Με τη με αριθμό 133/2021 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, απορρίφθηκε η αίτηση αναστολής, που υπάλληλοι της ΕΜΑΚ κατέθεσαν κατά της απόφασης του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος, σχετικά με τον εμβολιασμό τους. Η επίμαχη απόφαση, κατά τρόπο σαφή και ρητό, προέβλεπε την υποχρεωτική μετακίνηση των υπαλλήλων σε άλλες θέσεις εργασίας, σε περίπτωση που αρνηθούν να εμβολιαστούν.
Οι ως άνω υπάλληλοι, προσέφυγαν ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ζητώντας την ακύρωση της πιο πάνω αποφάσεως. Παράλληλα δε, επιδίωξαν την απονομή προσωρινής δικαστικής προστασίας, αιτούμενοι την αναστολή εκτέλεσης της επίμαχης πράξης. Υπενθυμίζεται ότι η αναστολή μίας διοικητικής πράξης, η οποία συνεπάγεται «απενεργοποίηση» των εννόμων συνεπειών της, διατάσσεται από το αρμόδιο δικαστήριο σε δύο περιπτώσεις. Ειδικά, είτε όταν ο πολίτης επικαλεστεί και πιθανολογήσει ότι η εκτέλεση της πράξης, θα του προκαλέσει ανεπανόρθωτη ή άλλως δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη, υλική ή ηθική, είτε όταν έστω και ένας από τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης είναι προδήλως βάσιμος.
Οι επικαλούμενοι λόγοι από την πλευρά των υπαλλήλων
Τα βασικά και κύρια επιχειρήματα – λόγοι ακύρωσης που πρόβαλλαν οι επίμαχοι υπάλληλοι, κατά της υπ’ αριθμ. 2855 Φ215.2/18-5-2021 πράξης του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος με θέμα «εμβολιασμός Υπαλλήλων που υπηρετούν στις Ειδικές Μονάδες Αντιμετώπισης Καταστροφών (ΕΜΑΚ)», είναι τα εξής:
α) Παραβίαση της διάταξης του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, καθώς η πράξη εκδόθηκε αναρμοδίως και χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση.
β) Παραβίαση των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και παρ. 5 του Συντάγματος, 8 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., 3 παρ. 2 του Χ.Θ.Δ.Ε.Ε. και 5 της Σύμβασης του Οβιέδο (ν.2619/1998, Α΄132), ένεκα έμμεσου εξαναγκασμού σε ιατρική πράξη, δηλαδή σε εμβολιασμό.
γ) Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, καθώς το μέτρο της αναγκαστικής μετακίνησης όσων υπαλλήλων δεν υποβληθούν σε εμβολιασμό, θεωρείται δυσανάλογο και ιδιαιτέρως επαχθές ως προς τον επιδιωκόμενο σκοπό της υπηρεσίας.
δ) Παραβίαση της αρχής της ισότητας και ιδίως ως προς την άνιση μεταχείριση εμβολιασμένων και μη υπαλλήλων.
ε) Παραβίαση της αρχής της ισότητας εξαιτίας της μη λήψεως υπόψη των ατομικών συνθηκών κάθε στελέχους (προηγούμενη νόσηση, ιατρικοί λόγοι που απαγορεύουν τον εμβολιασμό κλπ.). Κατά το επίμαχο επιχείρημα, οι αιτούντες υπάλληλοι, υποστήριξαν, ότι δεν ελήφθησαν καθόλου υπόψη οι ειδικότερες ατομικές συνθήκες εκάστου, οι οποίες ενδεχομένως να ήταν και επιστημονικά αποτρεπτικές ως προς τη διενέργεια του εμβολίου, όπως η προηγούμενη νόσηση του ατόμου από covid-19, η οποία αποτελεί απόλυτη αντένδειξη για τη διενέργεια του εμβολίου για κάποιο συγκεκριμένο μεταγενέστερο της νόσησης χρονικό διάστημα.
Οι θέσεις της απόφασης
Με την 133/2021 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών της Ολομέλειας του Δικαστηρίου κρίθηκε ότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη πράξη και τα στοιχεία του φακέλου, «την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης επέβαλαν επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι συνίστανται στην ανάγκη διασφάλισης της αδιάλειπτης και ακώλυτης λειτουργίας των Ειδικών Μονάδων του Πυροσβεστικού Σώματος που είναι επιφορτισμένες με την αντιμετώπιση καταστροφών (Ε.Μ.Α.Κ.). Η λειτουργία μάλιστα αυτή δεν αρκεί να είναι μόνο συνεχής, αλλά πρέπει, ενόψει του ειδικού και κρίσιμου χαρακτήρα των εν λόγω υπηρεσιών για την αντιμετώπιση καταστροφών, να στηρίζεται στην πλήρη διαθεσιμότητα του υπηρετούντος προσωπικού τους, η οποία είναι δυνατόν να διαταραχθεί σοβαρά σε περίπτωση που τα μέλη του προσβληθούν και νοσήσουν από τον κορωνοϊό covid-19». Οι επιτακτικοί αυτοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, σταθμιζόμενοι με τους λόγους που προβάλλουν οι αιτούντες κωλύουν, κατά την κρίση της Επιτροπής Αναστολών, τη χορήγηση της αναστολής.
Επισημαίνεται δε, ότι η απόφαση δέχθηκε ότι η συνδρομή του εξαναγκασμού σε ιατρική πράξη, δεν πληρείται, ούτε προκύπτει από την προσβαλλόμενη πράξη, εφόσον οι αιτούντες διατηρούν την επιλογή να μην εμβολιαστούν. Ακολούθως, και προς την ίδια κατεύθυνση, τονίσθηκε ότι «ενόψει της φύσεως των καθηκόντων των στελεχών που υπηρετούν στις Ε.Μ.Α.Κ. και ιδίως των ειδικών συνθηκών υπό τις οποίες ασκούν τα καθήκοντά τους (έκτακτες και ιδιαιτέρως αυξημένης δυσκολίας περιστάσεις καταστροφών, ανάγκη αυξημένης κινητικότητας των μονάδων διάσωσης)», επιβάλλεται η «υψηλότερη δυνατή προστασία της υγείας από τον κίνδυνο νόσησης λόγω κορωνοϊού τόσο των ίδιων των στελεχών (λόγω της ομαδικής εργασίας τους), όσο και των προσώπων που οι Ε.Μ.Α.Κ. καλούνται να διασώσουν, με άμεση σωματική επαφή σε περιπτώσεις που αυτό απαιτείται».
Κριτική
Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας, κατά την κρίση του δεν απεφάνθη περί της νομιμότητας της πράξης του Αρχηγού, είτε ως προς την εξωτερική είτε ως προς την εσωτερική της νομιμότητα. Αντιθέτως, περιορίστηκε στην αξιολόγηση ότι το δημόσιο συμφέρον, το οποίο συνίσταται στην διαρκή, συνεχή και ακώλυτη λειτουργία της υπηρεσίας ΕΜΑΚ, υπερτερεί έναντι των συμφερόντων των αιτούντων. Τονίζοντας τη σημαντικότητά της εν λόγω Υπηρεσίας για την εύρυθμη λειτουργία του κοινωνικού συνόλου, το οποίο ενδέχεται και πιθανολογείται ότι θα τεθεί σε κίνδυνο, άλλως θα πληγεί σε περίπτωση αναστολής εκτέλεσης της πράξης του Αρχηγού της περί του εμβολιασμού των στελεχών της, κατέληξε ότι μεταξύ των αγαθών που ενδέχεται να υποστούν βλάβη, -δηλαδή μεταξύ ιδιωτικού συμφέροντος και δημοσίου συμφέροντος-, υπερτερεί το τελευταίο. Το Συμβούλιο δηλαδή, μετά από στάθμιση των συγκρουόμενων αγαθών, κατέληξε ότι η βλάβη του δημοσίου παρουσιάζει μεγαλύτερη ένταση σε σχέση με τη βλάβη των αιτούντων. Με αυτό το σκεπτικό, δεν διέταξε την αναστολή εκτέλεσης της επίμαχης πράξης, διαγιγνώσκοντας ότι δεν συντρέχουν λόγοι ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης των αιτούντων. Στη συνέχεια δε, έκρινε ότι κανένας από τους επικαλούμενους λόγους ακύρωσης δεν είναι προδήλως βάσιμος, υπογραμμίζοντας ότι δεν υφίσταται σχετική πάγια νομολογία ή απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, που να άπτεται ή να επιλύει σχετικά όμοιας φύσεως διοικητικά ζητήματα.
Οφείλουμε δε να επισημάνουμε, ότι η δικαστική απόφαση, υπογραμμίζει και εστιάζει κυρίως στο ζήτημα της ασφάλειας και της υγείας των ίδιων των υπαλλήλων. Ενώ το ζήτημα δεν αντιμετωπίζεται μονόπλευρα, χαρακτηρίζοντας δηλαδή τους ανεμβολίαστους υπαλλήλους, ως «υγειονομικό κίνδυνο» για το κοινό. Την ίδια θέση, τήρησε και το αντίστοιχο Δικαστήριο της Ιταλίας, και συγκεκριμένα του Μπελλούνο, όπου βασική μέριμνα και ορόσημο δεν ήταν μόνο ο κίνδυνος των τρίτων ατόμων- κοινού, αλλά πρωτίστως η υγεία και η ασφάλεια των εργαζομένων, αναφορικά με τον κίνδυνο της μόλυνσης από τον ιό SARS COV 2.
Είναι πλέον παραδοχή ότι, εν απουσία κάθε σχετικής νομοθετικής διάταξης, ελλείψει επικαιροποιημένων κατευθυντηρίων γραμμών από Ανεξάρτητες Αρχές, όπως εκείνη της Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΑΔΠΧ), σαφών θέσεων της Επιτροπής Βιοηθικής, σύσσωμη η ελληνική κοινωνία, ανέμενε το Συμβούλιο της Επικρατείας, να τοποθετηθεί ουσιαστικά στο ζήτημα του εμβολιασμού, της ύπαρξης ή μη έμμεσου εξαναγκασμού ως προς τη διενέργειά του, αλλά και της νομιμότητας ή μη των συνεπειών της άρνησης των υπαλλήλων να εμβολιαστούν. Το δικαστήριο, ανέμεινε κυρίως σε έναν αδιάστικτο, αυστηρό, ορθό έλεγχο νομικών, δικονομικών προϋποθέσεων, χωρίς όμως να ταυτιστεί και να προσανατολιστεί με το σημαντικότερο: την εξομάλυνση της κοινωνικής αναταραχής με την ουσιαστική προσέγγιση κρίσιμων ζητημάτων.
Γιάννης Καρούζος
Δικηγόρος, Εργατολόγος