Search
Close this search box.

Μία ιστορική δικαστική απόφαση για την ελευθερία του Τύπου και την ερευνητική δημοσιογραφία στην Ελλάδα

Ο Γιάννης Τασόπουλος αναλύει τη σημασία της ιστορικής δικαστικής απόφασης, αναφορικά με την υπόθεση των υποκλοπών, για την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα, τονίζοντας πως η εξουσία σε μία φιλελεύθερη δημοκρατία έχει υποχρέωση λογοδοσίας με πειστικές απαντήσεις και όχι με εκφοβιστικές ενέργειες.

1. Δημοσιεύθηκε η πολυαναμενόμενη απόφαση για την υπόθεση των υποκλοπών και συγκεκριμένα για το άρθρο με τίτλο «Ο μεγάλος ανηψιός και ο μεγάλος αδελφός» που δημοσιεύθηκε στις 3.6.2022 στην Εφημερίδα των Συντακτών και στην ιστοσελίδα Reporters United, καθώς και για τα σχόλια σε σχέση με το δημοσίευμα αυτό του δημοσιογράφου Αθανασίου Κουκάκη, ο οποίος είχε πέσει θύμα υποκλοπών.

Πρόκειται για την απόφαση  υπ’ αριθ. 2833/2024 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών[1] επί της αγωγής για προσβολή προσωπικότητας του κ. Γρηγόρη-Αλέξανδρου Δημητριάδη, ο οποίος διορίστηκε Γενικός Γραμματέας του Πρωθυπουργού μετά από τις εκλογές του 2019, κατά  της Εφημερίδας των Συντακτών, του διευθυντή, του διευθυντή σύνταξης και του αρχισυντάκτη πολιτικού της εφημερίδας, καθώς και κατά της «Reporters United, Αστική μη κερδοσκοπική Εταιρεία» και των  δημοσιογράφων κ.κ. Θοδωρή Χονδρόγιαννου, Νικολάου Λεοντόπουλου και Αθανάσιου Κουκάκη.  Με την αγωγή αυτή ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι το ανωτέρω δημοσίευμα ήταν συκοφαντικό και προσβλητικό για τον ίδιο και ζητούσε μεταξύ άλλων την καταδίκη των εναγομένων σε υψηλές αποζημιώσεις. 

2. Η απόφαση 2833/2024 είναι χωρίς υπερβολή ιστορική, όχι απλώς επειδή η υπόθεση των υποκλοπών είναι αντικειμενικά μία από τις σπουδαιότερες για τα θεμελιώδη δικαιώματα και τον έλεγχο της κρατικής εξουσίας από τον τύπο μετά από τη Μεταπολίτευση, αλλά, όπως προκύπτει από την ίδια την απόφαση, για την νομική της σπουδαιότητα και την ερμηνεία του άρθρου 14 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει την ελευθερία της έκφρασης (παρ. 1) και την ελευθερία του τύπου (παρ. 2). Το παρόν σχόλιο περιορίζεται στη νομική σπουδαιότητα της απόφασης, η οποία προβαίνει σε ορθή και από μεθοδολογική άποψη υποδειγματική ερμηνεία και ανάλυση του άρθρου 14 του Συντάγματος, σε αρμονία με το πνεύμα και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Στρασβούργο) για το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Με τα δεδομένα αυτά, η απόφαση 2833/2024 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αποτελεί σταθμό στη νομολογία των δικαστηρίων μας∙ μπορεί και πρέπει να αποτελέσει πρότυπο ή, όπως λέμε στα νομικά, απόφαση αρχής.

3. Ας αρχίσουμε από τη νομική θεμελίωση. Το νομικό σκεπτικό καταστρώνεται με ακρίβεια, οικονομία και συστηματική συνοχή. Προηγείται η διάταξη του άρθρου 14 του Συντάγματος, ενώ ακολουθούν οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα, οι οποίες προστατεύουν το δικαίωμα της προσωπικότητας, ιδίως τα άρθρα 57, 59 ΑΚ. Η προστασία της προσωπικότητας έχει συνταγματική αναγωγή στην αξία του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 Σ.) και στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 Σ.). Η ελευθεροτυπία κατοχυρώνεται μεν από το άρθρο 14 (παρ. 1 και 2) Σ., αλλά τελεί υπό τους περιορισμούς του νόμου με τους οποίους επιδιώκεται, όχι η παρεμπόδιση της ελευθεροτυπίας, αλλά η προστασία των ατόμων από την καταχρηστική άσκησή της, τονίζει το Δικαστήριο. Οι προσβολές της τιμής που γίνονται με αξιόποινες πράξεις και συνιστούν εξύβριση, συκοφαντική δυσφήμηση ή δυσφήμηση (άρθρα 361-363 Ποινικού Κώδικα)[2] δεν προστατεύονται από την ελευθερία της έκφρασης και του τύπου και συνιστούν αδικοπραξίες, αστικά αδικήματα (άρθρο 914 ΑΚ).

4. Αμέσως μετά από την αναφορά των κρίσιμων διατάξεων του Συντάγματος, του Αστικού Κώδικα και του Ποινικού Κώδικα, οι οποίες θέτουν το πλαίσιο της στάθμισης μεταξύ των δικαιωμάτων της ελευθεροτυπίας και της προστασίας της προσωπικότητας, ειδικότερα δε της τιμής και υπόληψης των προσώπων, η απόφαση στην παρ. 3 στρέφεται στην νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου σε ελληνικές υποθέσεις αντίστοιχες με την υπόθεση που έκρινε, επί της αγωγής Δημητριάδη. Ευθύβολα και χωρίς περιστροφές θέτει το κεντρικό ζήτημα που αναδεικνύει την ένταση μεταξύ της ελληνικής νομολογίας και της νομολογίας του Στρασβούργου στις υποθέσεις αυτές:

«Ο ρόλος των εθνικών δικαστηρίων σε µία δίκη περί δυσφήμισης δεν συνίσταται στο να υποδείξουν στο δημοσιογράφο το αυστηρό ελάχιστο των εκφράσεων και χαρακτηρισμών που μπορεί να χρησιμοποιεί όταν ασκεί, µέσα στα πλαίσια του επαγγέλματός του, το δικαίωµά του για κριτική, ακόµα και µε δριμύ τρόπο. Τα εθνικά δικαστήρια καλούνται αντιθέτως να εξετάσουν αν το πλαίσιο της υπόθεσης, το δημόσιο ενδιαφέρον και η πρόθεση του δημοσιογράφου δικαιολογούσαν την πιθανή χρήση μίας δόσης πρόκλησης ή υπερβολής» και ότι «η παρουσίαση ενός άρθρου τύπου και το ύφος που χρησιμοποιείται σε αυτό είναι θέµα απόφασης των συντακτών, επί της οποίας δεν είναι κατ’ αρχήν για αυτό, ἡ για τα εθνικά δικαστήρια, να εκδώσει απόφαση […]» (σ. 5).

5. Η ανωτέρω σκέψη ως προς τον ρόλο του δικαστή κατά τη στάθμιση της ελευθεροτυπίας και της προστασίας της τιμής από δυσφήμηση αποτελεί την καρδιά της διάστασης μεταξύ χαρακτηριστικών αποφάσεων της νομολογίας του Αρείου Πάγου[3] και της νομολογίας του Στρασβούργου στο πεδίο αυτό. Η διάσταση αυτή έχει ρίζες βαθιές που ανάγονται στην ιστορία της ελευθερίας της έκφρασης στην Ελλάδα, η οποία διακρίνεται από υπέρμετρους περιορισμούς και απαγορεύσεις και από τη χρήση του νόμου από τον νομοθέτη ως όπλου κατά των προσβολών του κύρους της εξουσίας και της κριτικής της από τον τύπο.[4] Η εξέταση των πορισμάτων της νομολογίας του Στρασβούργου αμέσως μετά από την έκθεση των διατάξεων του ελληνικού δικαίου είναι άψογη από συστηματική άποψη και ενδεδειγμένη. 

6.  Πράγματι δεν υπάρχει κανείς νομικός λόγος που να δικαιολογεί τη διαιώνιση[5] της διαφοροποίησης της νομολογίας του Αρείου Πάγου στο ζήτημα της προσβολής της τιμής φορέων της πολιτικής εξουσίας ή δημοσίων προσώπων δια του τύπου, με τρόπο που υποβαθμίζει την κανονιστική σημασία των διατάξεων του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, η οποία κατά το άρθρο 28 παρ. 1 Σ. υπερισχύει των διατάξεων του νόμου. Αυτό δε ισχύει πολύ περισσότερο επειδή στην Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή από τη δήλωση του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης Κ. Στεφανάκη ρητά αποσαφηνίστηκε σε σχέση με την προστασία στο άρθρο 14 Σ. και του δικαιώματος πληροφόρησης, την οποία είχε προτείνει ο Αθ. Κανελλόπουλος,[6] ότι: «[Η] διαφωνία μας δεν είναι ριζική. […] [Δ]εν περιελάβαμεν τα του σχεδίου σας […] διότι περιλαμβάνονται εις την Σύμβασιν της Ρώμης [ΕΣΔΑ]. Και είπαμε, ότι εφ’ όσον τούτο είναι ισχύον δίκαιον και εφ’ όσον το δικαίωμα εκφράσεως περιλαμβάνει όλα αυτά τα οποία απαριθμήτε, είναι περιττή η επανάληψις. Επομένως ουσιαστική διαφορά δεν υφίσταται».[7] Με τα δεδομένα αυτά, η εμμονή στην ερμηνευτική διαφοροποίηση μεταξύ Συντάγματος και ΕΣΔΑ δεν βρίσκει έρεισμα, όχι μόνο στην υπερνομοθετική ισχύ της ΕΣΔΑ, η οποία αρκεί και επιβάλλει να ερμηνεύονται οι διατάξεις περί ελευθερίας του τύπου και περί προσβολής της τιμής και της προσωπικότητας με τρόπο σύμφωνο με το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, αλλά και στο νόημα και τον σκοπό του άρθρου 14 του Συντάγματος του 1975.

7. Η θέση του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, την οποία αναδεικνύει η απόφαση 2833/2024, ότι «Ο ρόλος των εθνικών δικαστηρίων σε µία δίκη περί δυσφήμισης δεν συνίσταται στο να υποδείξουν στο δημοσιογράφο το αυστηρό ελάχιστο των εκφράσεων και χαρακτηρισμών που μπορεί να χρησιμοποιεί όταν ασκεί, µέσα στα πλαίσια του επαγγέλματός του», απαντά ευθέως στην πάγια θέση μεγάλου μέρους της νομολογίας του Αρείου Πάγου την οποία επαναλαμβάνει στην απόφαση 2833/2024 η μειοψηφούσα γνώμη του Προέδρου του Δικαστηρίου: «Εξάλλου, ο τρόπος µε τον οποίο εκδηλώθηκαν οι ως άνω προσβλητικές της τιμής του ενάγοντος εκφράσεις και λέξεις από τους εναγοµένους, δεν ήταν αντικειμενικά αναγκαίος για την δέουσα απόδοση του περιεχοµένου της σκέψης τους. Ωστόσο καίτοι οι εναγόμενοι το γνώριζαν αυτό, χρησιμοποίησαν τον ανωτέρω τρόπο για να προσβάλουν την τιµή του ενάγοντος» (σ. 35). Δεν χρειάζεται να είναι νομικός κάποιος για να αντιληφθεί τον προβληματικό χαρακτήρα της θέσης αυτής.

Ποιος είναι ο αντικειμενικά αναγκαίος τρόπος για να αποδοθεί η υποκειμενική σκέψη ενός δημοσιογράφου ή ομιλητή; Ούτε οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου ούτε εν προκειμένω η μειοψηφούσα γνώμη είναι στο σημείο αυτό διαφωτιστικές. Πότε η προφανής ένταση μεταξύ του αντικειμενικά αναγκαίου και της υποκειμενικής έκφρασης γίνεται ευθεία σύγκρουση, ώστε πλέον να μην πρόκειται για τη γνώμη του δημοσιογράφου ή του ομιλούντος, αλλά για τη γνώμη ενός υποθετικού τρίτου ο οποίος όμως δεν ξέρουμε ούτε ποιος είναι ούτε με ποια κριτήρια αξιολογείται ως αντικειμενικός. Εν πάση δε περιπτώσει για να κριθεί ότι είναι ή δεν είναι αντικειμενική, θα έπρεπε να καταγράφει σε αδρές γραμμές ποια θα μπορούσε να ήταν η απόδοση του περιεχομένου των σκέψεων του ομιλητή χωρίς τη χρήση των επίμαχων εκφράσεων.

8. Το Δικαστήριο στην απόφαση 2833/2024 εφαρμόζοντας το δίκαιο με βάση την ορθή ερμηνεία των διατάξεων και αρχών του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, αποφεύγει το λάθος να υποκαταστήσει εκείνο τον ομιλητή και να μιλήσει για λογαριασμό του. Αντιθέτως, ξεκινά από την πραγματική βάση, δηλαδή την περιγραφή των αντικειμενικών γεγονότων όπως αυτά παρατίθενται στο αμφισβητούμενο δημοσίευμα. Το κρίσιμο και καθοριστικό πρώτο βήμα αφορά τη διαπίστωση ότι: «Πράγματι, από την επισκόπηση του συνόλου του δημοσιεύματος, συµπεριλαµβανοµένων των τίτλων, υπότιτλων, διαγραμμάτων και κειµένου, τα οποία αποτελούν ενιαίο νοηματικό σύνολο, δεν προκύπτει ψευδές γεγονός σχετικά µε τη διαδρομή φυσικών [προσώπων] και νομικών εταιριών που περιγράφεται στο άρθρο» (σ. 27). Μία παρατήρηση επιβάλλεται εδώ:

Δεν απομονώνεται αποσπασματικά κάποια μεμονωμένη φράση ή άλλο στοιχείο του δημοσιεύματος αλλά αντιμετωπίζεται αυτό ως σύνολο. Η σημασία της ενότητας και της ολότητας του κειμένου δεν περιορίζεται στην εξεύρεση του αληθούς νοήματός του∙ αφορά τους χαρακτηρισμούς, τις αξιολογήσεις, τις κρίσεις και όλον γενικά τον οξύ λόγο και την κριτική του δημοσιεύματος. Αυτό που ελέγχεται και πρέπει να μην καταλύεται είναι ο οργανικός σύνδεσμος, η συνάφεια, η συνοχή μεταξύ πραγματικών και αληθών γεγονότων που εξιστορούνται, και των σκέψεων, κρίσεων, αξιολογήσεων, εκφράσεων, χαρακτηρισμών κ.λπ. του δημοσιεύματος. Όσο ο δεσμός αυτός διατηρείται και ο οξύς λόγος ή η δριμεία κριτική αναφέρεται στα συμβάντα τα οποία σχολιάζει και κρίνει, τότε είμαστε κατ’ αρχήν στο πλαίσιο της ελευθερίας της έκφρασης και της ελευθεροτυπίας.

9. Με μία εξαιρετική διατύπωση, υψηλής  νομικής ποιότητας, η οποία δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό της υπ’ αριθ. 2833/2024 ως απόφασης αρχής, περιγράφονται οι απαιτήσεις για τη συνδρομή ειδικού σκοπού εξύβρισης, ο οποίος θα ήρε την προστασία του ομιλούντος ή του δημοσιογράφου με βάση την ελευθεροτυπία:

«Συνεπώς, η κατάφαση ειδικού σκοπού εξύβρισης απαιτεί να καταγνωστεί άσκοπη προσωπική επίθεση ἡ προσβολή κατά του ενάγοντος, η οποία να εκφεύγει των σκοπών και πορισµάτων του δημοσιεύματος, ως έκφραση καταφρόνησης προς το συγκεκριμένο πρόσωπο χωρίς άλλη τεκμηρίωση, ώστε να µην μπορεί να χαρακτηριστεί αξιολογική κρίση, οι χαρακτηρισμοί δε που θα χρησιμοποιηθούν κατά ενός δημοσίου προσώπου πρέπει να είναι τόσο ακραίοι, που δεν θα μπορούν να γίνουν ανεκτοί ούτε καν στο απώτερο όριο ανοχής που τίθεται για τα συγκεκριμένα πρόσωπα. Με βάση τα παραπάνω, στην προκειμένη περίπτωση η χρήση των εκφράσεων που συνοδεύουν το δηµοσίευµα έχουν στενή νοηματική σύνδεση µε το υπόλοιπο περιεχόμενό του και δεν στοιχειοθετεί άκριτη στοχοποίηση του ενάγοντος για πολιτικούς ή προσωπικούς [λόγους]» (σ. 29).

Ο προσεκτικός αναγνώστης θα παρατηρήσει ότι εκεί που η παραδοσιακή αντίληψη εμπλέκεται στον φαύλο κύκλο της αντικειμενικής έκφρασης της υποκειμενικότητας του ομιλητή, το κριτήριο της απόφασης αναφέρεται σε «άσκοπη προσωπική επίθεση ἡ προσβολή κατά του ενάγοντος, η οποία να εκφεύγει των σκοπών και πορισµάτων του δημοσιεύματος, ως έκφραση καταφρόνησης». Εδώ η άσκοπη προσωπική επίθεση είναι πράγματι αντικειμενική και όχι μόνον κατ’ επίφαση. Οριοθετείται η αντικειμενικότητα αυτή σε τρία επίπεδα αναφοράς: α) τα πραγματικά γεγονότα που αποδεικνύονται ως αληθή μέσα από τα στοιχεία που έχει συλλέξει η ερευνητική δημοσιογραφία, β) το ιστορικό το οποίο εκτίθεται στο δημοσίευμα, το οποίο περιγράφει εξετάζοντας τις αλληλουχίες και τις διασυνδέσεις των γεγονότων το ρεπορτάζ του επίμαχου δημοσιεύματος ερευνητικής δημοσιογραφία, και γ) ως επιστέγασμα, τις ηθικές, πολιτικές, νομικές ερωτήσεις, κρίσεις και αξιολογήσεις που θέτει ο δημοσιογράφος με βάση τα συμβάντα, τις θέσεις των εμπλεκόμενων προσώπων στη δομή της εξουσίας, τις πράξεις και παραλείψεις τους όπως προκύπτουν από τα πραγματικά γεγονότα. Πρόκειται για μία πυραμίδα από την αληθή βάση της οποίας κρίνονται τα ανώτερα επίπεδα.

10. Το Δικαστήριο στην 2833/2024 κατέληξε στο εξής συμπέρασμα:

«Από την επισκόπηση του συνόλου του δημοσιεύματος, προκύπτει ότι οι χαρακτηρισμοί που χρησιμοποιούνται κυρίως στους τίτλους και υπότιτλους αποδεικνύουν την επικριτική και σκωπτική διάθεση των συντακτών έναντι του ενάγοντος, χωρίς να υπερβαίνουν το αναγκαίο και επιβαλλόµενο µέτρο της έκφρασης, το οποίο ιδίως στους τίτλους και υπότιτλους των δημοσιευμάτων είναι θεμιτό να επιτρέπει εκφράσεις που κεντρίζουν το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού, µε την προϋπόθεση ότι δεν έρχονται σε αντίθεση µε το περιεχόµενο τον άρθρου, συνθήκη που δεν υφίσταται στην παραπάνω περίπτωση. Ιδίως ως προς τον τίτλο του πρωτοσέλιδου ‘Ο μεγάλος ανιψιός και ο μεγάλος αδελφός’, δεν ταυτίζεται νοηματικά κατ᾿ ανάγκην το πρόσωπο του ενάγοντος (‘Μεγάλου ανιψιού’) [µ]ε αυτό του (‘Μεγάλου αδελφού’), εποπτεύοντος σε ολοκληρωτικό καθεστώς στο µυθιστόρηµα του Τζορτζ Όργουελ (1984), διότι συνδέονται μεν, πλην όμως συμπλεκτικώς (‘και’) ως διαφορετικές οντότητες, χάριν της παραπάνω αναφερόµενης θεµιτής πρόκλησης ενδιαφέροντος του κοινού προς το δημοσίευμα και όχι ως κατάφαση γεγονότος ούτε προς επίδειξη καταφρόνησης στο πρόσωπο του ενάγοντος» (σ. 28).

11. Με βάση το προηγούμενο συμπέρασμα, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι εναγόμενοι (εφημερίδα και δημοσιογράφοι) βάσιμα επικαλέστηκαν για να δικαιολογήσουν την προσβολή της τιμής του ενάγοντος το άρθρο 367 παρ. 1 περ. α-δ ΠΚ, που αίρει το άδικο  όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που λαμβάνουν χώρα για την εκτέλεση νόµιµων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ἡ για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ἡ από άλλο δικαιολογηµένο ενδιαφέρον ἡ σε ανάλογες περιπτώσεις. Τέτοιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, που πηγάζει απὀ την κατοχυρωμένη ελευθερία και την κοινωνική αποστολή του τύπου (άρθρο 14 παρ. 1-2 του Συντάγματος σχετικό και το άρθρο 10 παρ. 1 εδ. α΄ και β΄  της  ΕΣΔΑ), έχουν και τα πρόσωπα που συνδέονται µε τη λειτουργία του, για τη δημοσίευση και προβολή – δημοσιοποίηση ειδήσεων και σχολίων σχετικών µε τις πράξεις και τη συμπεριφορά φυσικών ἡ νομικών προσώπων ή οµάδων προσώπων, που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για το κοινωνικό σύνολο.

Γι’ αυτό, συνέχισε το Δικαστήριο, μπορούν να δημοσιευθούν ειδήσεις και σχόλια για τη σχετική πληροφόρηση και ενηµέρωση του κοινού και µε οξεία ακόµη κριτική ή δυσμενείς χαρακτηρισμούς. Εξάλλου τα όρια της ανεκτής κριτικής ενός πολιτικού είναι ευρύτερα από αυτά ενός κοινού ανθρώπου. Σε αντίθεση µε τον δεύτερο, ο πρώτος εκτίθεται συνειδητά και αναπόφευκτα σε έναν ενδελεχή έλεγχο των πράξεων, των δηλώσεων και των ιδεών του, τόσο από τους δημοσιογράφους, όσο και από τους πολίτες και συνεπώς, οφείλει να επιδεικνύει μεγαλύτερη ανοχή. 

Αλλά, επισήμανε το Δικαστήριο, ο άδικος χαρακτήρας του δημοσιεύματος ως προς τις εξυβριστικές ἡ δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει δεν αίρεται λόγω δικαιολογηµένου ενδιαφέροντος κ.λπ. και συνεπώς παραμένει η ποινική ευθύνη των κατά νόµον υπευθύνων, άρα και η υποχρέωσή τους προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν το δημοσίευμα υπερβαίνει το αντικειμενικώς αναγκαίο µέτρο προς ικανοποίηση του δικαιολογηµένου ενδιαφέροντος για την ενηµέρωση τον κοινού, µε βάση αληθινά και όχι ψευδή ή παραπλανητικά γεγονότα ως προς το περιεχόµενο ή και τον χρόνο δημοσίευσής του.

12. Με το ανωτέρω περιεχόμενο, η απόφαση 2833/2024 αποτελεί δίχως αμφιβολία τη δικαστική δικαίωση της ερευνητικής δημοσιογραφίας στην υπόθεση των υποκλοπών. Πράγματι έχει κρίσιμη σημασία και αποτελεί το ιδιαίτερο γνώρισμα της υπόθεσης αυτής ότι αφορά δημοσιεύματα της ερευνητικής δημοσιογραφίας. Δεν πρόκειται προεχόντως για κείμενα γνώμης ή για πολιτικά κομματικά κείμενα, όπως αυτά που έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε στις πολιτικές σελίδες των εφημερίδων. Ο κορμός και η βάση των επίμαχων δημοσιευμάτων ήταν καρπός πραγματολογικής έρευνας και το ρεπορτάζ συνέδεε στοιχεία με σκοπό να αποκαλύψει σχέσεις, συνάφειες και αλληλουχίες ή ακολουθίες, γεγονότων. Τα δημοσιεύματα αφορούσαν μεταξύ άλλων τις επιχειρηματικές σχέσεις του ενάγοντος με εταιρείες που εμπλέκονταν με το λογισμικό predator. Ο ενάγων τα αρνήθηκε και τα θεώρησε προσβλητικά και δυσφημιστικά και για αυτό άσκησε την αγωγή.

13. Σε σχέση με το ζήτημα αναφορικά με την επιχειρηματική δραστηριότητα του ενάγοντος, το οποίο έθετε το δημοσίευμα, η δικαστική απόφαση δέχθηκε ότι:

«Σε κάθε περίπτωση, η σχετική αναφορά στο ένδικο άρθρο ολοκληρώνεται µε τή φράση ‘Πέρα όµως από την ύπαρξη ή όχι νομικού κωλύματος, το θέμα είναι πολιτικό: Επιτρέπεται σε ένα ανώτατο κυβερνητικό στέλεχος με θεσμικό ρόλο μέσα στο Μαξίμου και απευθείας πρόσβαση στον πρωθυπουργό να έχει παράλληλη επιχειρηματική δραστηριότητα […], επομένως προτάσσεται του νομικού ζητήματος – επί του οποίου οι συντάκτες τον άρθρου δεν εκφράζονται µε βεβαιότητα- το πολιτικό ζήτημα, όπως περιγράφεται παραπάνω και το οποίο είναι καθαρά υποκειµενικής φύσης, χωρίς να εμφανίζεται ως βέβαιο. Επομένως, ως προς την επιχειρηματική δραστηριότητα του ενάγοντα δεν αποδείχθηκε το ψευδές των ισχυρισμών στο επίδικο άρθρο, χωρίς να απαιτείται από τη δημοσιογραφική έρευνα να φτάνει μέχρι την απόδειξη συνδρομής των προϋποθέσεων ‘άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου’ πριν την δημοσίευση της είδησης. Πάντως, η εμπορική δραστηριότητα του ενάγοντος παρουσιάζεται ως γεγονός από τους συντάκτες, το οποίο µπορεί να βλάψει την τιμή ἡ την υπόληψή του πρώτου, ωστόσο λόγω του δημοσιογραφικού χαρακτήρα του δημοσιεύματος, του δηµόσιου αξιώματος που κατείχε ο ενάγων, το οποίο έχει χαρακτήρα αμιγώς πολιτικής θέσης, και μάλιστα μη αιρετής, καθώς και της σημασίας για τη δημόσια σφαίρα της υπόθεσης των υποκλοπών, κρίνεται ότι κατ’ αρχάς εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση η διάταξη του άρθρου 367 παρ. 1γ, υφίσταται δηλαδή δικαιολογηµένο ενδιαφέρον των συντακτών και άρα αίρεται το άδικο της δυσφήμησης που υπέστη ο ενάγων. […] Όσον αφορά το δεύτερο θέµα, τη σχέση του ενάγοντα µε εταιρίες που εμπλέκονταν µε το κακόβουλο λογισμικό Predator, όπως φαίνεται από το περιεχόµενο του άρθρου, γίνεται µία αναλυτική περιγραφή αληθών επιχειρηματικών μεταβιβάσεων, στη βάση της δημοσιογραφικής έρευνας για την λειτουργία του λογισμικού Predator στην Ελλάδα» (σ. 26, 27).

Εντέλει, το ερώτημα που ανακύπτει κατά το δημοσίευμα ήταν εάν συνδέεται το Ελληνικό Δημόσιο µε το Predator.

14. Η ερμηνεία του άρθρου 14, παρ. 1 και 2, του Συντάγματος σε αρμονία με το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ οδηγεί σε προστασία της ερευνητικής δημοσιογραφίας, η οποία διεξάγεται από επαγγελματίες δημοσιογράφους με την τήρηση των επιταγών της δημοσιογραφικής δεοντολογίας προκειμένου ο τύπος να ελέγχει τις πράξεις και παραλείψεις των φορέων δημόσιας εξουσίας και πάντως της πολιτικής εξουσίας που φέρει την ευθύνη για τη διοίκηση.

15. Η εξουσία σε μία φιλελεύθερη δημοκρατία έχει υποχρέωση λογοδοσίας και οφείλει να απαντά στην δριμεία και οξεία κριτική που της ασκείται, εφόσον βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, με πειστικές απαντήσεις και λόγους, και όχι με εκφοβιστικές ενέργειες που οδηγούν σε αντικατάσταση των ποινικών διώξεων από υπέρογκες αποζημιώσεις ως υποκατάστατο του καταναγκασμού. Πρόκειται για το φαινόμενο των εκφοβιστικών αγωγών (SLAPP) σε σχέση με τις οποίες η Ελληνική Πολιτεία θα πρέπει να νομοθετήσει προστατευτικά μέτρα για τους δημοσιογράφους το συντομότερο, σύμφωνα και με τις εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στο πεδίο αυτό στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό επιβάλλεται από το καθήκον της Πολιτείας να λαμβάνει θετικά μέτρα για να εξασφαλίσει ότι η ελευθερία της έκφρασης και του τύπου δεν θα περιορίζεται από εκφοβιστικές ενέργειες που οδηγούν σε πάγωμα της κριτικής που ασκούν οι δημοσιογράφοι, μόνο και μόνο επειδή ελέγχουν την εξουσία.


[1] https://www.reportersunited.gr/14296/apofasi-agogi-dimitriadi/ για το κείμενο της απόφασης.

[2] Κατά τις διατάξεις των άρθρων 361-363 ΠΚ, εξύβριση διαπράττει όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου µε λόγο ή έργο ή µε οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος µε οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ἡ διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ἡ την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και, αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης.

[3] Βλ. χαρακτηριστικά, Η Αυγή Εκδοτικός και Δημοσιογραφικός Οργανισμός Α.Ε. και Κάρης κατά Ελλάδας (15909/06) 05.06.2008.

[4] Βλ. Γ. Α. Τασόπουλου, Άρθρο 14, Ηλεκτρονική κατ’ άρθρο ερμηνεία του Συντάγματος, παρ. I. σ. 8, παρ. XXV σ. 131, παρ. XXVI σ. 149 https://www.syntagmawatch.gr/my-constitution/arthro-14/

[5] Από το 1864 τουλάχιστον, όταν ο Θ. Φλογαΐτης διαμαρτυρόταν για την επιβίωση του τυποκτόνου νόμου του 1837 ο οποίος ίσχυσε για ένα περίπου αιώνα, παρά την σαφώς και κατηγορηματικώς προστατευτική ρύθμιση και βούληση του Συντάγματος του 1864 και της Β΄ Εθνικής Συνέλευσης του 1862, βλ. Τασόπουλος, άρθρο 14, όπ.π. σ. 15.

[6] Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Βουλής επί των Συζητήσεων επί του Συντάγματος 1975 (1975), σ. 598.

[7] Βλ. όπ.π. σ. 601.

Γιάννης Α. Τασόπουλος

Καθηγητής δημοσίου δικαίου ΕΚΠΑ, Δικηγόρος

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Παράνομα Αποδεικτικά Μέσα και Ελευθερία του Λόγου

Η λογική του Συντάγματος είναι να απαγορεύσει την αξιοποίηση παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι ο δημόσιος διάλογος είναι επιτρεπτό να στερηθεί τεκμηρίων που αφορούν τη λειτουργία του πολιτεύματος και τους κινδύνους στους οποίους εκτέθηκε το κράτος δικαίου και η δικαστική ανεξαρτησία.

Περισσότερα

Απάντηση σε δημοσίευμα κατά του Έλληνα δικαστή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Γιάννη Κτιστάκι

Δημοσιεύουμε απάντηση του Καθηγητή Δημοσίου Δικαίου & Προέδρου του Ιδρύματος Θ. & Δ. Τσάτσου, Ξενοφώντα Κοντιάδη, σε δημοσίευμα κατά του Έλληνα δικαστή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Γιάννη Κτιστάκι.

Περισσότερα

Εκδήλωση: Η δημοσιογραφική ελευθερία και οι εχθροί της

Αύριο, Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2022 και ώρα 17:00-19:00, το Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, σε συνεργασία με το Syntagma Watch, διοργανώνουν δημόσια συζήτηση για τα εμπόδια στην ελεύθερη δημοσιογραφία και την επίδρασή τους στην άσκηση του δημοσιογραφικού λειτουργήματος και την ποιότητα της ενημέρωσης, με θέμα “Η δημοσιογραφική ελευθερία και οι εχθροί της”.

Περισσότερα

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.

Subscribe

* indicates required
Email Format

Please select all the ways you would like to hear from Syntagma Watch:

You can unsubscribe at any time by clicking the link in the footer of our emails. For information about our privacy practices, please visit our website.

We use Mailchimp as our marketing platform. By clicking below to subscribe, you acknowledge that your information will be transferred to Mailchimp for processing. Learn more about Mailchimp's privacy practices here.