Με αφορμή το ζήτημα που ετέθη την βραδιά των εκλογών σε τηλεοπτικό σταθμό κατά τον σχολιασμό των αποτελεσμάτων των εκλογών και την δήλωση του Αρχηγού του κόμματος των ΣΠΑΡΤΙΑΤΩΝ ότι το κόμμα του είχε ως «καύσιμη ύλη» τον Ηλία Κασιδιάρη, θα ήθελα να απαντήσω στο παραπάνω ερώτημα.
Νομίζω ότι το ερώτημα πρέπει να απαντηθεί αρνητικά κυρίως για τους ακόλουθους τρεις λόγους:
1. Οι αρμοδιότητες του ΑΕΔ είναι κατά το άρθρο 100 παρ. 1 Σ σε συνδυασμό και με το άρθρο 58 Σ για τις εκλογικές διαφορές αποκλειστικές και όχι ενδεικτικές, δεν υπάγονται δε στην επιφύλαξη του νόμου. Η επιφύλαξη του νόμου που περιέχεται στην παρ. 3 του άρθρου 100 Σ αφορά κατά την σαφή και αδιάστικτη διατύπωσή του την οργάνωση και την λειτουργία του δικαστηρίου και όχι τις αρμοδιότητες, τις οποίες του απονέμει ονομαστικά. Αυτό σημαίνει ότι ο κοινός νομοθέτης είτε διά του οργανωτικού νόμου της παρ. 3 του άρθρου 100 Σ (Ν. 345/1976 εν προκειμένω) είτε διά άλλου νόμου, όπως ο εκλογικός νόμος, δεν μπορεί να μειώσει τις αρμοδιότητες του ΑΕΔ, δεν μπορεί όμως, και να τις αυξήσει, σε αντίθεση με το άρθρο 93 του Θεμελιώδους Νόμου της Γερμανίας που καθορίζει μεν τις αρμοδιότητες του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου αλλά εξουσιοδοτεί και τον κοινό νομοθέτη να προβλέψει περαιτέρω αρμοδιότητες όπως πράγματι έχει πράξει με τον Νόμο περί Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου (Bundesverfassungsgerichtsgesetz).
Με βάση τα ανωτέρω δεν προβλέπεται αρμοδιότητα κατασταλτικής (μετά τις εκλογές) απαγόρευσης κόμματος ή ακύρωσης της εκλογής κόμματος, εάν κάτι τέτοιο το προέβλεπε ο νόμος, αυτός δεν θα έπρεπε να μην εφαρμοσθεί κατ’ άρθρο 93 παρ. 4 Σ ως αντισυνταγματικός.
2. Κάτι τέτοιο δεν ορίζεται ούτε στο άρθρο 32 Εκλογικού Νόμου (ΠΔ 26/2012), που προβλέπει προληπτικά τη δυνατότητα μη ανακήρυξης κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων στις εκλογές, όπως τροποποιήθηκε προσφάτως, αλλά όπως προαναφέρθηκε ακόμα κι αν προβλεπόταν θα ήταν αντισυνταγματικό.
3. Ερώτημα αποτελεί εάν αυτό μπορεί να το κάνει, εξετάζοντας ενστάσεις κατά της ανακήρυξης των Βουλευτών του κόμματος σύμφωνα με το άρθρο 58 Σ. Οι ενστάσεις αυτές αφορούν σύμφωνα με την διάταξη αυτή είτε σε εκλογικές παραβάσεις σχετικές με την ενέργεια του εκλογών είτε σε έλλειψη των νομίμων προσόντων των εκλεγέντων βουλευτών.
Ερευνητέο είναι εν προκειμένω εάν ως έλλειψη νομίμου προσόντος, μπορεί να θεωρηθεί η εκλογή βουλευτή με κόμμα του οποίου επετράπη η συμμετοχή στις εκλογές κατά παράβαση του άρθρου 32 ΕΝ, εάν υποτεθεί ότι έχει συμβεί κάτι τέτοιο. Αλλά και αυτό το ερώτημα πρέπει να απαντηθεί αρνητικά, επειδή η έλλειψη νόμιμης προϋπόθεσης πρέπει να αφορά το πρόσωπο και όχι το κόμμα, εάν δε, θέλουμε να εντάξουμε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 58 Σ και αυτή την περίπτωση, όπου η έλλειψη νόμιμης προϋπόθεσης συμμετοχής του κόμματος αντανακλάται στο πρόσωπο (υποψήφιο και τελικά εκλεγέντα Βουλευτή), προβαίνουμε σε διευρυμένη ερμηνεία της εν λόγω συνταγματικής διάταξης σε αντίθεση με πάγια νομολογία τόσο του ΑΕΔ όσο και του ΕΔΔΑ υπό την έποψη του άρθρου 3 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που ερμηνεύουν τα σχετικά κωλύματα και ασυμβίβαστα της εκλογής βουλευτών στενά. Μία τέτοια διεύρυνση ούτως ώστε να περιλάβει τον ουσιαστικά κατασταλτικό αποκλεισμό κόμματος μέσω της ακύρωσης της εκλογής των υποψηφίων του κόμματος, η οποία με την σειρά της επέρχεται επειδή το κόμμα δεν συμμετείχε νομίμως στις εκλογές, και το οποίο κόμμα έχει εκλεγεί και υπερψηφισθεί από μέρος του εκλογικού σώματος, επιτρέπει την κατασταλτική απαγόρευση κόμματος με απόφαση του ΑΕΔ από την «πίσω πόρτα», καταστρατηγώντας ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 100 παρ. 1 περ. α΄ και 58 Σ. Προσέτι, δύσκολα συμβιβάζεται όχι μόνο με την αρχή του πολυκομματισμού του άρθρου 29 παρ. 1 Σ αλλά και με την δημοκρατική αρχή και την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας του άρθρου 1 παρ. 1-3 Σ, από την οποία αυτή (αρχή του πολυκομματισμού) απορρέει. Πέραν τούτου η ενεργός στήριξη και υποστήριξη κόμματος από καταδικασθέντα, έστω και σε πρώτο βαθμό, για το κακούργημα της εγκληματικής οργάνωσης δεν σημαίνει άνευ ετέρου ότι αυτός αποτελεί την πραγματική ηγεσία του κόμματος ούτε ώστε να θεωρηθεί ότι το κόμμα δεν πληροί την δεύτερη από τις τρεις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 32 παρ. 1 ΕΝ για την συμμετοχή του στις εκλογές.
Εξυπακούεται ότι σε μια τέτοια περίπτωση το ΑΕΔ, εάν ήθελε έρθει ενώπιον του μία τέτοια υπόθεση κατ’ ένσταση, θα πρέπει να ελέγξει παρεμπιπτόντως ακόμα και αυτεπαγγέλτως την συνταγματικότητα και συμβατότητα με την ΕΣΔΑ της διάταξης του άρθρου 32 ΕΝ όπως αυτό ισχύει και δεν δεσμεύεται από την απόφαση 8/2023 του ΑΠ που απεφάνθη προληπτικά καταφατικά.
Το εκλογικό αποτέλεσμα με τους «Σπαρτιάτες» δείχνει ότι η πολιτική των απαγορεύσεων δεν βοήθησε στην επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, τον αποκλεισμό κομμάτων των οποίων η οργάνωση και η δράση αντιβαίνει ή φέρεται ότι αντιβαίνει στην ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, όπως ορίζει το άρθρο 29 παρ. 1 Σ. Το αντίθετο πιστεύω ότι συνέβη με το κόμμα αυτό όπως και με το αλήστου μνήμης «κόμμα Κασιδιάρη» ΕΛΛΗΝΕΣ. Η όλη συζήτηση για τις απαγορεύσεις τους τα βοήθησε να κρατηθούν στην επικαιρότητα και τελικά, παρά το διπλό δικαστικό «μπλόκο» του ΑΠ, με αμφισβητούμενης συνταγματικότητας και νομιμότητας (στην δεύτερη περίπτωση με τον συνδυασμό ανεξάρτητων υποψηφίων) ρυθμίσεις, να μπουν στην Βουλή έστω και χωρίς τον Κασιδιάρη.
Τέλος, για άλλη μία φορά πρέπει να γίνει σαφές ότι η τήρηση της συνταγματικής και της εν γένει νομιμότητας προηγείται της οποιασδήποτε πολιτικής σκοπιμότητας, ακόμα κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η τελευταία επιβάλλει την όποια απαγόρευση, αν και καταδείχθηκε ότι ούτε αυτό συμβαίνει.
Χαράλαμπος Τσιλιώτης
Αναπληρωτής Καθηγητής Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Διευθυντής Ινστιτούτου Διαφάνειας και Θεμελιωδών Δικαιωμάτων Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου, Μέλος Επιτροπής Συνταγματικών Δικαιωμάτων ΔΣΑ