Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Η χρήση των social media ως μέσο πολιτικής επικοινωνίας αποτελεί εσχάτως – και ήδη επιβεβαιώνεται στην τρέχουσα εκλογική αναμέτρηση – αυτονόητο και αναπόσπαστο μέρος της προεκλογικής εκστρατείας των κομμάτων και των αρχηγών τους όσο, αλλά και των υποψήφιων βουλευτών.
Τούτο είναι αναμενόμενο αν αναλογισθεί κανείς τις επικοινωνιακές δυνατότητες που προσφέρουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: Ενώ οι παραδοσιακές μέθοδοι των δημόσιων συγκεντρώσεων και τηλεοπτικών διαφημίσεων απευθύνονται στο σύνολο του εκλογικού σώματος με γενικά μηνύματα, τα social media χρησιμοποιούν εξελιγμένα εργαλεία ανάλυσης συμπεριφοράς (με βάση λ.χ. οικονομικά, ηλικιακά, γεωγραφικά κριτήρια), καθιστώντας έτσι δυνατή την άμεση στόχευση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων ή ακόμα και μεμονωμένων μελών τους. Τούτο δε καθίσταται δυνατό με βάση πληροφορίες που είτε έχει παράσχει ο ίδιος ο ψηφοφόρος-χρήστης στα social media ή στο κόμμα/υποψήφιο (π.χ. e-mail, τηλέφωνο, πληροφορίες προφίλ χρήστη) είτε εξάγονται από την παρακολούθηση της συμπεριφοράς του τόσο στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης όσο και εκτός αυτού (π.χ. σελίδες που επισκέφθηκε, χρόνο που αφιέρωσε σε κάθε σελίδα, λέξεις που αναζήτησε, «Like» που έδωσε κ.ά.).[1]
Κάπως έτσι έχουν διαμορφωθεί στις μέρες μας, κοινωνικά και πολιτικά, οι δύο όψεις της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης σε εκλογικές αναμετρήσεις. Στη μία όψη – τη φωτεινή – αποτυπώνεται η χρήση των social media ως απαραίτητο εργαλείο δημοκρατικού διαλόγου με το εκλογικό σώμα, ενώ στη σκοτεινή όψη διαγράφεται ο κίνδυνος παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων της ιδιωτικής τους ζωής και των προσωπικών δεδομένων των πολιτών και, εν τέλει, της χειραγώγησής τους.[2]
ΙΙ. Τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης (μπορούν να) υπηρετούν τη Δημοκρατία
Α. Σφυρηλατημένος μέσα στο καμίνι της άμεσης Δημοκρατίας, ο όρος αυτός (Δημοκρατία = «εξουσία του δήμου») επισημαίνει το πολιτικό σύστημα, του οποίου η πεμπτουσία βρίσκεται στην ενεργό και ουσιαστική συμμετοχή του πολίτη όχι μόνο στην εκλογή των αντιπροσώπων του αλλά και στον δημοκρατικό έλεγχο της εξουσίας. Μιλώντας ειδικότερα για την κοινοβουλευτική δημοκρατία, ο διάλογος του αντιπροσωπευτικού σώματος με το εκλογικό σώμα συνιστά αναγκαία συνθήκη για την ομαλή εφαρμογή της αντιπροσωπευτικής αρχής, ως οργανωτικής βάσης του δημοκρατικού πολιτεύματος. Μόνον ο ενήμερος πολίτης είναι σε θέση να ασκήσει εν πλήρη επιγνώσει το δικαίωμα του εκλέγειν και μόνον ο ενήμερος βουλευτής μπορεί να ασκήσει αποτελεσματικά τα συνταγματικά του καθήκοντα προς εκπλήρωση της λαϊκής εντολής. Κατά τούτο, η επικοινωνία (και ο διάλογος) του πολιτικού κόμματος, του αρχηγού μιας πολιτικής παράταξης αλλά και του υποψήφιου βουλευτή με το εκλογικό σώμα βρίσκει συνταγματικό έρεισμα στις αρχές που διασφαλίζουν και εγγυώνται αφενός τη νομική θέση του κόμματος και του βουλευτή και, αφετέρου, την ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Β. Μέσω των social media, υποψήφια κόμματα και βουλευτές μπορούν να έχουν απευθείας επικοινωνία με τους ψηφοφόρους, να τους παρουσιάσουν το πρόγραμμά τους και να «περάσουν» τα μηνύματά τους. Αν μάλιστα αναλογιστεί κανείς ότι στην Ελλάδα τα social media χρησιμοποιούνται από το 59% των ατόμων ηλικίας 16-74 ετών, ενώ το ποσοστό αυτό αγγίζει το 90% στις ηλικίες 9 – 24 ετών (για το 2020),[3] τότε αντιλαμβάνεται και τον λόγο, για τον οποίο τα κόμματα και οι υποψήφιοι βουλευτές χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως βασικό μέσο μετάδοσης των πολιτικών μηνυμάτων τους[4] και συγκροτούν επιτελεία ειδικά για τη διαχείριση των social media.
Γ. Υπό την έννοια αυτή, η αμφίδρομη επικοινωνία του εκλογικού σώματος με τους αντιπροσώπους του, σμιλεύει και προσδιορίζει τα θεμελιώδη στοιχεία του δημοκρατικού πολιτεύματος, στηριζόμενη τελικά στη θεμελιώδη συνταγματική αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Όμως το πλεονέκτημα αυτό δεν είναι σε θέση να κατασιγάσει την ανησυχία για τυχόν αθέμιτη χρήση των προσωπικών δεδομένων των χρηστών των social media, η οποία μπορεί να οδηγήσει είτε σε χειραγώγηση του εκλογικού σώματος, είτε σε αποστασιοποίηση των πολιτών από την εκλογική διαδικασία λόγω της αίσθησης ότι η συμπεριφορά τους παρακολουθείται συστηματικά, ανησυχίες ικανές να υποσκάψουν τα ίδια τα θεμέλια της Δημοκρατίας.
ΙΙΙ. Τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης (μπορούν να) υπονομεύουν τη Δημοκρατία
Όσο σημαντική, λοιπόν, κι αν είναι η πολιτική επικοινωνία μέσω των social media, άλλο τόσο σημαντική είναι και η διαφάνεια στην λειτουργία της, που δίνει τη δυνατότητα στον πολίτη να καταλαβαίνει τον τρόπο που χρησιμοποιούνται τα προσωπικά δεδομένα του (τόσο δηλαδή αυτά που ο ίδιος παρέχει, όσο και εκείνα που εξάγονται από την παρακολούθηση της διαδικτυακής του συμπεριφοράς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης).
Α. Είναι σημαντικό επί παραδείγματι ο πολίτης (χρήστης των social media) να γνωρίζει ότι οι πάροχοι υπηρεσιών κοινωνικής δικτύωσης μπορούν α) να χρησιμοποιούν την πληροφορία σχετικά με την ηλικία, το φύλο, τον τόπο διαμονής, τα ενδιαφέροντα ή την απασχόλησή του, που ο ίδιος καταχώρησε στο προφίλ χρήστη του, για να καταστεί δυνατή η αποστολή εξατομικευμένων μηνυμάτων με βάση τα παραπάνω χαρακτηριστικά του και β) να παρακολουθούν τη συμπεριφορά του στο διαδίκτυο (π.χ. τις σελίδες που επισκέφθηκε, το χρόνο που αφιέρωσε σε κάθε σελίδα, τα «Like» που έδωσε), επιτρέποντας με τον τρόπο αυτό τη διάγνωση των κάθε είδους πεποιθήσεων και προτιμήσεών του και εν τέλει την κατάρτιση του προφίλ του και την κατάταξή του σε συγκεκριμένη ομάδα στόχευσης (με βάση λ.χ. τις πολιτικές, φιλοσοφικές ή θρησκευτικές του πεποιθήσεις) ώστε να του απευθύνονται αντίστοιχου περιεχομένου πολιτικά μηνύματα.[5]
Β. Είναι προφανές ότι τέτοιου είδους τεχνικές ενέχουν σοβαρό κίνδυνο για την ιδιωτική ζωή και την ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων, υπονομεύοντας τη δυνατότητα ελεύθερης κρίσης των ψηφοφόρων και, συνακόλουθα, την ποιότητα της Δημοκρατίας, ιδίως στο μέτρο που καθιστούν δυνατή τη χειραγώγηση του εκλογικού σώματος μέσω του – άμεσου ή έμμεσου – επηρεασμού της σκέψης, των συναισθημάτων και της συμπεριφοράς του. Πολύ δε περισσότερο ισχύει αυτό εφόσον η στόχευση των ψηφοφόρων περιλαμβάνει τη χρήση αλγορίθμων, για την προβολή συγκεκριμένων μηνυμάτων που συχνά περιέχουν πολωτικές ή ακόμα και ψευδείς πληροφορίες, με παρεπόμενη αρνητική συνέπεια την έλλειψη πολυφωνίας και πλουραλισμού στο δημόσιο διάλογο.[6]
ΙV. Επίλογος
Μέσα από μια τέτοια πολυσχιδή πραγματικότητα, πορεύεται σήμερα η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στις προεκλογικές εκστρατείες κομμάτων και υποψηφίων. Αν θέλουμε να προασπίσουμε την ιδιωτικότητά μας και ταυτόχρονα την ποιότητα της σύγχρονης Δημοκρατίας, θα πρέπει να τοποθετηθούμε με κριτική σκέψη απέναντι στις εκφυλιστικές εκφάνσεις της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και με ανιδιοτελή προσήλωση στα δημοκρατικά ιδεώδη και την αξία του ανθρώπου, απαιτώντας διαφάνεια των διαδικτυακών δραστηριοτήτων που συνδέονται με τις εκλογές. Σε διαφορετική περίπτωση, θα πρέπει να εξοικειωθούμε με την ιδέα ότι αργά ή γρήγορα θα αντιμετωπίσουμε και στην πατρίδα μας φαινόμενα όπως το σκάνδαλο “Facebook – Cambridge Analytica”, που συγκλόνισε τις Η.Π.Α. και τη Μεγάλη Βρετανία σε κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις. Και μια τελευταία – αναγκαία νομίζω – επισήμανση: Οι σκέψεις αυτές δεν συνιστούν άρνηση ούτε καν αμφισβήτηση της εξέλιξης της τεχνολογίας και της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στον προεκλογικό αγώνα, αλλά έκφραση αγωνίας για την ετοιμότητα της κοινωνίας μας να γνωρίσει και να αντιμετωπίσει το άγνωστο ή και το απροσδόκητο.
Γρηγόρης Λαζαράκος
Διδάκτωρ Νομικής Πανεπιστημίου Humboldt Βερολίνου, δικηγόρος και διαχειριστής εταίρος της δικηγορικής εταιρείας L&L Law Firm, Υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων (DPO) στη Βουλή των Ελλήνων
Υποσημειώσεις:
[1] Information Commissioner’s Office (ICO), Democracy disrupted? Personal information and political influence,
10 Ιουλίου 2018, σελ. 14.
[2] Βλ. Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, Opinion 3/2018 on online manipulation and personal data, 19 Μαρτίου 2018.
[3] Βλ. έρευνα της Eurostat σε https://ec.europa.eu/eurostat/web/products-eurostat-news/-/edn-20210630-1.
[4] Πρβλ. Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων, Κατευθυντήριες Γραμμές 8/2020 σχετικά με τη στόχευση χρηστών μέσων κοινωνικής δικτύωσης (2η έκδοση, Απρίλιος 2021).
[5] Αναλυτικά για τους μηχανισμούς στόχευσης βλ. Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων, Κατευθυντήριες Γραμμές 8/2020, παρ. 40 επ..
[6] Βλ. επίσης Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, Opinion 3/2018 on online manipulation and personal data, 19 Μαρτίου 2018, σελ. 15 (“The concern of using data from profiles for different purposes through algorithms is that the data loses its original context. Repurposing of data is likely to affect a person’s informational self-determination, further reduce the control of data subjects’ over their data, thus affecting the trust in digital environments and services”).