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών, που διχάζει την κοινωνία και η απάντηση στο οποίο είναι περισσότερο αποτέλεσμα φιλοσοφικών, ιδεολογικών, θρησκευτικών και ηθικών αντιλήψεων και όχι μόνο νομικής επιχειρηματολογίας με βάση το κείμενο του Συντάγματος η προτεραιότητα λήψεως της αποφάσεως ανήκει κατά κύριο λόγο στον δημοκρατικά εκλεγμένο νομοθέτη, ενώ αντίστοιχα η ερμηνευτική αρμοδιότητα του δικαστή πρέπει να περιορίζεται με αυστηρά νομικά κριτήρια στον έλεγχο των άκρων ορίων της νομοθετικής επιλογής,[26] χωρίς να υπερβαίνει τον ρόλο του ως ακυρωτικού δικαστή.[27] Ο δικαστής οφείλει να αυτοπεριορίζεται, καθώς κινδυνεύει να αναγάγει μια ιδεολογική και πολιτική επιλογή του δημοκρατικά εκλεγμένου νομοθέτη «είτε σε συνταγματική αναγκαιότητα είτε σε κατά συνταγματική επιταγή αποκλειόμενη επιλογή».[28] Υπ’ αυτή την εκδοχή, «ο κοινός νομοθέτης σε κοινωνικά επίμαχα θέματα διαθέτει ένα ευρύ πλαίσιο διαφορετικών πολιτικών επιλογών, καμία από τις οποίες δεν μπορεί να εκληφθεί ως η μόνη συνταγματικά συνεπής»,[29] καθώς υπάρχει δυνατότητα επιλογής.
Φερενίκη Παναγοπούλου
Επικ. Καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου
Δ.Ν. (Humboldt), M.P.H. (Ηarvard), Μ.Δ.Ε. (Ε.Κ.Π.Α.)
Υποσημειώσεις:
[1] Σύμφωνα με το άρθρο 36 παρ. 4 του ΓΚΠΔ υπό τον τίτλο “Προηγούμενη Διαβούλευση”, «Τα κράτη μέλη ζητούν τη γνώμη της εποπτικής αρχής κατά την εκπόνηση προτάσεων νομοθετικών μέτρων προς θέσπιση από τα εθνικά κοινοβούλια ή κανονιστικών μέτρων που βασίζονται σε τέτοια νομοθετικά μέτρα, τα οποία αφορούν την επεξεργασία». Περαιτέρω, στο άρθρο 57, παρ. 1, στοιχ. κβ΄ ΓΚΠΔ υπό τον τίτλο “Καθήκοντα” ορίζεται ότι: « Με την επιφύλαξη των άλλων καθηκόντων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, κάθε εποπτική αρχή στο έδαφός της: α) … … κβ) εκπληρώνει κάθε άλλο καθήκον σχετικό με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα». Στο άρθρο 58 παρ. 3 στοιχ. α΄ και β΄ ΓΚΠΔ υπό τον τίτλο τίτλο “Εξουσίες” ορίζεται ότι: «Κάθε αρχή ελέγχου διαθέτει όλες τις ακόλουθες αδειοδοτικές και συμβουλευτικές εξουσίες: α) να παρέχει συμβουλές στον υπεύθυνο επεξεργασίας σύμφωνα με τη διαδικασία προηγούμενης διαβούλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 36, β) να εκδίδει, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος, γνώμες προς το εθνικό κοινοβούλιο, την κυβέρνηση του κράτους μέλους ή, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους, προς άλλα όργανα και οργανισμούς, καθώς και προς το κοινό, για κάθε θέμα το οποίο σχετίζεται με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, γ) …». Σύμφωνα με αιτιολογική σκέψη 96 του ΓΚΠΔ «διαβούλευση με την εποπτική αρχή θα πρέπει επίσης να πραγματοποιείται κατά την εκπόνηση ενός νομοθετικού ή κανονιστικού μέτρου που προβλέπει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, προκειμένου να διασφαλίζεται η συμμόρφωση της σχεδιαζόμενης επεξεργασίας προς τον παρόντα κανονισμό και, ιδίως, να μετριάζονται οι κίνδυνοι για το υποκείμενο των δεδομένων». Ακολούθως, στο άρθρο 9 του ν. 4624/2019, ορίζεται ότι: «Η εποπτεία της εφαρμογής των διατάξεων του ΓΚΠΔ, του παρόντος και άλλων ρυθμίσεων που αφορούν την προστασία του ατόμου έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην Ελληνική Επικράτεια ασκείται από την Αρχή που έχει συσταθεί με τον ν. 2472/1997 (Α’ 50). Η Αρχή αποτελεί ανεξάρτητη δημόσια αρχή κατά το άρθρο 9Α του Συντάγματος και εδρεύει στην Αθήνα» και στο άρθρο 13 με τον τίτλο “Καθήκοντα της αρχής” ορίζεται ότι: «1. Επιπλέον των καθηκόντων της δυνάμει του άρθρου 57 του ΓΚΠΔ, η Αρχή: α) … γ) παρέχει γνώμη για κάθε ρύθμιση που πρόκειται να περιληφθεί σε νόμο ή σε κανονιστική πράξη, η οποία αφορά επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η διαβούλευση πραγματοποιείται κατά το στάδιο εκπόνησης της ρύθμισης σε χρόνο και με τρόπο που καθιστά εφικτή την έγκαιρη διατύπωση γνώμης από την Αρχή και τη σχετική διαβούλευση επί του περιεχομένου του σχεδίου ρύθμισης, δ) …».
[2] Βλ. Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλο, Διοικητικό Δίκαιο, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Τόμος Ι, Έκδοση 15η, Αθήνα 2017, σ. αρ. περιθ. 500.
[3] Βλ. Πάνο Λαζαράτο, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2013, αρ. περιθ. 725.
[4] Βλ. Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλο, Διοικητικό Δίκαιο, όπ. ανωτ., αρ. περιθ. 500.
[5] Βλ. Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλο, Διοικητικό Δίκαιο, όπ. ανωτ., αρ. περιθ. 500.
[6] Βλ. Δημήτριο Ι. Κόρσο, Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2010, σ. 212.
[7] Βλ. Φερενίκη Παναγοπούλου, Ζητήματα συνταγματικότητος των ανεξαρτήτων αρχών στις Η.Π.Α.-Οι προεκτάσεις τους στην ελληνική έννομη τάξη, σε: Εταιρεία Διοικητικών Μελετών, Πεπραγμένα 1992-2003, Αθήνα 2004, σ. 95 επ. (137).
[8] Σύμφωνα με την Απόφαση ΣτΕ 1479/2019, η δήλωση απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών πρέπει να έχει το εξής περιεχόμενο: «Λόγοι θρησκευτικής συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή (μου ή του παιδιού μου) στο μάθημα των θρησκευτικών».
[9] Βλ. ενδεικτ. ΣτΕ 660/2018, 926/2018, 1749-1750/2020.
[10] Βλ. Ευάγγελο Βενιζέλο, Η αμφιθυμία της πρόσφατης νομολογίας γύρω από τη θρησκευτική ελευθερία και το μάθημα των Θρησκευτικών, Ο εσωτερικός διάλογος στο Σ.τ.Ε. και οι αποκλίσεις από τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., Νομοκανονικά 2020, σ. 19 επ. (29).
[11] Βλ. Ευάγγελο Βενιζέλο, Η αμφιθυμία της πρόσφατης νομολογίας γύρω από τη θρησκευτική ελευθερία και το μάθημα των Θρησκευτικών, Ο εσωτερικός διάλογος στο Σ.τ.Ε. και οι αποκλίσεις από τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., όπ. ανωτ., σ. 29-30.
[12] Πρβλ. Σταύρο Γιαγκάζογλου, Παλινωδίες και αδιέξοδα στη θρησκευτική εκπαίδευση, Νομοκανονικά 2020, σ. 69 επ. (75).
[13] Βλ. Κωνσταντίνο Ι. Κορναράκη, Παιδεία Κυρίου. Ο οντολογικός χαρακτήρας και η διαλεκτική φύση του παιδαγωγικού έργου κατά τους Τρεις Ιεράρχες, σε: του ιδίου, Ο Άνθρωπος απέναντι στην εικόνα του, Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2011, σ. 305 επ. (326).
[14] Βλ. Κωνσταντίνο Ι. Κορναράκη, Ο μυστικός και αποκαλυπτικός χαρακτήρας του συμβόλου κατά τη θεώρηση του χριστιανικού παιδαγωγικού ιδεώδους, σε: του ιδίου, Ο Άνθρωπος απέναντι στην εικόνα του, Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2011, σ. 365 επ. (369).
[15] Βλ. Φερενίκη Παναγοπούλου-Κουτνατζή, Οι σύγχρονες περιπέτειες της διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών. Mια ηθικο-συνταγματική προσέγγιση, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2021, σ. 139.
[16] Βλ. Παναγιώτα Β. Μούρκου, Η απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών υπό το φως της
νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σε: Εταιρεία Διοικητικών Μελετών, Τόμος για τα 90 χρόνια από την ίδρυσή της, Αθήνα 2022, υπό έκδοση.
[17] Βλ. Φερενίκη Παναγοπούλου-Κουτνατζή, Οι σύγχρονες περιπέτειες της διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών. Mια ηθικο-συνταγματική προσέγγιση, όπ. ανωτ., σ. 145.
[18] Βλ. Σωτήρη Μητραλέξη, Το μάθημα των θρησκευτικών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Καθημερινή της Κυριακής, 11.11.2018, Ειδική Έκδοση, Σχέσεις κράτους και Εκκλησίας, διαθέσιμη σε: https://s.kathimerini.gr/resources/article-files/kratos_ekklhsia.pdf, σ. 11 επ. (17).
[19] Βλ. Κωνσταντίνο Κορναράκη, Χαιρετισμός, Ηράκλεια 2022, αδημ..
[20] Βλ. Σωτήρη Μητραλέξη, Το μάθημα των θρησκευτικών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπ. ανωτ., σ. 17.
[21] Βλ. διεξοδ. Σωτήρη Μητραλέξη, Το μάθημα των θρησκευτικών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπ. ανωτ., σ. 12 επ..
[22] Βλ. Χαράλαμπο Ανθόπουλο, Η σχολική θρησκευτική εκπαίδευση, Εφημερίδα Πρώτο Θέμα, 26.12.2019, διαθέσιμο σε: https://www.protothema.gr/blogs/haralabos-anthopoulos/article/958892/i-sholiki-thriskeutiki-ekpaideusi/.
[23] Βλ. Ευάγγελο Βενιζέλο, Το συνταγματικό και διεθνές νομικό πλαίσιο της διδασκαλίας των θρησκευτικών και το δικαίωμα εξαίρεσης από αυτή, Ομιλία στην ημερίδα που διοργάνωσε στις 20.2.2016 στη Θεσσαλονίκη ο Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμος «ΚΑΙΡΟΣ – για την αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα» με θέμα «Το μάθημα των θρησκευτικών και ο δημόσιος χώρος», διαθέσιμο σε: https://www.evenizelos.gr/speeches/conferences-events/407-conferencespeech2016/5299-2016-04-01-17-47-28.html#a2.
[24] Βλ. Γιάννη Αντωνιάδη, Το μάθημα των Θρησκευτικών στην Ευρώπη, παιδεία news, 4.7.2020, διαθέσιμο σε: https://paideia-news.com/oelmek/2020/07/04/to-mathima-ton-thriskeytikon-stin-eyropi/.
[25] Βλ. Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαο, “Δεν με ενδιαφέρει πώς φέρεται η Πολιτεία. Με ενδιαφέρει τι κάνουμε ως Εκκλησία”, αναδημοσίευση συνεντεύξεως, Οrthodoxia Info, 21.1.2017, διαθέσιμη σε: https://orthodoxia.info/news/%CE%BC%CE%B5%CF%83%CE%BF%CE%B3%CE%B1%CE%AF%CE%B1%CF%82-%CE%B4%CE%B5%CE%BD-%CE%BC%CE%B5-%CE%B5%CE%BD%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CF%86%CE%AD%CF%81%CE%B5%CE%B9-%CF%80%CF%8E%CF%82-%CF%86%CE%AD%CF%81%CE%B5%CF%84/.
[26] Βλ. Σπύρο Βλαχόπουλο, Η δυναμική ερμηνεία του Συντάγματος, Εκδόσεις Ευρασία, Αθήνα 2014, σ. 84.
[27] Βλ. Λίνα Παπαδοπούλου, Θρησκευτική εκπαίδευση στα σχολεία – μια συνολική αποτίμηση της νομολογίας, ΤοΣ 1-2 2020, σ. 866 επ. (878).
[28] Βλ. Γιάννη Ζ. Δρόσο, Η ιδεολογία ως παράδειγμα της απόφασης ΣτΕ 660/2018, σε: Το Σύνταγμα εν εξελίξει, Τιμητικός Τόμος για τον Αντώνη Μανιτάκη, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2019, σ. 565 επ. (578).
[29] Βλ. Χαράλαμπο Ανθόπουλο, Συνταγματική ερμηνεία και θεμελιώδη δικαιώματα. Η προσέγγιση του Δημήτρη Θ. Τσάτσου, σε: Σύνταγμα και ερμηνεία. Η συμβολή του Δ. Θ. Τσάτσου, σε: Σύνταγμα και ερμηνεία. Η συμβολή του Δ. Θ. Τσάτσου, Eκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2008, σ. 51 επ. (72, όπ. περαιτ. παραπ.).