Οι διατάξεις των παραγράφων 5 και 8 του άρθρου 16 Συν σχετικά με την Ανώτατη Εκπαίδευση είναι σαφείς. Περιέχουν τόσο έναν επιτακτικό (παρ. 5) όσο και έναν απαγορευτικό (παρ. 8) κανόνα δικαίου, με τους οποίους ο συνταγματικός νομοθέτης του 1975, κατά νομοτεχνικά ασυνήθιστο τρόπο, θέλησε με διττό τρόπο να διασφαλίσει το κρατικό μονοπώλιο στα ΑΕΙ. Όσο όμως σαφείς είναι αυτές οι διατάξεις άλλο τόσο είναι αναχρονιστικές, καθότι δεν αποδίδουν απλά το πνεύμα της εποχής σύνταξης του Συντάγματος αλλά του χρόνου σύνταξης του προηγούμενου Συντάγματος του 1952. Εύλογο είναι λοιπόν το ερώτημα εάν αυτός ο αναχρονισμός μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με συνταγματική αναθεώρηση ή υπάρχει άλλος συνταγματικά ενδεδειγμένος τρόπος. Όλες οι ερμηνευτικές λύσεις που κατά καιρούς προτάθηκαν υπήρξαν αδόκιμες, όπως και η τελευταία του περασμένου καλοκαιριού, όπου η Κυβέρνηση ανήγγειλε την παράκαμψη του άρθρου 16 Συν με διεθνείς διακρατικές συμφωνίες. Το ερμηνευτικό και κατά συνέπεια πολιτικό αυτό εγχείρημα ήταν αδόκιμο διότι σύμφωνα με απολύτως κρατούσα άποψη στην νομολογία τόσο του Αρείου Πάγου όσο και του Συμβουλίου της Επικρατείας αλλά και στη θεωρία του Συνταγματικού και του Διεθνούς Δικαίου, το Διεθνές Δίκαιο και βέβαια και οι διεθνείς συνθήκες και συμφωνίες υπερισχύουν μεν του κοινού νόμου όχι όμως του Συντάγματος (την άποψη αυτή εξέθεσα εδώ σε: Ένα επικίνδυνο εγχείρημα: Η παράκαμψη του άρθρου 16 Συν. με διακρατικές συμφωνίες – Syntagma Watch).
Ο μόνος συνταγματικά δόκιμος τρόπος παράκαμψης του κρατικού μονοπωλίου στα ΑΕΙ είναι μέσω του Ενωσιακού και μάλιστα του πρωτογενούς Ενωσιακού Δικαίου και ιδίως των θεμελιωδών ελευθεριών της ελεύθερης εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην επιχειρηματική και ακαδημαϊκή ελευθερία που προστατεύονται από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Το Ενωσιακό Δίκαιο υπερέχει του δικαίου των κρατών μελών συμπεριλαμβανομένων και των Συνταγμάτων τους σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την δεκαετία του 1960 (απόφαση Costa/ENEL). Την αρχή αυτή της υπεροχής του Ενωσιακού Δικαίου έχει υιοθετήσει και η ελληνική έννομη τάξη με την προσχώρηση της χώρας μας στις τότε Κοινότητες, δυνάμει του άρθρου 28 παρ. 2 και 3 Συν σε συνδυασμό με τον κυρωτικό νόμο της Συνθήκης Προσχώρησης. Άρα η εγκατάσταση ενός νομικού ή ακόμα και φυσικού προσώπου στη χώρα μας από χώρα/ες της ΕΕ για την παροχή της υπηρεσίας της ανώτατης εκπαίδευσης, είτε μη κερδοσκοπικά είτε ακόμα και κερδοσκοπικά, προστατεύεται από το πρωτογενές Ενωσιακό Δίκαιο και το ελληνικό Σύνταγμα δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο. Σε περίπτωση που ο ελληνικός νόμος προβλέψει μία τέτοια δυνατότητα που απορρέει από το Ενωσιακό Δίκαιο, οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος μπορεί να προσφύγει στα ελληνικά Δικαστήρια για να αποφανθούν για τη συνταγματικότητα του νόμου και το ζήτημα της υπεροχής. Πιο πιθανή είναι η προσφυγή στο ΣτΕ κατά οποιασδήποτε πράξης, κανονιστικής ή ατομικής, εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου που θα προβλέψει αυτή την δυνατότητα, οπότε σε αυτή την περίπτωση εάν τεθεί ζήτημα ερμηνείας και εφαρμογής του Ενωσιακού Δικαίου θα πρέπει το ελληνικό δικαστήριο, το ΣτΕ εν προκειμένω, να παραπέμψει κατ’ άρθρο 267 Συνθήκης Λειτουργίας Ευρωπαϊκής Ένωσης στο ΔΕΕ, το οποίο θα αποφανθεί επί του ή των ερωτημάτων που θα του τεθούν και εν συνεχεία το ΣτΕ θα πρέπει να εκδώσει την απόφασή του με βάση τις νομικές απαντήσεις που θα λάβει από το ΔΕΕ. Τηρουμένων των αναλογιών, αυτή ήταν η λύση που δόθηκε τόσο από το ΔΕΕ όσο και εν τέλει από το ΣτΕ στη δεύτερη απόφασή του για τον «βασικό μέτοχο». Η παραπάνω νομική δυνατότητα υπήρχε ανέκαθεν, καμία Κυβέρνηση όμως δεν επιχειρούσε να την αξιοποιήσει, διότι μέρος του πολιτικού συστήματος και της ελληνικής κοινωνίας ήταν κολλημένα σε ιδεοληψίες. Η σημερινή Κυβέρνηση δείχνει ότι αυτές τις ιδεοληψίες τις έχει ξεπεράσει ενώ και η κοινωνία είναι σαφώς πιο ώριμη και έτοιμη να δεχθεί μία τέτοια λύση.
Χαράλαμπος Τσιλιώτης
Αναπληρωτής Καθηγητής Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Διευθυντής Ινστιτούτου Διαφάνειας και Θεμελιωδών Δικαιωμάτων Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου, Μέλος Επιτροπής Συνταγματικών Δικαιωμάτων ΔΣΑ
Πηγή: Αναδημοσίευση από την εφημερίδα της Πάτρας «Πελοπόννησος», 07.01.2024