Ένα κράτος δεσμεύεται διεθνώς στις συμβατικές υποχρεώσεις του κατά την γενική δικαιική αρχή pacta sunt servanda και δεν απαλλάσσεται από αυτές κατά την αρχή της συνέχειας του κράτους, λόγω της εναλλαγής των κομμάτων στην εξουσία ή ακόμα και από αλλαγή καθεστώτος. Το αυτό συμβαίνει και με την Συμφωνία των Πρεσπών (στο εξής Συμφωνία).
Ο τερματισμός των εννόμων συνεπειών μίας συνθήκης ή συμφωνίας προβλέπεται στα άρθρα 54 επ. της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών του 1969, που διέπει την συνομολόγηση της Συμφωνίας. Συγκεκριμένα τα άρθρα 54 και 56 παρ. 1 ορίζουν τις προϋποθέσεις λήξης ή καταγγελίας μίας συνθήκης, η οποία μπορεί να γίνει είτε σύμφωνα με τις διατάξεις της συνθήκης ή με την συναίνεση των συμβαλλομένων. Ακόμα, σε περίπτωση μη πρόβλεψης στη συνθήκη δυνατότητας καταγγελίας, η τελευταία επιτρέπεται μόνο εάν αυτό συνάγεται από τη βούληση των συμβαλλομένων ή τη φύση της συνθήκης.
Η Συμφωνία προβλέπει στο άρθρο 20 παρ. 9 αυτής ότι «οι διατάξεις της … θα παραμείνουν σε ισχύ για αόριστο χρονικό διάστημα και είναι αμετάκλητες…». Από την διάταξη αυτή προκύπτουν τα κάτωθι: Πρώτον, η Συμφωνία δεν έχει ημερομηνία λήξης. Δεύτερον, δεν προβλέπεται καταγγελία της Συμφωνίας. Τρίτον, με τον νομοτεχνικά αδόκιμο όρο «αμετάκλητη» καταδεικνύεται ότι δεν υπάρχει πρόθεση των συμβαλλομένων μερών να προβούν σε καταγγελία. Άρα, από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων της Συμφωνίας και της Σύμβασης της Βιέννης, η μονομερής καταγγελία απαγορεύεται.
Υπάρχει, βέβαια, η δυνατότητα της λήξης ή αναστολής εφαρμογής της συνθήκης συνεπεία ουσιώδους παραβιάσεώς της (ένσταση μη εκπληρωθείσης παροχής) βάσει του άρθρου 60 Σύμβασης της Βιέννης, όπως υποστηρίζεται. Η εφαρμογή της διάταξης αυτής, όμως, στην περίπτωση της Συμφωνίας παρεμποδίζεται από τα άρθρα 65 παρ. 3 και 66 Σύμβασης της Βιέννης, σε αρμονία με τα οποία και όχι με το άρθρο 60 αυτής βρίσκεται το άρθρο 19 της Συμφωνίας. Το εν λόγω άρθρο προβλέπει σε αντιστοίχιση με τα προαναφερθέντα άρθρα της Σύμβασης της Βιέννης μηχανισμό ειρηνικής επίλυσης οποιασδήποτε διαφοράς προκύπτει από τη Συμφωνία με βάση τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ (παρ. 1), ήτοι τις διμερείς διαπραγματεύσεις (παρ. 2 εδ. α’), την παροχή των καλών υπηρεσιών του ΓΓ του ΟΗΕ (παρ. 2 εδ. β’) και εν τέλει την παραπομπή της διαφοράς στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (παρ. 3 εδ. α’), είτε κατόπιν συνυποσχετικού (παρ. 3 εδ. β’) είτε μονομερώς (παρ. 3 εδ. γ’).
Κατά συνέπεια, ακόμη και σε περίπτωση ουσιώδους παραβίασης των όρων της Συμφωνίας υπό την έννοια του άρθρου 60 Σύμβασης της Βιέννης από το έτερο μέρος, όπως εν προκειμένω συμβαίνει με τις δημόσιες δηλώσεις της νεοεκλεγείσας Προέδρου της Βόρειας Μακεδονίας, που αποκαλεί την χώρα της «Μακεδονία», από τον συνδυασμό των άρθρων 60, 65 παρ. 3 και 66 Σύμβασης της Βιέννης και 19 της Συμφωνίας δεν προκύπτει δικαίωμα μονομερούς καταγγελίας ή λήξεως της ισχύος της Συμφωνίας, αλλά παραπομπή του θέματος στον ως άνω μηχανισμό για την εντός του πλαισίου της Συμφωνίας επίλυση της διαφοράς, εν τέλει δια της παραπομπής του ζητήματος στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.
Μόνο με την σύναψη νέας Συμφωνίας, που θα καταργεί την υπάρχουσα μπορεί να ξεπερασθεί η τελευταία, αυτή, όμως, προϋποθέτει την συναίνεση του άλλου μέρους και ένα ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον, κάτι που υπό τις υπάρχουσες διεθνείς ισορροπίες φαίνεται πολιτικά απίθανο.
Από τα παραπάνω καταφαίνεται ότι οι νομικές δυνατότητες νομικής απεμπλοκής από την Συμφωνία είναι εξαιρετικά περιορισμένες και πάντως, όπου υφίστανται, απαιτούν τη συναίνεση και των δύο πλευρών.
Χάρης Τσιλιώτης
Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Πηγή: Αναδημοσίευση από την “Απογευματική της Κυριακής”, 19.05.2024